Πικρή καρδιά

Από Βικιθήκη
Πικρὴ καρδιά
Συγγραφέας:


Μάϊέ μου χρυσομάλλη,
ἦλθες, καὶ τ' ἀηδόνι ψάλλει
τὰ νεανικά σου κάλλη
'ς τὰ χλωρὰ κλαδιά.
Μὲ χαρὰν σὲ ἀντικρύζει
ὅλ' ἡ φύσις ποῦ ἀνθίζει·
πλὴν 'ς τὸ στῆθός μου γογγύζει
ἡ πικρὴ καρδιά.

Δύο δύο τὰ πουλάκια
'ς τῆν μερσίνης τὰ κλαδάκια
τῆς ἀγάπης τραγουδάκια
τραγουδοῦν γλυκά.
Πουλὶ ἔρημο καὶ ξένο,
τί γυρεύω; ποῦ πηγαίνω;
Εἰς λειβάδι χιονισμένο
θάνατος βογγᾷ.

Ἂν ἡ νέα φύσις θάλλῃ,
τὰ μαγευτικά της κάλλη
ἂς τ' ἀπολαμβάνουν ἄλλοι.
Ἀδιαφορῶ.
Ταχυδρόμος διαβάτης,
σαθροῦ ξύλου ἐπιβάτης,
καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ καλά της
δὲν θενὰ χαρῶ.

Διὲ αὐτὸ κι' αὐτὸ τὸ κῦμα
πῶς πηγαίνουν μ' ἕνα βῆμα
'ς τὸ ἀπέραντόν των μνῆμα,
τὸν ὠκεανόν.
Σὰν αὐτὰ κ' εγὼ πηγαίνω·
δὲν ἐλπίζω, δὲν προσμένω,
παρὰ τάφον ἀνοιγμένο
κ' εἰς τοὺς δυὸ κοινόν.

Ὡς σκιά της, ὡς φωνή της
ἂς διέμενα μαζῆ της.
Ἢ ἂς ἤμουν ὁ πλανήτης,
καὶ εἰς τὰ κενά,
ἂς ἐστρέφετο μαζῆ μου!
Ἀλλ' ἡ ἔρημος ζωή μου
ὡς ὁ ρύαξ τῆς ἐρήμου
κλαίει καὶ περνᾷ.

Ὡς τὸ ἄνυος μαραμένη
ἡ νεότης μου χλωμαίνει·
ἡ χαρὰ μὲ εἶναι ξένη,
κ' ἡ ἐλπὶς αὐτή.
Πλὴν μ' ἐλέησεν ἡ μοῖρα,
καὶ τοῦ τάφου μου τὴν θύρα
μὲ τὴν μελανήν της χεῖρα
ἀνοικτὴν κρατεῖ.

Κ' ἐγώ, φίλοι, εἶχα ζήσει·
τώρα τ' ἄστρον μου θὰ δύσῃ.
Ὤ! ἀφῆστε το νὰ σβύσῃ
εἰς τὸν οὐρανό.
Μὴ λυπῆσθ' ἂν ἀποθνήσκω.
Εἰς τὴν γῆν ποῦ δὲν τὴν βρίσκω
ἕως πότε θενὰ μνήσκω
διὰ νὰ θρηνῶ;