Πηνειός και Θύαμις
Πηνειὸς καὶ Θύαμις Συγγραφέας: |
Σὰν ἄλογο ποὺ ἔρριξε ἀδέξιο καβαλλάρη,
ποτάμι ἐρροβόλαε, κρυσταλλωμένη ἀκτῖνα,
κ' ἐσκόρπιζε στὴν ὄχθη του δροσιᾶς μαργαριτάρι,
πότε σέ δάφναις ἄγριαις καὶ πότε σ' ἄγρια κρίνα.
Ὁ ἥλιος τὸ διαμάντονε, πουλάκια κελαδοῦσαν,
κ' ἐλεύθερ' κι' ἀνεμπόδιστα τὰ κύματα κυλοῦσαν.
Κάτω ἀπὸ ἴσκιο σκοτεινό, ποτάμι θολωμένο
ποὺ σύννεφα καθρέφτιζε μέσ' στὰ νερὰ τὰ μαῦρα,
τὸ κύτταζε ἀκίνητο καὶ παραπονεμένο,
κ' ἐστέναζε στὴν ὄχθη του τὴν ἔρημη ἡ αὔρα·
ἥλιος αὐτὸ δὲν τὤβλεπε, πουλὶ δὲν κελαϊδοῦσε·
ἄχ, τὰ νερά του σὲ σκλαβιὰ παλῃὶς φραγμὸς κρατοῦσε...
Κ' εἶπε τὸ ἡλιοφώτιστο, στὸ παραπονεμένο·
«Γιατί, ἀδέλφι μου, καὶ σὺ δὲν τρέχεις σὰν κ' ἐμένα;
»Διψᾷ ἡ ὄχθη σου νερό, ποτάμι ἁγιασμένο,
»καὶ πέφτουν ἀπ' ταῖς δάφναις σου τὰ φύλλα μαραμένα
»ἔλα νὰ σμίξωμε τὰ δυὸ μαζῆ τὰ κύματά μας
»καὶ πέλαγος θὰ γείνουνε σμιγμένα τὰ νερά μας!...
Κ' ἐκεῖνο δὲν ἀπάντησε εἰς τὸ ποτάμι τ' ἄλλο,
π' ὁλόχαρο σ' ἐλευθεριᾶς χαρὰ τὸ προσκαλοῦσε·
μονάχα σ' ἕνα γογγυτὸ καὶ στανογμὸ μεγάλο,
τὸ κῦμά του ἐθόλωσε π' ἀκίνητο κρατοῦσε·
καὶ μιὰ φωνὴ στὴν ὄχθη του ἀκούστηκε κι' ἀντάρα·
«Ἀνάθεμα στὴ μοῖρά μας, καὶ στὴ Φραγκιὰ κατάρα!»