Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο Σμυρναίος χασάπης

Από Βικιθήκη
(Ανακατεύθυνση από Πατινάδα, ο Σμυρναίος χασάπης)
Ὁ Σμυρναῖος χασάπης
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1887 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΠΑΤΙΝΑΔΑ
Ο ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ ΧΑΣΑΠΗΣ

Γιὰ σένα, φῶς μου, τἄφερα γιὰ σένα τὰ παιχνίδια,
Ἔβγα στὸ παραθύρι σου δυὸ λόγια νὰ σοῦ πῶ
Νὰ ’δῶ τὰ μαῦρα ’μάτια σου, τὰ σπαθωτά σου φρύδια,
Ἔβγα μὴν ἦσαι ἄπονη· τὸ ξέρεις, σ’ ἀγαπῶ.



Τί σπλάχνα σοὔδωσ’ ὁ Θεὸς, γιὰ μιὰ σταλίτσα ὕπνο
Μ’ ἀφίνεις καὶ παιδεύομαι ’σὰν ψάρι στὴ φωτιά·
Ἐγὼ γιὰ σένα ἄφησα, γλέντι, χαρὰ καὶ δεῖπνο·
Ἔβγα τ’ ἁγιάζει μ’ ἔφαγε, ῥίψε μου μιὰ ματιά σου!



Ἂν εἶχα στὸ κεφάλι μου βασιλικιὰ κορώνα
Σὰν πέτρα θὰ τὴν ἔσερνα στὸ τσάμι τὸ κουφό·
Ξύπνα δυὸ λόγια νὰ μοῦ ’πῇς γλυκόφωνη τρυγόνα,
Ξύπνα κι’ ἂν θέλῃς δόσε μου φαρμάκι, τὸ ῥουφῶ.



Σοὖπε κανένας τίποτε ποτὲ κακὸ γιὰ μένα;
Σοῦ ’κάμανε παράπονα, φῶς μου, στὸ μαχαλᾶ;
Τὸ ξέρεις, δὲν ἀψήφισα ποτὲ ἐγὼ κανένα,
Ἐχθροὺς ἂν ἔχῃς πές μου το, κάμνω μ’ αὐτοὺς καλὰ.


Ἂν ἔχῃς γειτονόπουλα ποῦ εἶν’ ὁ πειρασμός σου,
Μὲ μιὰ ματιά σου δεῖξέ μου ποῦ εἶνε νὰ τὰ ’δῶ,
Νὰ σοῦ τὰ κάμω σὰ σκυλιὰ νὰ σπαρταροῦν ἐμπρός σου,
Καὶ νὰ τὰ πιάνουν σύγκρυα ἐδὼ ’σὰν τραγουδῶ.



Γιὰ χάρι σου, μὰ τὸ θεὸ, ὅσους μοῦ ’πῇς σκοτόνω,
Γιοφύρι ἀπὸ κόκκαλα σοῦ κάμνω νὰ περνᾷς,
Κι’ αὐτὸν τὸν Χάρο ἂν τὸν ’δῶ, κι’ αὐτὸ τὸν μαχαιρόνω,
Νὰ βγαίνῃς, φῶς μου, ἄφοβα, παντοῦ νὰ σεργιανᾷς.



Κι’ ἂν τύχῃ τὸ φουστάνι σου κανένας νὰ πατήσῃ,
Νὰ ’γγίξῃ τὴν πλεξοῦδά σου ἀπὸ παλληκαριά,
Νὰ μὴν τὸν εἶχεν ἄμποτες μάνα καμμιὰ γεννήσῃ,
Τοῦ κόβω τὰ παγίδια του, τὰ ῥίχτω στὰ θεριά.



Ὅ,τι μοῦ ’πῇς ὁρκίζομαι εὐθὺς πῶς θὰ τὸ κάνω,
Πῶς δὲν θὰ ’πὼ «ἀδύνατον» αὐτὸ ποῦ μοῦ ζητεῖς·
Καὶ ἂν μοῦ ’πῇς: ἀπόθανε! ἀμέσως θ’ ἀποθάνω
Κι’ ἂς ἀνοιχθῇ τὸ μνῆμά μου ἐκεῖ ποῦ θὰ πατεῖς.



Νὰ σ’ ἀρνηθῶ, τὰ χείλη σου μόνον νὰ μὴ προστάξουν·
Αὐτὸ μόνον δὲν γίνεται, ὁ κόσμος κι’ ἂν χαθῇ,
Κάλλια νὰ ’δῶ στὴν πόρτα σου σὰ βῶδι νὰ μὲ σφάξουν
Τὸ αἷμά μου στὸ σπῆτί σου ποτάμι νὰ χυθῇ.



Ἂν ὅμως καὶ δὲν μ’ ἀγαπᾷς καὶ θέλεις ν’ ἀποθάνω,
Ἀπόψε εἰς τὴν πόρτα σου μπῆξε καρφιὰ γερά,
Νὰ χύσω τὰ τσιγέρια μου, νὰ τὰ κρεμάσ’ ἐπάνω
Νὰ βγάλῃ μαῦρο ὄνομα τὸ σπῆτί σου, σκληρά!



Κι’ ὅποιος περνᾶ, τρεμουλιαστὰ νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του·
Ἐσὺ νὰ ζῇς μὲ δάκρυα, μὲ πόνους, μὲ καϋμοὺς
Κι’ ἂν πάρῃς ἄνδρα τὴν αὐγὴ σὰν θἆσαι στὸ πλευρό του
Νὰ μὲ θωρῇς στὸν ὕπνο σου, νὰ χύνῃς στεναγμούς.
Ἐν Ἀδριανουπόλει, 1886.

G. LAFFON