Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παραμύθι χωρίς όνομα/Κεφάλαιο ΙΒ

Από Βικιθήκη
Παραμύθι χωρίς όνομα
Συγγραφέας:
ΙΒ'. Πανικός


Κοπάδια κατέβαιναν από τα χωριά οι άνθρωποι κι έτρεχαν στη χώρα χωρίς σκοπό, ξετρελαμένοι από φόβο. Το Βασιλόπουλο γύρευε να τους σταματήσει, μα ο πανικός τους έκανε κουφούς και τυφλούς.

- Δεν έχομε Βασιλιά! Δεν έχομε Πατρίδα! έλεγαν. Και τίποτα δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. Έφθασε το Βασιλόπουλο στο παλάτι. Οι πόρτες ήταν όλες ανοιχτές. Η οικογένεια του Βασιλιά, μαζεμένη στην τραπεζαρία, έμοιαζε σαν κοπάδι τρομαγμένες χήνες. Όλες οι γυναίκες φώναζαν μαζί, ο Βασιλιάς, με το μανδύα του τυλιγμένο στο μπράτσο, έδινε οδηγίες σε φανταστικούς υπηρέτες, να κλείσουν τα παράθυρα, να συμμαζέψουν τα πράγματα, και άλλα παρόμοια. Καθισμένη σε μια γωνιά η Ειρηνούλα έκλαιγε με αναφιλητά. Και, σέρνοντας ένα σεντούκι, ο Πολύκαρπος γύριζε κάθε λίγο και την κοίταζε, και απελπίζουνταν που δεν μπορούσε να την παρηγορήσει.

- Τι είναι αυτά; Τι κακό γίνεται δω; βροντοφώνησε το Βασιλόπουλο.

Όλοι γύρισαν. Οι γυναίκες έπαυσαν τα ξεφωνητά, η Ειρηνούλα έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του, ο Βασιλιάς αναστέναξε με ανακούφιση, και ο Πολύκαρπος παράτησε το σεντούκι.

- Τι τρέχει; Γιατί αυτή η σύγχιση; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο.

Και η ζεστή φωνή του δέσποζε μέσα στην αναμπαμπούλα, και καθησύχαζε κάθε τρομαγμένη καρδιά.

- Αχ, γιε μου! Πού έφυγες! είπε με παράπονο ο Βασιλιάς. Τέτοιες ώρες βρίσκεις να ξεπορτίζεις;

- Και να μας αφήνεις ολομόναχους να φύγομε στα ξένα! πρόσθεσε πάλι η Βασίλισσα.

- Τι; φώναξε το Βασιλόπουλο. Ποιος μιλά για φευγιό;

- Μας είχες αφήσει, γιε μου, δικαιολογήθηκε ο Βασιλιάς, και δεν ξέραμε τι να κάνομε και πού να πάμε...

- Όλος ο κόσμος φεύγει, θα φύγομε κι εμείς, πρόσθεσε πάλι η Βασίλισσα.

- Δε θα φύγει κανένας! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο.

- Δε θα μας εμποδίσεις εσύ βέβαια! ξεφώνισε η Πικρόχολη.

- Δε θα φύγει κανένας! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Εσείς οι γυναίκες, να πάτε στα δωμάτια σας. Και συ, πατέρα μου, έλα κάτω μαζί μου. Είναι ανάγκη να παρουσιαστείς αυτή τη στιγμή.

- Πού θέλεις να πάμε; ρώτησε φοβισμένα ο Βασιλιάς.

- Στη χώρα, για να μας δει όλος ο τρομαγμένος πληθυσμός και να μας ακολουθήσει.

- Πού να μας ακολουθήσει;

Μα πριν προφθάσει το Βασιλόπουλο ν' αποκριθεί, κατρακύλησε μέσα ο πρωτοβεστιάριος. Τα κρεμαστά του μάγουλα ήταν κατακόκκινα και πυρωμένα, και τα μάτια του πεταμένα έξω από το κεφάλι του.

- Αφέντη! Αφέντη! Ο εχθρός καίει τη χώρα στο αντικρινό μέρος του ποταμού, έβαλε φωτιά στα δάση, όλη εκείνη η πεδιάδα καταστρέφεται! Ο κόσμος, μαζεμένος στον ποταμό και στην πλατεία, φωνάζει και βρίζει που δε βγαίνεις να τους οδηγήσεις, να βοηθήσεις τους αδελφούς τους, που κινδυνεύουν στην πέρα όχθη! Αφέντη, ο εχθρός προχωρεί! Θα φθάσει στο ποτάμι...

Ο Βασιλιάς γύρισε στο γιο του απελπισμένος.

- Τόσο το καλύτερο! είπε το Βασιλόπουλο με σφιγμένα δόντια.

- Παιδί μου! Τι λες! Χάνομε το μισό μας βασίλειο! αναφώνησε ο Βασιλιάς.

- Τόσο το καλύτερο! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Τώρα φθάνει το χτένι στον κόμπο! Τώρα νιώθομε πού μας τσούζει.

- Μα βρίζουν το θρόνο! Το Κράτος χάνεται! Σηκώθηκε επανάσταση στη χώρα... μούγκρισε ο πρωτοβεστιάριος. Δε θέλουν πια τη βασιλεία...

- Ποιος σκέπτεται θρόνο και βασιλεία! φώναξε το Βασιλόπουλο. Το έθνος ζει, το έθνος ξυπνά επιτέλους, και σύσσωμο θα σηκωθεί, να πλακώσει τους εχθρούς που ποδοπατούν τη χώρα του! Πατέρα, έλα τώρα!

Και σέρνοντας το Βασιλιά από το μπράτσο, τρεχάτος κατέβηκε το βουνό.

- Εσύ, πήγαινε μπροστά! φώναξε του Πολύκαρπου που τον ακολουθούσε. Πήγαινε στου Κακομοιρίδη, πάρε όσα όπλα είναι έτοιμα και φερ' τα αμέσως στο ποτάμι. Εκεί θα τους μαζέψω όλους.

Ο τόπος ήταν ανάστατος. Οι κάτοικοι της χώρας πετούσαν τα πράματα τους από το παράθυρο και τα φόρτωναν σε αμάξια ή σε μουλάρια, για να φύγουν στα βουνά, ενώ οι χωρικοί, πάλι, έτρεχαν να προφυλαχθούν στη χώρα. Όλοι είχαν χάσει τα μυαλά τους, κανένας δεν ήξερε τι έκανε.

- Ησυχία, παιδιά, δεν έχομε κανένα φόβο, έλεγε περνώντας το Βασιλόπουλο.

Και στις γυναίκες έλεγε:

- Πηγαίνετε στα σπίτια σας και μη φοβάστε. Και στους άντρες:

- Ελάτε μαζί μου και μη φοβάστε!

Σαν έφθασε στην πλατεία με το Βασιλιά, εμπρός στο φρουραρχείο είδαν κόσμο πολύ που φώναζε και ζητούσε στρατό. Σ' ένα παράθυρο, με τα μαλλιά του ολόρθα και τα μάτια του γουρλωμένα, ο φρούραρχος, τυλιγμένος μες στην κουβέρτα του, φώναζε πως στρατό δεν έχει και να πάνε να τον ζητήσουν από το Βασιλιά.

- Δεν έχομε Βασιλιά. Ο Βασιλιάς έφυγε και μας παράτησε. Κάτω ο Βασιλιάς! Κάτω η Βασιλεία! φώναζε το πλήθος.

- Αχ, πάμε να φύγομε! παρακάλεσε ο Βασιλιάς, κρεμασμένος στο μπράτσο του γιου του. Άκου πώς μας βρίζουν!

- Όχι! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο. Εδώ θα πεθάνομε ή θα τους δαμάσομε!

Παραμερίζοντας τον κόσμο, πέρασε με το Βασιλιά και ανέβηκε στα σκαλοπάτια του φρουραρχείου.

- Πατριώτες, τι γυρεύετε; φώναξε δυνατά, και η φωνή του ακούστηκε, δεσπόζοντας το θόρυβο, ως πέρα στην πλατεία. Τι περιμένετε μαζεμένοι εδώ, όταν ο εχθρός ρημάζει τη χώρα μας; Κάνετε καρδιά, παιδιά, εμπρός! Ακολουθήσετε με! Όλοι ενωμένοι θα διώξομε τον εχθρό!

- Δεν έχομε στρατό! Ούτε άρματα δεν έχομε! φώναξαν μερικοί από μέσα από το πλήθος.

- Στρατός είστε σεις! Πού τον γυρεύετε αφού είστε όλοι μαζεμένοι εδώ; Άρματα θα γίνουν τα εργαλεία που σκάβετε τα χωράφια! Σε αντρειωμένα χέρια, κάθε σίδερο γίνεται όπλο!

- Δεν έχομε αρχηγό! Το έστριψε ο Βασιλιάς!

- Ο Βασιλιάς σας είναι δω, ανάμεσα σας, έτοιμος να σας οδηγήσει στη μάχη! φώναξε το Βασιλόπουλο δείχνοντας το γέρο πατέρα του, που εμπρός στον εξοργισμένο λαό του είχε ξαναβρεί την πατρογονική του υπερηφάνεια, και με σταυρωμένα χέρια και ψηλά το κεφάλι κοίταζε το αγριεμένο πλήθος. Ο Βασιλιάς σας είναι δω, αναγνωρίσετε τον, και ας μη φορεί το στέμμα του, που το πούλησε για να σας δώσει όπλα.

- Πού είναι ο Βασιλιάς; Δείξε μας το Βασιλιά! φώναξαν μερικοί.

- Ο Βασιλιάς μας δεν έφυγε; Ο Βασιλιάς είναι δω; φώναξαν άλλοι. Ζήτω λοιπόν ο Βασιλιάς!

- Αν είναι δω ο Βασιλιάς, ζητάτε του πρώτα-πρώτα όπλα! φώναξε μια θυμωμένη φωνή.

- Ναι, όπλα! Δώσ' μας όπλα! επανέλαβαν άλλες φωνές.

Και το πλήθος, που γυρνά πάντα με τον τελευταίο που μίλησε, ξεφώνισε αγριεμένα:

- Δώσ' μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! Έξω από δω ο Βασιλιάς!

Μερικοί πιο αυθάδεις ανέβηκαν στα σκαλοπάτια φοβερίζοντας με το γρόθο.

- Δώσ' μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! ξεφώνιζαν.

Το Βασιλόπουλο όρμησε μπροστά στον πατέρα του και, με μια σπρωξιά, έριξε κάτω έναν που σήκωνε το χέρι να χτυπήσει το Βασιλιά.

- Σα δεν έχουν όπλα, φώναξε με αγανάκτηση, πάνε και τα παίρνουν από τους εχθρούς τα παλικάρια, μα δε χτυπούν γέρους!

- Γεια σου, λεβέντη! Καλά του αποκρίθηκες! ακούστηκε μια φωνή.

Και το ανθρώπινο κοπάδι, γυρνώντας άλλη μια φορά με τον τελευταίο που του επιβλήθηκε, ξεφώνισε:

- Γεια σου, λεβέντη! Οδήγησε μας εσύ και θα σε ακολουθήσομε! Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! Ζήτω ο Βασιλιάς!

Το Βασιλόπουλο, χωρίς να χάσει καιρό, διέταξε:

- Εμπρός! Στο ποτάμι! Εκεί θα διοργανωθούμε, για να περάσομε αντίκρυ και να διώξομε τον εχθρό! Εμπρός, παιδιά! Ακολουθείτε με!

Κι ενώ, αποκαμωμένος και συγκινημένος, ανέβαινε ο Βασιλιάς στο φρουραρχείο να ξεκουραστεί, το Βασιλόπουλο τράβηξε κατά τον ποταμό, με το ενθουσιασμένο πλήθος που ξεφώνιζε πίσω του.