Παραμονή Χριστουγέννων

Από Βικιθήκη
Παραμονὴ Χριστουγέννων
Συγγραφέας:


Α'
Ἦτο γλυκειὰ παραμονὴ ἐκείνης τῆς ἡμέρας
ὁποῦ καινούργιος δρόσιζε κόσμο παλῃὸ ἀγέρας,
ποὺ ὁ ἀγέννητος Θεὸς στὴ Βηθλεὲμ γεννήθη
καὶ ἀναγάλλιασε ἡ γῆ κ' ἐντράπη κ' ἐφοβήθη.
Πτωχοὶ καὶ πλούσιοι, παιδιά, ἄνδρες, γυναῖκες, ὅλοι
χαρούμενοι ἑτοιμάζονται γιὰ τὴ μεγάλη σχόλη.
Στολίζονται ἡ ἐκκλησιαίς, ἀστράφτουν τὰ κανδήλια
μπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ· γλυκὰ ἀντιλαλοῦσαν
καμπάνες εἰς ταὶς γειτονιαίς· βιολιὰ ἔπαιζαν χίλια
καὶ τὰ Χριστούγεννα παιδιὰ στοὺς δρόμους τραγουδοῦσαν.
Ἔχαιρ' ὁ κόσμος· χαίρουνταν κ' οἱ πικραμένοι ἀκόμα,
κ' ἐκεῖνοι ποὺ πατοῦν στὴ γῆ κι' ὅσους πατεῖ τὸ χῶμα!

Β'
Στὸν οὐρανὸ ὁποῦ ἀρχὴ καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχει,
μέσ' στὸν Παράδεισο ποὺ φῶς, δροσιὰ κι' ἀγάπη τρέχει,
τὸ διαμαντένιο κι' ἅγιο ρολόγι θὰ σημάνῃ
τὰ ἱερὰ μεσάνυκτα· τὴ βλογημένη ὥρα,
ποὺ βρέφος μέσα σὲ σπηλιὰ ὁ Λυτρωτὴς ἐφάνη
καὶ τ' ἀσημένιου οὐρανοῦ ἔγιν' ὁ κόσμος χώρα...
Φῶς δροσερὸ σ' ἀθάναταις ματιαὶς φεγγοβολοῦσε·
μοσχομυρίζαν ἄπειρα αἰώνια λουλούδια,
τ' ἀγέρι ὁλόχρυσα φτερὰ ἀγγελικὰ ἐκινοῦσε
κ' ἕνα τραγοῦδι ἐγίνουνταν τ' ἀθάνατα τραγούδια.
Ἀρχάγγελοι καὶ Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ κι' ἀηδόνια,
- Ὄχι τῆς γῆς! - ἐψέλνανε μπροστὰ εἰς τὴν Παρθένο
καὶ τῆς θυμίζανε μικρὰ κι' ἀγαπημένα χρόνια,
πότε στὴν κούνια τὸ Χριστὸ καὶ πότε Ἐσταυρωμένο...
Σ' ὀλίγο τὰ Χριστούγεννα τοῦ οὐρανοῦ θὰ εἰποῦνε
κι' ὅλα τὰ χείλη τ' ἅγια μὲ μιᾶς θὰ φιληθοῦνε·
τὸ Χερουβεὶμ τὸ Σεραφεὶμ θὰ σκύψει νὰ φιλήσῃ,
ὁ Ἄγγελος τὸν Ἄγγελο, Ἁγία τὴν Ἁγία,
ὁ οὐρανὸς ἀπὸ χαρὰ καὶ δόξα θ' ἀντηχήσῃ
καὶ θὰ διπλιάσῃ ἀθάνατο φιλὶ τὴν ἁρμονία!
Χαμόγελο τῆς Παναγιᾶς ἐφώτιζε τὸ στόμα
κ' ἔφεγγε περισσότερο τοῦ οὐρανοῦ τὸ δῶμα·
γλυκύτερα ἐγείνουνταν τ' ἀγγελικὰ τραγούδια,
κ' ἔχυναν μυρωδιὰ διπλῆ τ' ἀθάνατα λουλούδια!

Γ'
Μέσ' στῶν Ἁγίων τ' Ἅγια, στ' ἄδυτα τῶν ἀδύτων
καὶ σὲ σκηνὴ ἀπὸ φτερὰ τῶν Ἀρχαγγέλων, Μόνος,
σὲ θρόνο ἀπάνω ἀστερινό, μακρυὰ ἀπ' ὅλους ἦτον,
ὁ νοῦς, τὸ ἄπειρο, τὸ φῶς, ἡ δύναμις, ὁ χρόνος...
Ἐκεῖ τὸν Ἅγιο ὑμνοῦν τῶν Χερουβεὶμ τὰ χείλη,
κ' ἐκεῖ τὰ χέρια τ' ἄχραντα τὴν ἄψυχη τὴν ὕλη
τὴν κάμνουν κόσμο ζωντανό, κανούργι' ἀστέρι ἀνάφτουν
καὶ ἀστραπαὶς ἀκοίμηταις στὴν ὄψι Του ἀστράφτουν.
Χαμογελᾷ, καὶ βγαίνουνε λουλούδια μυροβόλα.
Κυττάζει, κι' ἀπ' τὰ μάτια Του τ' ἄστρα φωτίζοντ' ὅλα.
Ἕνας Του λόγος μοναχὰ τὴ μουσικὴ γεννάει
καὶ ἡ πνοὴ Του μυρωδιαὶς χίλιων λογιῶν σκορπάει!
…................................................................................
…................................................................................
Βαθειὰ εἰρήνη καὶ χαρὰ κι' ἀγάπη ἐπλημυρροῦσε
στὸν κῆπο τὸν ἀθάνατο·
στὸ περιβόλι τ' ἅγιο ἡ λύπη δὲν χωροῦσε
κ' ἐκεῖ μονάχα ἡ ζωὴ ἐπάταε τὸ θάνατο!
Ἐκεῖ ἀκόμη ἐφαίνετο καὶ τὸ βωδάκι, ὅπου
στὴ φάτνη εἶδε τὴ μορφὴ σὰν φῶς τοῦ Θεανθρώπου.
Ποὺ ἔσκυψε καὶ ἔγλυφε τὸ ἄχραντο κορμί Του
κ' ἐζέσταινε τὰ σπάργανα μὲ τὴ ζεστὴ πνοή του!
Μέσ' στὰ λειβάδια τ' οὐρανοῦ τριγύριζε ὅλο χάρι·
- Αὐτὸ δὲν εἶδε θάνατο, δὲν εἶδε μακελλάρη!
Χαρὰ σ' ἐκείνους ποὺ έκεῖ ψηλὰ θὰ ταξειδέψουν
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ πρόσωπο μιὰ μέρα θ' ἀγναντέψουν.
Κάτω σὲ δένδρο πὤχυνε δροσιᾶς μαργαριτάρι,
χαρᾶς ἀκτῖνες ἔχυνε τοῦ Ἰησοῦ ἡ χάρι
κ' ἐστέκετο λίγο χλωμὸς ἀπ' τὸ σταυρὸ ἀκόμα...
Χαμόγελο τοῦ ἄνοιγε τὸ μυρισμένο στόμα
καὶ εἰς τὸν Πέτρο στρέφοντας, ποὺ βρίσκουνταν μαζῆ Του,
εἶπε ἡ μελαγχολικὴ καὶ ἀργυρῆ φωνή Του·
«Σ' ὀλίγο θενὰ γεννηθῶ στὴ Βηθλεὲμ καὶ πάλι·
«στὴν κάτω τὴν πατρίδα μας πηγαίνομε, τὴν ἄλλη!»
Κ' εὑρέθηκαν στὴν Βηθλεέμ... τὸ ἅγιό της χῶμα,
ἐσκίρτησε σὰν ἔνοιωσε τὸ θεϊκὸ ποδάρι·
ἔγινε ὠμορφότερο τοῦ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα
κι' ὅπου πατοῦσε φύτρονε λουλοῦδι καὶ χορτάρι.
Ἤτανε νύκτα· ἔλαμπε τὸ ἴδιο κεῖνο ἀστέρι
ὁποῦ οἱ Μάγοι ἐβλέπανε τὴ νύκτα τὴν ἁγία·
πάλι ποιμένες κι' ἄγγελοι ἐψέλναν, καὶ τ' ἀγέρι,
συντρόφευε τὴν ἄφαντη ἐκείνη ψαλμῳδία!

Δ'
Ὕπνος γλυκὺς ἐκοίμιζε τὸν κόσμο· στ' ὄνειρό του,
στὴ φάτνη μέσα ἔβλεπε παιδάκι τὸ Θεό του·
Χαρὰ τὸν ἀπεκοίμιζε, χαρὰ θὰ τὸν ξυπνήσῃ,
τὸ μεσονύκτι τ' ἄγιο σ' ὀλίγο σὰν κτυπήσῃ.
Μπρὸς ὁ Χριστὸς κι' ὀπίσω του ὁ Πέτρος περπατοῦσε
καὶ τὰ σπιτάκια ἔβλεπαν τῆς Βηθλεέμ· λιβάνι
παντοῦ ἐμοσχομύριζε, κερὶ λαμποκοποῦσε·
τὶ μέρα ἐξημέρονε ἀπ' τὴ νυχτιὰ ἐφάνη...
Ἐχάϊδευε μὲ τὴ γλυκειὰ ὁ Ἰησοῦς ματιά Του,
τὰ μέρη ὅπου ἔπαιζε ἕνα καιρὸ παιδάκι·
τὴν νειότη Του τὴ σοβαρὴ θυμήθηκ' ἡ καρδιά Του
κ' εἶδε τὸ μέρος πὤτρεχε ἕνα μικρὸ ρυάκι.
Τὰ καραβάκια Του σ' αὐτό, παιδὶ μικρό, έκύλα,
ποὺ τοὔφτιαχνε ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ ἀφρᾶτα ξύλα...
Τὸ πτωχικό τους μὲ τὸ νοῦ σπιτάκι εἶδε πάλι,
ποὺ ἔσταζε, καμμιὰ βροχὴ σὰν ἔπιανε μεγάλη
θυμήθη τὰ παράξενα ὀνείρατα τὰ πρῶτα,
γεμᾶτα ἀπὸ οὐρανό, παράδεισο καὶ φῶτα,
ποὺ σύγχιζαν κ' ἐτάρασσαν τὰ χρόνια τὰ μικρά Του
καὶ σὰν νὰ ἦταν ἄνθρωπος ἐδάκρυσ' ἡ ματιά Του!
…..............................................................................
…..............................................................................
Καμπάν' ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ἀκούστηκε τὸ θόλο·
καμπάνα καὶ στὴ Βηθλεὲμ καὶ είς τὸν κόσμο ὅλο.
Καλοῦσε ἡ μάνα Ἐκκλησιὰ μὲ τὴ γλυκειὰ λαλιά της,
εἰς τοῦ Θεοῦ τὴ γέννησι νὰ πᾶνε τὰ παιδιά της...
Χαρᾶς φωναὶς ἀκούσθηκαν εἰς τοῦ Θεοῦ τὴν πόλι·
τὰ σπίτια ἔλαμψαν μὲ μιᾶς κι' ἄνοιγε κάθε θύρα,
οἱ δρόμοι ἀπὸ κύματα λαοῦ γεμίσαν ὅλοι
κ' ἐπήγαιναν στὴν ἐκκλησιὰ στὴ γέννα τοῦ Σωτῆρα!
Κι' ἀκολουθοῦσε ὁ Χριστὸς κι' ὁ Πέτρος· σὲ κομμάτι,
στὴ θεία ἔφθασαν σπηλιὰ ποὺ ὑψώθη σ' ἐκκλησία,
καὶ τοῦ Κυρίου ἔβλεπε χαρούμενο τὸ μάτι,
τῆς ταπεινῆς κοιτίδος Του τὴ θέσι τὴν ἁγία.
Θυμήθη τὴ Μανούλα του χλωμὴ ἀπὸ τὴ Γέννα·
τοὺς Μάγους μὲ τὰ δῶρά τους γονατιστοὺς μπροστά Του,
τὴν ὄψι Του τή βρεφικὴ μὲ μάτια δακρυσμένα,
κ' έσυγκινήθ' ἡ θεϊκὴ κι' ἀνθρώπινη καρδιά Του.
Κ' εἶπε στὸν Πέτρο· «Ἤτανε καλλίτερ' ἡ σπηλιά μου,
ὅταν τὴν πρωτοκύτταξε ἡ βρεφικὴ ματιά μου.»
Ἀντιλαλοῦσ' ἀπὸ χαρὰ ἡ ἐκκλησιὰ μεγάλη
καὶ ὁ παπᾶς ἐφάνηκε εἰς τὴν ὡραία Πύλη,
ὅταν μὲ δίσκο ἕνας τυφλὸς γυρνῶντας παρεκάλει,
γιὰ νὰ τὸν ἐλεήσουνε, μὲ πικραμένα χείλη·
κ' ἦλθε κ' εμπρὸς στὸν Κύριο· πλὴν στάθη τρομασμένος
κ' ἔπεσε ἀπὸ τὰ χέρια του ὁ δίσκος ποὺ κρατοῦσε·
ἐφώναξε κ' εὑρέθηκε στὴ γῆ γονατισμένος.
Θεὸ ἐμύριζε, Θεὸς τυφλὸς ἐθεωροῦσε!
Καὶ μὲ λυγμοὺς ἐφώναξε· «Γιατρὲ Μεγάλε, δός μου,
μ' ἕνα Σου λόγο, μιὰ ματιά, μιὰ κίνησι, τὸ φῶς μου!»
Στὰ σκοτεινὰ ἐγονάτισε, στὸ φῶς ἀνασηκώθη
ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς τοῦ ξαναδόθη
καὶ «θαῦμα, θαῦμα» ἐκράξανε· σωπᾶσαν οἱ ψαλτάδες,
τὸ εὐαγγέλιο μισὸ ἀφῆσαν οἱ παπάδες,
τὰ μάτια μέσ' στὰ δάκρυα γλυκὰ λαμποκοποῦσαν,
καὶ τὸν Σωτῆρα ἐδόξαζαν καὶ τὸν Χριστὸ ὑμνοῦσαν.
Ἔγεινε σύγχυσις γλυκειά, χαρὰ μεγάλη ἐστάθη
καὶ μιὰ φωνὴ ἀκούστηκε ἀπ' τοῦ λαοῦ τὰ βάθη·
«Δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς τυφλὸς νὰ εἶνε ἐδῶ πέρα,
ὁποῦ τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ ἀνοίξανε μιὰ μέρα!»
…............................................................................
…............................................................................

Ε'
Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ Κύριος κι' ὁ Πέτρος εὑρεθῆκαν,
μέσ' στὰ Ἱεροσόλυμα, τὴ γῆ τὴν ἀγιασμένη,
καὶ τὴ ζωὴ ποῦ πέρασαν σ' αὐτὴν ἐνθυμηθῆκαν·
ἀκόμη νύκτα ἤτανε, μ' ἀστέρι ἀργυρωμένη·
ὅταν ἀκούστη ἀπὸ μακρυὰ τῆς νύκτας τὸ ὀρνίθι·
ὁ Πέτρος ἀνατρίχιασε κι' ἄλλη νυχτιὰ θυμήθη
κι' ὀρνίθι ἄλλο... Καὶ στὴ γῆ ποὺ ὁ Χριστὸς πατοῦσε,
ἔσκυψε καὶ τὸ χῶμά της στενάζοντας φιλοῦσε...
«Τ' ὀρνίθι σοῦ ἐνθύμισε, εἶπ' ὁ Χριστός, τὴν ὥρα,
ὁποῦ μ' ἀρνήθης τρεῖς φοραὶς σ' αὐτὴ ἐδῶ τὴ χώρα·
Ἀλλὰ καὶ πόσα ἔπαθες γιὰ μένα δὲ θυμᾶσαι;...
Τὸ κρῖμα ἐκεῖνο τὤσβυσες καὶ μὴ τὸ συλλογάσαι!»
Ἀπάνω τὸν ἐσήκωσε τὸ σπλαχνικὸ του χέρι·
χαϊδευτικὰ τὸν κύτταξαν τὰ μάτια τ' ἁγιασμένα
κ' οἱ θεῖοι ὁδοιπόροι μας ἐβλέπανε τὰ μέρη
ποὺ ζήσανε σὰν ἄνθρωποι σὲ χρόνια πικραμένα.
Ἔξαφνα ἐστάθη ὁ Χριστός· - Γύρισε, Πέτρο, πίσω·
δὲν ἠμπορῶ ἀπ' τὴ μεριὰ αὐτὴ νὰ περπατήσω·
καὶ μὲ φωνὴ θλιμμένη
εἶπε σιγὰ. - Στὸ Γολγοθᾶ ὁ δρόμος αὐτὸς βγαίνει!...

Στ'
Ἐγύριζε ἀπ' τὴν ἐκκλησιὰ ὁ κόσμος· εἶχε πάρει,
ἀπ' τοῦ Χριστοῦ τὴ Γέννηση καθένας χαρᾶς χάρι·
τραπέζι τοὺς περίμενε στὸ σπίτι ἐτοιμασμένο
κ' ἐπήγαιναν χαρούμενοι... πλὴν πήγαιναν ἀκόμα
πολλοὶ σὲ σπίτι σκοτεινὸ κι' ἀπ' ὅλα στερημένο·
χωρὶς φωτιά, χωρὶς ψωμί· - δὲν τρώγει κάθε στόμα...
- Πᾶμε νὰ δώσωμε νερὸ σὲ διψασμένα χείλη;
Στὸν Πέτρο, εἶπ' ὁ Λυτρωτής· πτωχὴ χτυπῆσαν θύρα
μικροῦ σπιτιοῦ ποὺ ἀμυδρὸ ἐφώτιζε κανδῆλι·
καὶ στὴ στιγμὴ τὴν ἄνοιξε μαυροντυμένη χήρα.
Σ' ὅλη τὴν Ἱερουσαλὴμ καμμιὰ δὲν ἦτον ἄλλη
τόσο φτωχὴ ὡσὰν κι' αὐτήν· κ' εἶπ' ὁ Χριστὸς «πεινοῦμε·
ψωμὶ δὲν ἔχ' ἡ ξενιτειά, δὲν ἔχει προσκεφάλι·
καὶ νηστικοὶ μέσ' σὲ σπηλιαὶς δυὸ μέραις ξενυχτοῦμε!
Ἡ χήρα ἐστέναξε κρυφὰ κι' ἀπ' τῆς καρδιᾶς τὰ βάθη·
δάκρυ ἐφάνη μιὰ στιγμὴ στὸ μάτι της κ' ἐχάθη.
Πλὴν μ' εὔθυμο καὶ μὲ γλυκὸ χαμόγελο στὸ στόμα,
- Ἐμπᾶτε, εῖπε, ξένοι μου, στὸ φτωχικό μου δῶμα·
εἰς τὸ τραπέζι ὅ,τ' ἤθελα δὲν ἠμπορῶ νὰ στρώσω,
μὰ, ὅ,τι μοὔστειλ' ὁ Χριστὸς σ' ἐσᾶς θενὰ τὸ δώσω...
Στὸ ἔρημο σπιτάκι της μπῆκαν τῆς γῆς οἱ ξένοι·
μπρὸς στὸ εἰκονοστάσι της ἐφαίνετο ἀναμμένη
μικρὴ κανδήλα π' ἄφηνε ἀδύνατη ἀκτῖνα
κ' ἔδειχνε γύμνια κ' ἐρημιὰ κι' ἀκοίμητη τὴν πεῖνα.
Φωτιὰ δὲν εἶχε ἡ γωνιά· ἤτανε τόσο κρύο,
ὁποῦ δὲν εἶνε καὶ σ' αὐτὸ ἀκόμη τὸ μνημεῖο.
Ἄναψε τὴν Λαμπριάτικη λαμπάδα, ποὺ κρυμμένη
φύλαγε ἡ χήρα· ἔτρεξε σ' ἄλλο μικρὸ κοιτῶνα
κ' ἐγύρισε σὲ μιὰ στιγμὴ μὲ ξύλα φορτωμένη.
Ἦταν ἀπ' τὸ κρεββάτι της τὰ ξύλ' αὐτὰ τὰ μόνα...
Μέσ' στὴ γωνιά της τ' ἄναψε καὶ φλόγα σὲ κομμάτι
ἐφάνηκε περίχαρη, ζέστα γλυκειὰ γεμάτη·
εἰς τὸ σπιτάξι τὸ μικρὸ χαρὰ Θεοῦ ἐχύθη
καὶ τὸ φτωχὸ τραπέζι της μέσα στὴ μέσ' ἐστήθη.
Κι' ὅ,τι καλὰ τῆς ἔστειλε μι' ἀρχόντισσα μεγάλη,
είς τὸ τραπέζι τὸ μικρὸ ἀπάνω τἆχε βάλῃ.
- Φάγατε, εἶπε, ξένοι μου, κ' ὕστερα κοιμηθήτε·
ἐγὼ ἐδείπνησα καλὰ ὀλίγο πρὶν φανῆτε...
Ὤ, ψέμμα, ὠμορφότερο κι' ἀπ' τὴν ἀλήθεια ἀκόμα!
Δὲν εἶχε βάλῃ τίποτε στὸ σπλαχνικό της στόμα...
Χαρούμενο τὴν ἔβλεπε τοῦ Ἰησοῦ τὸ μάτι
καὶ ἡ καρδιά Του ἤτανε ἀπὸ χαρὰ γεμάτη.
Σὰν δείπνησε ὁ Δάσκαλος κι' ὁ Μαθητὴς ἀκόμα
εἶπε στὴ χήρα· - Μόνη ζῇς σ' αὐτὸ ἐδῶ τὸ δῶμα;
Παιδὶ δὲν ἔχεις; - Τ' ἄθαψα, μοῦ ἔχει μείνῃ ἕνα,
μὰ χρόνια πέρασαν πολλὰ ποὺ βρίσκεται στὰ ξένα.
Ποιὸς ξέρει ἂν δὲν μοῦ πέθανε! - Ζῇ, εἶπε ὁ Σωτῆρας·
θἄλθῃ σ' ὀλίγο εἰς αὐτὴν τὴ θύρα νὰ χτυπήσῃ·
τὰ μάτια τὸν ἐκύτταξαν, καλὰ, καλὰ τῆς χήρας
καὶ εἶπε· - Μέγας ὁ Θεός· θὰ ἔλθῃ ἂν τὸ θελήσῃ...
Μιλοῦσ' ἡ χήρα κι' ὁ Χριστὸς ἀπάνω ἀνασηκώθη·
τὸ πρόσωπό Του ἄλλαξε· μὲ μιᾶς μεταμορφώθη,
φῶς πῆρε η μορφή Του
καὶ σοβαρὴ κ' ἐπίσημη ἀκούστηκε ἡ φωνή Του·
- Ἐκεῖνος, εἶπε, ποὺ πεινᾷ καὶ δίνει τὸ ψωμί του,
ἔχει κοντά του τὸ Χριστὸ καὶ κάθεται μαζῆ Του...
Ἀμὴν, ἀμὴν, λέγω σ' ἐσὲ τὴν ἔρημη μητέρα,
γεμᾶτό τὸ τραπέζι αὐτὸ θὰ εἶνε νύκτα-μέρα
καὶ τὸ ξενητεμμένο σου, μονάκριβο παιδί σου,
θὰ ἔλθη τούτη τὴ στιγμὴ καὶ θὰ γευθῇ μαζῆ σου!
Τὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε κ' ἐκτύπησεν ἡ θύρα·
- Ἄνοιξε, μάνα μου, φωνὴ ἀκούστη ἀγαπημένη·
ὡσὰν τρελλὴ πετάχθηκε καὶ ἄνοιξεν ἡ χήρα
καὶ στοῦ παιδιοῦ της βρέθηκε τὴν ἀγκαλιὰ γυρμένη...
…........................................................................
…........................................................................
Ὁ Ἰησοῦς χαρούμενος τοὺς κύτταζε· ἐστάθη,
Γλυκὰ τοὺς χαμογέλασε, εὐλόγησε κ' ἐχάθη.

Ζ'
…........................................................................
Μπρὸς σὲ πλατεῖα βρέθηκαν καὶ εἶδαν φωτισμένο,
στὴ μέση ἑνὸς περιβολιοῦ παλάτι ἀνυψωμένο·
γύρω-τριγύρω τὤζωναν δεντράκια καὶ λουλούδια,
κι' ἄκουγες ὄργανα, χαραὶς καὶ γέλια καὶ τραγούδια·
τὴ νύχτα ἐκείνη ἐγιόρταζε μὲ κόλακας κι' ἀσώτους
ἕνας μεγάλος ἄρχοντας καὶ πρῶτος εἰς τοὺς πρώτους.
Φιλάργυρος καὶ ἄσωτος μ' ἀνθρώπους ποὺ μισοῦσε,
μ' ἀνθρώπους ποὺ μισόξευρε καὶ δὲν τοὺς ἀγαποῦσε.
Μὲ πόνο τὸ χρυσάφι του ἐσκόρπαε σὰν χῶμα,
ἐκεῖ ὁποῦ καὶ ἄσωτος δὲν τὸ πετᾷ ἀκόμα!...
Κανεὶς δὲν εἶνε σπάταλος ὡσὰν τὸν φαντασμένο·
αὐτὸς ὁποῦ δὲν ἔδινε νερὸ στὸν διψασμένο,
π' ἄφηνε μόνο ἄρρωστο παιδάκι νὰ πεθάνῃ,
γιὰ νὰ μὴ δώσῃ γιατρικό, φωτιὰ νὰ τὸ ζεστάνῃ,
ἐξώδευε ὡσὰν τρελλὸς κι' ἂς ἔκλαιγε ἡ καρδιά του
κ' ἐπέταγε τὰ χρήματα ἀπ' τὰ παράθυρά του...
Ὤ! τέτοιους ἔχομε κ' ἐμεῖς ποὺ δίνουμε βοήθεια,
γιὰ νὰ στολίσουν μὲ σταυροὺς τὰ σπλαχνικά τους στήθια·
ποὺ μνήματα στὸν Κάνιγγα καὶ Βύρωνα σηκόνουν
καὶ χύνουν πόνου δάκρυα, ὅταν γι' αὐτὰ πληρόνουν...
Μέσα στὴν εὐμορφότερη, τὴν πειὸ μεγάλη σάλα,
μπρὸς σὲ τραπέζι, κάθεται ὁ ἄρχοντας κ' οἱ ἄλλοι·
τραπέζι πὤχει ἀπάνω του καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα.
Τρώγουν καὶ πίνουν, τραγουδοῦν, γελοῦν καὶ πίνουν πάλι·
γιὰ τὴν ὐγειὰ τοῦ ἄρχοντα προπίνουν καὶ μεθοῦνε
καὶ στρέφουνε τὸ πρόσωπο καὶ τὸν περιγελοῦνε...
Κι' αὐτὸς στὸ περιγέλιο τους γελᾷ καὶ καμαρόνει·
σὲ κάθε μιά τους πρόποσι τρεῖς σπιθαμαῖς ψηλόνει
καὶ μέσα στὰ ποτήρια τους κρασὶ τῆς Κύπρου χύνει.
Πλὴν γιὰ μετάδοσι σταλιὰ στὴν ἐκκλησιὰ δὲν δίνει!
Ἄχ· πόσοι μὲ τ' ἀτίμητα κεῖνα κρασιὰ ποὺ πίνουν
καὶ κατὰ γῆς τὰ χύνουν,
πόσοι μπορούσανε πτωχοὶ νὰ ζήσουν, νὰ ντυθοῦνε·
πόσα κορίτσια νὰ σωθοῦν πριχοῦ νὰ κρεμασθοῦνε!
Σὰν κτήνη ὅλη τὴ νυχτιὰ μεθούσανε ἐκείνη·
ἄ, ὄχι· ὡσὰν ἄνθρωποι· μὴ βρίζωμε τὰ κτήνη...
Ὁ Ἰησοῦς προπέρασε τὴ θύρα τοῦ πλουσίου·
ὁ Πέτρος κοντοστάθηκε καὶ εἶπε τοῦ Κυρίου·
- Δὲν θέλεις στὸ παλάτι αὐτὸ ἀπάνω ν' ἀνεβοῦμε;
- Θαρρεῖς τῆς χήρας τὸ μικρὸ σπιτάκι πῶς θὰ βροῦμε;
Εἶπ' ὁ Χριστός, ἔλα νὰ ἰδῇς. Καὶ στὸ παλάτι ἐμπῆκαν,
μὰ καμμιὰ χήρα σπλαχνικὴ μπροστά τους δὲν εὑρῆκαν,
μόνο δυὸ σκύλοι ἄγριοι μὲ ἀναμμένα μάτια,
ἐπεταχθῆκαν τοὺς πτωχοὺς νὰ κάμουμε κομμάτια·
πλὴν ὅταν τοὺς ἐζύγωσαν τὰ δυὸ σκυλιά, μὲ τρόμο
καὶ σέβας, τοὺς ἀφήσανε ἐλεύθερο τὸ δρόμο...
Μόλις ἐκεῖνα ἔφυγαν καὶ μπρὸς τους ἄλλα πάλι
μὲ δυὸ ποδάρια βρέθηκαν· οἱ δοῦλοι τοῦ πλουσὶου·
- Ἔξω, ζητιάνοι! Μὲ ὀργὴ ἐφώναξαν μεγάλη
καὶ χέρι, χέρι ἐσήκωσαν στὴν ὄψι τοῦ Κυρίου!

Η'
Εἰς τῆς πλατείας βγήκανε σιωπηλοὶ στὴ μέση·
- Βλέπεις, τοῦ εἶπε ὁ Χριστός, τί εἶνε τὰ παλάτια;
Ἀλλὰ τὸ δύστυχο αὐτὸ θὰ γκρεμισθῇ, θὰ πέσῃ·
ὅλοι σὲ λίγο θὰ χαθοῦν καὶ θὰ γινοῦν κομμάτια!
Ἔξω, ναὶ ἔξω ἀπ' τοὺς δυὸ ἐκείνους σκύλους μόνο...
Κ' ἐστέναξε· καὶ ὁ Θεὸς ἀκόμη ἔχει πόνο·
τὸν πόνο ποὔχει σὰν κτυπᾷ πατέρας τὸ παιδί του,
ὁποῦ ἐκεῖνο τιμωρεῖ καὶ δέρνει τὴν ψυχὴ του...
Γι' αὐτὸ μετάνοιωσ' ὁ Θεὸς ὁποῦ μᾶς ἔχει φτιάσει·
περνοῦσε τόσο ἔμμορφα τὸν ἄνθρωπο πρὶν πλάσῃ!
Τὴν κεφαλή του ἔσκυψε, ὁ Πέτρος έφοβήθη
κ' ἐκείνους ποὺ ἀμέριμνοι γιορτάζουν ἐλυπήθη·
- Κύριε, εἶπε· Κύριε, ἐκεῖ ἀπάνω ὅλοι,
σὲ τέτοια μέρα σπλαχνικὴ, στὴν ἐδική σου σχόλη,
ὅλοι σ' ὀλίγο θὰ χαθοῦν καὶ πέτραις θὰ τοὺς θάψουν;
Δὲν εἶνε μέσα καὶ σ' αὐτοὺς δυὸ τρεῖς καλοὶ νὰ σώσῃς;
Δὲν πάει μάναις σήμερα παιδιὰ νεκρὰ νὰ κλάψουν...
Καλλίτερα, καλλίτερα, Χριστέ, νὰ τοὺς λυτρώσῃς!
- Πέτρο, ἀπὸ τὸν Πατέρα μου κατάρα ἔχουν πάρει·
- Ναί, Κύριε· πλὴν εἰς Αὐτὸν μεγάλη ἔχεις χάρι·
μιὰ δέησί Σου – μάλιστα σὲ τούτη τὴν ἡμέρα -
καὶ ἡ κατάρα σβύνεται τοῦ σπλαχνικοῦ Πατέρα...
- Θαρρεῖς, πὼς περισσότερο λυπᾶσαι ἀπὸ μένα;
Εἶπ' ὁ Χριστὸς... κ' ἐστέναξε· ἂν ὅμως δὲν πεθάνουν
ὅσ' ἄδικα κι' ἂν ἔχουνε ὡς τώρα καμωμένα,
δὲν εἶνε τίποτα μπροστὰ 'ς ἐκεῖνα ποὺ θὰ κάμουν!
- Θὰ μετανοιώσουν, Κύριε, ἀνίσως τοὺς φωτίσῃς·
καὶ τί, καὶ τί δὲν γίνεται ὅταν ἐσὺ θελήσῃς...
- Πλήν, εἶπε, ἡ μετάνοια δὲν θἆνε ἰδική τους·
πρέπει νὰ εἶνε μέσα τους νὰ βγῇ ἀπ' τὴν ψυχή τους...
Μιλοῦσ' ἀκόμη, καὶ σεισμὸς ἐταραξε τὸ χῶμα
κ' ἐσείσθη τὸ παλάτι·
πλὴν τοῦ Χριστοῦ στὸν οὐρανὸ ὑψώθηκε τὸ μάτι
καὶ τὸ σεισμὸ σταμάτησε τὸ σπλαχνικό Του στόμα!
Ὁλόχαρος γονάτισε ὁ Πέτρος ἐμπροστά Του
καὶ δακρυσμένος φίλησε τὰ πόδια τ' ἄχραντά του.
................................................................................
Δρόμους πολλοὺς γυρίσανε, σὲ σπίτια χίλια ἐμπῆκαν,
κι' ὅπου κι' ἂν ἐπατήσανε χαρὰ καὶ φῶς ἀφῆκαν.
Ὅλη τὴ νύχτα τ' οὐρανοῦ κατέβαινε ἡ χάρι,
σὰν σὲ λουλοῦδι ἀπότιστο δροσιᾶς μαργαριτάρι...
Πολλὰ στεγνῶσαν δάκρυα, χαρὰ ἡ πίκρα ἐγίνη
καὶ χείλια ἐχαμογέλασαν ποὺ κλείδονε ἡ ὀδύνη!
Κείνη τὴ νύχτα τὰ μικρὰ παιδιά ἔλαμπαν ὅλα·
ἐπῆρε κἄτι ἀπ' τοῦ Χριστοῦ τὴ γέννησι ἡ μορφή τους·
κάθε προσκεφαλάκι τους στὴν κούνια ἐμοσχοβόλα
καὶ φῶς σὰν ἐμεγάλωσαν ἐγίνηκε ἡ ζωή τους...
Πόσα δὲν βρῆκαν οἱ φτωχοὶ καλὰ σὰν ἐξυπνήσαν!
Παιχνίδια τὰ πτωχὰ παιδιά, ὁ ἄρρωστος ὑγεία
καὶ καλωσύνη οἱ κακοὶ παράξενη αἰσθανθῆκαν·
Εἶχε πατήσει οὐρανοῦ χαρὰ τὴ δυστυχία.
Καὶ τὸ παλάτι τοῦ κακοῦ πλουσίου ἄλλο ἐγίνη·
παλάτι πλειὰ δὲν τὤλεγαν, ἀλλὰ ἐλεημοσύνη.

Θ'
Ἐταξειδέψαν σὲ πολλὰ τοῦ κόσμου ἀκόμη μέρη·
ὅλη τὴ νύχτα Δάσκαλος καὶ Μαθητὴς γυρνοῦσε
καὶ τόσους πόνους τοῦ Χριστοῦ ἐγιάτρεψε τὸ χέρι!
Καὶ στὴν Ἑλλάδα βρέθηκε ποὺ τόσο ἀγαποῦσε·
γιατὶ μονάχα ὁ Σταυρὸς καὶ τὸ δικό της χέρι,
αὐτὰ τὰ δύο ἐδείξανε τῆς Βηθλεέμ τ' ἀστέρι!
Εἰς τὴν Ἀθήνα ἔφθασε τὸ ἅγιο τὸ Ζευγάρι·
τοῦ Παρθενῶνα ὁ Χριστὸς ἐκύτταξε τὴ χάρι,
κ' εἶπε στὸν Πέτρο, δείχνοντας ἀργὰ τὰ λείψανά του·
- Ὁ οὐρανός μου μοναχὰ περνᾷ τὴν εὐμορφιά του·
εἴχανε μοῖρα οἱ θεοὶ οἱ ψεύτικοι μεγάλη·
ποιὰ ἐκκλησιά μας ἠμπορεῖ μπροστά του νὰ προβάλῃ;
Ἄ! καὶ νὰ ἤμουνα ἐκεῖ ὁποῦ ἐθεωροῦσε
τὸν Παρθενῶνα καὶ γι' αὐτὸν στὸν Πέτρο ὡμιλοῦσε.
Νὰ ἤμουν Πέτρος Του ἐγώ, στὰ πόδια του νὰ πέσω,
γονατιστὸς μὲ δάκρυα νὰ Τον παρακαλέσω,
καθὼς ποὺ ἦταν μιὰ φορὰ νά τόνε κάμῃ πάλι·
χιονάτο, μὲσ' στὴ νειότη του, μὲ τὰ παλῃά του κάλλη.
Πλὴν μέ καινούργιο ὄνομα... τ' ὄνομα τὸ δικό του,
τὰ κάλλη του νὰ γίνουνε διπλᾶ μὲ τὸ Σταυρό Του!
Νἄχῃ κ' Ἐκεῖνος ἐκκλησιὰ νὰ τόνε φθάνῃ ὀλίγο·
μὰ πάλι ἐπλανήθηκα καὶ ἄλλο δρόμο ἀνοίγω,
καὶ βλασφημοῦν τὰ χείλη μου· Αὐτὸς γιὰ ἐκκλησιά του,
ἔχει τ' ἀνθρώπου τὴν καρδιά, βωμὸ τὸ Γολγοθᾶ Του!

Ι'
Ὀρνίθι ἔκραξε αὐγῆς· ὀλίγη νύχτ' ἀκόμα
καὶ ὀλίγη ἤτανε αὐγή. Εἰς τ' οὐρανοῦ τὸ δῶμα
ἔσβυναν τ' ἄστρα, χάνουνταν στ' ἀγνώριστά του βάθη,
ὅταν Χριστὸς καὶ Μαθητὴς μπρὸς σ' ἕνα σπίτι ἐστάθη·
σκοτάδι τὸ ἐσκέπαζε κ' ἕνα του μόνο δῶμα,
φωλίτσα Μούσης πρωϊνῆς, φωτίζουνταν ἀκόμα.
Στὸ δῶμα ἐκεῖνο μονομιᾶς βρεθήκανε κ' οἱ δύο,
καὶ εἶδαν νειό – σχεδὸν παιδί – ἀπάνω σὲ θρανίο.
Ὕπνος γλυκὸς τοῦ ἔκλεισε ἐκεῖ τὰ βλέφαρά του·
ὡσὰν πουλάκι στὴ μικρὴ κοιμώτανε φωληά του·
σὰν νἄβλπε τὸν οὐραν ἀπάνω σηκωμένο
τὸ μέτωπό του ἐφαίνετο πλατὺ καὶ τιμημένο·
μέτωπο, ποὺ πολλαὶς φοραὶς ἐφίλησαν ἡ Μοῦσαις·
ἴχνος ἰδέας φωτεινῆς τὸ φώτιζε, θαρροῦσες,
κι' ἀκόμα εἰς τὸ χέρι του κονδύλι ἐμπνευσμένο
κρατοῦσ' ὁ νειός, ἀπὸ φτερὸ ἀγγελικὸ βγαλμένο...
Κ' εἶδαν εἰς τὸ γραφεῖό του, ποὺ ἐμύριζε θρησκεία,
ἕν' ἀνοικτὸ Εὐαγγέλιο κι' Ὁμήρου ραψῳδία!
Φῶς καὶ φωτιά, σταυρὸ κι' ἀητό, πλάϊ μὲ πλάϊ, ἀντάμα·
τὸν Ὄλυμπο καὶ Γολγοθᾶ, χαμόγελο καὶ κλᾶμμα...
Ἀγνάντια του ἐφαίνετο Χριστὸς ζωγραφισμένος·
χλωμὸς τὸ μαῦρο σήκωνε σταυρό Του κουρασμένος
κ' ἔπεφτε ἀπ' τὸ κανδήλι Του τὸ ἀναμμένο κάτω,
μι' ἀκτῖνα εἰς τὸ μέτωπο τοῦ νειοῦ ποὺ ἐκοιμᾶτο!
...................................................................................
...................................................................................
Δὲν πῆγε εἰς τὴν ἐκκλισιά, τὴν εἶχε στὴν καρδιά του
ὸ νειὸς τὴν ἐκκλησιά του·
ὅλη τὴ νύχτα ἔγραφε κι' ἀπὸ καμπάνας ἦχο,
γιὰ τ' ἅγια Χριστούγεννα ἔπαιρνε κάθε στίχο·
ἀπ' τὸ κανδύλι τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔβλεπε ἡ ματιά του
ἔγραψε μὲ τὴ λάμψι του τὸ νέο ποίημά του!
Ὁ Ἰησοὺς περίλυπος στὸ πλάγι του ἐστάθη,
κι' ὁ Πέτρος, εἶπε· - Κύριε, τὸν παίρνομε ἀπάνω;
Κ' ἐγὼ δὲν ξέρω, πλὴν θαρρῶ πολλὰ πὼς θενὰ πάθῃ...
Δὲν εἶναι γιὰ τόν κόσμο αὐτὸν τὸν ἄδικο καὶ πλάνο!
Τοῦ Ἰησοῦ ἐστέναξαν τὰ στήθια τ' ἁγιασμένα,
κ' εἶπε· - Ἂν ἤξευρες αὐτὰ τὰ μάτια τὰ κλεισμένα
πόσα θὰ χύσουν δάκρυα... ἂν ἤξευρες ἀκόμα
πόσα φαρμάκια θενὰ πιῇ τὸ σπλαχνικό του στόμα,
τὰ δυό σου μάτια θἄτρεχαν γι' αὐτὸν ὡσὰν τὴ βρύσι!!
- Πάρτονε τότε, Κύριε, πριχοῦ νὰ μαρτυρήσῃ...
Μὴ τὸν ξυπνήσῃς τ' οὐρανοῦ εὐλογημένε Κρίνε,
εἶπε στὸν Κύριο δειλὰ τοῦ Μαθητοῦ τὸ στόμα.
- Πέτρο, ὁ δρόμος τ' οὐρανοῦ, τὸ Γολγοθᾶ μου εἶναι·
καὶ ἐγὼ ἀνεβηκ' ἀπ' αὐτὸν στὸ φωτεινό του δῶμα!
Τὸν δρόμο αὐτὸν τὸν ξεύρεις σύ... Ὁ νειὸς ὁποῦ κοιμᾶταο
καὶ εἰς ἀγάπης ὄνειρο τὴν ὥρ' αὐτὴ πλανᾶται,
λύρα κρατεῖ... πλὴν δάκρυα πρέπει πολλὰ νὰ χύσῃ,
γιὰ νὰ μπορέσῃ ἕνα καιρὸ καλὰ νὰ τραγουδήσῃ...
Τὸ δάκρυ τοῦ τραγουδιστῆ εἶν' οὐρανοῦ τραγοῦδι,
πρέπει νὰ ποτισθῇ ἡ γῆ γιὰ νἄβγη τὸ λουλοῦδι!
Τὸ χέρι Του εὐλόγησε γλυκὰ-γλυκά, σὰν μάνα,
τὸν ποιητὴ ποὺ ἔμελλε μαρτύρια νὰ πάθῃ,
ὅταν ἀκούσθη πρωϊνὴ τῆς ἐκκλησιᾶς καμπάνα
καὶ μὲ τὸν ἦχο Δάσκαλος καὶ Μαθητὴς ἐχάθη!
.............................................................................
.............................................................................
Ποιὸς ξέρει, ποιὸς ὁ Ποιητὴς νὰ ἤτανε ἐκεῖνος;...
Ἄχ, σ' ὅλους ἔκαμε καλὰ τῆς Βηθλεὲμ ὁ Κρίνος
καὶ μοναχὰ ὁ ποιητὴς σ' Αὐτὸν δὲν βρῆκε χάρι·
τὸν Πέτρο δὲν τὸν ἄκουσε ἀπάνω νὰ τὸν πάρῃ!...