Παρά την εστίαν

Από Βικιθήκη
Παρὰ τήν ἑστίαν
Συγγραφέας:


Ἐλθὲ, φιλτάτη Ἑστιὰς, ἐπάνω εἰς τὸ γόνυ,
Ἐδῶ ἂς κλίν' ἡ ξανθὴ μικρά σου κεφαλή.
Ἄφες τὸ πῦρ, ἐλθὲ ἐδῶ: ὢ ἡ πνοή σου μόνη,
− Ἂς πίπτει ἔξωθεν χιὼν − αὐτὴ μὲ πυρπολεῖ.

Ἐλθὲ λοιπὸν! τόσον πολὺ ἡ Ἑστιὰς κρυόνει;
Τότε ἂς πίωμεν! ἰδοὺ ὁ οἶνος μᾶς καλεῖ.
Ἔχ' ἡ φιάλη ἀρκετὸν ἀκόμη, μὴ λησμόνει!
Ἐγὼ δὲν θέλω, ἔχουσιν τὰ χείλη σου πολύ.

Ἐπέκλινε τὴν κεφαλὴν ἠρέμα· ἡ ἑστία
Τὸ κύκνειόν της ἤρχισε σιγὰ νὰ τερετίζῃ,
Καὶ ἡ θεά μου βλέπουσα τὸ πῦρ προσεμειδία.

Τὸ πῦρ, ὁ οἶνος ἔσβεσαν καὶ σκότος μᾶς ἠπείλει!
Πλὴν ὄχι! μὲ τὰ ὄμματα ἡ φίλη μὲ φωτίζει,
Μοὶ δίδει πῦρ μὲ τὴν πνοὴν καὶ νέκταρ μὲ τὰ χείλη.