Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παν (Σικελιανός)

Από Βικιθήκη
Παν
Συγγραφέας:
Περιοδικό «Νέα Ζωή», τ.3-4, περίοδος Δ΄ (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1914)


ΠΑΝ

Στὰ βράχια τοῦ ἔρμου ἀκρογιαλιοῦ καὶ στῆς τραχιᾶς χαλικωσιᾶς
Τὴ λαύρα,
Τὸ μεσημέρι, ὅμοιο πηγή, δίπλα ἀπὸ κῦμα σμάραγδο,
Τρέμοντας ὅλο ἀνάβρα’.

Γαλάζια τριήρη, στὸ βυθόν, ἀνάμεσα σὲ ἐαρινοὺς ἀφρούς,
ἡ Σαλαμίνα,
Καὶ τῆς Κινέτας, μέσα μου, κατάβαθος ἀνασασμός,
Πεῦκα καὶ σκοῖνα.

Τὸ πέλαγο ἔσκαγ’ ὅλο ἀφροὺς καὶ τιναχτὸ στὸν ἄνεμο
Ἀσπροβόλα’,
Τὴν ὥρα ὁποῦ τ’ ἀρίφνητο κοπάδι τῶν σιδέρικων
Γιδιῶν, ροβόλα’.

Μὲ δυὸ σουρίγματα τραχιά, ποῦ κάτουθε τὸ δάχτυλο
Ἀπ’ τὴ γλῶσσα,
Βάνοντας βούϊξ’ ὁ μπιστικός, — τὰ μάζωξ’ ὅλα στὸ γιαλὸ
Κιἂς ἦταν πεντακόσα!

Κι’ ὅλα ἐσταλιάσανε σφιχτά, τρογύρ’ ἀπ’ τὰ κοντόθαμνα
Κι’ ἀπ’ τὸ θυμάρι—
Κι’ ὡς ἐσταλιάσανε, γοργά, τὰ γίδια καὶ τὸν ἄνθρωπο,
Τὸ κάρωμα εἶχε πάρει.

Καὶ πιά, στὶς πέτρες τοῦ γιαλοῦ κιἀπάνου ἀπ’ τῶν σιδέρικων
Γιδιῶν τὴ λαύρα,
Σιγὴ — κι’ ὡς ἀπὸ στρίποδα, μέσ’ ἀπ’ τὰ κέρατα, γοργὸς
Ὁ ἥλιος καπνός, ἀνάβρα’—

Τότε εἴδαμε — ἄρχος καὶ ταγὸς — ὁ τράγος νὰ σηκώνεται
Μονάχος,
Βαρὺς στὸ πάτημα κι’ ἀργός, νὰ ξεχωρίσει κόβοντας — καὶ κεῖ
Ὁποῦ βράχος,

Σφῆνα στὸ κῦμα μπαίνοντας, στέκει λαμπρὸ γιὰ ξάγναντο
Ἀκρωτήρι,
Στὴν ἄκρη ἀπάνου νὰ διαβεῖ, ποῦ ἡ ἄχνη διασκορπᾶ τ’ ἀφροῦ —
Κι’ ἀσάλευτος νὰ γύρει,

Μ’ ἀνασκωμένο, ἀφίνοντας νὰ λάμπουνε τὰ δόντια του
Τ’ ἀπάνω χεῖλι,
Μέγας καὶ ὀρτός, μυρίζοντας τὸ πέλαγο τὸ ἀφρόκοπο,
Ὣς τὸ δεῖλι!