Πέμπτο Ευαγγέλιο (Σικελιανός)
←Το τραγούδι των Αργοναυτών | Πέμπτο Ευαγγέλιο Συγγραφέας: |
Η φυγή→ |
Από το Πάσχα των Ελλήνων (1918-1919) |
Αφού, στα πλάγια του Ελικώνα, ακούσει ο Ποιητής τις Μυστικές Ελληνικές φωνές – που στρέφουν την ψυχή του, καθώς στρέφεται ο μαγνήτης από τον Βοριά, καθάρια, προς το Παν -, κ’ ενώ «σαν ο Ηγεσίας, αθλητής, ιερέας και προφήτης» ανεβαίνει το βουνό ολοένα, ακούει ξάφνου μια μικρή καμπάνα που καλεί σε μακρινό χωριό, για τους Χαιρετισμούς της Μάνας Θεού:
Μικρή καμπάνα
θαμπή κι ανάρια ανέβαινε στην αψηλήν ερμιά,
δειλή φωνή, κ’ εφώναζε τρεμάμενη τον Πάνα …
Έτσι στη γλυκύτατη ώρα, μπρος στον Ενιαίο Νόμο του Έρωτα φανερωμένο, το «Πιστεύω», στην κορφή που «παντελής και μεμυημένος» οργιάζει ο νους
- κι από τα σπάρτα είναι χρυσός ως κάτου ο Ελικώνας -,
χύνεται σαν Ύμνος νικητήριος· κι ο πεσμένος στα σκοτάδια Μύθος του Ιησού, φωνάζει ως το πουλί πόχει γλιστρήσει απ’ τη φωλιά. Τότε, ξεχειλίζει στην καρδιά του το Έλεος, αδελφός του Άθλου. Και, σηκώνοντας το Μύθο, παίρνει πάλι τον ανήφορο του θείου βουνού, για να τον ανεβάσει στην κορφή
σαν ο Ηρακλής, τ’ Αρκαδικά τα δάση που περνώντας,
μες στην απέραντη, μουγγή γαλήνη του βραδιού,
άκουσεν άξαφνα φωνή που, από βαθιά κινώντας,
κλάμα του εφάνη κ’ ήτανε, μιανού μικρού παιδιού·
και τρέχοντας με τ’ άκουσμα μες στα πυκνά, ολοΐσα,
τι μέσα του λαχτάρισε μιαν άγνωρη μιλιά,
βρίσκει στα πόδια του μπροστά μικρό πουλάκι, κίσσα,
οπού ’χε πέσει θέλοντας να φύγει απ’ τη φωλιά·
και τότε ο ίδιος, ψάχνοντας, βρίσκει τον κλώνο απ’ όπου
είχε γλιστρήσει το πουλί, και μ’ έγνοια στοργική
(μέσα του εχτύπαγε βαθιά πολύ η καρδιά του ανθρώπου)
το παίρνει και, σκαλώνοντας, το ξαναβάνει εκεί …
Τότε αρχίζει να διηγείται στους ανθρώπους το Ευαγγέλιο – μέρος του έργου – στους ξωμάχους και στους λιγοστούς (γιατί δεν είναι η Τέχνη για το «διαβασμένον όχλο», αλλά για τους Λίγους και για τη Φυλή, για τη Φιλία και για την Ανθρωπότητα), ιστορίζοντας όσο μπορεί «απλά, ατρεμή και ευδαίμονα» τα πρόσωπα που αιώνες ήταν και είναι ο μυστικός καθρέφτης των ψυχών.
***
Έχει ο Ματθαίος τον Άγγελο· κι ο Μάρκος το λιοντάρι·
έχει ο Λουκάς στα πόδια του το αγνό καματερό·
και ο Ιωάννης δίπλα του, σκουτάρι και κοντάρι,
τον Αετό, που μ’ έτοιμο τονε κοιτάει φτερό.
Κ’ εγώ, στερνός και ξέχωρος, μια φούχτα ολύμπιο στάρι
που να το σπείρω σήμερα στη γη μου λαχταρώ:
κάθε σπειρί, κι ατίμητο κλωνί μαργαριτάρι·
κάθε σπειρί, κι αντίκλειδο στον άμετρο καιρό …
Η ευκή σου, από τα μέλη μου τον κόπο αν έχει πάρει
σάμπως γυμνό να μ’ έλουσες σε αθάνατο νερό,
Μητέρα Γη, στα σπλάχνα σου παρόμοιο δεν εσπάρη,
που αγγελικό τα σπλάχνα μου χορεύουνε χορό·
κι ωσά σε βράχους αψηλούς, τη χειμωνιάτικη ώρα,
κρέμονται οι πάγοι, κρούσταλλα γιγάντια, στο γκρεμό,
σαν πολυέλαιοι των ναών, σαν επουράνια δώρα,
κι ακούς στα βάθη αδιάκοπο να πέφτει σταλαγμό,
γλυκές, παρακαλεστικές φωνές μού πλημμυρούνε
το νου, χελιδονίσματα π’ αρχίζουνε δειλά
γλήγορα λόγια μέσα μου, κ’ οι φρένες μου απορούνε:
τόσο γαλήνια να ’ρχονται, σταλμένα από ψηλά; …
Καιρούς οπίσω, μόλαχε, πώς έπεφτε το χιόνι,
σε πλατανόδασο βαθιό καβάλα να διαβώ
και, σ’ έναν πλάτανο ξερό και ξέφυλλο, το αηδόνι
να ιδώ, που επήδα, από κλαδί σ’ άλλο κλαδί, βουβό.
Ευλάβεια πήρα περισσή στα σπλάχνα μου όλη μέρα,
ολοένα βάνοντας στο νου τη μυστική σιωπή
του θείου πουλιού, π’ ολάκερον ανθίζει τον αγέρα,
σαν έρτει η ώρα, του έρωτα το θάμπος για να πει.
Αλλά το βράδυ, ως πλάγιασα σ’ ερημικό μετόχι,
στον ύπνο ξάφνου, στ’ όνειρο, μου εικάστη ν’ αντηχεί
κελαηδισμός ακράτητος, βαθιά μου, ως πρωτοβρόχι,
κι ό,τι ο χειμώνας έπαιρνε μου το ’δινε η ψυχή! …
Και τώρα, στην ακοίμητην αναμονή μου μέσα,
- σαν έπειτα’ απ’ το χτίσιμο, στα δέντρα, των φωλιών,
αριολαλούνε, σταματάν, παίρνουνε λίγη ανέσα,
και ξάφνου λυώνται ακράτητες οι γλώσσες των πουλιών -
κρυφά ως μιλούν τα πνέματα βαθιά μου, τα εναντία
που σμίγουν μέσα μου θεϊκά – λαμπρός ετυχισμός -,
ξάφνου φωνάζουνε άφθαρτες φωνές, κι απ’ τα μαντεία
που εβουβαίνονταν, άδολος ξεχύνεται χρησμός!
Κ’ εκεί που κάθομαι ψηλά, γαλήνιος, κι ωριμάζω
το νόημα, φέρνει ο άνεμος θαμπούς κυματισμούς
καμπάνας μεσ’ απ’ τα χωριά – λογιάζω κι απεικάζω
που κράζει για της Χάρης Της τους θείους Χαιρετισμούς …
Τότε, ως να μέτραα μυστικά κι ανατολή και δύση,
τον ουρανό, την άβυσσο σα να ’θελα να βρω
στου ίδιου μου πάνω του κορμιού τη μεστωμένη ζήση,
το δειλινό σηκώνομαι και κάνω ένα σταυρό!
Γλυκά το δάκρυ μου αναβρά στα μάτια, δεν το αγγίζω,
μα ανοίγοντας τα βλέφαρα το αφήνω να κυλά·
και των ανθρώπων, γαληνά, αρχίζω και ιστορίζω
της Παναγιάς το στόρισμα το μέγα, σιωπηλά.
**
Τα νυφικά της φόρεσε, τα ώρια στολίδια η Άννα,
σα λούστηκε, και κάθησε σε δάφνης την ισκιά,
κ’ είπε με θρήνο: «Δέσποτα, δε θέλω γίνει μάνα,
εγώ λαμπάδα, που άναψα μπροστά σου, νυφικιά;»
Τα μάτια εσήκωσε ψηλά κ’ είδε, στα κλώνια μέσα
της δάφνης, με τον έρωτα πώς παίζαν δυο πουλιά,
και του καημού της πιότερον επλήθυνεν η ανέσα
και στην ευκή της σκώθηκε σαν κύμα η αγκαλιά …
Και νά· στο δρόμο, από μακρά, ο Ιωακείμ φτασμένος,
με τα κοπάδια τα πολλά που ερχόντανε μπροστά,
από τη νήστεια ολόφωτος, την προσευκή θρεμμένος,
και το λαμπρό χαιρετισμό βαθιά του δε βαστά!
«Άννα, ο Θεός τον πόθο μας θε να τον ευλογήσει!»
είπε. Κι ο Θεός ευλόγησε· στους μήνες τους εννιά,
απ’ τον καρπό, και μόνο του το δέντρο είχε λυγίσει,
και, δίπλα της, τον δέχτηκεν η ολόφωτη κουνιά!
*
Χαρά μεγάλη εγίνηκε της Άννας μες στα στήθη·
τα μάτια της εσήκωσε και είπε: «Η ψυχή μου ζει!»
Γλυκό ποτάμι μέσα της η χάρη ωσά να χύθη,
στο βρέφος τότε γύρισε και τού ’δωκε βυζί …
Στους έξι μήνες το μωρό στα πόδια του το αφήνει,
να ιδεί αν μπορεί να στέκεται, κ’ εκείνο, μονομιά,
εφτά πατάει πατήματα, τρεκλίζοντας, και χύνει
μες στην ποδιά της μάνας του, που ’ν’ όλη πεθυμιά!
Τότε, ταμένο του Θεού, σε θάλαμο τη βάνει,
κρυφό στο σπίτι, απόμερο, π’ ακάθαρτο ή κοινό
τίποτα μέσα του δεν έχει μπει, παρά λιβάνι
λαμπρόν, αργά που απλώνεται καθώς στον ουρανό …
Τα τρία της σαν εκλείσανε τα χρόνια κ’ ήρταν οι ώρες
στο Ναό να μπει, το πνέμα της αλλού να μη στραφεί,
κόρες καλούνε του Ισραήλ αγνές, λαμπαδοφόρες,
της φλόγας πάντα το μωρό να βλέπει την κορφή.
Κόσμος ξοπίσω ακολουθάν, άντρες, γυναίκες, γέροι·
πλήθος το σμάρι των μικρών, των νιων, των αγοριών·
κι αυτή, σα να ’χει αγνάντια της αδιάκοπα έν’ αστέρι,
κοιτάζει πάντα, ασάλευτη, τη φλόγα των κεριών!
Τέλος, ως φτάνουνε στο Ναό τον άγιο του Κυρίου
κι αφήνουν κάτου, μόνο του, στις πλάκες το μωρό,
στο τρίτο ανηφορεί σκαλί του Θυσιαστηρίου
κι αρχίζει ένα πασίχαρο παιδιάτικο χορό.
Σαν από κύμα λιβανιών, λαμπρή, βαθιά ευφροσύνη
απ’ άκρη ς’ άκρη γέμισεν ολόφωτος ο Ναός·
μες στις καρδιές ξεχείλισε κρυφά η αγαθοσύνη,
κι ακέριος την αγάπησε, την ώρ’ αυτή, ο λαός!
*
Όπου πλατάνια, και νερά, κι όπου νερά, μελίσσια·
κι όπου μεγάλωσε η ψυχή μες στ’ Άγια, τα καλεί
τα πλάσματα όλα η χάρη της, υπάκοα, ολοΐσια,
καθώς τον άγγελο του Θεού ακλούθα ένα σκυλί.
Και τούτη – π’ απ’ τα γέννα της του Ναού το μέγ’ αστέρι
τ’ ατίμητο λογιάστηκε, και γεύτη το ψωμί
δοσμένο πάντα, σιωπηλά, σαν από αγγέλου χέρι -
βαθιά τής θρέφει δύναμη, γαλήνιο το κορμί,
κι άγια η πηγή της νιότης της, στο μυροβόλο αέρα,
δίψα και πείνα μυστικά τα σπλάχνα της φιλεί …
Κι ως, θέλοντας ένα σπειρί να πάρει η περιστερά,
με ορθά φτερά πιθώνεται σε μαρμαρένια αυλή,
υπακοή κι αν κυβερνά το ατάραχό της βήμα,
θαρρεί, του Ναού μες στ’ άδυτα περνώντας, πώς πατεί
στέρεα κι ολόισα το πλατύ των λιβανιών το κύμα …
κι ωσά μια κόρη, την ποδιά, που ολάνοιχτη κρατεί,
κάτου από δέντρο, που ήσυχα χέρι αλαφρό σαλεύει,
να πέσουν μέσα οι ώριμοι που δέσανε καρποί,
τη δυνατή της την ψυχή, που ειρήνη βασιλεύει,
στης δέησης την πανεύτυχην απλώνει τη σιωπή …
Ποτέ κι αν δεν ακούστηκε θρήνος, φωνή, κραυγή της,
στην προσευχή τα χείλη της ποτέ κι αν δεν κινά,
γεμίζει η πλάση ολάκερη σιγή από τη σιγή της,
κι ως αστραψιά τα πλάσματα μια νόηση τα περνά …
Αλλ’ ως η πλάση εστέναζε στο Ναό τριγύρα, να μπει,
- καθώς σε σπίτι, θέμελα που το κρατούν παλιά,
χύνονται μέσα τα βουνά, τα πέλαγα κ’ οι κάμποι,
το χελιδόνι σαν ερτεί και χτίσει μια φωλιά -
μια στάλα, και ξεχείλισε το μυστικό λαγήνι
- ύμνος και θρίαμβος άρρητος, ιερός χορός κρυφός -
κι ως το νησί του ωκεανού, ο άγιος Ναός εγίνη,
που το χτυπάν τα κύματα τα ολόαφρα και το φως!
*
Στα χρόνια της τα δώδεκα, σαν ξάστραψε η λαμπρότη,
ο αρχιερέας, τη νιότη της, ως θάμπωσε, να ιδεί,
διατάζει: «Οι χηρευάμενοι, σ’ εμένα ας έρτουν πρώτοι,
κι ας ακουμπάει καθένας τους, μπροστά μου, σε ραβδί!»
Παίρνει, απ’ τα χέρια, τα ραβδιά που ’χε ο καθένας φέρει,
διαβάζει απάνω μιαν ευκή, και του Ιωσήφ στερνά·
κι απ’ το ραβδί του ως άξαφνα να βγήκε, περιστέρι
απάνω απ’ το κεφάλι του, γοργό, συχνοπερνά!
Κι ο αρχιερέας: «Στα χέρια σου την κόρη παραδίνω·
δική σου την εμοίρανε σημάδι τ’ ουρανού.»
Κ’ είπε ο Ιωσήφ: «Πώς άντρας της μπορώ ποτέ να γίνω,
που ’μαι στου δρόμου τα στερνά, θαρρώ, του μακρινού;»
Πικρά κι αυτός του αντιλογά: «Το φωτεινό σημάδι
κι αν έμοιασε με διάνεμα μιανού περιστεριού,
της έγνοιας, απ’ τα φρένα σου, να διώξεις το σκοτάδι,
τι ήτανε νόημα φανερό τ’ αγίου Του του χεριού!»
*
Παίρνει την κόρη ο Ιωσήφ, με κεφαλή σκυμμένη,
και μέσ’ απ’ τα φτωχόσπιτα γοργά τηνε περνά,
όπου η δική του κατοικιά, στερνή, σα μακρυσμένη,
πιο φτωχικιά, κι ολόγυρα τη ζώνουν τα βουνά.
Κι ολόγυρα τη ζώνουνε τα περιβόλια πλήθος,
κ’ είν’ απ’ ασβέστη οι τοίχοι της κι απ’ άχερο η σκεπή·
κι απ’ όξω, χνάρια της δουλειάς, ξαλάφρωμα στο στήθος,
οι φλούδες οι μυριστικές του ξύλου, κ’ η σιωπή …
Τα λίγα σύνεργα, στητά ξοπίσω από τη θύρα,
παραμερίζει ο Ιωσήφ, η κόρη να διαβεί.
Θάμπος τα φρένα του κρατεί, καθώς κοιτάζει γύρα
μια λάμψη να ξεχύνεται, μιαν αστραπή βουβή!
Τέλος, τολμάει τα χείλη του ν’ ανοίξει: «Είναι δικό σου
το σπίτι, ο κήπος γύρα μας, ’πό τούτη τη στιγμή·
κ’ εγώ, ο υπάκοος του Θεού κι αρραβωνιαστικός σου,
φεύγω στ’ αντίκρυ το χωριό, να χτίσω οικοδομή.»
*
Μένει μονάχη η Μαριάμ, κοιτάζει ολόγυρά της,
βάζει σε τάξη, σιωπηλά, τη φτωχική στρωμνή,
στει το τραπέζι σε γωνιά βαθιά στην κάμαρά της,
και, δίπλα απ’ το παράθυρο, το χαμηλό σκαμνί …
Αργά, κ’ η νύχτα πόπεφτε, σιγά τα βήματά της
για ν’ αναπάψει ως ήθελε, το λύχνο τότε σβει·
και τ’ άστρα, η φλόγα πόκρυβε, ξανοίγονται μπροστά της,
κ’ ένα μεγάλο, απ’ το βουνό, π’ αρχίναε ν’ ανεβεί!
Κι όπως λαχαίνει νυχτικιά μεγάλη πεταλούδα,
μέσ’ από κάμπους σκοτεινούς σε σπίτι σαν ερτεί,
ασάλευτα τα μαύρα της απλώνοντας βελούδα
σε τοίχο απάνω να σταθεί, σα να ’ναι καρφωτή,
παρόμοια, τότε, στο σκαμνί που κάθησε, απομένει,
τα χέρια πα στα στήθη της τα δένει σταυρωτά,
κι απ’ τη σιγή που ’ν’ άμετρα τριγύρα της χυμένη
ακούει στη χλόην, αρχίζουνε κρυφά μουρμουρητά …
Στα σκότη τα λαμπρόχυτα, τα πλούσια και τα μαύρα,
βυθίζεται ως στην ίδια της να βρίσκεται πηγή,
κι ως ζωντανεύει γύρα της των αστεριών η ανάβρα,
βαθιά της τρέμει δέηση που δεν ζητάει να βγει.
Μύρια μπουμπούκια μέσα της που η ώρα τα φουσκώνει,
σύσμιχτα σάμπως σε σγουρήν αγριοτριανταφυλλιά,
και μια φροντίδα απάνω τους, που τίποτα δε σκώνει,
σαν την αηδόνα ασάλευτη που κλώθει στη φωλιά …
Κι όπως σε σπίτι ερημικό, που σπάνια μες στο χρόνο
άνθρωπος μέσα κατοικεί, με τον καιρό, σιγά
η Φύση γύρα του αρχινά, βρίσκει και χτίζει θρόνο,
η νυχτερίδα ολόγυρα στις στέγες φτερουγά,
χορτομανίζει η θύρα του, κλειστή σαν από μάγια,
στα δέντρα του έρχεται βαλμάς, γουστέρα στην αυλή,
κι ολόγυρά του αδιάκοπα σαλεύει κουκουβάγια,
που, όπου σταθεί, το σύντροφον από μακρά καλεί,
του Ναού η ψυχή, σαν έμεινε στις πνοές της Φύσης μόνη,
πρώτη φορά, τριγύρα της, ακίνητη, αγρικά
σμάρι, απ’ τα βάθη της νυχτός, θερμό να τη σιμώνει,
τα Χερουβείμ, τα Σεραφείμ, τα Ζώα τα Μυστικά!
*
Και με των πλάτανων το θρο, με τ’ άξαφνα αφημένα
στα περιβόλια γλήγορα ποτιστικά νερά,
στα σκοτεινά, τα μέλη της, αργά πολύ απλωμένα,
της τ’ ανεμίζουν άκοπα τα μυστικά φτερά·
δύναμη σμίγουν άμετρη τα μάτια της κλεισμένα·
αίσθησες κρύφιες μέσα της απλώνονται μεμιά,
σα νυχτολούλουδα άσειστα που μνήσκουν ανοιγμένα
στων άστρων την ακοίμητη βουβήν επιθυμιά …
Αργά, κι ανοίγει τη ματιά στο φτωχικό της σπίτι
(του ήλιου βαθιά του χύθηκε το κύμα, και ξυπνά)
άμετρα ρόδα, λόγιασε, της πλημμυράαν την κοίτη,
και τον αγέρα ακράτητα λαλήματα τερπνά!
Αγέρας χλιος απάνω της, αγέρας χλιος βαθιά της·
ένα μελίσσι του παντός αχεί ο ανασασμός·
δροσοπηγή το στήθος της, κρυφοπηγή η καρδιά της,
και το βλεφαροσάλεμα βαθιός ευτυχισμός …
Μες στ’ αυγινόν, ολόστρωτο, γαληνοφόρο χάδι,
μ’ αναπαμένο, ανάλαφρο το χέρι σα φτερό,
του κήπου μές’ απ’ το βαθύ δροσιστικό πηγάδι
τραβάει σιγά, στο ξέφωτο πεζούλι, το νερό.
Το μέγα λούζει μέτωπο, κι ατάραχη γυναίκα
λάμπει βαθιά της έξαφνα, στο μάγο φως στητή!
Και καθώς μέσα στο λαμπρό το δειλινό η Ρεβέκκα,
όπου έγειρε τη στάμνα της για τον προξενητή
στο ίδιον απάνω χέρι της, ωσότου ξεδιψάσει,
κι αράδα πότισ’ έπειτα στη γούρνα την παλιά
το καραβάνι, τις πολλές γκαμήλες, ώς να φτάσει
σε γνώρας λόγο φανερόν η ευγενική μιλιά,
στο λαμπροξύπνητο αυγινό κοιτάει, που μαζωμένα
χιονάτα νέφη ηλιόπληχτα κοιμώνται γαληνά
κι αντιφεγγάνε απέραντα το θάμπος, υψωμένα
σα θεμωνιές απανωτές στα γαλανά βουνά.
Πυρρές μες στα γεννήματα χτυπάνε οι παπαρούνες·
του αγέρα χνότ’ ανάπαλα σαλεύουν τα σπαρτά·
κι από τις ράχες των λευκών αρνάδων, οι κουρούνες
δίπλα πηδάν στα χώματα και βόσκουνε σκυφτά …
Βαθιάς σα να ’γινε εκκλησιάς μεμιάς η δύναμή της,
μονόζωνη του σπλάχνου της εχόρεψε η πηγή.
Σαν πύργος, στύλος θυμιατών, σαν τάγμα, η Σουλαμίτις
αιφνίδια μέσα της σκιρτά, κι ολόγυρα όλ’ η Γη!
*
Δυο χρόνοι στήνουν αργαλειό την ώρα με την ώρα,
σ’ ανέμους μέσα καυτερούς, σε πάγο, σε βροχή,
και, μες στη μέση των καιρών, της ’φαίνουνε τα δώρα,
στημόνι η πλάση γύρα της, κ’ υφάδι όλ’ η ψυχή!
Τι, σαν ο κέδρος του βουνού, ωσάν το ανυψωμένο
λογκοκυπάρισσο έμοιασε, που μες στα σκοτεινά
απ’ όλο τ’ άστρι φαίνεται περιτριγυρισμένο,
κι ως ανασαίνει, ολόσωμη τη νύχτα αργοκινά!
Τι δίπλα της κρεμά στο αυτί σα βύσσος το πλοκάμι,
και μες στ’ ανακλαδώματα τα μπλάβα των φλεβών
η ζωή της τρέχει ξέχειλη, πλατύ βουβό ποτάμι,
κ’ είναι τα μάτια της βαθιά σα λίμνες του Εσσεβών!
Σα μια φρεγάδα που καρπό φορτώνει όλο τ’ αμπάρι,
ώσπου ακουμπάν οι πλεύρες της στη στρώση των νερών,
όλο της μπαίνει το κορμί, σαν ένα κεχλιμπάρι
τραβηχτικό, στην άσωτην ανάβρα των φτερών.
Βασιλομέλισσα στητή καταμεσής στο σμάρι·
Παρθένα, κι όλο πείθεται στης δόξας το θρονί·
κι ως νέφη, π’ ολοτρόγυρα κυκλώνουν το φεγγάρι,
οι Αρχάγγελοι στυλώνουνε τη φλόγα της τρανή!
Σα βρύση τετραπρόσωπη, πόνα τραγούδι τρέχει
γοργό, πυκνό κι αστείρευτον ο κάθε της κρουνός,
ή σαν ο θρος που μας ξυπνά, όταν αιφνίδια βρέχει,
κι ως κελαρύζει ολονυχτίς το νιο κρασί ο ληνός,
χύμα καρδιάς στα βάθη της απλώνει τη μεγάλη
στρωτή φωνή π’ ακούγεται να τρέχει γαληνά,
καθώς στα πέλαγα σκορπά μια λάμψη, άμα προβάλλει
σαν πρόσωπο η πανσέληνο ξοπίσω απ’ τα βουνά …
Έτσι στην άγιαν ερημιά, που της καρδιάς το χύμα
ολονυχτίς κι ολημερίς βαθιά της αγρικά,
όλη ένα στήθος η ψυχή, όλ’ η ζωή ένα κύμα
φουσκώνει – κι άφαντη η αχτή, και δεν την προσδοκά!
*
Ο Αρματωμένος Έρωτας θε να ’ρτει, θα ξανάρτει
απ’ των αϊτών τις σύναξες κι από των λιονταριών,
απ’ την πνοή, σα νικητής στρατός που πάει, του Μάρτη,
απ’ την καρδιά της άνοιξης και των καλοκαιριών!
Θε να ’ρτει, στέρεο βάδισμα, ετοιμασία του Θρόνου·
θ’ αχεί η καρδιά μας μιαν αχώ για κόσμους μακρινούς·
κρυφό, βουβό θα χύνεται το πλήρωμα του χρόνου·
θε να ’ρτει απ’ τους βαθύτερους που βρίσκονται ουρανούς!
Γλυκά θα φέγγει του παντός η λάτρα, η δόξα, η τάξη.
Στα σπλάχνα θα ’χει ο άνθρωπος βαθιόνε τρανταγμό·
ολόκαρδα θα νείρεται, θα πάσκει να πετάξει,
την άβυσσο κοιτάζοντας με κρύφιο στεναγμό.
Καημοί θα δίνουν τα φτερά, που πρώτα τα καρφώνα’ …
Κι άξαφνα ακέριος θα βρεθεί κει π’ άνθισαν μεμιά
της πλάσης όλο οι νεραντζιές το μυστικό νυμφώνα,
και πεταλούδες γίνανε της κάμπιας τα κορμιά!
Θ’ ακούει αδιάκοπη βοή, μικρού φτερού, στ’ αυτιά του·
τόσα λουλούδια θε να καιν αγνάντια του ανοιχτά
όσοι καρποί θα δένουνε τη γέψη τους μπροστά του,
όσα θ’ ακούει, στα βάθη του, κρυφά μουρμουρητά!
Από τη μέραν η θερμή δε θα χωρίζει νύχτα·
ολοκαιρίς στα σπλάχνα του μια γνώμη θα μιλεί:
«Στα πέλαα μέσα τα βαθιά, τα δίχτυα τώρα ρίχ ’τα
ρίχ ’τα όπου λέει ο πόθος σου, και η ώρα να ’ν’ καλή!»
Σαν ο δραγάτης, ξυπνητός απάνω απ’ τ’ αμπέλι,
όλη η φύση θ’ αγρυπνά, με μυστική στοργή·
θε να βαραίνει σύγκαιρο μες στα κρινιά το μέλι,
και το μελισσοτρύγισμα θ’ αρχίζει αυγήν αυγή.
Σφιχτά στα χέρια του τα δυο την πλάση θε να πιάνει,
ως ο ένας μήνας ξάνθισε και φτάνει ο καρπιστής·
με το ’να το χερόβολο, με τ’ άλλο το δρεπάνι
θα σφίγγει, και στα σπλάχνα της θα μπαίνει, θεριστής!
Ο Αρματωμένος Έρωτας, για μαρμαρένιο αλώνι
τη γην ακέρια ως λόγιασε, το Θάνατο πατεί·
μ’ όλα τ’ αστέρια του, γυμνές ρομφαίες, τηνε κυκλώνει,
κ’ η πύλη της Παράδεισος φαντάζει ολανοιχτή …
Στον κεραυνό του η Μαριάμ, ακέρια, ως η Σεμέλη,
θα σωριαστεί ή ολάκερο θε να τονε δεχτεί;
Ο Αρματωμένος Έρωτας, τα νέα ποθώντας μέλη,
τεράστια βίγλα γύρα τους μερόνυχτα κρατεί.
Κι Αυτή, ως η γη του Χαναάν που ανθός τη ζώνει θείος,
και μ’ όλες τις ανάπνοιες της ανέγνωρα καλεί
να ’ρθει μια νύχτα μοναχά κρυφά ο Θεός, Νυμφίος,
ποια ζώνη τώρα ζώνεται και ποια φορεί στολή;
*
Την αγρυπνιάν εζώστηκε μες στ’ άβλεφτα και βλέπει·
φράχτης τής έγιν’ αψηλός, μεγάλο και βαρύ
το παραπέτασμα πυκνό της δέησης, και τη σκέπει·
κι ως τη ρομφαίαν ο δυνατός που ζώνει στο μηρί,
το σώμα της αρμάτωσεν η μυστική φοβέρα
τ’ Αγίου Θεού, κ’ η φλόγα της εχτύπα ολονυχτίς
σα μια σημαία που στήθηκε σε πύργο, στον αγέρα,
κρυφό σημάδι, να το ιδεί στην ώρα ο νικητής!
Και νά· ο ταμένος του Ισραήλ, απ’ την κρυφή του Μοίρα
σταλμένος, σαν Αρχάγγελος την γην οπού πατεί,
απ’ όθε μοιάζει των βουνών περατωμένη η θύρα,
περνά, και μες στη φούχτα του κρίνο αψηλό κρατεί! …
Αργά, ως εκοίταε η Μαριάμ, ξάφνου θαρρεί κ’ επέρνα
στο μεσονύχτι ανάμεσα μια λάμψη βιαστική,
καθώς διανεύει γρήγορο χρυσόψαρο σε στέρνα,
η παντοδύναμη θωριά του Κύριου μυστική.
Κι ακούει νυχτοπερπάτημα πολύ μακρά στη στράτα,
ωσάν αλόγου, που θαμπό το κάλπασμα αντηχεί,
καθώς εροβολούσανε της νιότης τα πρωτάτα
από τ’ απάρθενα βουνά στην ίδια της ψυχή!
Απ’ τη γαλήνη της νυχτός, καλό κι αν απαντέχει,
του φεγγαριού στυλώνοντας το δίσκο καρφωτά,
ως κι ο βαλμάς, ασάλευτος, π’ ανθρώπου βλέφαρο έχει,
κι από τα βάθη του όνειρο τη λάμψη του κοιτά,
το κρύφιον άγγιγμα του νου και τα γλυκά του θάμπη,
της φύσης, ηρεμότατα, τα βάθη κι αν φιλεί,
καθώς στο θάμνο, το μικρό σκουλήκι, π’ αχνολάμπει
χλωμή μια φλόγα ατάραχη, του πόθου του στολή,
μεμιάς θερμά τα στήθη της, τα φρένα, αχτιδοβόλο
ήλιωνε σμάρι, ανατολή τα ζώνει, σκιρτημός,
μ’ ένα σφυγμό κλονίζεται το φεγγαρόφωτο όλο,
κι όλο χτυπάει το σπλάχνο της, αβάσταχτος παλμός! …
Μπροστά της στέκει ολάκερος κ’ η νύχτα τον τυλίγει,
σαν κυπαρίσσι ακλόνητο μεγάλος, μονομιά·
μια ζέστα αιφνίδια μέσα της το μέγα ρόδο ανοίγει,
κι αναφλογίζετ’ όλη της βουβή η επιθυμιά!
Σαν των Χερούβ, που βλέπονται μπροστά τα πρόσωπά τους,
καθώς σκεπάζουν, φοβερά, την άγια Κιβωτό,
και διπλοσμίγουν σταυρωτά σα χέρια τα φτερά τους
στους ώμους, το ’να ολάκερο με τ’ άλλου απανωτό,
τα χέρια του στους ώμους της ασάλευτα ως θρονιάζουν,
τηνε κοιτάει κατάματα, «Χαίρε», της λέει· κι ωσά
δυο κυπαρίσσια σύσμιχτα, που δυνατά στενάζουν
όταν μεγάλος άνεμος τη νύχτα τα φυσά,
φαντάζουνε ψηλότερα, βαθιά σαν ανατείλει
νήνεμη μέρα, ο τρίσβαθος απόκοσμος σεισμός
σα να τα θέριεψε – άστραψαν μ’ αθάνατα τα χείλη,
μέγα φιλί που τ’ άναψε, και μέγας χωρισμός!