Ο σκύλος μου
Ὁ σκύλος μου Συγγραφέας: |
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889 του Κωνσταντίνου Σκόκου |
Ο ΣΚΥΛΟΣ μου εἷνε πολὺ πρωτότυπο σκυλί,
Μὰ ἡ πρωτοτυπία του βεβαίως εἶναι τόση,
Ποῦ μερικοὶ τὸν ἀγαποῦν καὶ τὸν μισοῦν πολλοί.
Ἀλλὰ καὶ τὸν συχαίνονται εἰλικρινῶς καμπόσοι!
Ὅμως αὐτὸς τοὺς φίλους του ἀπ’ τοὺς ἐχθροὺς γνωρίζει,
Καὶ διὰ τοῦτο καὶ τοὺς μέν, ὡς καὶ τοὺς δὲ… γαυγίζει!
Ἀλλὰ κανείς, παρακαλῶ, μὴ παραξενευθῇ,
Γιατὶ κανείς σας σήμερα πιστὸ δὲν ἔχει φίλο·
Κι’ ἂν ἕνας—ὄχι ἑκατὸ—φίλος πιστὸς βρεθῇ,
Νὰ τοῦ χαρίζω στὴ στιγμὴ τὸν προσφιλῆ μου σκύλο!
Ὅμως κανεὶς δὲν βρίσκεται κ’ ἔχω χαρὰ μεγάλη,
Ποῦ μένω μὲ τὸ σκύλο μου ἀχώριστος καὶ πάλι.
Ἴσως στὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρχον μερικά,
Ὡς λέγουν, παραδείγματα μοναδικῆς φιλίας,
Ὑπῆρχον πλὴν μᾶς ἔμειναν ἀρχαιολογικά,
Μεθ’ ὅλης τῆς προγονικῆς ἀρχαίας μας εὐκλείας·
Ὑπῆρχον φίλοι-ἀδελφοί, καὶ δὴ τυραννακτόνοι,
Μὰ σήμερα ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸ σκοτόνει!..
Ἐγὼ λοιπὸν καὶ ἀδελφοὺς καὶ φίλους παραιτῶ,
Καὶ τὸν πιστό μου σύντροφο σκοπεύω νὰ ὑμνήσω…
Ἀλλὰ πρὸ τούτου, Κύριοι, μιὰ χάρι σᾶς ζητῶ,
Συντόμως, ὅσον δύναμαι νὰ τὸν βιογραφήσω.
Ἂν σκύλον κι’ ὄχι ἄνθρωπον τὸν ἔπλασε ἡ φύσις,
Ἔχει τὸν βίον του μεστὸν μ’ ἐλπίδας κι’ ἀναμνήσεις.
Ἦτο, θαρρῶ, ἀνοίξεως χρυσῆ πρωταπριλιά,
Ὁπόταν εἶδε καὶ αὐτὸς τὸ φῶς λαμπρᾶς ἡμέρας·
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀόμματα γεννῶνται τὰ σκυλιά,
Θὰ ἐγεννήθη πιθανῶς τὸ σκοτεινὸν ἑσπέρας.
Ἔμειν’ ἡμέρας ἀρκετὰς μὲ μάτια τυφλωμένα,
Κ’ ἦσαν τὰ πάντα δι’ αὐτὸν καὶ ἄγνωστα καὶ ξένα.
Ἡ μήτηρ του ἦτο μικρὰ Λεβρέτα σταχτερή,
Ἀλλ’ ὁ πατήρ του φαίνεται ἰθαγενὴς νὰ ἦναι,
Καὶ μάλιστα ψωρόσκυλος—ἂν μᾶς τὸ συγχωρῇ—
Τοιούτους τρέφουν παμπληθεῖς αἱ κλασικαὶ Ἀθῆναι…
Ἐκ τῶν γονέων δὲ αὐτῶν, χωρὶς νὰ καταλάβῃ,
Γεννήθηκε τὸ εὔμορφο καὶ παχουλὸ κουτάβι.
Κι’ ὅταν τὰ μάτια ἔπαυσε νὰ ἔχῃ σφαλιστά,
Κ’ ἔβλεπε πῶς τριγύρω του σκυλάκια ἦσαν ἄλλα,
Κ’ ἔτρεχε στὴ μανοῦλά του μὲ πόδια τρεκλιαστά,
Κ’ ἔκανε πῶς τὴν ’γαύγιζε γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ γάλα,
Τότε κ’ ἐγὼ ἐξάπλωσα τὴν λῃστρική μου χεῖρα,
Καὶ τὸ κουτάβι τὸ μικρὸ ἐδιάλεξα κ’ ἐπῆρα!
Ἔτσι συμβαίνει δυστυχῶς ἐδῶ καμμιὰ φορά,
Ἄλλοι νὰ κάνουν τὸ παιδὶ καὶ νὰ τὸ παίρνουν ἄλλοι…
Ἀλλ’ ἡ μητέρα ἔμεινε μὲ τ’ ἄλλα της μωρά,
Καὶ δὲν μ’ ἐφάν’ ἡ θλῖψίς της παραπολὺ μεγάλη·
Ναὶ μὲν ὡς μήτηρ ἔπρεπε νὰ ἦν’ ἀπελπισμένη,
Ἀλλ’ ἦτο στὰς ἀπαγωγὰς πολὺ συνηθισμένη.
Ἐν τούτοις ἔφερα κ’ ἐγὼ στὸ σπίτι τὸ σκυλί,
Καὶ μόνο γάλα τοῦ ’δινα νὰ τρώγῃ κάθε ’μέρα,
Κ’ ἐκεῖνο τόσο ἔξυπνο, μὰ καὶ μωρὸ πολύ,
Ποιὸς ’ξεύρει ἂν δὲν μ’ ἔπαιρνε ἀκόμη γιὰ μητέρα!
Ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ πῶ πῶς τὸ υἱοθετοῦσα,
Μὰ ὅσο ἐμεγάλωνε καὶ τόσο τ’ ἀγαποῦσα.
Κι’ ὅσο περνοῦσεν ὁ καιρὸς ’μεγάλωνε κι’ αὐτό,
Καὶ πάντοτε ὠμόρφαινε στὸ σχῆμα καὶ στὸ χρῶμα,
Ὡς ποῦ μιὰ ’μέρα ἔγινε σκυλάκι ζηλευτό,
Μὲ τὸ κομψὸ τῆς μάνας του καὶ λιγυρό της σῶμα.
Στὸν ἄγνωστο πατέρα του δὲν φαίνεται ν’ ἀνήκη,
Κ’ οὐδὲ περὶ πατρότητος θὰ τοῦ κινήσῃ δίκη!
Μεγάλωνε, κ’ ἐγὼ μ’ αὐτὸ περνοῦσα τὸν καιρό,
Γιατ’ ἀγαποῦσε σἂν παιδὶ κ’ ἐκεῖνο τὰ παιγνίδια·
Μὰ μιὰ φορὰ ποῦ ἔτυχε νὰ τὸ στενοχωρῶ,
Μὲ τὰ λεπτὰ δοντάκια του, μὲ δόντια σὰν ἀγκίδια,
Χωρὶς νὰ θέλῃ τὸ φτωχό, τὸ χέρι μου δαγκώνει,
Καὶ τὸ μικρό μου δάκτυλο ἀρχίζει νὰ ματώνῃ!
Νὰ μὲ δαγκώσῃ! ὢ στιγμὴ ἀνέλπιστος, κακή…
Καὶ νὰ ματώσῃ μάλιστα, καὶ νἆναι καλοκαῖρι,
Καὶ λυσσασμένα τὰ σκυλιὰ ν’ ἀκοῦς ἐδῶ κ’ ἐκεῖ,
Καὶ ὁ Παστὲρ τὸ φάρμακον τῆς λύσσης νὰ μὴν ’ξέρῃ,
Καὶ νὰ φορῶ τὴν ἄσπρη μου τυχαίως πουκαμίσα,
Ὤ πῶς δὲν ἐτρελλάθηκα, προτοῦ μὲ πιάσῃ λύσσα!
Σἂν σχοινοβάτης στὴ στιγμὴ τὰ ῥοῦχά μου φορῶ,
Καὶ στὸ γιατρὸ μου σἂν καπνός, σἂν ἀστραπὴ πηγαίνω.
Γιατρέ, τοῦ λέγω, σῶσέ με, γιατρέ μου, δὲν μπορῶ.
Γιατρέ μου, εἶμαι ἄρρωστος, γιατράκο μου, πεθαίνω,
Γιατρέ, σκυλὶ μὲ ’δάγκασε, γιατρέ, τὸ νοῦ θὰ χάσω,
Γιατρέ μου, γιάτρεψέ μ’ εὐθύς, γιατὶ θὰ σέ… δαγκάσω!
— Ἦτο λυσσάρικο σκυλί; ὁ δόκτωρ μ’ ἐρωτᾷ,
— Ὄχι, γιατρέ μου, τ’ ἀπαντῶ, ἦτο μικρὸ κουτάβι..
Μὰ τότε μ’ ἀπορία του στὰ μάτια μὲ κυττᾷ,
Καὶ εἶναι, λέγει, σὲ καιρὸ κανεὶς νὰ τὸν προλάβῃ…
— Νὰ μὲ προλάβῃς; μὰ λοιπὸν ἐλύσσαξα; ὁμίλει!.
— Δὲν ’λύσσαξε ὁ φίλος μου, τῆς Μιχαλοῦς ὀφείλει!.
Εἶπ’ ὁ γιατρός, καὶ στὴ στιγμὴ τὸ δάγκαμα ξεχνῶ,
Τρέχω στὸ σπίτι, τὸ λαμπρὸ σκυλάκι μου γυρεύω,
Καί, ὅπως ὅταν ἔκανα ταξεῖδι μακρινό,
Τὸ πιάνω, τὸ διπλοφιλῶ, τὸ σφίγγω, τὸ χαδεύω!
Κι’ αὐτό, σἂν νὰ ’κατάλαβε τὴν κεφαλή του σκύβει,
Μὲ γλύφει, τὴν οὐρὰν κουνεῖ, μὰ τὰ δοντάκια κρύβει!
Αἴ, ἀπὸ τότε πειὸ πολὺ ἀκόμη τ’ ἀγαπῶ…
Ἀλλὰ κ’ αὐτὸ ἀπὸ κοντὰ καθόλου δὲν μ’ ἀφίνει·
Ὅταν ἀπ’ ἔξω ἔρχωμαι, φωνάζει χαρωπό,
Καὶ σπίτι σκυθρωπότατο χωρὶς ἐμὲ θὰ μείνῃ·
Καὶ τόσο εἶν’ εὐγενικὸ, κι’ ὄχι σκυλὶ τοῦ δρόμου,
Ὁποῦ μιὰ ’μέρα τοὔδωκα καὶ τὸ ψευδώνυμό μου.
Ὁ Dock εἶνε περίφημο ἀληθινὰ σκυλί!
Δὲν εἶναι ζῶον λογικόν, μὰ ἔχει τέτοια γνῶσι,
Ὁποῦ ’μπορεῖ σἂν ἄνθρωπος κι’ αὐτὸ νὰ μὴ ’μιλῇ,
Μὰ σὲ πολλοὺς ἀνθρωπινὰ μαθήματα νὰ δώσῃ.
Μπορεῖ νὰ μὴν βουλεύεται, ’μπορεῖ καὶ νὰ μὴν κρίνῃ,
Ἀλλ’ ἀγαπᾷ, χωρὶς κανεὶς ῥοσφέτια νὰ τοῦ δίνῃ.
Εἶπα ῥοσφέτια κι’ ἄθελα ὁ νοῦς μου μὲ καλεῖ
Εἰς τοῦ κοινοβουλίου μας τὰς θυελλώδεις σφαίρας…
Ἀλλ’ ἂν τὸ κοινοβούλιον ἦτο κυνῶν Βουλή,
Ἴσως ἐκεῖ θὰ ’βλέπαμε σκηνὰς ἀνθρωποτέρας!
Ἐν τούτοις τὴν πολιτικὴν ἀφίνω κατὰ μέρος,
Καὶ πάλιν ἐπανέρχομαι στὸ Σκύλο μου ἐγκαίρως!
Ὅπου πηγαίνω καὶ σταθῶ μαζύ μου θὰ ’βρεθῇ,
Καὶ πάντοτε στὰ μάτια μου τὰ μάτια του καρφώνει·
Μαζύ μου στὸ κρεββάτι μου κι’ αὐτὸς θὰ κοιμηθῇ,
Καὶ λές, πῶς ὕπνος καὶ ζωὴ παντοῦ μᾶς ἀδελφώνει!
Στὴν πόλι καὶ στὴν ἐξοχή, στὴ χώρα μας στὰ ξένα,
Ἐγὼ δὲν ζῶ χωρὶς αὐτόν, κι’ αὐτὸς χωρὶς ἐμένα.
Ὁ σκύλος μου οὐδέποτε ὑπῆρξε κυνηγός,
Καὶ τὸ μαντύλι μιὰ φορὰ δὲν ἔτρεξε νὰ πάρῃ,
Ποτὲ δὲν τὸν συνήντησε στὸ βίο του λαγὼς,
Καὶ στὴν κουζίνα πάντοτε ἀνηλεῶς φερμάρει·
Ἀλλ’ ἔχει κυνηγητικὸ καὶ τρέξιμο καὶ μάτι,
Κι’ αὐτὸ πικρὰ τ’ ὁμολογοῦν τῆς γειτονιᾶς οἱ γάτοι.
Ὁ σκύλος μου, σᾶς βεβαιῶ, ἔχει παιδιοῦ καρδιά,
Ἀλλὰ καὶ μιὰ συνήθεια, ποῦ τὸν διασκεδάζει,
Νὰ σοῦ γαυγίζη ἔξαφνα τὰ ξένοιαστα παιδιά…
Μὰ δὲν τὰ ’πείραξε ποτὲ καὶ μόνο τὰ τρομάζει!
Αἴ μιὰ κακὴ συνήθεια, μὰ καὶ πολὺ ἀθώα,
Θαρρῶ, πῶς ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουν καὶ τὰ ζῶα!
Μὰ ἔχει προτερήματα ἐξ ἄλλου ζηλευτά,
Καὶ πρῶτον στὸν περίπατο μαζύ μου σἂν πηγαίνῃ,
Τὴν ὥραν ποῦ ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἀμέριμνος κυττᾷ,
Ἂν ἀπαντήσῃ ἔξαφνα κἀμμιά του ἐρωμένη,
Καὶ μολονότι τρυφερῶς τὸν προκαλεῖ ἐκείνη,
Ἐκεῖνος εἰς τοῦ ἔρωτος τὰς φλόγας τὴν ἀφίνει!
Κι’ ὅταν μιὰ ’μέρα ἔτυχε, μὰ μόνο μιὰ φορά,
Τὴ λυγερὴ μητέρα του στὸ δρόμο ν’ ἀπαντήσῃ,
Ὤ τί παιγνίδια, τί φωναῖς καὶ τί τρελὴ χαρά,
Ποῦ σκύλου γλῶσσ’ ἀδύνατο νὰ μᾶς τὴν ἐξηγήσῃ…
Μὰ τῆς φιλίας ἡ φωνὴ ἀντήχησεν ἀγρία,
Κι’ ἀφῆκε τὴν γεννήσασαν εἰς τοῦ λουτροῦ τα κρύα!
Τοιοῦτος σκύλος ἔξοχος, τέτοιο λαμπρὸ σκυλί,
Ἦτο νομίζω ἄξιο τῶν στίχων μου καθ’ ὅλα…
Κι’ ἐνῷ πολλοὶ τὸν κυνηγοῦν καὶ τὸν μισοῦν πολλοί,
Αὐτὸς ποτὲ δὲν ἔδωκε εἰς τοὺς ἐχθρούς του φόλα!
Αὐτὸς ὑπῆρξε πάντοτε καλὸς πρὸς ὅλους φίλος,
Γιατὶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλ’ εἶναι μόνον σκύλος!