Ο σκαρτάδος
Ο σκαρτάδος Συγγραφέας: |
Ιανουάριος 1883. |
Ἕνας σκαρτάδος Βρεττανὸς προχθὲς ἀνέβη μόνος
ἀπάνω στὴν Ἀκρόπολι τὴ δόξα μας νὰ δῇ,
κι' ὅσο τὰς στήλας ἔβλεπε τοῦ θείου Παρθενῶνος,
ἐσυγκινεῖτο κι' ἔκλαιε σὰν τὸ μωρὸ παιδί.
Τὸν ἔπιασε ντελίριο, τὸν ἔσφιξ' ἡ καρδιά του,
κι' ἐστάλαζαν στὰ μάρμαρα ζεστὰ τὰ δάκρυά του.
Κι' ἀμέσως τότε ἔγραψε μὲ φοῦρκα στὸ Λονδῖνο
στὴν Ἄνασσα Βιτώρια ὀπίσω νὰ μᾶς δώσῃ
τὰ ὅσα ἐσουφρώθησαν ἀπ' τὸν γνωστὸ Ἐλγῖνο,
γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὲ νὰ τὸ μετανιώσῃ.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔγραψε ὁ κύριος σκαρτάδος,
χωρὶς γι' αὐτὸ τὴν ἄδεια νὰ πάρῃ τῆς Ἑλλάδος.
Τί διάβολο;... κάθε τρελλὸς σ' ἐμᾶς θὰ ξεθυμαίνῃ;
ποιὸς τοὖπε τούτου τοῦ μουρλοῦ γιὰ μάρμαρα νὰ γράψῃ;
καὶ ἂν γυμνὸς ὁ Παρθενὼν κι' ἐρημωμένος μένῃ,
θαρρῶ κανένας Ἕλληνας γι' αὐτὸ πὼς δὲ θὰ κλάψῃ.
Ἐμεῖς ἐσυνηθίσαμε σὲ τέτοια καὶ δὲν κλαῖμε,
κι' ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔκλεψαν ὀπίσω δὲν τὰ θέμε.
Κι' ἂν θὲς ν' ἀκούσῃς, Ἄνασσα τῶν Βρεττανῶν, κι' ἐμένα,
τὸ λάμπον Μεγαλεῖον σου θερμῶς παρακαλῶ,
νὰ μὴ μᾶς στείλῃ τίποτε ἀπ' ὅλα τὰ κλεμμένα,
καὶ νὰ βουλώσῃ τὸ αὐτὶ γιὰ τοῦτο τὸν τρελλό.
Σὲ βεβαιῶ, Παντάνασσα, πὼς διόλου δὲ μᾶς μέλλει,
κανεὶς δὲν τοὖπε τίποτα, κανένας δὲν τὰ θέλει.
Ὦ Βρεττανέ, τοὺς Ἕλληνας μὴν κλαῖς γιὰ Παρθενῶνες,
καὶ οὔτε γράμματα πικρὰ στὴν Ἄνασσα νὰ στέλλῃς,
πέρνε σὰν τὸν Παράσχο μας ἀπὸ τὴ γῆ κοτρώνες,
καὶ στοίβαζε κι' ἀσβέστωνε καὶ κάνε ὅσους θέλεις.
Ὅπου πατήσῃς μάρμαρα, ὅπου σταθῇς μνημεῖα,
καὶ ἀπὸ ἀρχαιότητας παντοῦ ἐπιδημία.
Κι' ἂν ἔχῃς ὄρεξι νὰ κλαῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου,
γι' ἄψυχα μάρμαρα μὴν κλαῖς καὶ γιὰ παλῃὰ κεφάλια,
τὰ ζωντανὰ ἀγάλματα γιὰ κύτταξε μπροστά σου,
κι' ἐμᾶς νὰ κλάψῃς, Βρεττανέ, καὶ τὰ κακά μας χάλια.
Τὰ πύρινά σου δάκρυα γιὰ 'μᾶς δὲν πᾶν χαμένα...
ὤ! κλάψε γιὰ τοὺς Ἕλληνας, μὰ κλάψε καὶ γιὰ 'μένα.
Καὶ στεῖλε στὴ Βιτώρια ἄλλο καινούργιο γράμμα,
καὶ πές της γιὰ τὸ χάλι μας καὶ τὴν κακή μας μοῖρα,
καὶ παρακάλει την καὶ σὺ μὲ πόνο καὶ μὲ κλάμμα
νὰ στείλῃ ἀντὶ μάρμαρα κανένα κιοῦπι λίρα,
κανένα παλῃοκάνονο, κανένα παλῃοστόλο,
κι' ἂν θέλῃ τῆς χαρίζουμε τὸν Παρθενῶνα ὅλο.