Ο πύργος του ακροπόταμου/Δ

Από Βικιθήκη
Ο πύργος του ακροπόταμου
Συγγραφέας:
Δ


Οι αδερφάδες ξαναμείνανε μοναχές στον πύργο κι η ζωή εκεί μέσα ξαναβρήκε τον παλιό ρυθμό της. Ο βρόντος του αργαλειού δεν είναι φόβος τώρα να ταράξει την ησυχία κανενός· τρίζει μονότονα, ακατάπαυτα από την αυγή θαμπά ως βαθιά τη νύχτα, η βελόνα τρυπά, μουδιάζει τα δάχτυλα κι η Παναγιούλα ξανάπιασε τα τρεξίματα στην πόλη. Δε ντροπιάζει κανέναν τώρα. Η γενιά του Κρανιά δε θέλει να ξέρει πια από τις νυφάδες της πόλης κοντά στον ποταμό. Κλείστηκε κατσουφιασμένη και πληγωμένη στους ραγισμένους τοίχους της κούλιας.

Μα κι η ζωή γύρω δεν αλλάζει το σκοπό της. Ο ήλιος φέγγει όπως πρώτα πάντα, η άνοιξη έρχεται και φουντώνει τον κάμπο κι ισκιώνει τον όχτο του ακροπόταμου. Ο κόσμος παντρεύεται κι αρρεβωνιάζεται. Ένας ανθυπίατρος από το κάστρο παντρεύ­τηκε με τη δεύτερη τη Ζωριοπούλα, ένας έμπορος από τον τόπο αρρεβωνιάστηκε την Ευανθία Τελατίνη. Τα μηνύματα φτάνουνε σαν περιγέλασμα στην κούλια.

Η Φρόσω σκύβει το κεφάλι και δε μιλεί, η Μαριώ όμως δεν το βαστά. Η οργή της δεν ξεσπά μόνο φαρμάκι στη γειτονιά, δε γίνεται γκρίνια μόνο μέσα στην κούλια, μα σκορπίζεται κι αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. Βουνά και κάμπους, ουρανό και γης, όσα βλέπει το μάτι κι όσα φαντάζεται ο νους. Γυρεύει από τον ουρανό μιαν εκδίκηση κι ένα σεισμό από το βυθό της γης. Κι όσο δεν τα λαβαίνει, η ψυχή της διψά να πνίξει, να ρημάξει, να βουλιάξει η ίδια. Κι όσο δεν το μπορεί ούτε αυτό, ξεθυμαίνει στην ορφανή της πλύστρας του πατέρα, που γυρίζει αδειανή από τους δικούς, στην Κούλα, που τα παρμένα της δε δουλεύουνε γλήγορα, κι άμα δε βρίσκει άλλη καμιά αφορμή, σε κατάρες κι αναθέματα εκεινών, που θα χαρούνε όσα πλέκει κι όσα ράβει.

- Την αδικία, την αδικία ποιος θα τη γδικηθεί στον κόσμο; φωνάζει αδιάκοπα.

Και σβήνει μπρος από το κόνισμα το καντήλι, που ανάβει η Φρόσω, σα βρίσκεται μια σταλιά λάδι στο ρόι της κούλιας, και στένει καυγά, όταν παίρνει το μάτι της τη λειτουργία, που στέλνεται στην εκκλησιά:

- Δεν έχω κάνα κρίμα να μου συχωρεθεί· την αδικιά ποιος θα τη γδικηθεί στον κόσμο!

Η Φρόσω σωπαίνει για να μην ακούει η γειτονιά και δίνει του παπά το δίφραγκο μαζί με το πουκάμισο της αδερφής, να το διαβάσει στ’ άγιο Βήμα· κι όταν οικονομήσει δεύτερο, ανοίγει την αγιά Μαρίνα όξω στ’ αμπέλια, μήπως η χάρη της βοηθήσει τη συνονόματη.

Κι η Φρόσω είχε χαμένη την ελπίδα, ωστόσο πίστευε στη δύναμη του Θεού και πίστευε ακόμα και στο σόι. Αν έχασε ο αδερφός εδώ, η πόλη αυτή δεν είναι κι ο κόσμος όλος κι ο φτόνος δεν είναι σ’ όλον τον κόσμο ο ίδιος.

Την ίδια γνώμη έχει κι η Σακαμπέσαινα, που άμα ξαναφέρνει η Παναγιούλα τίποτε ψιλά, βάζει και κείνη την τέχνη της να ξαναφέρει τη Μαριώ στα σέστα της. Χαρά μεγάλη καρτερεί την κούλια· το διάβασε στ’ άστρι του βραδιού και το κομπόδεσε. Ή θησαυρό ή πλούσια νύφη θα βρει ο Γεσίλας σύντομα στον καιρό κι αλαργινά στον τόπο. Λίγο υπομονή μονάχα. Ποιος τους φταίει; Πήγανε και στείλανε της Ζωριούς τη Χαραλάμπαινα. Δεν ερχόντανε σ’ αυτή, να ’ριχνε της κόρης να ’παιρνε τα σοκάκια για τον καπετάνιο.

Μα η Μαριώ δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε. Η προσβολή, που έγινε στο γένος του Κρανιά εδώ στον τόπο, είναι ανεξιλέωτη. Μόνο σαν έρθει κάποτε κανένα δεκάρικο από τον αδερφό, δε σβήνει λίγες μέρες το καντήλι και παγαδιάζει και το ανάθεμα σ’ όλον τον κόσμο.


Αφού δεν ξαναφάνηκε ο ψάλτης στο βελούχι κι ας έλειψε το σκιάχτρο του Γεσίλα, η Κούλα ξανάριξε τη ματιά στους υπα­ξιωματικούς.

Μα οι υπαξιωματικοί μόνο αριά και πού καθίζουνε τώρα στο βελούχι. Περνούν από το δρόμο φρεσκοαλλασμένοι καθώς πάντα και στρίβουνε πέρα κατά τις ελιές. Ο Φωτούλας Τυλιγάδας δεν μπορεί να τους ξαναμαζέψει. Τα βασιλικά και τα περιπλοκάδια ανθούνε σαν πάντα στη φρετζάτα ολόγυρα, οι αγγουριές καρπίζουνε στις βραγιές πίσω από την κούλια κι η ποτάμια δεν έπαψε να κατεβάζει το μαΐστρο.

- Εκεί δε βλέπεις; του λέει ο Κελεμένης, ο παπατζής του βελουχιού, και δείχνει έρημα τα παράθυρα της κούλιας.

Έρημα εκείνα, ρημαγμένο και το βελούχι. Τίποτε μαθητού­δια αν ξεπέφτουν πια να χαρτοπαίξουνε μεσημεριάτικα κι απο­βραδίς μονάχα οι δάσκαλοι βγαίνουνε να δροσιστούν.

Όμως μια νέα γενιά δασκάλων. Όχι πως δε μιλούνε για γραμματική κι αυτοί, ή πως δεν αναθεματίζουν τον Ψυχάρη, μα δεν το θαρρούν κι ολότελας αταίριαστο με το σοβαρό έργο τους να ρίχνουνε και καμιά ματιά προς τα παράθυρα της κούλιας, να τρώνε στην αστροφεγγιά κάνα κοτόπουλο και να ξεκρεμούν και το μπουζούκι κάποτε.

Η Κούλα δυνάμωσε το φτιασίδι στα μάγουλα κι έβαλε όλη την παλιά τέχνη της στα σγουρά. Τη φορά αυτή δε θα της γλιτώσει ένας από τους δασκάλους. Όποιος απ’ αυτούς, ο πρώτος που θα ρίξει τα μάτια στα παράθυρα. Ας είναι ακόμα και κείνος ο κοντακιανός και κοντολαίμης, που δε βγάζει από ψηλά του το παλτό κι ας σκάζει γάιδαρος όξω στον ήλιο του Μαγιού. Η γραβάτα του είναι ξεφτισμένη και βρόμικη και το καπέλο, που μια φορά ήτανε σταχτί, το φορεί ανάποδα πάντα, μα σ’ όλ’ αυτά το συμμορφώνει στο φτερό, φτάνει μόνο να τόνε λάβει στα χέρια της.

Εκείνα, που δεν παίρνουνε συμμόρφωση, είναι τα μάτια του, που αλληθωρίζουνε, και τα κανιά του, που δεν είναι ολόισα όπως όλων των ανθρώπων. Μα κι αυτά είναι ψιλοδουλιές για τέτοιες ώρες, που ο καθρέφτης του εφέδρου άρχισε να δείχνει και της Κούλας ό,τι τρόμαξε άλλοτε και τη Μαριώ.

Η Κούλα ρίχνει τη ματιά στη Φρόσω, στη Μαριώ και τρομά­ζει κι αυτή, βλέπει την κοιλιασμένη κούλια να φοβερίζει να σωριαστεί από πάνω της κάθε στιγμή, σε κάθε δυνατό φύσημα του αέρα και νιώθει ρίγος μέσα της. Ο μόνος στοχασμός της είναι πως να γλιτώσει από εκεί από κάτω, πως να βρεθεί μα­κριά πριν έρθει η ώρ’ αυτή. Ο καιρός βιάζει, δεν είναι να χάνει ούτε στιγμή.

Κι ο δάσκαλος με το μακρύ παλτό ζουρλάθηκε. Μόλις σκολάσει τα παιδιά και νάτος, ίσια στο βελούχι. Δεν ξεκολλά τα μάτια του από την κούλια.

Η Κούλα ξανάπιασε τη θέση της στο μπαλκόνι. Η καρδιά της ξανάβρισκε όλη την παλιά ορμή. Η άνοιξη, που χυνότανε στην ακροποταμιά με τ’ άνθη στις ελιές, τους μαβιούς ίσκιους και τον κούκο, σα να έβγαινε όλη, να χυνόταν όλη από μέσα της. Στιγμές, δεν ήξερε κι αυτή γιατί της φαινότανε πως μοιάζει περσότερο μ’ ηλιόγερμα παρά μ’ απριλιάτικη λαμπράδα· ωστόσο δεν ήθελε να το πιστέψει, της άρεσε να πλέει γλυκά στο πλάνεμα και πολεμούσε να κρατήσει όσο μπορούσε μακρύτερα την ανοιξιάτικη λαχτάρα με τα τριαντάφυλλα στον κήπο, με τα γαρίφαλα και τα ζαμπάκια στο μπαλκόνι.

Έδενε μ’ αυτά ένα ολόδροσο μπουκέτο κάθε πρωί και το ’στελνε του Τυλιγάδα με την Παναγιούλα. Κι έπειτα το καμάρωνε, που το έβλεπε να ξεχωρίζει μέσα στ’ άλλα μυρουδικά, που στολίζανε τα τραπέζια του βελουχιού. Περίμενε το δάσκαλο.

Κι ο δάσκαλος δε χόρταινε να το μυρίζει. Κι η Κούλα από το παράθυρο δεν μπορούσε να μη σκάζει κι αυτή στα γέλια σαν τους συναδέρφους του εκεί γύρω. Η μύτη του δασκάλου βαφό­τανε κίτρινη από τα ζαμπάκια και γυρνούσε τ’ αλλήθωρα μάτια μέσα στις κόχες τους για να δει τη μύτη και να τη σκουπίσει.

Μα η καρδιά του ήταν ανεξίκακη σαν όλων των δασκάλων. Τα γέλια δεν τον πειράζανε, μήτε τα πρόσεχε. Πρόσεχε μόνο να κλέψει την ώρα, που δεν τον κοίταζε κανένας, για να βγάλει ένα γαρούφαλο ή ένα ρόδο από το μπουκέτο και να το βάλει στην κουμπότρυπα.

- Ψυχή μου νέος! δε βαστιότανε να μη στοχαστεί πολλές φορές η Κούλα και να βαρυθυμήσει μια στιγμή με κείνο που έβλεπε.

Μα πάλι, όταν εκείνος, παραφυλάγοντας ξανά τη στιγμή που δεν τον έβλεπε κανένας, έφερνε πεταχτά το άνθος στα χείλη του, ενώ την ίδια ώρα έριχνε κλεφτή ματιά στα παράθυρα του πύργου, η θλίψη της Κούλας σκορπιζόταν πάλι.

- Από τ’ ολότελα καλός κι ο δάσκαλος, έλεγε μέσα της μελαγχολικά.

- Από τ’ ολότελα καλές και τούτες, παρηγοριόταν άλλο τόσο μελαγχολικά κι ο Τυλιγάδας, εκεί που μάζευε τις μίζερες δεκά­ρες των δασκάλων.

Κι οι ματιές τους συναπαντιόντανε θλιμμένες.


Μα ήρθε ο Αλωνάρης, έκλεισε το σκολειό κι ο δάσκαλος πάει να ξεκαλοκαιριάσει στο χωριό του.

Το βελούχι κι όλος ο κόσμος ρήμαξε για την Κούλα. Η καρδιά της τρέμει όσο να ’ρθει ο Αύγουστος να μάθει, να σιγουρευτεί πως δε μεταθέσανε το δάσκαλο.

Και δεν τόνε μεταθέσανε.

Μα ο χινόπωρος, που τον ξανάφερε δροσερόν κι ηλιοκαμένον, έφερε και τα σύννεφα και τις βροχές. Και με τα πρώτα βορια­δάκια το βελούχι έκλεισε.

Μοναχή παρηγοριά της Κούλας μένει το πέρασμα του καλού της απ’ το δρόμο. Μα πόσες φορές την ήμερα μπορεί να περνά ο δόλιος δάσκαλος; Και μήπως είναι κιόλας τόσο εύκολο το πέρασμα από την κούλια, όταν αρχίσουν οι βροχές του σαραντάμερου κι αναγλιτσιάσει ο όχτος του ακροπόταμου;

- Αγάπη, που να σκιάζεται τις λάσπες, ποιος την είδε, ποιος την άκουσε! θυμώνει μέσα της η Κούλα, όταν περνούνε μια δυο μέρες κι ο δάσκαλος δε φαίνεται.

Μα όταν τον ξαγναντίζει βουτηγμένον ως τα γόνατα στη λά­σπη, πιτσιλισμένο ίσια μ’ απάνω με τους ώμους το μακρύ παλτό, όταν το βούλιαγμα, που βλέπει να κάνει το πόδι του στις λούμπες, το σκόνταμά του στον όχτο εδώ, το γλίστρημά του παρακεί στη γλίνα της βγάζουνε στο φόρο πως η ματιά του χωριστά από αλλήθωρη είναι κιόλας και κοντόβλεπη, λύπη γεμίζει την καρδιά της και δεν ξέρει ποιον να πρωτοκλάψει: το δυστυχισμένον, που αγωνίζεται να ξεκολλήσει από το βούρκο κάτω στο δρόμο, η τη δική της μοίρα, που την έριξε σ’ αυτόν;

Απελπισμένη, σωριάζεται σε μια γωνιά και κλαίει. Η θυγατέρα του Θώμου Κρανιά, η αδερφή του αξιωματικού, η Κούλα η όμορφη να καταντήσει να ξεπέσει σε κείνο το παράλλαμα;

- Ποτέ, ποτέ! της λέει μια φωνή μέσα της, σαν να ζητά να τη βοηθήσει να πάρει μιαν απόφαση.

Μα η σκεπή της κούλιας είναι μισοανοιχτή από πάνω και κα­τεβάζει τη νοτιά φιο στην πλάτη της· οι ώμοι τουρτουρίζουνε με το μαγνάδι του τσιτιού, που είναι ντυμένη, η Φρόσω βήχει κάτω από το κατώγι, η Μαριώ δέρνει στην άλλη κάμαρα την Παναγιούλα, που την έπιασε να καίει τον κλώστη για να σγουράνει και κείνη τα μαλλιά μπροστά στο μέτωπο, κι ο Γεσίλας ούτε γράφει ούτε ακούεται. Δεν πείσμωσε μόνο με το Ζωριά και με τον Τελατίνη, δεν έριξε μαύρη πέτρα πίσω μοναχά στην πόλη κοντά στον ποταμό, μα και στην κούλια του πατέρα του.

Χωρίς να καταλάβει κι η ίδια, η Κούλα βρέθηκε στο παράθυ­ρο κοιτάζοντας αν πέφτει σε ξαστεριά ή σε σύννεφα ο ήλιος, που έριξε μια λάμψη θλιβερή στην κάμαρα: Να σταματούσε κάνε η βροχή, να στεγνώσει ο τόπος λίγο και να δει το δάσκαλο να περάσει σαν άνθρωπος. Έτσι να πάρει δύναμη να κατεβεί στο δρόμο και να πέσει στα πόδια του, να τον παρακαλέσει να την πάρει μιαν ώρα αρχύτερα αποδώ, μακριά αποδώ, όπου θέλει, ας είναι και στο σύνορο του κόσμου, στην άλλη άκρη της γης, μόνο μακριά αποδώ, όξω από την κούλια.

Κι όταν την άλλη μέρα τόνε βλέπει να ξαναπερνά, κρεμιέται στο παράθυρο και του χαμογελά, κατεβαίνει κάτω στην αυλό­πορτα και του σφυρίζει ένα γλυκόλογο, του νεύει να ’ρθει πίσω από το φράχτη.

Μα εκείνος δάσκαλος. Φοβάται και τον ίσκιο του. Δεν αποφασίζει να ζυγώσει κι ας είναι σούρωπο κι ας μην περνά ψυχή στο δρόμο. Όλο και κοντοστέκεται, μα δεν τολμά να ’ρθει στην πόρτα, όλο και ρίχνει φοβισμένες ματιές στο παράθυρο. Κι έτσι την άλλη μέρα και ξανά την άλλη, όσο που στο τέλος έγινε άφαντος.

Δεν ξαναπέρασε.

Η Κούλα πάει να τρελαθεί. Μην αρρώστησε, μην τόνε με­ταθέσανε; Χίλια βάζει ο νους της. Ρώτησε τα παιδιά, που γύριζαν από το σκολειό. Εδώ ’ναι και στην υγειά του όχι και καλύτερα. Σήμερα άργασε του ενού απ’ αυτά τις απαλάμες με τη λούρα.

Η Κούλα απελπίζεται. Άλλο δε μένει παρά να του γράψει με την Παναγιούλα.

- Αγάπη μου, χρυσό μου, μάτην σε αναμένω και απορώ το διατί διέκοψες..., αντίγραψε από το παλιό, χιλιοσκισμένο επιστολάριο της κούλιας, έκλεισε μέσα δυο πανσέδες μαζί με τα δάκρυα της κι έδωσε το γράμμα.

Δεν ήταν πρώτη φορά που θα έκανε και τέτοια υπερεσία η Παναγιούλα, μα τη φορά αυτή δεν τη βρήκε η Κούλα πρόθυμη.

- Δεν ξέρει, είπε, σε ποιον απ’ τους πολλούς δασκάλους να το δώσει. Μακρύ παλτό φορούσανε πολλοί από δαύτους.

Της Κούλας της έπεσε λιγάκι δύσκολο να περιγράψει τα κα­θαυτό χαρακτηριστικά του.

Τέλος η Παναγιούλα κατάλαβε και δέχτηκε. Κι άργησε να γυρίσει το βράδυ αυτό, απάντηση όμως δεν έφερε.

Του κάκου στάλθηκε και ξαναστάλθηκε με νέο γράμμα· δεν μπόρεσε να ξαναβρεί το δάσκαλο.


Και δεν μπορεί να βρει ησυχία κι η Κούλα, δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Νευρίκιασε κι αυτή· δε βαστά πια την γκρίνια της Μαριώς. Λόγο κι αντίλογο. Άδικα την παρακαλεί η Φρόσω να μην τη συνερίζεται, γιατί δεν είναι στα καλά της. Ίσια τα πάνε τώρα κι οι δυο. Κι ο άνεμος της ποταμιάς την απονευρικιάζει. Τώρα θα πέσει απάνω της η κούλια και θα τη θάψει. Δε βλέπει μέσο λυτρωμού, κάθε δρόμος να φύγει από την κούλια είναι κλειστός.


Μια γνώριμη της κατοικούσε κοντά στο σκολειό. Ήταν το τελευταίο βήμα, λείπαν όμως τα ποδήματα, έλειπε φόρεμα της προκοπής. Στο τέλος άφησε την ντροπή στην άκρη, βρήκε μια πρόφαση και κίνησε και πήγε ένα δειλινό.

Η γνώριμή της την καλοδέχτηκε και την έβαλε να καθίσει στον καναπέ. Η Κούλα προτίμησε όμως μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο και κάθισε περιμένοντας.

Νάτος τέλος ο φίλος βγήκε από το σκολειό. Καθώς την είδε ξαφνικά, κοκκίνισε. Ο συνάδερφός του, που περνούσανε μαζί, της χαμογέλασε, μα εκείνος δεν ξαναγύρισε να κοιτάξει.

Η Κούλα φρένιασε. Περίμενε, περίμενε όσο που πήρε να νυχτώνει. Δεν ξαναπέρασε κανείς από τους δασκάλους.

Γύρισε στην κούλια με απελπισία θανατερή:

Τι του έκαμε; σε τι του έφταιξε; Ποια είναι η αφορμή που την περιφρονά; Δίχως άλλο θα τόνε βάλανε στα λόγια, θα του την κατηγορήσανε, Σαν και θα ’χει να κάμει τίποτες άλλο ο κόσμος! Ποιος να ’ναι μόνο, ποια να ’ναι κείνη, να την ήξερε να την ξεσκίσει με τα νύχια της!

Μπαίνοντας στην αυλόπορτα της κούλιας, απάντησε την Παναγιούλα. Ξετραχείλωτη, ξυπόλυτη, ανασκουμπωμένη πότιζε τον κήπο. Τα χείλη, που ο βοριάς τ αποκοκκίνιζε αντί να τα γαλαζιώνει, οι καστανές πλεξίδες της, που ζητούσανε ν’ αγγίξουνε τις φτέρνες, τα γεμάτα μάγουλα, που δεν τα σούρωνε η αναφαγιά, και τα μεγάλα μαύρα μάτια της, που αστράφτανε σαν πυρωμένα, φουρκίσανε την Κούλα.

Γιατί; Δεν το ρωτά. Μανία θολή και σκοτεινή, ορμή τυφλή, καθώς εκείνη που έσπρωχνε μια φορά τη μεγαλύτερη αδερφή της να ξεριζώνει τα δικά της μαλλιά. Κι η Παναγιούλα της πάτησε κι αυτής απόψε με τα ξερά της μια διπλή βιολέτα, που είχε φυτεμένη δίπλα στο πηγάδι.

Η ορφανή της πλύστρας από τη λασπόπολη δε μιλούσε στις βρισιές, δε μουρμούριζε στους χτύπους. Συνήθισε από μικρή. Η δυστυχία των αδερφάδων πάντα σ’ αυτή ξεθύμαινε και μάλιστ’ από τον καιρό, που πήρανε και στερευόνταν οι δικοί κι οι φίλοι. Τα βραδινά τρεχάματα της Παναγιούλας δεν πάψανε, τώρα μάλιστα τρέχει πιο πρόθυμα κι αργεί περσότερο τη νύχτα να γυρίσει.

Η Μαριώ χτυπά και καταριέται, η Κούλα δίνει τώρα χέρι κι αυτή, μα η Παναγιούλα δείχνει μιαν απάθεια αξήγητη. Η μέρα του Θεού όξω κι η ζωή μέσα στην κούλια σα να μην έχουνε γι’ αυτή ύπαρξη πραγματική, η δική της ζωή σα ν’ αρχίζει με το σούρουπο, σα να είναι ο δρόμος κι η νυχτιά.

Η κούλια υποτάζεται στο θέλημά της, γιατί κι η ύπαρξη της κούλιας όσο πάει και δένεται περσότερο και κρέμεται από τους βραδινούς της δρόμους. Η Φρόσω δύσκολα πια μπορεί και ρίχνει τη σαΐτα, η Μαριώ όλο κι απονευρικιάζει και φτείρεται ντύνοντας τον ξένο κόσμο, η Κούλα έχασε και κείνη κάθε ελπίδα. Πολλές φορές χρυπά στο κάστρο η αποχώρηση, κά­ποτε κιόλας και το σιωπητήριο κι οι αδερφές στην κούλια, σκυμμένες στο ξεσπιθισμένο τζάκι τους, δεν είναι σίγουρες ακόμα πως δε θα πλαγιάσουνε νηστικές κι αυτή τη νύχτα.

Μια τέτοια νύχτα από τις πολλές, κρύα και σκοτεινή στο δρόμο και στην κούλια, η Παναγιούλα δε γύρισε κει ολότελα. Την άλλη μέρα μαθεύτηκε από την πόλη πως έγινε άφαντος κι ο δάσκαλος.

Η Κούλα λιποθύμησε.

- Του σιγαλό ποτάμ’, η πουμπιεμένη, η μούλα! φώναξε η Μαριώ κι έτρεξε για ξίδι στη γειτονιά.

Η Φρόσω μοναχά δε μίλησε. Η φωνή της είχε χάσει από καιρό τη δύναμη.


Ο Γεσίλας, που κυνηγούσε στο αναμεταξύ μετρητές χιλιά­δες σ’ άλλες φρουρές, βρήκε τέλος μερικές κι ήρθε να δείξει κι αυτές και τη γυναίκα του των αδερφάδων και της πόλης κοντά στον ποταμό. Μα η Φρόσω ήτανε πεσμένη πια στο στρώμα με τον ίδιο σφάχτη και το βήχα του πατέρα.

Οι αδερφές θελήσανε να κρατήσουν τους νιόγαμπρους να κατοικήσουν όλοι μαζί στην κούλια. Η νύφη όμως τρόμαξε από τους ραγισμένους τοίχους κι από το βήχα της Φρόσως και βίασε το Γεσίλα και πιάσανε γλήγορα σπίτι αλλού, στην άλλη άκρη της πόλης. Οι αντραδερφές δε θ’ απαιτούσανε βέβαια να τους έρχεται συχνά από τόσο μακριά, έτσι όπως ήταν κιόλας με την κοιλιά στο στόμα.

Η Φρόσω έλπιζε να δει τον κληρονόμο της γενιάς πρι να πεθάνει. Νόμιζε μάλιστα πως αυτό κρατούσε ακόμα τα μάτια ανοιχτά.

Και την ημέρα, που χύμησε η Μαριώ στην πόρτα πρωί πρωί με το μήνυμα πως ο κληρονόμος ήρθε αρσενικός και παχουλός, μπόρεσε κι ανακάθισε στο στρώμα κι η θολή ματιά της πήρε μια λάμψη ξαφνική.

- Αντίφκιαστα τα μάτια τ’ Γισίλα· ούλου τ’ αθάρ’ του Κρανέικου· δεν πήρι τίπουτ’ απ’ αυτή.

Η Μαριώ δε μελετούσε ποτέ τ’ όνομα της νύφης. Όχι μόνο από τότε, που δε στρέχτηκε να ξεκαινουργώσουνε την κούλια και να καθίσουνε μαζί, δεν είχε μάτια να τη δει, μα κι από την πρώτη στιγμή, που πάτησε στην κούλια, της φάνηκε πως μπήκε μέσα σαν εχτρός.

- Κι στου σβιρκάκι τ’ ένα λόιδου μαλλιά κατσαρουμένα, στριφτά, απαράλλαχτα σαν τ’ πατέρα. Κι όπους φταρ’νίσ’κε κει πο’ ’πεσε κι τ’ αφ’σαμι κι σ’ναχώθ’κι, για να συγυρίσουμ’ ικείνη π’ ρέκαζι, είπα κι άικι’σα του μακαρ’τ’, ξακουλούθησε η Μαριώ.

Η ματιά της Φρόσως ξανάλαμψε. Όξω έλαμπε κι ο ήλιος στην ποταμιά κι έριχνε το φέγγος του και μέσα στην κάμαρα.

Η Φρόσω τον κοίταξε άφωνη μια στιγμή. Έπειτα κάνοντας ν’ ανασηκωθεί καλύτερα μουρμούρισε:

- Τι λες; Δε θα μπουρέσου να βγου; Μέρα Θιου χαρά όξω!...

- Σήκου πρώτα μέσα σ’ν κάμαρ’, κι αύριου πάμι μαζί, της είπε η Κούλα, που δε βιαζότανε και τόσο να δει τον ανιψιό.

Κι η Κούλα είχε γελαστεί στις ελπίδες της από τη νύφη.

Η Φρόσω δοκίμασε άδικα να σταθεί στα πόδια της. Το είδε κι η ίδια πως έπρεπε να περιμένει, όσο να μπορέσει να ’ρθει ο ανιψιός σ’ αυτή.

Άμα σαράντισε, τον έφερ’ ένα δειλινό η μικρή ξυπόλυτη υπηρέτρια, μα από πίσω ήρθε κι η μάνα.

Με τη βοήθεια της Κούλας μπόρεσε η Φρόσω και τον κράτησε λίγες στιγμές στην αγκαλιά μισοαποκοιμισμένον. Στύλωσε το βλέμμα γελούμενο στο μικρό προσωπάκι και περίμενε ν’ ανοίξουνε τα μάτια, να τα δει.

Μα μόλις μισοανοίξανε, το μωρό έβαλε φωνή.

Η μάνα του έτρεξε.

Μπα μπα! Άκ’ζάβια! Τ’ θεια σκιάζισι, μουλέ; — Ναν του χαρού!

Κι η Φρόσω έκαμε να σκύψει:

- Σήκουσ’ του λίγου, μουρή, είπε της Κούλας.

Μα η μάνα χύμηξε και τους άρπαξε από τα χέρια το παιδί. Η Μαριώ δεν μπόρεσε να κρατηθεί:

- Τι θα σ’ του φάμι, μουρή; Τι ξένες είμαστε; φώναξε κι όρμησε απάνω της.

Η νύφη κάτι θέλησε να πει, μα η Μαριώ την πήρε από μπρο­στά. Την έκαμε ν’ αρπάξει το παιδί να φύγει γλήγορα, ενώ η Μα­ριώ φώναξε κατόπι της στη σκάλα:

- Δε σ’ έμαθι, μουρή, ου άντρας σ’ ποιες είμαστι; Μ’ αν ήταν άντρας, αν ήταν αδιρφός!

Η Φρόσω έγειρε στο μαξιλάρι και μισόκλεισε τα μάτια, σα να μην άκουσε τίποτ’ απ’ αυτά. Ένα μισά πικρό, μισά ευτυχισμένο χαμόγελο σάλεψε για στιγμές στα χείλη της.

Την άλλη μέρα ήρθε ο Γεσίλας και βριστήκανε και μαλώσανε με τη Μαριώ. Και δεν ξαναπάτησε στην κούλια.

- Τι κάθεσαι; τι αργείς; μουρμούρισε από μέσα η Φρόσω, που τη φτάσανε οι φωνές στο στρώμα της.

Μα εκείνος που έκραξε δεν έφτανε κι ας αρχίσανε να τον κράζουνε μέσα τους κι οι αδερφές για να γλιτώσουν κι αυτές κι ίδια η Φρόσω. Είχε φυράνει πια, είχε απομείνει ένας ίσκιος διάφανος, ασάλευτος σε μιαν άκρη. Μόνο τα μάτια φέγγαν ασφαλιστές, μελανές, πυρωμένες τρύπες στο στεγνωμένο σκέ­λεθρο.

Εκείνος που έκραξε άργησε να ’ρθει. Μα όταν πια τον ένιωσε πως ήταν όξω από την πόρτα, ζήτησε να δει τον αδερφό. Στείλανε και τον φέρανε.

Σα μπήκε, βρήκε την ετοιμοθάνατη γυρτή στην αγκαλιά της Κούλας και μπροστά σκυμμένες τη Μαριώ και μια γειτόνισσα και της κρατούσανε τα χέρια.

Μια δεύτερη γειτόνισσα έστεκε στην πόρτα.

Ο Γεσίλας γονάτισε κει μπροστά κι αυτός.

- Νάτος, ήρθε, είπε της Φρόσως η γειτόνισσα και της ανα­σήκωσε το κεφάλι για να μπορέσει να δει τον αδερφό.

Ο Γεσίλας έπιασε το χέρι της κι έτσι μείνανε κρατώντας την ετοιμοθάνατη μόνο τα τρία αδέρφια. Εκείνη μπόρεσε και σήκωσε τα μάτια.

- Φρόσω, εγώ είμαι, ο Γεσίλας, μίλησε ο αδερφός.

- Δεν τόνε βλέπ’ς; δε γνωρίζεις; δεν ακούς; Ήρθε να σ’χωρεθεί, έβγαλε η Μαριώ φωνή πνιχτή, σα να της έσφιγγε κάποιος το λάρυγγα.

Μα η γειτόνισσα της έκλεισε το στόμα. Κι η Μαριώ σώπασε.

Τα μάτια της Φρόσως μέναν ακίνητα, καρφωμένα στον αδερφό. Σα να μην τόνε γνώρισε αλήθεια, δε δοκίμασε να του απλώσει τα χέρια.

Τέλος σα να κουραστήκανε τα βλέφαρα να μένουν ανοιχτά, κάμανε να κλείσουνε. Δεν μπορέσανε και μόνο τα μαυράδια των ματιών στρίψανε σαν ολόγυρα από τις ίδιες κόρες τους, στραβώσανε, θολώσανε και μείνανε πάλι ασάλευτα. Δεν ξεχώριζαν πια. Το κεφάλι έγειρε στον ώμο της Κούλας κι άρχισε το στερνό ρουχαλητό.

Η Μαριώ σωριασμένη εμπρός της έκλαιγε πνιχτά. Την πήραν αποκεί κι η γειτόνισσα, που έστεκε στην πόρτα, πήγε και σή­κωσε την Κούλα, που είχε αποκάμει να βαστά την αδερφή.

Η Μαριώ συνήρθε, κράτησε τα δάκρυα κι ήρθε και ξανάπιασε το χέρι της Φρόσως.

Ξαναπεράσανε πολλές στιγμές.

Κρατούσε τώρα την ετοιμοθάνατη ο Γεσίλας, όταν τα μάτια ξαναδώσανε μια τελευταία αναλαμπή. Καρφωθήκανε στο άδειο, προς το παράθυρο, απόθε χυνότανε το φως του δειλινού, που έγερνε μελιχρό στην ποταμιά κι αντηχούσε το βούισμα των πουλιών, που τραγουδούσαν εκεί απόξω στη μελικοκκιά.

Τα χείλη της Φρόσως σαλέψανε και ψιθύρισαν κάτι.

Οι αδερφές που της κρατούσανε τα χέρια, νομίσανε πως ξαναζήτησε το Γεσίλα.

Η γειτόνισσα πήρε τη θέση του και κείνος ήρθε κι έσκυψε μπροστά της ανάμεσα στις δυο αδερφές.

- Εδώ ’μαι, δες με! μουρμούρισε και της φίλησε το χέρι. Μα τα μάτια της αδερφής δε γυρίσανε πια σ’ αυτόν. Σβήσανε ανοιγμένα πλατιά, άφεγγα πια, πηγμένα, στυλωμένα στο άδειο.