Ο πύργος του ακροπόταμου/Β
←Α | Ο πύργος του ακροπόταμου Συγγραφέας: Β |
Γ→ |
Είναι περασμένα τέσσερα πέντε χρόνια. Στον τάφο του πατέρα θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα. Ο Γεσίλας ζήτησε στο μεταξύ πόρο ζωής σ’ ένα ραφτάδικο. Όμως σε λίγες μέρες τον ξαναείδαν οι αδερφές να παίζει αντίκρυ, στο βελούχι, τα χαρτιά.
- Στενή ζωή, κακός αέρας, απάντησε της Μαριώς, που τόλμησε να ρωτήσει γιατί έφυγε από το ραφτάδικο.
Η Φρόσω κίνησε και πήγε σ’ έναν έμπορο, παλιό φίλο του πατέρα, και τον πήρε στο εμπορικό του. Μα όταν τον έστειλε να βγει στον καθημερινό γύρο στις γειτονιές, ο Γεσίλας πέταξε χάμω τα τσίτια, που τον έβαλε να φορτωθεί και γύρισε στον πύργο.
Οι αδερφές τα βάλανε με τον έμπορο.
- Τουν παλιάνθρουπου!
- Ου γιος τ’ Κρανιά να φορτωθεί τ’ βαντάκα!
Έτσι ο Γεσίλας γύρισε στους δρόμους, όσο που πήγε στο στρατό.
Οι αδερφές μείνανε μόνες. Η θεια από το χωριό είχε αφήσει χρόνους, αφού του κάκου γύρευε ως τα τελευταία να πάει κοντά της μια απ’ τις ανεψιές. Στο πόδι της εδώ είναι τώρα η Φρόσω. Το περασμένο της ξεχάστηκε πια και ξαναμπήκε λεύτερα στη ζωή του κόσμου. Βέβαια όχι πια σαν κόρη ανύπαντρη, μα σαν κατιτίς ουδέτερο είδος, κατιτίς ανάμεσα χήρας και γεροντοκόρης. Στην εκκλησιά, στα λείψανα, σ’ αρρώστιες, όπου είχαν οι αδερφές να μοιρολογήσουν ή να συλλυπηθούν τις αντιπροσώπευε η Φρόσω. Όπου όμως γιορτή και γάμος, όπου η αρχοντιά της πόλης θυμότανε στις χαρές της κάποτε τις ορφανές του παλιού επάρχου της, εκεί έτρεχε η Μαριώ κι η Κούλα.
Τις περσότερες φορές η πρώτη· δεν άφηνε να της πατηθεί εύκολα το δικαίωμα που είχε σα μεγαλύτερη. Ο πύργος είχε και φροντίδες, που κάποτε δεν παίρνανε χασομέρια μήτε ένα δειλινό. Τέσσερα χέρια δεν μπορούσανε να λείψουνε την ίδια ώρα. Όσο κι αν βιάζεται η Μαριώ να κρατήσει όξω από τον πύργο το περασμένο περήφανο μπροστά σε κόρες ψωρονοικοκυρέων κι εμπόρων, κάτω από τη σκεπή του είναι η ζωή βαριά. Κι όχι μόνο για τη Φρόσω. Το βελονάκι των μικρότερων δεν πλέκει τώρα μονάχα για πόλκες και χτένες κι οι κεντητές παντούφλες δε δείχνουνται στο μπαλκόνι σα μια φορά, γιατί δεν είναι πάντα για δείξιμο. Κι έπειτα σε ποιόνε κιόλας να δειχτούν; Οι αξιωματικοί, σα να έχουν φόβο της κούλιας του Σουλιώτη, άμα γυρίζουν από την αναφορά δε σταματούνε στο βελούχι. Το αφήσανε στους υπαξιωματικούς κι ίσια μ’ αυτούς δεν ξέπεσαν ακόμα οι επαρχοπούλες.
Βελούχια λέγουνται στην πόλη κοντά στον ποταμό τα εξοχικά καφενεδάκια, που στένουνται την άνοιξη με λίγα πέταυρα για να σαπίσουν το χειμώνα στη βροχή και στην ερμιά, αν δεν καούνε στο μεταξύ στα τζάκια της γειτονιάς. Κάθε άκρη, κάθε γειτονιά της πόλης έχει το δικό της. Αυτού σπουδάζει τα χαρτιά η νεολαία του τόπου, όσο φοβάται ακόμα τον πατέρα και το δάσκαλο, αυτού φέρνει ο τελευταίος αποδείλινα τη γραμματική και το χασμούρημα, αυτού σχεδιάζει ο κομματάρχης τους συνδυασμούς, αυτού ο χωριάτης, που έφερε το γέννημά του στην αγορά, γυρεύοντας να βρει τον παπά στα τρία τραπουλόχαρτα, χάνει ό,τι του περίσσεψε από τον προστυχιστή κι από το νοικιαστή του φόρου, αυτού έρχεται καμιά λαμπρή η δεσποτική γιορτή να πάρει αέρα το εμπορόπουλο, αυτού τραγουδά τη νύχτα στ’ άστρα ο ερωτεμένος. Ο καφές είναι πάντα από καβουρδιστό ψωμί ή ρεβίθι, το λουκούμι καθαρό ζυμάρι και το ρακί μονάτο τσίπουρο. Μα κανείς δεν έρχεται αυτού για τον καφέ και το ρακί. Έρχεται για τη δροσιά, για το νερό και τον αέρα. Κι άλλο νερό κι άλλος αέρας δεν είναι δροσερότερα στην πόλη, όσο εδώ στον όχτο του ακροπόταμου. Σωστό βελούχι του Καρπενησιού.
Κι ο πρώην λοχίας Τυλιγάδας, που το έχει τώρα, ξέρει τη δουλειά του καλύτερα από τους άλλους πριν. Δεν έκοψε φτέρη από τον κάμπο, μα κουβάλησε λατόκλαδα από το βουνό και σκέπασε τη φρετζάτα απόξω, και μέσα στην παράγκα κρέμασε δίπλα στο δικό του και δεύτερο μπουζούκι· Ήξερε και την αγάπη των πρώην συναδέρφων του στ’ άνθη και στα μυρουδικά και δεν άφησε τραπέζι δίχως ρίζα βασιλικό, δεν άφησε γαρουφαλιά άκλεφτη από τις γειτονιές και τσιτσέκι και περικοκλάδι που να μη φυτέψει ολόγυρα.
Όσο για τα μαύρα μάτια, έλπιζε πως με τον καιρό να νοιαστούνε γι’ αυτά από καρσί, από τον πύργο. Για την ώρα του έφτανε πως νοιαζόντανε για μαρούλια κι αγγουράκια· του στέλνανε με τη μικρή την Παναγιούλα όσα ήθελε.
Η Παναγιούλα αυτή σα να ’πεσε στον πύργο από τον ουρανό. Ο Θώμος Κρανιάς παίρνει κάθε στιγμή συχώρια από τις κόρες του, που φρόντισε και τη γκενιάστηκε. Δεν κρατούσε μόνο την ανταπόκριση του πύργου με το αντικρινό βελούχι, μα είχε απάνω της και τη συγκοινωνία με την πόλη. Αυτή έφερνε τα νέα μαζί με τα ψούνια από την αγορά, αυτή πηγαινοερχότανε στα σπίτια με τα διασίδια και τα ραψίματα αυτή έτρεχε στους παλιούς φίλους και στους δικούς του πατέρα. Ο Θώμος Κρανιάς δεν άφησε των κοριτσιών του μοναχή κληρονομιά το σόι και την περηφάνια για το σόι, άφησε κι ένα σωρό φίλους στην πόλη και μια πλατιά δικαιολογιά. Κάθε υπάλληλος ή μετανάστης από τα βουνά με τους εννιά δήμους ήτανε δικός του πύργου. Κι οι φίλοι, αν είχανε μια φορά την τσέπη ανοιχτή για τον πατέρα, μπορούσανε να την κλείσουν τώρα στα ορφανά κορίτσια του, όταν αυτά ήταν κιόλας νια κι όμορφα, σαν τη Μαριώ και σαν την Κούλα, κι όταν το τάλιρο ή το δίφραγκο, που στέλναν και ζητούσαν κατά την ώρα και το πρόσωπο, το ζητούσανε γι’ ανάγκες, όπως είναι η αρρώστια μιας από τις αδερφές, το συλλείτουργο του πατέρα και της μάνας, ή το γιορτάσι του μονάκριβου αδερφού; Συχνά η αρρώστια περνούσε όσο να γυρίσει πίσω η Παναγιούλα, εξόν αν γύριζε με άδεια χέρια· για το συλλείτουργο, αν δε γινότανε, συχωρούσε ο Θεός, που μόνος γνώριζε τ’ απόκρυφα του πύργου· τ’ όνομα όμως του αδερφού έπρεπε να γιορταστεί με κάθε τρόπο. Ευκολότερο ήτανε να χαλάσει ο κόσμος παρά να μην ανοίξει ο πύργος την αυλόπορτά του την ημέρ’ αυτή, μάλιστα τώρα που ήταν ο αδερφός μακριά κι ήρθε κιόλας το μήνυμα πως προβιβάστηκε λοχίας.
Η Κούλα σφουγγάρισε τον πύργο, άσπρισε μέσα τον οντά και τη σκάλα και το πεζούλι της απόξω, η Φρόσω πήγε και δανείστηκε από τη γειτονιά ένα εξήντα νούμερο σεντόνι για τον καναπέ κι η Μαριώ έδεσε τη μαστίχα και το τριαντάφυλλο.
Και το πρωί την άλλη μέρα παραταχτήκανε κι οι τρεις ορθές μπροστά στην πόρτα. Η Φρόσω δίχως τη μαύρη σκέπη στα μαλλιά. Η μικρή ορφανή της πλύστρας πήγαινε κι ερχότανε με πλυμένα πόδια.
Πρώτος έφτασε ο σχολάρχης με το ψηλό καπέλο του. Συγχάρηκε για τη γιορτή και για την πρόοδο του Γεσίλα, μίλησε για τον καιρό και για τις λάσπες, που δε στεγνώσανε στο δρόμο, και φιλεύτηκε κι από τα δυο γλυκά.
Έπειτα ήρθανε δυο γειτόνοι κι ο παπάς της ενορίας και σήκωσε το ύψωμα.
Η Μαριώ, που έστεκε και βοηθούσε στο φίλεμα, δεν ήρθε στην ανάγκη να βιάσει και τον παπά να φιλευτεί κι από τα δυο γλυκά.
Μα πίσω από το γιατρό, έναν ξάδερφο που ήρθε υστερότερα μαζί με τον ταμία, και δεν καταδεχτήκανε κι οι δυο παρά μόλις ν’ αγγίξουνε το ροσόλι με τα χείλη, έλυσε τη γλώσσα της:
- Να ’ταν άλλού· σε κάνα νιοκαζαντισμένο!
Γιατί οι δικοί και φίλοι δεν έφτανε να δώσουνε μονάχα τ’ οβολό τους για τη γιορτή, δεν έφτανε να ’ρθουνε μόνο να πολυχρονίσουν. Όποιος δε φιλευόταν κι από τα δυο γλυκά και δεν έπαιρνε ακόμα μαζί του και το παντεσπάνι τυλιγμένο στο χαρτί, καταφρονούσε την κούλια.
Η γιορτή έπεσε κιόλας κοντά τη Λαμπρή κι ήτανε και τα κόκκινα αυγά χτυπητός σωρός στο πιάτο δίπλα στο δίσκο. Όλα την ήμερα αυτή έπρεπε να είναι πλούσια και περισσά.
Όσοι ανεβαίνανε σήμερα τη σκάλα έπρεπε να δείξουν πως ξεχνούνε κείνη τη στιγμή τη δυστυχία της κούλιας.
Σ’ αυτό βοηθούσε κι ο ανοιξιάτικος ήλιος, που χυνότανε μέσα στον οντά κι άστραφτε στους κάτασπρους τους τοίχους, παιγνίδιζε στα ρακοπότηρα με το ροσόλι κι έκανε να λάμπουνε φανταχτερά κι οι σκουριασμένοι ακόμα τενεκέδες, που πολεμούσανε να κρύψουνε με τις κρεμάμενες μακριές, σγουρές τους πρασινάδες τα σκασμένα τ’ αγκωνάρια πίσω τους.
Τα πρόσωπα των αδερφών άστραφταν. Πολεμούσανε κι αυτά μαζί με όλα τ’ άλλα πράματα εκεί μέσα να σκεπάσουν και να σβήσουνε για μια μέρα το τωρινό και το πραγματικό και ν’ αφήσουνε ν’ απλωθεί και να μετεωριστεί η λάμψη του περασμένου και τ’ όνειρο του μέλλοντος. Και τα δυο αυτά σμίγουν κι αστράφτουν ολόγυρα από τ’ όνομα του Γεσίλα Κρανιά. Την ήμερα αυτή δε γιόρταζε στην κούλια ο φτωχός άγιος, ο άγνωστος κι, άσημος μάρτυρας Γεσίλας· γιόρταζε τ’ όνομα, η γενιά, το σόι του Κρανιά, που έκλεισε όλες τις ελπίδες του στο πρόσωπο του λοχία Γεσίλα Κρανιά.
Το δειλινό αυτό πήγε και το διάλεξε να ’ρθει κι η γριά Λιγούραινα, μια παλιά φιλενάδα της μάνας.
Είπε πως ήρθε να πολυχρονίσει κι οι αδερφές τη δεχτήκανε κι οι τρεις στην πόρτα και τη βάλανε και κάθισε στην κορφή του καναπέ. Κι η Μαριώ πήγε κι έφερε το δίσκο και τη φίλεψε.
Μα μόλις η Μαριώ βγήκε στη διπλανή κάμαρα ν’ αλλάξει στα ποτήρια το νερό, η γερόντισσα έσκυψε στη Φρόσω και της ψιθύρισε:
Ένα παιδί, πραματευτής, την έβαλε να ’ρθει να γυρέψει τη Μαριώ. Έχει το σπίτι του, το μαγαζί του, τ’ άλογό του, κάμποσα στρέμματα χωράφι κι είναι γερό κι άξιο.
Η Μαριώ, σαν κάτι να μυρίστηκε, σταμάτησε πίσω από την πόρτα και την άκουσε.
Και χύμησε μ’ ορμή μέσα στον οντά.
Πώς η προξενήτρα κατέβηκε ζωντανή τη σκάλα, ας το χρωστά της νέας βίζιτας που ήρθε σε λίγο. Κι οι τρεις αδερφές χυθήκανε ίσια να την πνίξουν.
Το βράδυ δε σφάλισε καμιά τους μάτι. Παρόμοια ντροπή δεν έγινε ως την ώρα στο γένος του Κρανιά. Μονάχα τότε που πέθανε ο πατέρας κι οι φίλοι βγάλανε φανερά δίσκο στην αγορά για την ταφή του.
- Αν θέλαν οι φίλοι να κάμουνε το χρέος τους, έπρεπε να το κάμουνε μυστικά και συναμεταξύ τους, είπε τότε κατάμουτρα του ειρηνοδίκη, άγρια κι όξω από τα λογικά της η Μαριώ, που το μυρίστηκε.
Μα οι σάλπιγγες, που ήρθανε να συνεβγάλουν τον αργυρό σταυρό του πρώην έπαρχου, κάμανε να ξεχαστεί η ταπείνωση κι η Μαριώ μπόρεσε να βγει στο παράθυρο να στείλει, κρεμώντας τα λυτά μαλλιά, τα τελευταία ρεκάσματά της του άμοιρου πατέρα και μια κρυφή ματιά του αξιωματικού, που πρόσταζε με το λεπίδι του γυμνό το απόσπασμα κάτω στο δρόμο.
Η Μαριώ έχασε για καιρό την όρεξη. Τότε ήταν κι οι αξιωματικοί παρηγοριά. Τώρα έχασε και τον ανθυπασπιστή, που τον είχε τελευταία δεμένον στο πανί. Ήταν ευεργετικός, αλήθεια, μ’ από γενιά καλή· ο μπάρμπας του είχε κάμει δήμαρχος. Έκανε σαν τρελός γι’ αυτή. Μα μετατέθηκε άξαφνα κι όταν ύστερ’ από λίγους μήνες τα κατάφερε να ξαναρθεί στο κάστρο, τη βρήκε να τα παίζει με το γραμματικό της εφορίας.
Με τούτον τη γλύτωσε η Μαριώ φτηνά. Κυνηγώντας όμως και τους δυο μαζί, δεν έπιασε κανέναν. Σα να συμφωνήσανε, δεν ξαναφανήκανε κι οι δυο στο βελούχι του ακροπόταμου.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας το μάντεψε καλά πως τα μαύρα μάτια από καρσί δεν μπορούσανε να μην τραβηχτούν από τη λεβεντιά της φουστανέλας.
Άμα λείψανε οι αξιωματικοί, άμα χάθηκε ο ανθυπασπιστής και δεν πιάστηκαν άλλοι δυο τρεις υπάλληλοι, απόμεινε η ελπίδα μόνο στους υπαξιωματικούς.
Το αποφάσισε πρώτη η Κούλα.
- Κι αυτοί μια μέρα, γλήγορα η αργά, θα το κολλήσουν το χρυσό γαλόνι, συλλογίστηκε κι έκαμε την αρχή.
Η Μαριώ ψιλοκρατούσε ακόμα. Όμως κάτι την κεντούσε πάντα μέσα της να μην αφήνει μάτια να κοιτάζουν άλλη. Και μόλις είδε το λοχία Μάνθο Σακαρέλο να τα παίζει με την Κούλα, βάλθηκε να της τον πάρει.
Μα δεν τα κατάφερε και για να εκδικηθεί έπιασε κι αυτή το Γιαννακό Πλαστάρα, όχι τόσο καλοσούσουμο, όσο καλοπίχερο.
Η Κούλα έσκασε με τη χρυσή την κονταπέτα, που είδε ξαφνικά στην τραχηλιά της αδερφής. Ο δικός της της είχε φέρει μόνο ένα ζευγάρι καλτσοδέτες, και κείνες η Μαριώ τις βρήκε πρόστυχες.
- Κυρά μ’, ιγώ δεν τ’ τς γύρεψα· είδι πως ήταν χαλασμένες εκείνες π’ φόρ’ γα κι μ’ αγόρασ’ άλλες απού μοναχός τ’, είπε η Κούλα.
- Σάμπους τ’ γύρεψα γω ν’ κουνταπέτα; θύμωσε η Μαριώ κι άρχισε μεταξύ τους το φάγωμα.
Μα δεν ήτανε μόνο οι δυο αδερφές που πέσανε στους υπαξιωματικούς.
Η αρχοντιά του τόπου, όσο και να μην ξεχνούσε τον παλιό της έπαρχο και να είχε ανοιχτή την πόρτα της στις ορφανές του, δεν άφηνε όμως και τα δικά της κορίτσια να ’χουνε πολλά νταραβέρια με τον πύργο. Το παράμερο της ποταμιάς, το βελούχι αντίκρυ από τον πύργο, μια καταπαχτή που ανοιγόκλεινε προς το κατώγι στην από πίσω κάμαρα, όλ’ αυτά είχανε κάτι υποψιάρικο για τις μανάδες. Και τέλος το πάθημα της Φρόσως, και να λησμονήθηκε με τον καιρό, μένει πάντα στο κατώφλι της αχνό σημάδι, που δειλιάζει να το δρασκελίσει κάθε κόρη γνωστική. Αν έρχεται καμιά από τις καλύτερες της πόλης, τις σοϊλίτισσες ή τις ακουσμένες για την προίκα, έρχεται ή με τη μάνα ή μοναχή της το απόβραδο από το στενό κι από τον πίσω φράχτη, με φόβο μην δει άλλο μάτι παρά εκείνο που θέλει η ίδια να τη δει.
Αυτό δεν ξεφεύγει τις αδερφές. Η Φρόσω τρομάζει να κρατήσει το στόμα της Μαριώς:
- Έχουμι ’ν ανάγκ’ τς, μουρή, δεν του σ’ λουέσι!, της ψιθυρίζει κάθε φορά που την ακούει να τα βάζει όξω στην αυλή με την ψωροαρχοντιά.
Πιο ελεύτερη και με πιο λίγη πρόληψη στην ηθική της η κατωτερινή τάξη, φαίνεται προθυμότερη στις φιλίες με την κούλια. οι φτωχότερες, οι ταπεινές νοικοκυροπούλες του τόπου το νομίζουνε τιμή να βγαίνουνε στο σεργιάνι μπράτσο με τις επαρχοπούλες και να καθίζουν πλάι τους στο μπαλκόνι. Κι η Μαριώ κι η Κούλα πάλι βρίσκουν ευκολότερα στη συντροφιά των κοριτσιών αυτών εκείνο που γυρεύουν: το σεβασμό στο σόι τους και την αναγνώριση πως όσο κι αν ξεπέσανε, είναι και μένουν ανώτερες τους πάντα. Κι έν’ άλλο ακόμα· τα φτωχά και χιλιοξανακαμωμένα φορέματα των αδελφάδων χάνουνται μπρος στα λούσα μιας εμποροπούλας, ενώ μπροστά στην κόρη του ζευγά ή τη θυγατέρα της υφάντρας, ο αρχοντικός αέρας της Μαριώς και το ψιλό νάζι της Κούλας ξεχωρίζουνε και φιγουράρουν. Αντί λοιπόν να ρίχνουνε τα μούτρα στις ψωροπερήφανες, ανοίγουν την πόρτα τους στις όμορφες και πεταχτές και χαρδακίστρες από κάθε μαχαλά, όσες δεν έχουν την υπομονή να περιμένουνε ν’ ανοίξει από μόνη η τύχη τους, να τους έρθει ο καλός με τη μάνα και την προξενήτρα, μα βγαίνουν οι ίδιες να τον απαντήσουν.
Όλες αυτές μαζεύονται στον πύργο. Κι όξω στα τραπέζια του βελουχιού και το βράδυ βράδυ στον περίπατο της ακροποταμιάς συνάζουνται κι οι υπαξιωματικοί, όλοι αλαφροπερπάτητοι και τσελεπήδες, από τα πρώτα ονόματα στα ευζωνικά. Οι μανάδες στη γειτονιά σκίζουν τα ρούχα τους, μανταλώνουν τα θηλυκά τους και στέλνουνε τους άντρες τους στο δήμαρχο και του ζητούνε να κλείσει το βελούχι. Μα κι ο Φωτούλας Τυλιγάδας δεν είναι από το τούρκικο κι έτσι το παιγνίδι δε σταματά.
Μόνο η Φρόσω δεν παίρνει μέρος σ’ αυτό. Γι’ αυτή το πέρασμα του καιρού το μετρά ο βρόντος του αργαλειού της κάτω στο ανήλιαγο και απάτωτο κατώγι. Και το βράδυ, όταν χύνεται το σούρωπο στο δρόμο, ίσκιος σκοτεινός, μπαμπουλωμένος με τη μαύρη σκέπη γλιστρά προς τη νυχτωμένη πόλη γυρεύοντας νέα διασίδια και πλεξίματα ή τους φίλους του πατέρα, όταν πρωτύτερα βγήκε άκαρπο το στάλσιμο της Παναγιούλας.
Γύρω από τον επιλοχία Συμεών Καραφωτιά στήθηκε ο μεγαλύτερος αγώνας ανάμεσα στις πιο όμορφες, που μαζευόντανε στον πύργο. Μα έπρεπε να κάμουν όλες τόπο στις επαρχοπούλες και το μάλωμα περιορίστηκε στις δυο αδερφές.
Πρώτη έβαλε στο μάτι τον επιλοχία η Μαριώ, άμα τα χάλασε με το Γιαννακό Πλαστάρα, που γύρευε να την περιορίσει να μην κουβεντιάζει με κανέναν άλλον.
Μα ένα βράδυ, που έλειπε η Μαριώ, του ένεψε η Κούλα από το παράθυρο. Σα μακρινός ξάδερφος, που ανακαλύφτηκε πως ήταν, ανέβαινε λεύτερα στην κούλια πιο συχνά το σούρουπο παρά την ήμερα με τον ήλιο.
Η Κούλα τον έφερε κάτω από το θόλο εμπρός στην πόρτα του κατωγιού. Η Φρόσω έλειπε και κείνη κι η Κούλα κάθισε μαζί του όσο που ακούσανε πως γύρισε η Μαριώ.
Εκεί στο θόλο σμίξανε άλλες δυο τρεις βραδιές κλεφτά, όσο που χίμηξε η Μαριώ κι έδιωξε με τις σπρωχτιές την αδερφή. Και απόμεινε ο επιλοχίας δικός της.
Η νίκη της δεν ήταν τιποτένια. Ο επιλοχίας Καραφωτιάς ήταν ο πρώτος μέσα στους πρώτους του κάστρου. Καλόκορμος, μουστακαλής, περήφανος στη ντυμασιά και στο φιλότιμο, μην κάτσει μύγα πάνω του, μην τόνε στραβοκοιτάξει όπως περνά κανείς πολίτης, φόβος των ζωοκλεφτών και των φυγόδικων, όταν έβγαινε στο απόσπασμα, και τρόμος των νεοσύλλεχτων στο λόχο, άμα δε βάζαν το γκιουβέτσι έγκαιρα, στη Μαριώ μπροστά γινότανε μολαΐμικο αρνί, υποταχτικό στο θέλημά της, πρόθυμο σε κάθε της απαίτηση για σειρητάκια και κορδέλες και κάπου κάπου και κανένα φόρεμα.
Σιωπηλά, σαν πάντα, συμφώνησε κι η Φρόσω με τον τρόπο που λύθηκε το μάλωμα των αδελφάδων. Η Φρόσω, αν και δεν έπαιρνε η ίδια μέρος στο παιγνίδι, το ακολουθούσε ωστόσο από το βάθος του σκοτεινού της κατωγιού. Όσο κι αν η στεγνωμένη όψη της με τα βαθουλωμένα μάτια φαίνουνται σαν να λένε: φάντασμα περασμένου είμαστε μόνο, η έννοια μας δεν είναι από τον κόσμο αυτό - η έννοια της από τον καιρό που έθαψε και ξέχασε τον εαυτό της είναι όλη για τον κόσμο αυτό.
Εκείνο το παιγνίδι, που παίζεται γύρω της χωρίς να την αγγίζει, δεν παίζεται και γι’ αυτή χωρίς σκοπό. Το έπαιξε κι η ίδια μια φορά κι έχασε και ξόφλησε μια και καλή. Μα ίσια ίσια το δικό της πάθημα φυλάγει τώρα τις άλλες. Μια δυο φορές κιντύνεψε κι η Μαριώ, είν’ αλήθεια. Μα τώρα έχει σίγουρον τον επιλοχία της. Αυτός δεν είναι ξένος, σαν τους άλλους πρωτύτερα. Παιδί από σόι κι από τα χώματά τους. Συνάδερφος του Γεσίλα κιόλας. Αυτό της το θύμισε κι ο ίδιος, όταν τον ξεμονάχιασε μια μέρα και σα μεγαλύτερη αδερφή, σα μάνα να πεις, τον ξεψάχνισε για τους σκοπούς του:
- Είναι να λέγεται πως δε θα την πάρει τη Μαριώ! Μα πρώτα πρέπει να γίνει αξιωματικός, να δέσει τη γαϊδάρα του. Τρία χρόνια, που θα κλειστεί μέσα στο σκολειό, τι να την κάμει τη γυναίκα;
Η Φρόσω ήτανε λογική, σαν τον πατέρα της. «Πρώτα να γίνει δικαστής», της είχε πει μια φορά και το δικό της πλουσιόπαιδο, μα εκείνο δεν ήταν από σόι μήτε από τον τόπο της. Ύστερα κιόλας τ’ αλλοτινά δε θέλει να τα συλλογίζεται. Η φροντίδα της είναι τα τωρινά και τα μελλούμενα.
Ο επιλοχίας ανθυπολοχαγός λοιπόν κι η Μαριώ σιγουρεμένη. Όσο για την Κούλα, δεν την πήραν ακόμα τα χρόνια μπροστά. Έχει ο θεός γι’ αυτή. Εκείνο που είναι το πιο βιαστικό, είναι πως να κρεμάσει το μακρύ σπαθί ο Γεσίλας.
Αυτό σκοτίζει τη Φρόσω και σ’ αυτό δυο είναι οι τρόποι: Ή να μπει στη σκολή, ή να σκοτώσει κάνα φυγόδικο.
Το δεύτερο πιο εύκολο. Μα ο βλογημένος πήγε και κόλλησε, σαν τον πατέρα, στο λασπόκαμπο της Θεσσαλίας· του αρέσει καλύτερα το γραφείο και πιο πολύ ακόμα το σιτιστιλίκι. Για τις αδερφές είναι αυτό καλό, γιατί έτσι περισσεύει κάποτε κάποιο πεντάφραγκο και γι’ αυτές, μα η Φρόσω νοιάζεται περσότερο για το μέλλον του παιδιού. Αν αποφάσιζε να ’βγαινε απάνω στα πατρικά βουνά, τόσο συγγενολόγι εκεί θα του κατάδινε κάνα φυγόδικο κι έτσι τελειώνανε τα βάσανα, λείπαν οι φροντίδες και τα παρακάλια για τη σκολή, που δεν είναι και τόσο εύκολο το πράμα. Θέλει μεγάλες συστάσεις, βαρβάτα μέσα, που έπρεπε να ζει ο πατέρας να τα βάλει. Μοναχή της τι να κάμει αυτή; Πού να πρωτοτρέξει;
Το ’φερε η οργή να ’ναι φαντάρος κιόλας ο Γεσίλας και να μην μπορεί να μετατεθεί εδώ στο τάγμα, που είναι τόσοι γνώριμοι αξιωματικοί και πρώτος ο διοικητής. Ήτανε στενός φίλος του πάτερα και τους το λέει πάντα, σαν έρχεται καπότες αποσπερνού στην κούλια:
- Ας τον είχα γω στα χέρια μου και βλέπατε πως τον έφερνα πρώτο στον πίνακα!
Από μακριά όμως, με τα γράμματα τι να σου κάνει κι αυτός! Ωστόσο πιστός φίλος ο καημένος και πονετική καρδιά. Σα σε παιδιά του μιλεί των κοριτσιών, μάλιστα στην Κούλα, σαν πιο μικρή που είναι, δείχνει συμπάθεια ξεχωριστή. Τη χτυπά στο μάγουλο, σαν μπαίνει μέσα, την καθίζει κοντά στο πλάι του, στα γόνατα του πες, και της χαϊδεύει το χέρι και τα μαλλιά. Κακό ποιος βάζει με το νου, ποιος πιστεύει δηλαδή τέτοια τύχη! Έτσι βέβαια ξεμπερδεύαν όλες οι στενοχώριες και τα βάσανα...
Μα αυτά είν’ όνειρα. Το πρώτο για την ώρα είναι πως να κρεμάσει ο Γεσίλας το μακρύ σπαθί.
Ενώ η Μαριώ έχει περάσει από το Γιαννακό Πλαστάρα στον Καραφωτιά, η Κούλα μένει πιστή στο Μάνθο Σακαρέλο. Μπροστά στον Καραφωτιά θα θυσίαζε κι αυτή το Μάνθο μ’ όλη την καρδιά της κι ο ίδιος ο Καραφωτιάς έδειξε όλη τη διάθεση να προτιμήσει τη μικρότερη ξαδέρφη, μα η Μαριώ μια κι έβαζε κάτι στο νου, έπρεπε κιόλας να γίνει.
Η συχωρεμένη θεια είχε δίκιο να της λέει πως έμοιαζε του παππού της σ’ αυτό. Η Μαριώ μια και το ’βαλε, κυρίεψε τον Καραφωτιά σα με γιουρούσι. Με το έτσι θέλω.
Ο περήφανος επιλοχίας δεν μπόρεσε ν αντισταθεί. Είδε πως έπρεπε ή να υποταχθεί στο θέλημα της ή να μην ξανανεβεί τη σκάλα του πύργου.
Σα γνωστικός που ήταν, προτίμησε το πρώτο, κι έτσι στο φανερό περιορίστηκε στη μεγαλύτερη ξαδέρφη. Είν’ αλήθεια πως εκεί που καθότανε στον οντά της κούλιας με την αρρεβωνιαστικιά, όπως ήρθε στην ανάγκη να τη λέει κι ονειρευότανε μαζί της την ευτυχία που τους πρόσμενε, αν τύχαινε να πάρει το μάτι του στην άλλη κάμαρα την Κούλα που άλλαζε την πόλκα της, ή αν η Κούλα εκεί που έβγαζε νερό έσκυβε το κορμί περσότερο έτσι για να τόνε σκάσει, ο ξάδερφος αγρίευε ως το σημείο να πετάξει από την αγκαλιά το «μόφαρο», που πήγε και φορτώθηκε. Μα ξανανικούσε η φρονιμάδα του και παρηγοριότανε μ’ ό,τι άρπαζε κλεφτά και πεταχτά της Κούλας, κι έμενε πιστός κι υποταγμένος στη Μαριώ. Είχε δοσμένο κιόλα το λόγο του της Φρόσως.
Η Κούλα από το άλλο μέρος υποτάχτηκε στην ανάγκη κι αυτή. Κι αν άφηνε τον ξάδερφο να τη σιμώνει κοντύτερα παρ’ ότι στέκει σ’ έναν ξάδερφο, δεν το έκανε από κακή γυναικεία ορμή για ν’ απατήσει το Σακαρέλο, μα μόνο και μόνο για να εκδικηθεί την αδερφή της. Αν αποφάσισε μια στιγμή να παραιτήσει το Μάνθο, άμα παρουσιάστηκε ο Καραφωτιάς, δεν το έκαμε γιατί εκείνος δεν της άρεσε, μα μόνο και μόνο γιατί ο ξάδερφος είχε καλύτερα τον τρόπο για κορδέλες και καρφίτσες και γιατί, σα συγγενής που ήτανε, μπορούσε να μπαινοβγαίνει πιο εύκολα στην κούλια. Αφού όμως η Μαριώ το ’καμε ζήτημα παρηγορήθηκε με κείνο που είχε κι αυτή.
Ο Σακαρέλος κιόλας αν δεν είχε τον τρόπο του Καραφωτιά, στην ομορφάδα όμως και στη λεβεντιά δεν έμεινε διόλου πίσω. Το κορμί λαμπάδα, η μέση δαχτυλίδι, η φουστανέλα με σαράντα μάνες, τα τσαρούχια κεντητά, η σκάλτσα πάντα τέζα, τα μάτια καστανά, η όψη του σταράτη όπως κι η δική της, και το μουστάκι μαύρο και ψιλοστριμμένο. Ο σβέρκος μοναχά λίγο μακρύς, μα τόνε σκέπαζε μακρύτερη η χοντρή φούντα του φεσιού· με τόσο χου δεν τη φορούσε την παπαρούνα άλλος υπαξιωματικός. Έπειτα δα ο μακρύς λαιμός με το πεταχτό καρύδι του κάτω από το σαγόνι είναι το πιο σίγουρο σημάδι της καλής γενιάς από τα βουνά του βάλτου.
Κι ο Σακαρέλος ήταν από μια από τις πρώτες φαμελιές του Βάλτου, από τους Χαλκιοπούλους μέσα. Ο πατέρας του κλέφτης στον καιρό του, από τα πρώτα παλικάρια του Μαριόλη· ο αδερφός της μάνα του ληστής και κείνος με τον Κωνσταντέλο· ένας αδερφός του ξεμπέρδεψε ένα δήμαρχο, εχτρό της φαμελιάς, κι είναι ακόμα στου Μακρή, στο Μεσολόγγι. Μα ο Μάνθος δεν τους έμοιασε· είναι ήσυχος και φρόνιμος, φτάνει μόνο να μην τον πειράξει κανένας ή να μην του κοιτάξει την Κούλα, το βάσανό του, καθώς τη λέει του φίλου του Θόδωρου Μαυλή και πίνει στο βελούχι τον καφέ του, μισό φλιτζάνι δίχως ζάχαρη.
Ο Θόδωρος Μαυλής είναι ο μπιστεμένος φίλος του Μάνθου Σακαρέλου. Λοχίας κι αυτός, όμως λίγο νοιάζεται γι’ αγάπες. Του αρέσει καλύτερα το κρασί, μάλιστα σαν τον κερνούνε, γιατί αφού τον πήρε το όριο κι απελπίστηκε για το χρυσό γαλόνι, το ’βαλε να κάμει μικρό κομπόδεμα, ν’ ανοίξει κάνα μαγαζάκι σα φύγει απ’ το στρατό.
Στα νιάτα του δεν είχε μείνει κι αυτός αλάβωτος από τα μαύρα μάτια κι απ’ τα παιγνίδια τους δεν ήταν άμαθος. Ο Σακαρέλος ήξερε πως είχε πείρα σ’ αυτά τα πράματα και τον έβαλε να του πατήσει τη φιλενάδα.
Ο Θόδωρος Μαυλής λοιπόν έκαμε κάμποσες φορές της Κούλας γλυκά μάτια κι ένα βράδυ της πέταξε στο μπαλκόνι ένα τενεκεδένιο βραχιολάκι τυλιγμένο σ’ ένα παρδαλό μαντίλι με τον Κολοκοτρώνη σταμπαρισμένον καβαλάρη, αφού της το ’δειξε πρωτύτερα, το δειλινό, από το βελούχι.
Μα τη βρήκε την Κούλα να γελαστεί κι ο Σακαρέλος βρήκε κι έβαλε τον άνθρωπο να την πατήσει:
- Ένα μπεκρούλιακα και μ’ άσπρες τρίχες κιόλας στα μουστάκια!
Η Κούλα του τα πέταξε πάλι στα μούτρα και το άλλο βράδυ, που έσμιξε με το Σακαρέλο στις πατουλιές της ακροποταμιάς, του παραπονέθηκε για το φίλο του.
Ο Σακαρέλος έκαμε πως δεν το πίστεψε.
- Θαν τα ’ρρ’ ξι για τ' Μαριώ. Ισένανε δεν κουτάει να σι πράξ’ μουτ’ ου ίδιους ου Θιός, της είπε με παθητική φωνή.
- Έλα δα μην αγριεύ’ς· σι ξέρου που είσι παλικάρ’, γέλασε η Κούλα και τόνε χτύπησε χαδευτικά στο μάγουλο.
- Σα θέλις, δουκίμασι κι τήραξ’ άλλουν.
- Τι θα μ’ κάμ’ς; θα μι σκουτώ’ εις, θάρου, είπε η Κούλα.
- Για δουκίμασι κι βλέπ’ς, απάντησε ο λοχίας σοβαρά.
Η Κούλα ξαναγέλασε και τον αγκάλιασε, σα να ήθελε να δείξει πως την κολάκευε η άγρια αγάπη του καλού της.
Ο Σακαρέλος ξεσκοτείνιασε. Ησυχασμένος από το αποτέλεσμα της δοκιμής του Θόδωρου Μαυλή, δεν γκρίνιασε το βράδυ αυτό την αγαπητικιά με τις υποψίες που είχε, πως ο Καραφωτιάς δεν μπαινοβγαίνει στην κούλια μόνο για τη Μαριώ.
Το βοριαδάκι φυσούσε ψιλό από τις ράχες. Ο λοχίας είδε την Κούλα που ανατρίχιαζε, έστρωσε χάμω τη μισή καπότα και με την άλλη μισή σκέπασε και κείνη και τις πλάτες του.
Το σκοτάδι, που πύκνωνε ολοένα γύρω, σκέπασε και τους δυο περσότερο.
Στον ουρανό φανήκανε τα πρώτ’ αστέρια, μα κι οι δυο δεν τα προσέξανε. Η Κούλα είχε φροντίδα μεγαλύτερη για πράματα πιο γήινα. Ήθελε να μάθει αν ο συνάδερφος του Σακαρέλου Νώντας Σαματάς αποφάσισε στ’ αλήθεια να στεφανωθεί την Κατέρω του Μπρέσακου, αν ο Θύμιος Βασιλόπουλος ξέκοψε πράματις για πάντα από τη Βαγγελιώ, τη φιλενάδα της, αν ο Στέριος Μπουλοβίνας, που δεν ξαναφάνηκε τέσσαρες μέρες στο βελούχι, είναι τιμωρημένος και γιατί.
Οι φιλενάδες όλων αυτουνών ήτανε από τα κορίτσια, που συναζόντανε στον πύργο και περιμένανε να τους στείλει μήνυμα η Κούλα με τη μικρή ορφανή της πλύστρας.
Αν κι ο δικός της ο λοχίας θα την έπαιρνε κι αυτή, για τούτο είχε ρωτήσει άλλες βραδιές. Απόψε είχε στο νου άλλο κάτι πιο βιαστικό.
Το σκοτάδι πύκνωνε πάντα πιο πολύ, τ’ αστέρια ψηλά πληθαίνανε κι από την πλαγιά έκραζε τριζανιστά το γιδοβίζι. Και το ποτάμι βογκούσε αθώρητο εκεί κάπου.
- Πρώιμα έπιασε του κρύου, είπε άξαφνα η Κούλα, ύστερ’ από σύντομη σιγή, αφού έμαθε όσα ήθελε.
- Καιρός για δύου, απάντησε ο λοχίας.
- Δεν πάου π’θινά απόψι· θα μείνου δω ούλι νύχτα. Ζιστάθ’ κι του κόκαλό μ’ κάτ’ απ’ ’ν κάπα σ’.
- Σαν τ’ θέλεις, χάρ’σμά σ’.
- Του ξέρ’ς, δεν τ’ ν παίρνου κι κάνεις του γαλαντόμου, είπε η Κούλα: Να ’τανε τίπουτας άλλου!
- Λες πως έτσ’ του λέου; Πάρ’ νε κι φεύγα! είπε ο λοχίας και σηκώθηκε.
Η Κούλα έκαμε να τον κρατήσει.
- Έλ’ άσ’ τα χώρατα. Έλα κάτσι, θα κρυώ’ εις.
- Δεν είμι για να κάτσου· όπ’ κι αν είναι θα βαρέσ’ προυσκλητήριου.
- Έλα, σου ’πα, κάτσι κάτ’· κάτ’ έχου να σ’ που.
Αυτό το κάτι είχε μαντέψει ο Σακαρέλος και ζητούσε να ξεφύγει. Μα όπως έβλεπε κει την Κούλα τυλιγμένη ως απάνω με την κάπα του - τα μάγουλά της μόνο θαμποφέγγανε και τα μαλλιά της μαυρίζανε βαθύτερα στο σκοτάδι:
- Άι ουρή, πως έκανες για βλάχα! φώναξε, σα να του ξύπνησαν άξαφνα σβησμένες θύμησες κι έσκυψε και τη φίλησε σκασταριστά.
Η Κούλα τον αγκάλιασε:
- Δε σ’ αφήν’ απόψι· ιδώ θα ξιν’ χτύσουμι.
Και τον κάθισε κοντά της και τον ξανασκέπασε με την καπότα.
- Πώς σε κάνει ένα παλιόπραμα, ωρέ Σακαρέλο!, στοχαζότανε απελπισμένος με τον εαυτό του ο βαλτινός λοχίας. Δεν μπορούσε να βρει τη δύναμη να σηκωθεί.
Η Κούλα τον ξαναγκάλιασε:
- Η φουτιά μας λείπ’ μαναχά, μουρμούρισε.
- Κι κάστανα να ψήσουμι, γέλασε ο Σακαρέλος σαρκαστικά.
- Μάνθου, θα σ’ νε πάρου τ’ ν καπότα μι τα σουστά. Καθώς ζιστάθ’ κα δω απ’ κάτ’, δεν μπουρού να πάου αλλιώς στ’ ν κούλια.
- Κουρίτσ’ απάν’ στ’ βράσ’ σ’ κι να κρυώνεις! Δε ντρέπισι! είπε ο Σακαρέλος και την αγκάλιασε.
- Ας είχα κι γω ένα τέτοιου τσόλι απάνε μ’ κι ήγλεπις αν κρύουνα· μα μι του ψ’ λό του τα’ τάκι, μι του λιόμ’ αυτό!
Κι έφερε η Κούλα το χέρι του λοχία στην ψιλή μπερτίτσα, που τύλιγε τους ώμους της.
- Δεν έρχουμ’ άλλου βράδ’ να σι σμίξου δω, πρόστεσε κλαυτά.
- Γιατί δε φουρείς του σπαλέτου σ’; ρώτησε ο Σακαρέλος κι εννοούσε το σάλι του Θώμου Κρανιά, που έριχνε η Κούλα απάνω της τον περασμένο χειμώνα, όταν ερχόταν αποβραδίς στα πρώτα, τους ανταμώματα.
Η Κούλα δε θέλησε να του πει πως το έβαψε τώρα μαύρο η Φρόσω και τουλουπωνότανε μ’ αυτό, όταν έβγαινε στο βραδινό γύρο της στην πόλη.
Προτίμησε κι ήρθε ίσια στο ζήτημα:
- Θέλεις να κρυώνου, Μάνθου, ή να μην κρυώνου;
- Τι ρώτ’ μα είν’ αυτό;
- Σι ρουτάου, πες, τι θέλεις;
Ο λοχίας έμπλεξε:
- Να μην κρυώνεις, μουρμούρισε.
- Τότινες πάρι μ’ τρία τσικλιά κόκκινου γνέμα μάλλινου, να πλέξου νια μπιρτίτσα.
Ο λοχίας έπεσε στο δίχτυ.
- Θα μ’ τα πάρ’ ς ε; Θα μ’ τα φέρ’ ς αύριου; Σι καρτιρού πίσου στ’ φράχτ’ απουβραδίς.
Και κρεμάστηκε απάνω του.
'Ο Σακαρέλος κοίταξε άφωνος τα μάτια της, που λάμπανε στο σκοτάδι. Δεν ήτανε γραφτό να πάρει και τη δεκαμερία αυτή τις μεταξωτές καλτσοδέτες (με τ’ όνομά του κεντημένο σ’ αυτές ανάποδα) που παράγγειλε δω και δυο μήνες σ’ έναν καζάζη του τουρκομαχαλά.
- Αυτή η αγάπη θα με ρίξει στο γκρεμό, στοχαζόταν ο Σακαρέλος κι ήταν έτοιμος να πει το όχι.
Τσιγκούνης δεν ήταν αληθινά, όπως είχε τ’ όνομα κι όπως τον πίστευε κι η Κούλα. Μα οι πόροι του ήτανε μετρημένοι κι ο Μάνθος Σακαρέλος δεν εννοούσε να γυρεύει άδηλους τέτοιους, όσο κι αν οι συνάδερφοί του βρίσκανε την ψυχολογία του αυτή αταίριαστη με την πατροπαράδοτη του τόπου του.
Ο Σακαρέλος δεν ήθελε να είναι περήφανος και τσελεπής μόνο στη ντυμασιά, εννοούσε να είναι το ίδιο παστρικός και στα χέρια. Και την ώρ’ αυτή πάλευε με τον πειρασμό. Ένα πείσμα μέσα του ήθελε να κόψει την κακή συνήθεια, που είχε η Κούλα να ’ρχεται να τόνε σμίγει πάντα με μιαν απαίτηση.
Κάλλιο να μην ξαναρθείς να μ’ ανταμώσεις, γυρνούσε στη γλώσσα του να πει, μα τα μάτια του φιδιού, που του είχε ζώσει το λαιμό, τη δένανε· η πύρα του κορμιού, που άγγιζε το δικό του, κι η ιδέα πως αυτό κρυώνει του φέρναν ανατρίχιασμα θερμό κι αυτού και ζαλίζανε το νου του.
Κι έμενε άφωνος εκεί.
Μα ξάφνω ακουστήκανε κουδούνια πίσω τους, από την πλαγιά. Ήτανε κοπάδι γίδια, που ροβολούσε προς την ποταμιά. Σε λίγο πήδησε κι ο τράγος μπρος τους.
Αναγκαστήκανε να σηκωθούνε, να θυμηθούν πως τους περιμένουνε στο στρατώνα και στην κούλια.
Άμα προχώρησαν ένα διάστημα μαζί, όσο που φανήκανε τα φώτα από το κάστρο, η Κούλα στάθηκε:
- Άι στου στρατώνα συ· μην έρχισ’ απ’ τουν κουντό, μη ιδεί κανένας, είπε.
Κι αφού του ξαναθύμισε πως θα τον περιμένει αύριο βράδυ εκεί που του είπε, τον καλονύχτισε και πάει.
Ήτανε το βράδυ του Αϊ-Γιωργιού ανήμερα. Οι υπαξιωματικοί του κάστρου είχανε γενικό ζιαφέτι στο βελούχι του Φωτούλα Τυλιγάδα. Δυο τρεις τους είχαν τ’ όνομά τους κι όλοι μαζί κάνανε τραπέζι του νιοφερμένου συναδέλφου τους Αχιλλέα Σκαλτσογιώργου.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας έβαλε τα δυνατά του να τους ευχαριστήσει όσο μπορούσε καλύτερα. Αλάτισε μοναχός το αρνί, έπλεξε το κοκορέτσι και μάζεψε από τη κούλια κι από τη γειτονιά πιάτα και μαχαιροπίρονα.
Οι πρώην συνάδερφοό του θα προτιμούσανε λατσούδια, μα το βουνό ήτανε μακριά. Ένα γύρο οι κήποι είχανε μόνο τριαντάφυλλα. Η Μαριώ μάζεψε μιαν αγκαλιά κι άλλη μια η Κούλα, τα στείλανε με την ορφανή της πλύστρας του πατέρα και γυρέψανε να της στείλει κι ο Φωτούλας την κοιλιά του αρνιού. Μα δυο ευζώνοι, που γυρνούσανε το σουβλί από πίσω από την παράγκα, προλάβανε και την ψήσανε πρωτύτερα στα θράκια.
Ο Θόδωρος Μαυλής, που ήρθε να ρίξει μια ματιά, αν είναι όλα σε τάξη, πήρε κι αυτός ένα μεζέ κι ήπιε ένα τσίπουρο. Και το βράδυ, αφού οι υπαξιωματικοί πήρανε και δώσανε τη νυχτερινή αναφορά στους λόχους τους, μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το μακρύ τραπέζι, που τους περίμενε στρωμένο κάτω από φρετζάτα του βελουχιού, αντίκρυ στα παράθυρα του πύργου.
Την προεδρία την πήρε ο Συμεών Καραφωτιάς. Ο Τυλιγάδας φρόντισε και του προμήθεψε έναν ταμπουρά, γιατί στα τέλια του μπουζουκιού του μπερδευόντανε τα δάχτυλα· δεν το συνήθισε. Ο μουσαφίρης Σκαλτσογιώργος κάθισε πλάι του, ο Μάνθος Σακαρέλος παραπέρα, αντικρινά στο Γιαννακό Πλαστάρα, που είχε καθίσει με την πλάτη γυρισμένη προς την κούλια· από τον καιρό που μάλωσε με τη Μαριώ δεν ξανασήκωσε ποτέ τα μάτια στα παράθυρά της.
Κατόπι πήρε θέση στη σειρά όλη η λεβεντιά του κάστρου κι ανάμεσό της ένας πολίτης φίλος τους με μια φυσαρμόνικα για να βαστά το μπάσο.
Τα δυο μπουζούκια του βελουχιού καθίσανε κοντά κοντά. Το ένα στα χέρια του Φωτούλα Τυλιγάδα, το άλλο στου Γιώργου Καραμπλιάκα από την Αντράνοβα. Το χωριό του, ονομαστό για τραγανά κεράσια και κορίτσια, δε φημίζεται για παιγνιδιάτορες, μα ο λοχίας Καραμπλιάκας έκαμε καιρό στην Καλαμάτα και κει ξεσκόλισε στο μπουζούκι.
Τα όργανα προσμένανε στην άκρη, όσο να φαγωθεί το αρνί και ν’ ανοίξει η διάθεση με τα ποτήρια, που αδειάζανε στην υγειά του ενός και του άλλου. Δεν άργησε και πρώτοι δώσανε το σημείο οι κλαψάρικοι τόνοι της φυσαρμόνικας.
«Τα λελούδια μαραμένα, τα φιλιά φαρμακωμένα», ταίριασε με το μινόρε της τη σκληρή και ξεγοφιάρικη φωνή του ο μοραΐτης επιλοχίας Ανάστος Παδελόπουλος.
Δεύτερη και τρίτη τον ακολουθήσανε και το τραγούδι απλώθηκε. Τα μπουζούκια θελήσανε να το συνοδέψουνε, μα η μπουργάνα του Φωτούλα Τυλιγάδα κάτι έπαθε και χαλούσε το ρυθμό.
- Ποιος διάτανους πήι κι του σκαντάλισι! Ιγώ του σ’ νάρ’ σα τ’ απέγιουμα, φουρκίστηκε ο Φωτούλας κι άρχισε να κουρδίζει το μπουζούκι του.
Το τραγούδι κόπηκε και μοναχή η φωνή του Γιαννακού Πλαστάρα αποτέλειωσε το γύρισμα:
Δώσ’ μου πίσω τα λελούδια,
δώσ’ μου πίσω τα φιλιά.
Είχαν ξυπνήσει μέσα του οι καημοί και ξεχάστηκε.
Τα ποτήρια ξαναδειάσαν, όσο έσιαχνε ο Φωτούλας το μπουζούκι.
- Έλα, Φωτούλα, πάρ’ το τώρα· μας γκάστρωσες, πρόσταξε ο Συμεών Καραφωτιάς.
Ο Τυλιγάδας, γελαστότερη ψυχή από τον παίχτη της φυσαρμόνικας, χτύπησε πιο περίχαρη χορδή, πιο ανοιχτόκαρδο σκοπό:
- Ούλες οι παπαρούνες, παπαρούνα μου, — αντιλάλησε η ψιλή, βραχνότρεμη φωνή του.
- Ούλες οι παπαρούνες με γέλια, με χαρές, βουίξαν όλοι μ’ ένα στόμα.
- Άιντε τσολιά μου! αλάλαξε ο Καραφωτιάς, σκαρταρίζοντας ψηλά στον αέρα τα τρία δάχτυλα.
Μπιμ! μπαμ!
- Νίλα θα γένει απόψε! ρεκάξανε άλλες φωνές.
Και το γλέντι μπήκε στο δρόμο του. Τα δυο μπουζούκια παλεύανε ποιο να περάσει το άλλο, οι φωνές ποια να πάει ψηλότερα και πότε γελούμενοι, αλαφροί, πότε βαριοί, παθητικοί ακολουθούσαν ένας τον άλλον οι σκοποί, όσο που ο επιλοχίας Καραφωτιάς έδωσε πάλι το σημείο στην αλλαγή του τόνου.
Τα δυο μπουζούκια πάψανε, όταν τον είδανε να πάρει στα χέρια του τον ταμπουρά κι όλοι σωπάσανε.
Ο επιλοχίας Καραφωτιάς ήταν τραγουδιστής με τ’ όνομα στα ευζωνικά. Ο σεβντάς του ήτανε τα κλέφτικα. Η ζωή, που πέρασε στα ρουμελιώτικα βουνά κυνηγώντας τους φυγόδικους, του πλούτισε την ανθολογία και του ταίριασε τη φωνή με το γαργάρισμα της βρύσης και τη λαλιά της πέρδικας, με τη βουή του ελατιού και την τζαμάρα του τσοπάνη. Όλα τούτα αντιλαλούσανε μ’ όλους τους αχούς τους στο μεστό και λαγαρό τραγούδι του και κοντά σ’ αυτά και πρώτ’ απ’ όλα έτρεμε στη φωνή του κι αναστέναζε ο καημός μιας λεβεντιάς, που χάνεται ολοέν’ από τα βουνά, η πίκρα για το χαμό και μαζί και κάποια ελπίδα μήπως ξανανθίσει. Η λαχτάρα της σα να ξεχείλισε και την ώρ’ αυτή κι άρχισε βαθιά, βαριά:
- Με γέλασε μια χαραυγή, ο αυγερινός κι η πούλια, και πήρα πλάγια ταϊβουνά.
Ο ταμπουράς μόνο συνόδευε στα χέρια του ίδιου επιλοχία κι οι φωνές από τη μισή παρέα ακολουθούσαν αργά και σιγαλινά, για να το σηκώσει έπειτα η άλλη μισή με τη φωνή του Τυλιγάδα απάνω απάνω.
Όπως όλοι οι ξακουστοί τραγουδιστάδες, ο Συμεών Καραφωτιάς δεν τέλειωνε ποτέ τραγούδι. Και τώρα ύστερ’ από τρία τέσσερα γυρίσματα το έκοψε στη μέση.
Και σώπασε κι η άλλη μεριά.
Ο καημός του επιλοχία Καραφωτιά ξάναψε όμοιους πόθους σ’ όλο το τραπέζι. Ο Φωτούλας Τυλιγάδας άδραξε πάλι το μπουζούκι.
Ο Γιαννακός Πλαστάρας βαλαντώθηκε και το τραγούδι του Κατσαντώνη απλώθηκε θλιμμένο και βαρύ.
Όμως η λάμψη του αγραφιώτη αρματολού ήταν παλιά και θαμπωμένη πια για το Φωτούλα Τυλιγάδα. Οι λαχτάρες του πετούσανε σε κοντινότερους καιρούς και στη φαντασία του σύχναζαν άλλες νωπότερες σκιές και δόξες, που γεμίσανε τον Έλυμπο και Κίσαβο, την Γκιόνα και τη Λιάκουρα, τον Μπούμπιστο και τη Βελίτσα.
- Εσείς, πουλιά του Γρεβενού, Τσίτσου κι Μήτσου μου, έσκισε τη νυχτιά η στριγκή λαλιά του πρώην λοχία.
Ο Τσιτσομήτσος ήτανε μια από εκείνες τις σκιές, που η γενιά του είχε νταραβέρια ζωντανότερα παρ’ ότι με τις δόξες του Βλαχάβα και του Κατσαντώνη, Στα νιάτα του τις κυνήγησε κι ο ίδιος στα βουνά κι έπλεξε γύρω τους κάποιο όμορφο όνειρο, που η τύχη το θέλησε να σβήσει έτσι σκληρά στη βρόμικη ποδιά του βελουχτζή εδώ στον όχτο του ακροπόταμου.
Τέτοιο όνειρο πλανεύει και τη λεβεντιά του κάστρου εκεί τριγύρω του. Όλοι έχουν τον ίδιο πόθο μαζί με τον Καραφωτιά, όλοι κλαιν ελπίδες που χάνουνται όσο πάνε. Γιατί ξέρουν πως οι σκιές, που ξύπνησε το τραγούδι του Φωτούλα Τυλιγάδα, δε γεμίσανε μόνο δόξα τα βουνά, δε στοιχειώσανε κάθε κορφή και ράχη και χωριό και χούνη, μα πλημμύρισαν και τους καφενέδες με χρυσά γαλόνια, στολίσανε τις στράτες με αστραφτερά σπαθιά και σκόρπισαν απόστρατους συνταξιούχους απ’ άκρη σ’ άκρη στα βουνά και στα χωριά.
Αργά, επίσημα, συγκρατητά κι απανωτά αντηχούνε τα τραγούδια του Σπανού, του Τάκη, του Ντελή, του Κάγκαλου, του Πατσαούρα. Καθένας έχει κι ένα χωριανό αρχιληστή να θυμηθεί και τα πουλιά ξορκίζονται να μη λαλήσουν, οι κούκοι και τ’ αηδόνια να βουβαθούν κι οι όμορφες να αλλάξουν τη Λαμπρή, γιατί τον έναν ήρωα σκοτώσανε, τον άλλον τον λαβώσανε, τον τρίτον πάνε να τον κρεμάσουν. Η φωνή του Φωτούλα βράχνιασε, ο Καραμπλιάκας άναψε με τ’ άλλο το λαλούμενο, ο Γιαννακός Πλαστάρας χούγιαξε πως δε ματάειδε τέτοιο πατιρντί, ο Ανάστος Παδελόπουλος μνημόνεψε κι αυτός το Λίγκο το λεβέντη κι έτσι ξεντρόπιασε το Μοριά μπροστά στους Ρουμελιώτες.
Μια δόξα μόνο δεν υμνήθηκε κι ένα όνομα δεν αναφέρθηκε· του Κωσταντέλου. Κάποιος, που το χωριό του ενεχότανε στο φόνο του, ήτανε στη συντροφιά και κανένας δεν είχε όρεξη να ξανάψει πατροπαράδοτες μνησικακίες στο βαλτινό λοχία. Ένας ήτανε φόβος μην το κάμει, ο νιόφερτος συνάδερφος, που ίσως δεν ήξερε πως ο αδερφός της μάνας του Σακαρέλου πήγε θράσος και κείνος μαζί με το μεγάλο ήρωα.
Μα τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο δεν τόνε φλόγιζαν τέτοιοι πόθοι. Όταν ήρθε η σειρά του να τραγουδήσει γύρισε ξαφνικά το σκοπό.
- Θέλουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά, βλάχα, βλαχούλα μου - άρχισε απαλά, σιγαλινά.
Όλοι σωπάσανε μεμιάς.
- Κι ο πάγος δεν τ’ αφήνει· θέλω και γω να σ’ αρνηθώ
- κι ο πόνος δε μ’ αφήνει, το πήρε άξαφνα ο Γιαννακός Πλαστάρας από το άλλο πλευρό.
Ο Καραφωτιάς έκαμε κίνημα να τον σωπάσει. Αν δε φοβότανε μην το πάρει σε κακό ο πρωτυτερινός αγαπητικός της αρρεβωνιαστικιάς του, θα του βούλωνε το στόμα με την απαλάμη.
Μα πρόλαβε άλλος και του ένεψε και σώπασε.
Κι ο Σκαλτσογιώργος ξαναπήρε μόνος το τραγούδι.
Τριγύρω τσιμουδιά· όλοι κρατήσανε και την αναπνοή.
Η φωνή του Σκαλτσογιώργου, συνοδεμένη μόνο από τα μπουζούκια ανέβηκε σιγαλά σιγαλά κι υψώθηκε βεργολίγερη, τρεμούλιασε απαλά και λύγισε, κελάρισε και τρίλισε σαν την λαλιά του κότσυφα, ξαναχαμήλωσε, τσακίστηκε, βράχνιασε και μουρμούρισε σαν παράπονο τρυγονιού, για ν’ ανέβει και να παιγνιδίσει πάλι σα γελαστό φλυάρημα γαλιάντρας, να ξαναπέσει και να ξανασηκωθεί, να παιγνιδίσει και ν’ αναστενάξει, όσο να σβήσει ψιθυριστά σαν ανατρίχιασμ’ αεριού στα φύλλα. Ο Συμεών Καραφωτιάς σήκωσε το ποτήρι:
- Γεια σου, ορέ Σκαλτσογιώργο, γεια σου! Όλοι ήπιανε στην υγεία του Σκαλτσογιώργου και σιωπή κράτησε μερικές στιγμές.
Αντίκρυ στο μπαλκόνι της κούλιας σα ν’ αναδεύτηκε ένας ίσκιος κι ο επιλοχίας Καραφωτιάς αλαφιάστηκε.
Ο Σακαρέλος δεν κουνήθηκε στο κάθισμά του. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού η φυσαρμόνικα ξανάρχισε το κλάμα :
Εις φρικώδη μαύρη νύχτα,
εις σιγήν κοιμητηρίου,
άντικρυ νεκροταφείου
μουρμούριζε ο Ανάστος Παδελόπουλος την ίδια στιγμή που ο Καραφωτιάς κεντημένος από το τραγούδημα του Σκαλτσογιώργου άπλωνε το χέρι στον ταμπουρά.
Ο Παδελόπουλος είδε το κίνημα και σώπασε.
- Έλα, πάρε κανένα, του μουρμούρισε κι ο Σκαλτσογιώργος. Ο Καραφωτιάς ξανάπλωσε το χέρι. Μα η τρεκλιστή φωνή του Θόδωρου Μαυλή από την άλλη άκρη του τραπεζιού τον έκοψε ξανά.
- Το παιδί που με - το παιδί που με -, τραύλιζε ο τσακιρωμένος υπαξιωματικός και σκουντούσε τους μπουζουξήδες να τον ακολουθήσουν.
- Ας κάμ’ νε κι άλλοι του κέφ’ τς είπε ο Καραφωτιάς και σηκώθηκε ξάφνω αφήνοντας τον ταμπουρά στο κάθισμα.
- Αχά, πού πας; ρώτησε ο Σκαλτσογιώργος.
- Π’ θινά· θα γυρίσου άμεσους, είπε αδιάφορα ο επιλοχίας κι έφυγε.
Κανείς δεν τον πρόσεξε. Μονάχα ο Σκαλτσογιώργος και ο Σακαρέλος είδαν την φουστανέλα του, που άσπρισε μια στιγμή όξω στο δρόμο.
Ο Σακαρέλος είδε ακόμα πως χάθηκε κι ο ίσκιος από το μπαλκόνι της κούλιας και τη στιγμή αυτή δεν έμεινε ήσυχος στο κάθισμά του.
Το γλέντι άναψε τώρα στην αντίπερ’ άκρη του τραπεζιού. Κέντρο ήτανε εκεί ο Θόδωρος Μαυλής κι ο Φωτούλας Τυλιγάδας, που είχε την τέχνη να ταιριάζεται με όλους. Ένιωθε και τις λεβέντικες ορμές του Καραφωτιά και τις παράτροπες λιγάκι του Θόδωρου Μαυλή. Οι κακές γλώσσες λέγανε μάλιστα πως τις είχε κι αυτός στο αίμα του, μα σα γεροντοπαλίκαρο που έμεινε και σα βελουχτζής που ήταν, του τις συμπαθούσαν. Και τη στιγμή αυτή με το τραγούδι, που άρχισε ο Μαυλής, σα να ξαναβαλαντώθηκε.
Ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος αηδίασε και βαρέθηκε να τους ακούει.
- Πού να πάει ο Καραφωτιάς; ρώτησε το Σακαρέλο.
- Θα πάει για φ’ λί, πετάχτηκε από αντικρινά ο Κώτσος Παπαδημούλης, που άκουσε το ρώτημα.
Ο Σακαρέλος δεν κουνήθηκε, δε μίλησε. Ο Σκαλτσογιώργος λάγγεψε:
- Τι στο δρόμο το π’ λιούν εδώ το φ’ λί; ξαναείπε του Σακαρέλου χαμογελώντας.
Ο Σακαρέλος έκαμε πάλι πως δεν άκουσε.
- Γεια σ’, ορέ Μάνθο! Τα ’ρρ’ ξες κιόλας, νύσταξες! του φώναξε ο Γιαννακός Πλαστάρας κι άπλωσε το ποτήρι.
Ο Σακαρέλος πήρε το δικό του, τσούγγρισε μαζί του και το άδειασε χωρίς να βγάλει λόγο.
- Κάτι θέλει να μου πει, τραύλιζε ολοένα ο Θόδωρος Μαυλής στην κάτω άκρη.
- Στον μπαξέ θέλει να πάμε να γλεντήσουμε μαζί, συμπλήρωσε ο Γιαννακός Πλαστάρας και γύρισε κείθε χτυπώντας το ρυθμό με τις απαλάμες.
- Αν είναι κείν’ η στρουμπ’λούλα, που είδα δω καρσί το δειλινό, χαλάλι τ’! μουρμούρισε του Σακαρέλου ο Σκαλτσογιώργος, χωρίς να λάβει πάλι απόκριση.
Ο Σακαρέλος ξανάδειασε το ποτήρι του μια δυο φορές αλλάζοντας με τους πλαγινούς του ομιλίες αδιάφορες. Δεν είχε τραγουδήσει όλο το βράδυ· ακολουθούσε μόνο τους άλλους μουρμουριστά. Δεν ήταν τραγουδιστής και δεν του άρεσε να καταπιάνεται με ό,τι δεν μπορούσε να το βγάλει πέρα.
Ο Καραφωτιάς δεν άργησε να γυρίσει. Όσοι τον είδαν κάμανε πως δεν τον πρόσεξαν. Κανένας δεν τον ρώτησε πού ήταν. Ο Σκαλτσογιώργος μόνο σφύριξε χαμογελώντας στο αυτί:
- Φάνηκε απόξω κανένας νταλματίας;
Ο επιλοχίας δε μίλησε.
- Τόνε λιτάρωσες καλά: τον παράδωσες στ’ ν υπομεραρχία; Ο Σκαλτσογιώργος είδε πως ο ανώτερός του δεν είχε όρεξη για χωρατά και σώπασε.
Μα η διάθεση δεν ξαναήρθε στο απάνω μέρος του τραπεζιού. Ο Καραφωτιάς δεν ξανάπλωσε το χέρι στον ταμπουρά, ο Σκαλτσογιώργος δεν ξανατραγούδησε.
Κοντεύανε μεσάνυχτα. Άδεια διανυκτερεύσεως δεν είχαν όλοι τους κι ήταν καιρός να το χαλάσουν. Αδειάσανε τελευταία φορά τα ποτήρια τους κάτω από το βραχνό τραγούδι του Μαυλή και σηκωθήκανε και πήραν το δρόμο του κάστρου.
Μονάχα ο Γιαννακός Πλαστάρας κι ο Μάνθος Σακαρέλος δεν είχαν όρεξη για ύπνο. Χωρίς να πούνε τίποτε στους άλλους, κοντοσταθήκανε και κάμανε κατά την πόλη. Η Κατινίτσα η Σμυρνιά χόρευε με το καφέ αμάν σ’ έναν από τους καφενέδες της πλατείας και τράβηξαν εκεί να ξεθυμάνουν τη βαριά καρδιά.
Όσο βαστούσε το γλέντι στο βελούχι, δεν μπορούσε να ησυχάσει αντίκρυ κι η κούλια. Πρι να καθίσουν οι υπαξιωματικοί στο τραπέζι, ο επιλοχίας Καραφωτιάς νοιάστηκε να στείλει στις ξαδέρφες το σβέρκο του αρνιού, δυο τρία ψαχνά κομμάτια και μια μισοκάρικη μπουκάλα κρασί. Κι έτσι μπορούσανε ν’ ακολουθούν κι αυτές το γλέντι με καλύτερη διάθεση.
Η Κούλα πήρε την καρέκλα της και βγήκε στο μπαλκόνι, η Μαριώ κάθισε στο παράθυρο της άλλης κάμαρας κι η Φρόσω, μην έχοντας κανένα λόγο ν’ αγρυπνά, έπεσε και κοιμήθηκε.
Ο Καραφωτιάς από το μέρος που καθόταν είδε και γνώρισε μόνο τον ίσκιο, που παραφύλαγε όλη την ώρα στο μπαλκόνι. Το κεφάλι της Μαριώς δεν μπόρεσε να το ξεχωρίσει στο σκοτεινό παράθυρο ούτε αυτός ούτε ο Σακαρέλος που καθότανε κατάντικρυ. Κι ο Καραφωτιάς νόμισε πως η αρραβωνιαστικιά του είχε κοιμηθεί. Αλλιώς δε θα τραβούσε προς τον πύργο, άμα έφυγε από το γλέντι για λίγες στιγμές.
Μόλις όμως προχώρησε προς την αυλόπορτα, η Μαριώ τον ξάφνισε μισοανοίγοντάς την:
- Καλησπέρ’, έλ’ απού μέσα.
Ο επιλοχίας δεν πρόφτασε να μπει, όταν από το βάθος της αυλής παρουσιάστηκε τρεχάτη η Κούλα. Νομίζοντας κι αυτή πως η Μαριώ κοιμήθηκε στην άλλη κάμαρα, σαν είδε στο δρόμο πως ο ίσκιος του ξαδέρφου έκαμε κατά τον πύργο έτρεξε σιγαλά, ξυπόλυτη, νυχοπατώντας μην ξυπνήσει τη Μαριώ και πήδησε αλαφρά τη σκάλα.
Κι οι τρεις βρεθήκανε ξαφνισμένοι κι απογοητευμένοι πίσω από την αυλόπορτα.
- Συμεών, ποιος ήτανε π’ τραγούδ’σι τ’ βλάχα; ρώτησε η Κούλα σιγαλινά, σιμώνοντας τον Καραφωτιά.
- Ο Σακαρέλος, της απάντησε απότομα ο Καραφωτιάς, σα να ξέσπασε μ’ αυτό τη φούρκα του.
Η Κούλα του έδωσε μιαν ανάποδη στο στόμα.
- Να σε μάθω γω πως βαρούν, αγρίεψε ο ξάδερφος, και της άδραξε με ένα χέρι τα δικά της χέρια, ενώ με το άλλο της έπιασε σφιχτά το αυτί, στριμώχνοντάς την προς τον τοίχο:
- Τώρα τι θέλεις να σ’ κάμω;
Η Κούλα πόνεσε και φώναξε βραχνά.
- Ντόσα, σκασμός! – Έλ’ άφσ’ τ’ νε, Συμεών, τ’ ν τουρλακίδα· θα ν’ αϊκούσ’νε στου βιλούχι, μουρμούρισε πνιχτά η Μαριώ.
- Του λες του ράι είτ’ όχι; ξακολούθησε ο επιλοχίας, δίχως να προσέχει τη Μαριώ.
Της ξαπόλυσε κάπως το αυτί και την έσφιξε δυνατότερα στον τοίχο.
Η Κούλα γελούσε, σα να ήταν ευχαριστημένη στα δεσμά του ξάδερφου. Δεν είχε φόβο να της τριφτεί στον τοίχο το καλό το φόρεμα, που φορούσε το δειλινό στον περίπατο της ακροποταμιάς. Το είχε ξεγδυθεί αποβραδίς κι έμεινε με το μεσοφόρι και την παλιά της πόλκα, που καθώς την έσφιγγε στον τοίχο ο ξάδερφος, άνοιξε μπροστά στην τραχηλιά.
Ο Καραφωτιάς κόντευε να λησμονήσει πως έστεκε η Μαριώ στο πλάι. Μα κι η Μαριώ έχασε την υπομονή.
- Ας’ τ’ νε, σούπα, τ’ στρίγλα να χαθεί. Θα ξυπνήσ’ η γειτουνιά, είπε και θυμωμένη έπιασε τα χέρια του αρρεβωνιαστικού και τον τράβηξε από την αδερφή.
- Ας έχεις χάρ’ τς Μαριώς, είπε τέλος κι ο επιλοχίας απελπισμένα και την απόλυσε.
- Μα σα θέλεις, ξανασ’κώνεις χέρ’ πρόστεσε και γύρισε προς τη Μαριώ.
Η Μαριώ ήταν ακόμα με το ημερινό της λούσο και καθώς έκαμε ο επιλοχίας να την παρηγορήσει κι αυτή μ’ εν’ αγκάλιασμα, το χέρι του σκόνταψε απάνω στο τορνούρι της.
- Δεν το ’βγαλες ακόμα το σαμάρ’; Σκιάζουμι θα κοιμάσι κιόλας μι δαύτο, είπε αποφουρκισμένος ολότελα.
Η Κούλα γέλασε κι η Μαριώ δάγκασε τα χείλια.
Μέσα στο θαμπόφωτο της νύχτας ο επιλοχίας μόλις ξεχώριζε την όψη της. Εκείνο που έβλεπε καθαρά ήταν η μακριά της μύτη, χαραχτηριστικό σημάδι της γενιάς του Κρανιά, που η Κούλα μοιάζοντας περσότερο της μάνας της δεν το είχε.
Πολλές φορές η μύτη αυτή χάλασε τη διάθεση του επιλοχία, απόψε όμως καθώς την έβλεπε από το πλάι να σκίζει το σκοτάδι με το τόξο της, του έκοψε ολότελα κάθε όρεξη.
Στην άκρη στο πεζούλι παραπέρα είχε καθίσει η Κούλα και κουνούσε τις γυμνές αρίδες της χαμογελώντας του σαν περιπαιχτικά.
Ο Καραφωτιάς ένοιωσε να τον αφήνει κάθε δύναμη:
— Άιστε, κοιμ’ θείτε τώρα, μουρμούρισε και γύρισε προς την αυλόπορτα.
Η Μαριώ έμεινε σαν αποκαρωμένη.
΄-Συμεών, πες μ’ καημένε, ποιος τραγούδ’ σι τ’ βλάχα; έτρεξε η Κούλα κατόπι του.
Μα ο Συμεών δε γύρισε μήτε να κοιτάξει.
- Ποιος ήταν που τραγούδησε τη βλάχα; συλλογιζόταν όλη νύχτα η Κούλα στριφογυρίζοντας στο στρώμα της.
- Ποιος ήταν που τραγούδησε;
Τον έβαζε στο νου της, τον μάντευε, ήτανε βέβαιη σχεδόν, ωστόσο ήθελε να μάθει τ’ όνομά του.
Ο νιόφερτος λοχίας, ο μελαψός και μαυρομούστακος, με το κορμί το λίγο έγκωμο το ζουνάρι το κρεμαστό μαριόλικα και τη φέρμελη την κεντισμένη ιδιότροπα δεν της ξέφυγε τη ματιά το απόγεμα, που ήρθε στο βελούχι. Καθόταν όμως στο ίδιο τραπέζι κι ο Μαυλής κι έτσι δεν έλαβε καιρό να τον περιεργαστεί καλύτερα. Και κείνος την πρόσεξε στο μπαλκόνι και στύλωσε απάνω της τα μάτια, μα η Κούλα έδωσε τόπο της οργής και κρύφτηκε μέσα, από φόβο μην ο Μαυλής το πει του Σακαρέλου.
- Δίχως άλλο εκείνος θα τραγούδησε. Τις άλλες τις φωνές τις ξέρει, τις γνωρίζει όλες.
- Μα ποιος να ’ναι τάχ’ αυτός; Πότε ήρθε και πούθε ήρθε; Είναι περαστικός, ή μετατέθηκε στο τάγμα;
- Δεν πάει στο καλό· τι με νοιάζει όποιος και να ’ναι! ξαναλέει μέσα της, κλείνει τα μάτια και ζητά να κοιμηθεί.
- Το χέρι σου το παχουλό και το -, σα ν’ αντηχεί όμως ακόμα η άγνωρη φωνή κι η Κούλα αναταράζεται και ξανανοίγει τα μάτια.
Θυμώνει με τον εαυτό της. Τι τη μέλει αυτή; Δεν πάει να ’ναι όποιος θέλει ο ξένος ο λοχίας! Μήπως δεν έχει αυτή το Μάνθο της, μήπως δεν είναι και κείνος λεβέντης κι όμορφος; Πως δεν τραγουδά θα πεις. Πως η φωνή του μήτε ακούστηκε απόψε στο βελούχι. Και τι με τούτο; Αυτή δεν τον αγάπησε για τη φωνή. Αυτός δεν είναι λόγος να… Μαζί του δεν έχει κανένα παράπονο. Δεν της κάνει ό,τι του γυρέψει, δεν της φέρνει ό,τι της χρειάζεται; Πλούσια δεν είν’ αυτά, πολλά κι ακριβά δεν είναι. Μα τι να τον κάμ' η Μαριώ τον ξάδερφο, που της φέρνει πιο πολλά, μα την ίδια ώρα κοιτάζει να τη βουλώσει μπροστά στα μάπα της! Ο Μάνθος μήτε σηκώνει μάτι σ’ άλλη.
Κι η Κούλα ξανακλείνει τα μάτια.
Μα ο ύπνος δε θέλει να ’ρθει. Τι έπαθε; τι της ήρθε; Σε καλό της απόψε! Να πάρ’ η αμαρτία κι αυτούς τους ψύλλους, που θεριέψανε με την άνοιξη. Αύριο πρωί θα σφουγγαρίσει όλη την κούλια από άκρη σ’ άκρη. Δε βαστιέται το κακό τους.
Ξανάκλεισε τα μάτια.
Τέτοιο τραγούδημα όμως δεν ξανάκουσε. Το σκέπασε το αηδόνι που κελαδούσε στα λιοστάσια. Και τι αλλιώτικα κεντίδια που είχε η φέρμελη του, τι καλοΐσκιωτος! Έχει και μιαν ελιά στο μάγουλο, αν δε γελάστηκε. Την κοίταξε κατάματα.
Δεν είν’ άλλος| αυτός τραγούδησε. Κι ο Καραφωτιάς πειράχτηκε, που τόνε ρώτησε ποιος τραγούδησε τη βλάχα. Ζήλεψε μονομιάς. Άλλος πάλε και τούτος! Σα να φταίει αυτή που εκείνος τρέμει τη Μαριώ, σα να φταίει αυτή που η Μαριώ την πρόλαβε απόψε στην αυλόπορτα. Είδες η βρόμα το μυρίστηκε. Ήτανε για να μη — για να μη μάθει ποιος τραγούδησε. - Η Κούλα τρόμαξε ν’ αποκοιμηθεί.
Οι ψύλλοι στην άλλη κάμαρα δεν αφήνανε πιο ήσυχη και τη Μαριώ. Κι αυτή ήτανε σκασμένη, που κατέβηκε η αδερφή και την εμπόδισε, κι αγριεμένη πιότερο με τον τρόπο που έφυγε ο αρρεβωνιαστικός. Δεν βλέπει την ώρα, πότε να ξημερώσει να τόνε βρει και να τον μάθει πως φέρνουνται, μπροστά στην Κούλα κιόλας.
Ακούς εκεί να της πει πως κοιμάται με το τορνούρι!
Κι η σουσουράδα η άλλη γέλασε! Ας φέξει ο Θεός την ήμερα μοναχά κι απέ ακούει κι αυτή όσα της πρέπουν.
Τη νύχτα δε θέλησε η Μαριώ να κάμει φασαρία, μην ακούσουν από το βελούχι. Μόλις όμως χάραξε, πετάχτηκε, κι η Κούλα, που ότι μέστωνε τέλος στον ύπνο, ξαφνίστηκε από ένα τράβηγμα γερό, που ένιωσε στο πόδι.
Η Μαριώ μισόγυμνη, με τα μαλλιά ξέπλεκα, με τα μάτια πεταχτά όξω από την αγρύπνια, αφτιασίδωτη και κουρελιάρα στεκότανε μπροστά της:
- Μ’ μουσκουκιμάσ’ ακόμα! Τήρα ξιγνοιασά. Πάει η ώρα γιόμα!
Η Κούλα μόλις την ξεχώριζε στο θάμπωμα της χαραυγής. Παράξενο, η σουβλερή μύτη τη φόβισε κι αυτή. Μια στιγμή νόμισε πως είχε μπροστά της κάποια στρίγγλα, που έβγαινε από τη σπηλιά της. Έτριψε τα μάτια κι έκαμε να ξυστεί.
- Θα σ’ κουθείς, μουρή, ή όχι, σου ’πα; φώναξε η Μαριώ.
- Άι να χαθείς, μι τρόμαξις, μουρμούρισε η Κούλα και ξαπλώθηκε πάλι.
- Τρουμασμένη! Ακούς ικεί, τς χάλασανε τουν ύπνου!
Η Κούλα ξανάκλεισε τα μάτια.
- Τήρα τ’ βρόμα, δεν αϊκούει!
Κι η Μαριώ την κλώτσησε στο πλευρό.
- Φεύγα, σου ’πα, ξιφουρτώσου μι· ξύπνησες μ’ όρεξ’ θαμπά θαμπά, μουρμούρισε η Κούλα.
- Θαμπά θαμπά... βέβαια. Ιψές μόκατσες ως τα μεσάνυχτα. Τ’ αστόησις πως έχις να κουφ’ νιάεις σήμιρα! έδωσε δεύτερη, τρίτη κλωτσιά η Μαριώ.
Η Κούλα ξαναμουρμούρισε κάτι και μισοσηκώθηκε.
- Τι είπις; δεν έχεις να κουφ’ νιάεις;
- Όχι, δεν κουφ’ νιάζου!
- Θα κουφ’ νιάεις κι θα σκάεις!
Κι οι αδερφές αδραχτήκανε.
Η Φρόσω, που ξύπνησε από την ταραχή, τις βρήκε να κυλιούνται μαλλοπιασμένες στο πάτωμα. Η Κούλα έβριζε κι έσπρωχνε μονάχα. Σα μικρότερη, δε σήκωνε το χέρι να χτυπήσει.
Η Φρόσω είδε κι έλαβε όσο να τις χωρίσει.
Άμα βγήκε ο ήλιος, βρήκε την Κούλα σκυμμένη στη σκάφη. Έγινε το θέλημα της Μαριώς· έπρεπε να βρέξει τα ρούχα και να τα ρίξει στην μπουγάδα. Οι χοντροδουλιές του πύργου είχανε πέσει όλες στην Κούλα και στην ορφανή της πλύστρας του πατέρα. Δεν έφτανε μόνο να τις κάνουν, έπρεπε κιόλας να τις κάνουν όπως κι όποτε ήθελε η Μαριώ.
Η Κούλα έτριβε στη σκάφη με τα μάτια κλαμένα. Δεν είχε πώς αλλιώς να ξεθυμάνει. Με τον καυγά και με την ταραχή λησμόνησε μια στιγμή και το νιόφερτο λοχία και το ζουνάρι του και την ελιά στο μάγουλο και το τραγούδημα της νύχτας. Από την αϋπνιά ήτανε και το κεφάλι της βαρύ, ο αέρας της αυγής ψυχρός, το νερό της σκάφης κρύο, η γης, όπου πατούσαν οι φτέρνες της, κρύα κι αυτή. Η καρδιά της ανατρίχιαζε· Όλη η λαχτάρα, που τη γέμιζε ψες τη νύχτα στο μπαλκόνι, είχε σβηστεί και ξεχαστεί με την τραχιά καθημερινή ζωή, που ξανάρχιζε σήμερα πριν καλοφωτίσει ακόμα η μέρα.
Μα όταν έδωσε ο ήλιος κι ο αέρας πήρε να ζεσταίνει, όταν αρχίσανε ν’ ανάβουνε τα μπράτσα με το τρίψιμο στη σκάφη και το αίμα κυκλόφερε ξανά, πήρε να ζεσταίνει κι η ψυχή και τ’ αυτιά ν’ ακούνε τα πουλιά, που κελαδούσανε στη μελικοκκιά.
Σιγά σιγά ήρθε πια η καρδιά στον τόπο της κι έτρεμε τώρα πότε ν’ ακούσει τη σάλπιγγα, που θα έλυνε την αναφορά στο κάστρο και θ’ άφηνε λεύτερους τους υπαξιωματικούς να ’ρθουνε στο βελούχι.
Τέλος την άκουσε κι αφού περίμενε όση ώρα λογάριαζε πως θα τους χρειαζότανε να φτάσουν, άφησε την πλύση κι ανέβηκε στον πύργο.
Κοίταξε από το παράθυρο· άδειο ακόμα το βελούχι· ο νοικιαστής του φόρου καθότανε σ’ ένα τραπέζι μοναχός.
Κατέβηκε πάλι στη σκάφη της, για να ξανανεβεί σε λίγο.
Τώρα είδε τέσσερους υπαξιωματικούς. Εκείνος όμως δεν ήταν. Ποιος εκείνος; Ο Μάνθος ή ο άγνωστος λοχίας;
Η Κούλα δεν ήξερε κι αυτή ποιον γύρευε το μάτι της.
Κατέβηκε πάλι στη δουλειά της. Όσο ν’ αποστρώσει την μπουγάδα, ξανανέβηκε δυο τρεις φορές μ’ όλο το φόβο που είχε ν’ απαντηθεί με τη Μαριώ και να ξαναπιαστούνε, γιατί αφήνει τη δουλειά της. Μα του κάκου· εκείνος δεν ήρθε ακόμα.
Άμα σκέπασε τα ρούχα με το σταχτοπάνι κι άδειασε απάνω και τον τελευταίον τενεκέ την αλισίβα, η καρδιά της ανάσανε. Μπορούσε τώρα να τρέξει απάνω δίχως έννοια.
Δρασκέλησε τη σκάλα πηδηχτά. Είχε ξεχάσει όλη την πρωινή της λύπη κι έτρεχε σα να έτρεχε στην αγκαλιά του. Νάτος τώρα, ήταν καθισμένος στο βελούχι.
Η Κούλα έκαμε να χυμήσει στο μπαλκόνι, μα έπεσε η ματιά της στα βρεμένα ρούχα, που φορούσε, και σταμάτησε.
Η κάμαρα, όπου ήταν η Κούλα, είχε το μπαλκόνι μοναχό άνοιγμα προς το βελούχι· στη διπλανή, που είχε προς τα εκεί παράθυρα, καθόταν κι έραβε η Μαριώ. Κι η Κούλα δεν ήθελε ν’ απαντηθεί μαζί της. Γλήγορα γλήγορα πέρασε το φουστάνι της, ποδέθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι.
Τα μάτια του πέσανε, καρφώθηκαν αμέσως απάνω της κι ήταν έτοιμη κι αυτή να του χαμογελάσει, μα η ματιά του Θόδωρου Μαυλή, που καθόταν πάλι κοντά του, την έκοψε.
- Γιατί; γιατί; είπε μέσα της χωρίς να το καταλάβει. Γι’ αυτόν λοιπόν λαχτάριζε η καρδιά της όλη την αυγή κάτω στην αυλή που έπλενε; Για να ’ρθει να δει αυτόν βιαζότανε πότε να ρίξει την μπουγάδα;
Σ’ ένα τραπέζι του βελουχιού καθόταν ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος και μόλις αντίκρισε κι αυτός την Κούλα, που παρουσιάστηκε στο μπαλκόνι ξαναμμένη και ροδοκόκκινη, του κόπηκε η μιλιά και στύλωσε κει τα μάτια.
Ο Θόδωρος Μαυλής τον είδε και κοίταξε και κείνος στο μπαλκόνι.
Η Κούλα τρόμαξε και θύμωσε.
- Εκεί που βρέθηκε κι αυτός! Σα να μη μας φτάνει ο άλλος μοναχός, έχουμε και τούτον το μεθύστακα. Ζωή κι αυτή να μην έχει κανένας το λεύτερο να κάνει ό,τι τ’ αρέσει.
Φουρκισμένη, μπήκε μέσα και κάθισε στον καναπέ. Η καρδιά της έτρεμε. Το κορμί έκαιγε όλο. Κουρασμένη από τη δουλειά, κομμένη από την αϋπνιά, ένιωθε να της πονούν όλα τα μέλη. Το κεφάλι της βούιζε, τα χέρια και τα πόδια της ήτανε φωτιά.
Ξαπλώθηκε, άνοιξε τα στήθη κι ήθελε να κλάψει. Η Μαριώ άνοιξε την πόρτα, κοίταξε μέσα μια στιγμή, μα την έκλεισε πάλι κι έφυγε, χωρίς να πει λόγο.
Δεν έκανε πως έλεγε!
Η Κούλα αυτό ήθελε, φωνές να ξεθυμάνει.
- Δε βαστιέται άλλο αυτή η ζωή!
Έκλεισε τα μάτια και δοκίμασε να κοιμηθεί. Μα ξαφνικά ένα γέλιο ακούστηκε σκαρταριστό από κάτω, από το βελούχι.
Η Κούλα το άκουσε πρώτη φορά· κανένας από τους υπαξιωματικούς του κάστρου δε γελούσε τόσο ξάστερα και γκαρδιακά. Αν τ’ άκουγε η Φρόσω, θα ’λεγε πως ξύπνησε ο πατέρας από το λάκκο του. Είναι δίχως άλλο το δικό του και την καλεί να βγει όξω στο μπαλκόνι.
Η Κούλα δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Πετάχτηκε από τον καναπέ:
- Όχι ο Μαυλής, μα κι ο Μάνθος ο ίδιος να ’ναι όξω, εγώ θα βγω. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν.
Και κούμπωσε τα στήθη ρίχνοντας μαζί το μάτι στον καθρέφτη.
Τα κατακόκκινά της μάγουλα τη φοβίσανε, μα όταν κοίταξε μέσα καλύτερα είδε πως ήταν ομορφότερη έτσι. Τόσο όμορφη, όσο ποτέ.
- Και να χαθεί θαμμένη μες την κούλια του Σουλιώτη! Ο νους της άναψε:
- Όχι! Θα βγω όξω κι ας χαλάσει ο κόσμος!
Και βγήκε.
Ο Θόδωρος Μαυλής δεν καθόταν πια κοντά στο Σκαλτσογιώργο.
Τούτος άμα την είδε, της χαμογέλασε.
Η Κούλα του χαμογέλασε κι αυτή και μπήκε μέσα.
- Τι να του κάμω; Δε φταίω γω· Ποιος του ’πε να μην τραγουδά έτσι καλόφωνα κι αυτός, ποιος του ’πε να κλείσει εψές τη νύχτα το στόμα του, να βουβαθεί! Όλοι ακουστήκαν, ολωνών άνοιξε η καρδιά. Το δικό του αχείλι δεν έβγαλε ούτε τσιμουδιά. Αν δεν τον έβλεπα να κάθεται καρσί, θα ’λεγα πως δεν ήτανε στο τραπέζι. Οληνώρ’ ακούνητος, αμίλητος, σκουντουφλιασμένος, μαραζάρης, άγριος κι υποψιάρης μ’ όλους και με μένα· μην κοιτάξω πουθενά όπου δεν είν’ αυτός, μην πάω πουθενά δίχως να τον ρωτήσω, μη λαθευτώ και κάμω τίποτες που δεν τ’ αρέσει. Όποιος μπαίνει στην κούλια, έρχεται για μένα· μ’ όποιονε με δει να κουβεντιάζω, βάζει κακό στο νου του. Μαύρη ζωή θα κάμω με τέτοιον άνθρωπο - στοχάζεται η Κούλα σκυμμένη πάλι στη σκάφη το απομεσήμερο και βιάζεται να ξεμπερδέψει και ν’ ανεβεί να βγει στο παράθυρο.
Ο Μάνθος Σακαρέλος είναι νικημένος πια από το νιόφερτο λοχία. Ποιος είναι, ποιο είναι τ’ όνομά του και το σόι, δεν το ξέρει ακόμα. Η ντυμασιά του δείχνει πως δεν είναι της αράδας. Το ίδιο και το φέρισμό του. Όχι, δεν είναι όποιος όποιος.
Τα δεσμά, που γύρευε να της βάλει πάντα ο Σακαρέλος, βρήκαν την περίσταση να σπάσουν και το μόνο που την ανησυχεί είναι πώς να του φερθεί, άμα θα τόνε δει σε λίγο, πως θα τα βγάλει πέρα με την μπλεξιά, που θα κάμει και με τους δυο.
Γιατί, να κόψει μια και καλή με το Σακαρέλο, μήτε είναι δυνατό, μήτε θέλει κιόλα να το κάμει πριν να μάθει πιο πολλά για το νιοφερμένο, να βεβαιωθεί πως θα μείνει εδώ και να σιγουρευτεί δα κάπως και για το σκοπό του. Πως έχει τη διάθεση να πιάσει φιλία μαζί της, το μισοκατάλαβε από χτες, που τον είδε να ρίξει τις πρώτες ματιές στο μπαλκόνι· βάζει ακόμα στοίχημα πως επίτηδες γι’ αυτή τραγούδησε ψες το βράδυ τη βλάχα. Και σήμερα, όπως κοίταξε, δεν της άφησε πια δισταγμό. Μα ο Μάνθος τι θα κάμει, σαν το μυριστεί; Δεν είναι από κείνους, που μπορεί να τους ξεφορτωθεί κανένας εύκολα. Της το ξέκοψε πως δεν έχει γλυτωμό κι αυτή και κείνος που θα την κοιτάξει.
Αυτή η ανησυχία τη βασανίζει κι ύστερα το απόβραδο, όταν κάθισε στο παράθυρο κι αλλάζει κρυφές ματιές με τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο, που ήρθε και κάθισε μοναχός σ’ ένα τραπέζι αντίκρυ.
Κουρασμένη από την πλύση, καθώς ήτανε, βαρέθηκε να συγυριστεί και να βγει όξω στο μπαλκόνι. Το βρήκε κιόλας πιο στρατηγικό να μείνει μισοκρυμμένη στο παράθυρο πίσω από το μπερντεδάκι· κι από το φόβο μην την πιτύχει ο Σακαρέλος ξαφνικά και με το στοχασμό πως είναι καλύτερα για την αγάπη, ν’ αρχίζει σιγαλά και κρύφια.
Όμως κάτι μέσα της δεν την αφήνει να μην αιστάνεται και κάποιο βάρος με κάθε ματιά που ρίχνει του καινούριου φίλου. Αγάπη ενός χρονού και παραπάνω δε σβήνει σε μια μέρα. Έπειτα έρχουνται και τα καλά του βαλτινού λοχία και την κάνουνε να μετανιώσει μια στιγμή. Αν έβγαινε μπροστά της την ώρ’ αυτή, δεν ξέρει κι η ίδια αν δε θα ’στελνε στο καλό τον άγνωστο και δε θα χυνότανε μ’ όλη την παλιά λαχτάρα στον παλιό φίλο.
Παράπονο δεν μπορεί να ’χει κιόλας από το Σακαρέλο. Ακόμα κι ό,τι φορεί, ό,τι κρέμεται δηλ. στην άλλη κάμαρα, εκείνος της το ’φερε, από το υστέρημα του μάλιστα.
Μα θα μπορέσει τάχα να της πάρει και τις χρυσές βεργέτες, που της έταξε; Πάνε τόσοι μήνες κι ακόμα δεν του περισσέψανε τα παρτικά. Ο καινούριος εκεί μπορούσε να τις φέρει αμέσως με το πρώτο νέμα της. Όλοι οι άντρες έτσι είναι στην αρχή. Έπειτα στερεύουνται. Τούτος μπορούσε να της πάρει κι ένα ζευγάρι στιβαλέτα, που ’χει χρόνια να φορέσει. Κάλτσες της χρειάζουνται ακόμα, που κάθεται και παιδεύεται μονάχη της και κόβει ώρες από τον ύπνο της για να πλέκει. Τελευταία γύρεψε του Μάνθου να της φέρει ένα ζευγάρι και τι θαρρείς της είπε; «Τι τις θέλεις! τώρα πιάνει καλοκαίρι». Ήτανε λόγος αυτός από έναν αγαπητικό; Μα εκεινού, μάτια μου, δεν τ’ αρέσουνε τα λούσα στις γυναίκες. Ο ίδιος θέλει μονάχα να ντύνεται, να ’ναι πάντα στο καντίνι. Για κείνη δε νοιάζεται. Μήτε και τη θέλει κιόλας να παραβγαίνει όξω. Μ’ αν τώρα είν’ έτσι, σαν την πάρει κιόλας θα την αφήνει να γυρίζει κουρελιάρα, αν κι άμα γίνει αξιωματικός δεν μπορεί να το κάνει από ντροπή του κόσμου. Μ’ αν πάλι γίνει αξιωματικός, θα την πάρει τάχα; Δεν τον είδες πως φυλάγεται μην απαντηθεί πουθενά με τη Φρόσω;
Απάνω αυτού ξαναπαντά τη ματιά του Σκαλτσογιώργου και δίχως να το νιώσει του χαμογελά. Πήρε όμως να σουρουπώνει και φοβάται μη δε βλέπει το χαμόγελο της, όπως βλέπει εκείνη το δικό του κάτω από το φως του φαναριού, όπου είναι καθισμένος: Τώρα έχει χάζι να ξεκαμπίσει ο Σακαρέλος ξαφνικά και να την πιάσει μ’ αυτό στα χείλια. Μπορεί κιόλας να κάθεται κρυμμένος εκεί πουθενά ή να ’χει βάλει κάποιον άλλον να παραφυλάγει. Αυτός, για να μην φανεί σήμερα ολημέρα, κάτι θα μυρίστηκε·
Την Κούλα την πιάνει καινούρια ταραχή. Όσο περνά η ώρα, αρχίζει να θυμάται πιο πολύ το Μάνθο της. Πού είναι και δε φάνηκε ολημέρα; Κοντεύει να τον πιθυμήσει. Ας βγει τέλος μπροστά της, να δει από τον τρόπο του αν έχει αλήθεια νιώσει τίποτες, ή όλα είναι μόνο υποψίες της.
Κι ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος δεν το κουνεί από κει που κάθισε. Αρχίσανε να μαζεύουνται κι άλλοι συνάδερφοι και κάμανε συντροφιά. Ήρθε κι ο Μαυλής τσακιρωμένος σαν πάντα. Και μόνο ο Μάνθος δεν παρουσιάζεται.
Η Κούλα σηκώθηκε από το σκοτεινό παράθυρο, βγήκε όξω στο μπαλκόνι και κοίταξε ένα γύρο. Πουθενά.
- Τι έπαθε; Πώς χάθηκε μια μέρα ολάκερη; Όχι άλλο!
Κατέβηκε στην αυλόπορτα· ο Θόδωρος Μαυλής την είδε. Η Κούλα ανησυχεί στ’ αλήθεια για το Σακαρέλο. Της έρχεται να κάμει νόημα του Μαυλή να ’ρθει να τόνε ρωτήσει. Μα δεν μπορεί· αν του κάμει, θα τη δει κι ο ξένος λοχίας.
Μπήκε μέσα πάλι και γύρεψε την Παναγιούλα να τη στείλει στο Φωτούλα Τυλιγάδα να ρωτήσει μην ξέρει εκείνος τίποτε, μα δεν τη βρήκε. Την είχε σταλμένη άλλου η Φρόσω.
Απάνω εκεί γυρνά η Μαριώ από τον περίπατο και φέρνει το μήνυμα:
Ο Μάνθος Σακαρέλος με το Γιαννακό Πλαστάρα είναι στο μπουντρούμι. Τα κάμανε, λέει, θάλασσα ψες τη νύχτα στο καφέ αμάν, καθώς πήγανε μεθυσμένοι. Γυρέψαν από τα βιολιά να τους παίξουνε τη Μαριωρή. Άλλη παρέα όμως είχε διατάξει πριν άλλο τραγούδι κι οι υπαξιωματικοί, σαν ακούσανε πως τα βιολιά πήραν εκείνο κι όχι το δικό τους, σηκώθηκαν και θελήσανε να κατεβάσουν από το πάλκο τη χορεύτρα. Οι βιολιτζήδες κάτι κάμανε να πούνε κι ο Σακαρέλος κι ο Πλαστάρας τους τσακίσανε στο ξύλο. Ο καφετζής θέλησε να μπει στη μέση, μα τόνε δείρανε κι αυτόν και φόρα τις ξιφολόγχες, δεν αφήσανε γερό καθρέφτη, ρίξανε μόστρες, κομματιάσανε ποτήρια, σηκώσανε τον κόσμο στο ποδάρι. Έπρεπε να ’ρθει το περίπολο να τους συχάσει, Ο διοικητής τους προφυλάκισε. Την έχουνε κακή· καλά να πάθουνε.
Τη στιγμή αυτή εκδικιέται η Μαριώ μονομιάς όλα τα μίση της: Την Κούλα, το Γιαννακό Πλαστάρα και το Σακαρέλο. Γιατί και τούτον δεν είχε μάτια να τον δει: ρίχτηκε μονομιάς της Κούλας, αυτή την περιφρόνεσε. Νόμιζε τώρα πως με κάθε λόγο της τρυπούσε την καρδιά της αδερφής.
Μα η Κούλα σα ν’ ανάσανε με το χαμπέρι· Έτσι ε; Αυτά της κάνει τις νύχτες η αφεντιά του! Γυρίζει στις καφεαμάνισσες. Απ’ αυτή γυρεύει μονάχα να μη σηκώσει μάτι σ’ άλλον άνθρωπο. Σα θέλει τώρα, ας έρθει να της πει κανένα λόγο. Μα πού να ’ρθει; Πώς να βγει από το μπουντρούμι! Ποιος ξέρει ως πότε θα καθίσει μέσα!
- Θα μπούνε φυλακή πολύ; ρώτησε τη Μαριώ.
- Πολύ λέει! Θαν τς πάνε στ’ Ανάπλι· μην περά’ σ’ νε κι απ’ του στρατουδικείου κιόλας, είπε η Μαριώ με χαρά πως τρόμαζε πιο πολύ την αδερφή.
Κι αλήθεια, η Κούλα τρόμαξε μια στιγμή. Το κάστρο του Αναπλιού, το στρατοδικείο τα είχε ακούσει σαν κάτι φοβερό και τρομερό. Μια θλίψη πέρασε στην ψυχή της, σα φαντάστηκε πως ο κακόμοιρος ο Μάνθος θα πάθει όσα έλεγε η Μαριώ. Όσα παράπονα κι αν έχει μαζί του, προχτές τη νύχτα κόντεψε να τη βρούνε τα μεσάνυχτα πλάι του στην ακροποταμιά.
- Οι παλιουμπικρούλιακες ικεί! Ηύρανε τς βιουλτζήδις να κάμ’ νε τουν παλικαρά! μουρμούρισε η Μαριώ ανεβαίνοντας τη σκάλα.
Η Κούλα ακούμπησε συλλογισμένη στον τοίχο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί ή να χαρεί. Ο Μάνθος της περνούσε στο νου μια σα φταίχτης και μια σαν αδικημένος· έτσι πότε ήθελε να χαρεί, πότε κόντευε να κλάψει. Έτριψε τα μάτια για να της έρθουν δάκρυα, έπιασε κιόλα την άκρη της ποδιάς της για να τα σκουπίσει. Και την ένιωσε νοτισμένη στα δάχτυλά της, χωρίς όμως να ξέρει αν βράχηκε από δάκρυα ή ήταν ακόμα υγρή από την πλύση πρωτύτερα.
- Κακομοίρη Μάνθο! μουρμούρισε και κοίταξε χαμένα στο μισοσκόταδο.
- Κακομοίρη Μάνθο! της φάνηκε πως έκλαψε κι ο γκιώνης κάπου εκεί πίσω από την κούλια· «κακομοίρη Μάνθο», της φάνηκε πως ψιθύριζε θλιμμένα και το αέρι του βραδιού. Είχε βρέξει απάνω στα βουνά κι ερχότανε κρυαδερό από τις ράχες.
Ψιλό ανατρίχιασμα της γαργάλισε την πλάτη κι οι γυμνοί αστράγαλοι μυρμηγκιάσαν κάτω από το νοτισμένο φόρεμα.
- Πιάνει καλοκαίρι, ήρθε στη θύμησή της, χωρίς να το θελήσει ο στερεμένος λόγος του αγαπητικού κι η ψυχή της άλλαξε πάλι:
- Για τις χορεύτρες και τις καφεαμάνισσες του περισσεύουν. Ας κάτσει τώρα φυλακή!
Μα ο γκιώνης ξανάκραξε από τα δέντρα, η Μαριώ από την κορφή της σκάλας παραπέρα ιστορούσε μιας γειτόνισσας τα νυχτερινά άθλα του Πλαστάρα και του Σακαρέλου κι η ψυχή της Κούλας μαλάκωσε πάλι άθελά της. Η όψη του Σακαρέλου πέρασε τώρα μπροστά της σαν κατατρεγμένη και μαρτυρική. Τόνε στοχάστηκε κλεισμένο στη φυλακή και τόνε φαντάστηκε να τον πηγαίνουνε σιδερόδετο στο Ανάπλι.
- Παναγία μ’ Βλαχέρνα, ας βγει απ’ τ’ φυλακή κι ας περπατού ξ’πολυτ’ ένα χρόνου, παρακάλεσε από καρδιά και τα μάτια της γεμίσανε δάκρυα.
Μα εκεί, που έπιασε πάλι την ποδιά να τα σφογγίσει, ακούστηκε άξαφνα από το δρόμο το ίδιο γέλιο, που πριν το μεσημέρι την έκαμε να πεταχτεί ορθή από τον καναπέ. Κι η Κούλα χύμησε στην αυλόπορτα.
Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή κι έτσι μπορούσε η Κούλα να στολιστεί. Μα εκεί που έπιασε και ντυνόταν, είδε περσότερο παρ’ άλλη φορά πόσο φτωχή ήτανε σε στολίδια. Η καρδιά της γέμισε θυμό με τον αγαπητικό της:
- Τήρα κει φιούμπα, τήρα βελουδάκι! γινήκανε ριτίδια. Αφήνω δα ούτε μια ταντέλα, ούτε μια καρφιτσούλα για την τραχηλιά!
Μόνο τα γοβάκια είναι καινούργια, μα κι αυτά τ’ αγόρασε από δικά της, από τα ξενοπλεξίματα.
Και σήμερα το στόλισμα χρειαζότανε περσότερο παρά κάθε άλλη φορά. Η Κούλα έμαθε πρωί πρωί από τον Τυλιγάδα ποιος ήταν ο λοχίας με τη φέρμελη την κεντιστή ιδιότροπα και με το ξάστερο το γέλιο. Αρχοντόπουλο από τα μέρη της Υπάτης και μετατέθηκε στο τάγμα. Κι έτσι πάψανε και τα τελευταία κλονίσματα.
Ποιος του φταίει του κυρ-Μάνθου; Ποιος του είπε να κυνηγά τις καφεαμάνισσες; Ας κάθεται τώρα στη φυλακή.
Το δειλινό οι υπαξιωματικοί του κάστρου παραταχτήκανε ασπροβολώντας στα τραπέζια του βελουχιού κι οι όμορφες από τους μαχαλάδες πιάσανε τη θέση τους στο μπαλκόνι και στα παράθυρα της κούλιας. Η Μαριώ είχε ασφαλισμένον τον πιλοχία της και πήγε σε κάποια βαφτίσια μέσα στην πόλη, η Φρόσω το ίδιο κάπου να συλλυπηθεί κι η Κούλα εξουσίαζε μοναχή την κούλια. Ο Σακαρέλος κάθεται στη φυλακή κι ο Αχιλλέας Σκαλτσογιώργος στο τραπέζι αντίκρυ.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας δεν έδωσε ψεύτικες πληροφορίες της Κούλας, Ο νιόφερτος υπαξιωματικός ήταν από τα μέρη, που της είπε, κι ο πατέρας του καλός νοικοκύρης, κομματάρχης και πάρεδρος του χωριού. Έστειλε το γιο του στο στρατό για να κρεμάσει το μακρύ σπαθί, είχε τα μέσα να του το σιγουρέψει κι είχε χωράφια και μετρητά στον τόκο για να του στέλνει να καλοπερνά, να ντένεται και να φαίνεται. Ασφαλισμένος πως τη σκοτούρα για το μέλλον την έχει πάρει ο πατέρας, ο λοχίας Σκαλτσογιώργος έκαμε δουλειά του την αγάπη. Με τη γερή κορμοστασιά, με την καλή φωνή, με τ’ όνομα και το χαρτζιλίκι που έχει, το έργο του δε βρίσκει μεγάλα εμπόδια. Όλα τα μάτια πέφτουν απάνω του, όλες οι πόρτες του ανοίγουνε. Γιατί ο Αχιλλέας ξέρει πού χτυπά. Τα κατορθώματα του είναι αριθμητά, παντού όπου πέρασε δεν τον ξεχνούν. Και το άλλο ευζωνικό τάγμα, απ’ όπου έρχεται τώρα, το παράτησε, γιατί ο τόπος ήτανε στενός για τα κυνήγια του. Ό,τι δροσερό είχε το χωριό κοντά στα σύνορα, που ήτανε το τάγμα, ο Αχιλλέας το μύρισε, του πήρε τον αθέρα και δώθε παν οι άλλοι. Χωριστά απ’ αυτό, εδώ στο κάστρο του ακροπόταμου είχε περσότερες ελπίδες να τον προτείνουν υποψήφιο για τη σχολή κι ο γέρο Σκαλτσογιώργος όταν το άκουσε, έτρεξε να κάμει με το βουλευτή του το θέλημα του γιου.
Ένας σαν τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο δεν μπορούσε παρά ν’ αλαφιαστεί, όταν εκεί που γλεντούσανε προψές άκουσε πως ο επιλοχίας Καραφωτιάς ξεκλέφτηκε από το πλάγι του και πήγε για φιλί. Η Κούλα, που την είχε δει το απόγεμα στο μπαλκόνι, του κέντησε την όρεξη. Και πρώτη δουλειά του την άλλη μέρα ήτανε να ’ρθει να μυριστεί καλύτερα το μέρος, που δίνει τα φιλιά τη νύχτα. Πως το τραγούδι του είχε δολώσει κάποια εκεί τριγύρω, δεν το φαντάστηκε· μόλις όμως αντίκρισε στο μπαλκόνι την Κούλα, βεβαιώθηκε γι’ αυτό. Κι από την πρώτη ματιά της και το κρύψιμο ύστερα και το ξαναβγάλσιμο ήξερε πια με ποιο είδος είχε κει να κάμει. Τέλος το βράδυ, όταν την είδε καθισμένη στο παράθυρο, δεν είχε πια δισταγμό.
- Σα στον μπούφο το π’λί, στοχάστηκε κει που καθότανε μοναχός και το σχέδιο του ήταν πια καταστρωμένο.
Την Κυριακή πρωί ούτε πέρασε από το βελούχι· το δειλινό ήρθε και κάθισε με δυο άλλους υπαξιωματικούς αδιάφορος και σοβαρός· κι αν έριχνε καμιά ματιά στον πύργο, φρόντιζε να φαίνεται η ματιά πως πέφτει εκεί από τύχη, όπως έπεφτε και στους ανθρώπους που καθόντανε γύρω του στ’ άλλα τραπέζια, ή σε κείνους που περνούσανε στο δρόμο. Οι ματιές τον βεβαιώσαν πως η Κούλα δεν ήταν η πιο όμορφη εκεί στο μπαλκόνι, ωστόσο αφού αυτή έπεσε πρώτη, δεν έπρεπε να την αφήσει για την ώρα.
Αφού κάθισε κάτι λιγότερο από ώρα, πήρε τους συντρόφους του και φύγανε.
Και δε γελάστηκε. Η Κούλα δεν μπορούσε να ησυχάσει στο μπαλκόνι με την αδιαφορία του νιόφερτου λοχία. Οι φιλενάδες της νομίζανε πως είναι λυπημένη για το φυλακωμένον αγαπητικό και την πειράζανε. Μα η Κούλα δεν τις πρόσεχε. Δεν μπορεί να νιώσει και να εξηγήσει τον τρόπο του λοχία. Δε φαντάζεται πως το παιγνίδι, που είχε παίξει αυτή του Μάνθου μια φορά, μπορεί να της το παίξει της ίδιας ένας άλλος. Και σαν είδε που σηκώθηκε ο Σκαλτσογιώργος κι έφυγε, τα έχασε ολότελα. Μια στιγμή γύρεψε να βρει παρηγοριά στη θύμηση του Σακαρέλου: Αν ήτανε λεύτερος, ποιος ξέρει σε ποιο απόμερο θα ’τανε καθισμένη πλάι του, ίσως θα της έφερνε σήμερα και κείνα που της έταξε.
Μα εκεί που είναι κείνος πού να τόνε βρει. Το μόνο που της μένει είναι να πάει κοντά στο Σκαλτσογιώργο.
- Ε, δεν πάμε λίγο κατ’ ν’ ποταμιά; πρότεινε αδιάφορα στις φιλενάδες της ύστερ' από λίγη ώρα, σαν είδε πως οι υπαξιωματικοί έκαμαν εκείθε.
Δυο από τις φιλενάδες, που οι καλοί τους πήγανε μαζί με τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο, σηκώθηκαν αμέσως. Οι δυο άλλες βρήκαν πως ήτανε νωρίς ακόμα. Οι δικοί τους φίλοι κάμανε πρωτύτερα κατά τη χώρα και τους προσμένανε να γυρίσουν.
Η Κούλα με τις δυο πρώτες επιμένανε. Κι οι άλλες, σα λιγότερες, έπρεπε ν’ ακολουθήσουν.
- Σα στον μπούφο το π’λί, ξαναείπε μέσα του ο Σκαλτσογιώργος όταν τις είδε.
Η ακροποταμιά ήταν ένας έρημος περίπατος ανάμεσα του ποταμού και του κάστρου. Άρχιζε από τον τουρκομαχαλά και περνώντας από κάποια σπιτοκάλυβα, σκόρπια στα ριζιά μιας ράχης, έβγαινε όξω στα περιβόλια και στ’ αμπέλια, ανεβαίνοντας κορδελωτά σε λόφους χαμηλούς αλλού ελιοφύτευτους, αλλού σπαρμένους άγρια σκίνα και μυρτιές και σπάρτα. Κάτω περνούσε το ποτάμι ασημωπή μουντή λουρίδα, κάπου πλατιά, κάπου στενή μέσα στον πλατύ λευκό χαλιά, αντίπερα απλωνόταν ο πράσινος και φουντωμένος κάμπος και στο μάκρος γαλανές απανωτές αράδες τα βουνά.
Ο περίπατος αυτός ήτανε παρατημένος σ’ ένα δυο ποιητικούς νεοσσούς του τόπου, στους δασκάλους και στα κορίτσια που βγαίναν τις γιορτές ξεσκούφωτα και τις καθημερνές το βράδυ βράδυ όπως δούλευαν ολημέρα μες το σπίτι. Η αρχοντιά δεν έβγαινε ως αυτού· είχε κρατήσει ένα γούπατο μέσα στην πόλη, που το ’λεγε πλατεία και κει τριγύρω χτίσανε τα σπίτια τους οι νιόπλουτοι τοκιστάδες κι έμποροι. Άλλοι φραγκοφορεμένοι ίσκιοι σπάνια να περάσουνε στην ακροποταμιά, εξόν αν πήγαινε στα χτήματα του κανείς γιατρός.
Του Σκαλτσογιώργου, όπως ήτανε συνηθισμένος να μην περιορίζεται μόνο στα κάτω στρώματα, δεν του πολυάρεσε η ερημιά. Η φύση όμορφη γύρω, μα εκείνος δεν κίνησε από την άλλη άκρη της Ρούμελης να ’ρθει εδώ πέρα να περιδιαβάζει στην εξοχή. Πέντ’ έξι βόλτες στο χαλιά και δυο τρία συναπαντήματα με κείνες που ήρθαν από την κούλια κι άρχισε κιόλα να βαριέται.
Τ’ άλλα κορίτσια, που σεργιανίζανε κει, δεν άξιζαν ούτε να τα κοιτάξει. Τύχη και κατεβήκανε κι άλλοι υπαξιωματικοί από το κάστρο κι ο Σκαλτσογιώργος βρήκε συντροφιά. Άφησε τους άλλους και κατέβηκε μαζί τους στη χώρα. Αυτό απαιτούσε κιόλα και το σχέδιο.
Και το σχέδιο πέτυχε. Το βράδυ, όταν ο Σκαλτσογιώργος γύριζε στο στρατώνα, η Κούλα στεκότανε μονάχη στην αυλόπορτα και τον περίμενε.
Την άλλη Κυριακή η φιούμπα και το βελουδάκι ήταν ολοκαίνουργα στα μαλλιά της Κούλας και στ’ αυτιά της γυαλίζανε οι χρυσές βεργέτες, που λαχταρούσε τόσον καιρό.
- Σκύλα· άμελη· θα σι σκουτώς’ ου Σακαρέλους, σα βγει απ’ τ’ φυλακή, της είπε η Μαριώ, σαν την είδε άξαφνα έτσι στολισμένη.
Η Κούλα γέλασε:
- Αν δε μι σκουτώεις ισύ προυτήτιρ’ απ’ τ’ ζήλια σ’, της αποκρίθηκε από μέσα της.
Ούτε τη ζήλια της Μαριώς, ούτε το Σακαρέλο λογάριαζε τώρα η Κούλα. Ήτανε σα μεθυσμένη με τον καινούριον αγαπητικό κι ήθελε να χαίρεται μονάχα· «Σαν έβγει ο Σακαρέλος, ό,τι θέλει ας γίνει, ας χαλάσει ο κόσμος».
Η Κούλα νοιάζεται πιότερο πως να μη χαλάσει το χατίρι του Αχιλλέα σε τίποτε, όπως δεν της χαλά κι αυτός σε ό,τι του γυρεύει.
Αυτές οι μέρες ήτανε σαν όνειρο για τη ζωή της. Εκείνο, που ποθούσε από καιρό, το βρήκε τέλος και μέσα της αλάλαζε όταν τη ζήλευε η Μαριώ. Ο Σκαλτσογιώργος ήταν ο πρώτος κι ο καλύτερος· η φορεσιά, ο αέρας του, το φέρσιμο τούς έβαζε όλους κάτω.
Όλες οι φιλενάδες βρήκαν πως διάλεξε καλά και το μόνο που ρωτούσαν ήτανε για το σκοπό του καινούργιου φίλου.
Μα η Κούλα σα μη νοιαζότανε πολύ γι’ αυτόν. Για την ώρα δεν έβλεπε άλλο από τη νίκη της στιγμής και της έφτανε η δόξα πως κέρδισε τον πρώτο, τον καλύτερο. Με το Σακαρέλο πριν έβαζε όλα τα δυνατά της να μένει ευχαριστημένη. Δεν μπορούσε να σωπάσει ποτέ μια ταπείνωση, που ένιωθε μέσα της πάντα σα γύρευε να πάρει ένα φιλί κλεφτό ή χάδι από τον ξάδερφο Καραφωτιά. Και τώρα θριαμβεύει και μπροστά σ’ αυτόν δεν τον έχει ανάγκη πια. Δεν έχει ανάγκη κιόλα να τρέμει από την αδερφή, να την αιστάνεται οληνώρα σαν κάτι ανώτερό της.
Τώρα είναι κείνη που το βλέπει πως την έβαλε κάτω η Κούλα. Η περηφάνια της δεν την αφήνει βέβαια να το φανερώσει κι έχει μόνο περιπαιχτικά λόγια για το νιόφερτο λοχία:
- Χαρνέ μ’ τον πεσλιά, σα να ’ναι γκαραγκούνικα. Τι κρεμάει του ζουνάρ’ του; σκιά μας κάνει; Τα μαλλιά τα κοβ’ πόλκα, σαν τ’ παλιού κιρού. Τα μάτια τ’ είναι σαν κουλουφουτιές, τα χείλια τ’ κριμασμένα σαν αράπ’κα, του κουρμί τ’ σα β’τσί.
Η Μαριώ βρήκε ακόμα πως ο Σκαλτσογιώργος βάφει το μουστάκι με καραμπογιά και πως τρώει και τα νύχια του.
Μα η Κούλα δε σκοτίζεται· μήτε της απαντά. Ξέρει γιατί τα λέει. Τη σωστή γνώμη της γι’ αυτόν της τη δείχνει πιο καθαρά ο λόγος που της λέει και της ξαναλέει:
- Δε θα σι πάρ’ κακουμοίρα!
Όσο θα σε πάρει και σένα ο πιλοχίας σου, λέει μέσα της η Κούλα και γελά και δεν κόβει τη διάθεσή της. Είδες εκεί, σαν κι ήτανε σίγουρη πως θα την έπαιρνε ο Σακαρέλος, σαν και το πίστεψε ποτέ κι αυτό με τα σωστά! Η ευτυχία της στιγμής σα να της φώτισε μονομιάς και το μέσα της και τον κόσμο γύρω και τόνε βλέπει ατύφλωτη κι ομολογεί ξάστερα με τον εαυτό της ποιο λόγο και ποιο σκοπό έχουν αυτά όλα τα καμώματα και τα μπερδέματα, τα κυνηγητά και τα τρεξίματα, τα γέλια κι τα κλάματα. Παιγνίδι καθαρό για να ξεχνιέται η πίκρα της ζωής, για να γλυκαίνει η στερεμάρα κι η σκληράδα της. Όποιος μπορεί ας χαρεί μόνο περσότερο την ψεύτρα τη ζωή, την άχαρη την άδικη, τη μάταια και ξελογιάστρα μαζί.
Κι η Κούλα τη χαίρεται μια και βρήκε την περίσταση. Ποιος ξέρει τι θα φέρει αύριο η μέρα! Αρκετά τυραννήθηκε χρόνο ολάκερο με τη ζευζεκιά του Σακαρέλου. Ο Αχιλλέας τώρα ούτε τη ρωτά πού θα πάει σήμερα, ούτε σκοτίζεται να μάθει πού ήτανε χτες και ποιον απάντησε στο δρόμο και τι της είπε, ούτε του καίεται καρφί γιατί ο ένας έρχεται στη κούλια ή γιατί κοιτάζει ο άλλος στα παράθυρά της. Φροντίζει μόνο πως να την ευχαριστήσει καλύτερα σε ό,τι της χρειάζεται. Αυτές τις λίγες μέρες που τον έχει χόρτασε και τα γλυκά, τα παστίτσια και τα τρίγωνα. Η τσέπη της είναι πάντα γεμάτη ζαχαράτα κι η Μαριώ σκυλιάζει που τα βλέπει:
Ούλο κι ματσαλάς· της λέει, δε σ’ απόστασι του στόμα δόλια!
Η Κούλα βγάζει και της δίνει κι αυτής για να σκάζει περσότερο. Ο Σκαλτσογιώργος έφερε και για τη Φρόσω μια καινούρια τσίπα. Δε μιλεί και κείνη πια. Η Κούλα αιστάνεται τόση χαρά, σα να ξαναγεννήθηκε.
Μόνο να μην τη θόλωνε ώρες ώρες ένας ίσκιος. Γιατί όσο περνούν οι μέρες η άγρια θωριά του βαλτινού λοχία αρχίζει ν’ ανησυχεί πάλι την Κούλα.
Από την άλλη μέρα, που κλείσανε στη φυλακή το Σακαρέλο, άκουσε από τον Καραφωτιά πως οι τιμωρίες, που λογάριαζε η Μαριώ, ήτανε μόνο φαντασίες της. Ο ξάδερφος τής εξήγησε πως για λίγα γυαλιά που θα κομματιάσει ένας στρατιωτικός και για τα μούτρα ενός πολίτη, βιολιτζή κιόλας, παλιόγυφτου, που θα σπάσει απάνω στο μεθύσι του δεν πηγαίνει στο στρατοδικείο και στο Ανάπλι.
Ένα μήνα φυλακή κι αυτό πολύ θα ’ναι, λογάριαζε ο Καραφωτιάς. Κι ύστερ’ από δυο τρεις μέρες που ξαναήρθε, είπε:
- Ε, τα μάθατε; είκοσ' πέντε μέρες φάγανε ο Σακαρέλος κι ο Πλαστάρας.
- Μονάχα; έκανε ξαφνιασμένα η Κούλα.
- Να το ’ξερε ο διοικητής πως θα σο’ ’κανε τ’ ν καρδιά, θαν τς έκαν’ ένα μήνα.
Κι ο επιλοχίας την κοίταξε με χαμόγελο.
Η Κούλα δεν τόνε χτύπησε στο στόμα, καθώς το συνηθούσε πριν, όταν την πείραζε. Τώρα δεν τόνε χρειαζόταν πια.
- Άι να χαθείς, του είπε μονάχα κι έφυγε.
Και λογάριασε τις μέρες που ήθελε ακόμα ο Σακαρέλος να βγει από τη φυλακή.
Και τις λογάριαζε ολοένα. Μα από λάθος στο λογαριασμό, άξαφνα εκεί που δεν τον πρόσμενε, νάτος παρουσιάστηκε στο βελούχι, τσελεπής σαν πάντα και φρεσκοξουρισμένος.
Η Κούλα πάγωσε καθώς τον είδε. Αθέλητα τρύπωσε μέσα για να μην την πάρει το μάτι του.
Η πρώτη απόφασή της ήτανε να μην του παρουσιαστεί ολότελα, να του κάμει το βαρύ. Κι αν παραπονευτεί να του απαντήσει ορθά κοφτά: ας μην έτρεχε στις καφεαμάνισσες. Κι έτσι ξεμπερδεύει μαζί του μια για πάντα.
Με την απόφαση αυτή πήρε τη δουλειά της και κατέβηκε στο κατώγι να καθίσει με τη Φρόσω και να τον κοιτάζει από το στενό μασγάλι πως θα κάνει στο βελούχι, δίχως αυτή να φαίνεται αποκεί. Μόλις όμως πάτησε την πόρτα, η Μαριώ την περίμενε με το λόγο:
- Καλώς τα δέχτ’καμε!
Και γέλασε χαιρέκακα.
Η Κούλα για να μην πιάσει καυγά προτίμησε να φύγει.
Κάθισε κάμποση ώρα μόνη στην αυλή. Μα η καρδιά της χτυπούσε κι η περιέργεια δεν την άφηνε. Ήθελε να τόνε δει πως κάνει στο βελούχι. Ξανανέβηκε λοιπόν απάνω, σούρθηκε σκυφτά στο παράθυρο, το έκλεισε και κατέβασε και τους μπερντέδες. Έτσι έβλεπε χωρίς να φαίνεται.
Ο Μάνθος καθότανε μαζί με δυο τρεις άλλους. Ακούνητος και σκυθρωπός σαν πάντα· μόνο τα μάτια του γυρνούσε ανήσυχα από το ένα στ’ άλλο παράθυρο του πύργου.
Η Κούλα στοχάστηκε:
- Δε θα ’μαθε τίποτα· ο Μαυλής δεν του το πρόφτασε.
- Μα κάλιο να το πρόδινε, να γλύτωνα μια και καλή, είπε πάλι έπειτα από λίγο.
Απάνω στην ταραχή της με τον παλιό αγαπητικό κόντεψε να ξεχάσει τον καινούργιο, αν σε λίγο δεν έφτανε και κείνος.
Και τώρα το πράμα μπερδεύτηκε, γιατί κοιτάζει στα παράθυρα κι αυτός.
Η Κούλα πήρε να θυμώνει με την επιμονή του Σακαρέλου. Τώρα δε φοβάται μονάχα αυτόν, φοβάται μην το μυριστεί κι ο άλλος.
Αυτό ήτανε το πιο χειρότερο, ένας κίντυνος, που ως την ώρα δεν τόνε λογάριασε όσο έπρεπε. Ανάγκη να δείξει ποιον προτιμά, μήπως αλλιώς τους χάσει και τους δυο. Η καρδιά της δεν είχε να παλέψει πολύ πού να γύρει. Καθώς τους βλέπει και τους δυο μαζί, τον έναν πλάι στον άλλον, ο Σακαρέλος πέφτει πιο χαμηλά στο ζύγι. Ο ένας γελαστός, χαρούμενος, χωρατατζής· ο άλλος σκουντουφλιάρης, αμίλητος, ζευζέκης. Δες τον πώς ρίχνει το μάτι απάνω στο παράθυρο: όλο κακία κι υποψία. Το είδε κλεισμένο και δίχως άλλο έβαλε κακό στο νου.
Ο Αχιλλέας απεναντίας, αφού είδε πως δεν είναι κανένας εκεί, δεν ξανακοίταξε για να μη βάλει σε υποψία τον άλλον. Γελά και κουβεντιάζει με τους φίλους. Ο άλλος μήτε ανοίγει το στόμα· η μύτη του στάζει φαρμάκι.
Είναι να συλλογίζεται ποιος απ’ τους δυο είν’ ο καλύτερος; Νοιώθει κιόλα στ’ αυτιά τα σκουλαρίκια, στα πόδια τις κάλτσες και δεν το βρίσκει ούτε για συζήτηση το πράμα.
Ο Μάνθος Σακαρέλος, σα να είχε νιώσει πράματι πως η Κούλα καθόταν πίσω από το κλειστό παράθυρο κάρφωσε κείνη τη στιγμή τα μάτια του σ αυτό και το αγριωπό τους βλέμμα έκοψε της Κούλας το αίμα. Το πίστεψε κι αυτή πως τη βλέπει αλήθεια, της φάνηκε ακόμα πως κοίταξε τα σκουλαρίκια στ’ αυτιά της. Και σαν τρομαγμένη, έφερε τα χέρια στ’ αυτιά να σκεπάσει τα σκουλαρίκια ή να τα βγάλει δεν ήξερε κι αυτή.
Μα κατάλαβε αμέσως πως ο τρόμος της ήταν αστείος και γέλασε κι η ίδια.
- Ωστόσο για καλό και για κακό, ας τα βγάλω, ξαναείπε και σηκώθηκε και πήγε στον καθρέφτη να το κάμει.
Μα σαν είδε κει τ’ αυτιά της δίχως τα στολίδια, κόντεψε να της έρθουνε δάκρυα.
- Να μην μπορεί κανένας να κάνει εκείνο που τ’ αρέσει! Σκλαβιά ανυπόφερτη είν’ αυτή η ζωή για τα θηλυκά του κόσμου. Οι άντρες για λογαριασμό τους δε ρωτούν κανέναν.
Και την άναψε ο θυμός :
- Όχι· και γω θα κάμω το δικό μου. Θα τα φορέσω και θα βγω. Όποιονε θέλω θ’ αγαπήσω· δικαίωμά μου· δεν έχω να πιάσω το χέρι κανενού!
Ξαναφόρεσε τις βεργέτες κι έτρεξε στο παράθυρο να το ανοίξει.
Μα τα τέσσερα μάτια, που ήτανε σηκωμένα κατ’ αυτό εκείνη τη στιγμή, της κόψανε τη φόρα.
Έπεσε στο κάθισμά της:
- Δεν είναι ζωή, δεν είναι ζωή αυτή!
Η Κούλα δεν παρουσιάστηκε όλη την ήμερα ούτε στον έναν ούτε στον άλλον.
Ο Θόδωρος Μαυλής, γνωρίζοντας το αψίθυμο του Σακαρέλου, δε βιάστηκε να του προφτάσει την απιστία της αγαπητικιάς του. Κι οι άλλοι συνάδερφοι το ίδιο. Τον αφήσανε να τη δει μόνος του και να μην είναι αυτοί αφορμή σε ό,τι γίνει.
Κι αλήθεια ο Σακαρέλος με τις πρώτες ματιές, που είδε να ρίχνει ο νιόφερτος λοχίας στα παράθυρα του πύργου, κατάλαβε τι θα ’γινε τις μέρες που έλειψε. Το κρύψιμο της Κούλας όλη την ήμερα ήτανε ολοφάνερο σημάδι. Γιατί βέβαια δεν μπορούσε να πιστέψει πως δεν τον πήρε μυρουδιά που βγήκε από τη φυλακή. Το μάτι του πήρε κιόλα πως το παράθυρο κλείστηκε το πρωί όταν κάθισε αυτός αντίκρυ· κι ακόμα γνώρισε καλά και τον ίσκιο της Κούλας πίσω από τον μπερντέ.
Ο Σακαρέλος δάγκανε τα χείλια, και περίμενε ώσπου να δει περσότερα σημάδια κι έπειτα να κάμει το χρέος του.
Ο Σκαλτσογιώργος από το άλλο μέρος δεν ήτανε τυφλός κι αυτός. Κάτι άκουσε στο μεταξύ για τα δικαιώματα του βαλτινού λοχία μα η αρχή του δεν ήτανε να σέβεται τέτοια δικαιώματα. Την αγάπη τη θαρρούσε αγώνα κι αυτήν, σαν τη ζωή· όποιος φάει τον άλλον. Σούσουρα και καυγάδες απόφευγε μόνο όσο μπορούσε, σε σημείο που δεν πάθαινε το φιλότιμό του.
Και σήμερα μόλις αντίκρισε το Σακαρέλο στο βελούχι, κατάλαβε. Ωστόσο δεν μπορούσε ν’ αδειάσει τον τόπο αμέσως. Από μιας αρχής δεν το είχε κι ο ίδιος στο νου να τραβήξει πολύ μακριά το παιγνίδι με την Κούλα, μα πάλι ο καιρός που έχασε γι’ αυτή και πιο πολύ τα έξοδα που έκαμε πηγαίνανε πολλά για δυο τρεις βδομάδες μόνο· έπειτα δεν είχε ακόμα πουθενά άλλου ετοιμασμένα τα πράματα ως εκεί που να μπορεί να φασκελώσει εδώ μια και καλή.
Για να μη δώσει περσότερες υποψίες, αφού είδε κιόλα πως η Κούλα δεν έβγαινε, έφυγε γλήγορα από το βελούχι. Γύρισε μόνο το νύχτωμα, όταν είδε πως η Μαριώ βγήκε περίπατο κι ο ίσκιος της Φρόσως κίνησε κατά την πόλη. Και κατά τη συνήθειά του, ολωσδιόλου αλλιώτικη από του Σακαρέλου, δρασκέλησε το φράχτη κι ανέβηκε γοργότερα τη σκάλα της κούλιας.
- Καλησπέρα.
Η Κούλα δεν τον περίμενε.
- Σε φόβ’σα;
Η Κούλα έτρεξε και του έσφιξε και τα δυο χέρια, σα να γύρευε προστασία κοντά του. Τον κάθισε στον καναπέ κι έγειρε το κεφάλι στον ώμο του.
Περάσανε μερικές στιγμές αμίλητες.
Η Κούλα πήρε να ξαναβρίσκει τη γαλήνη, που της ταράχτηκε όλη την ημέρα. Γύρισε και κοίταξε στα μάτια τον αγαπητικό. Καθώς κι αυτός την κοίταζε, τη ρώτησε:
- Είσ’ αποσταμένη;
Η Κούλα τον αγκάλιασε.
- Θα να ’χες σήμερα πολλή δ’λιά;
Η Κούλα κούνησε το κεφάλι με χαμόγελο.
- Γι’ αυτό δε σ’ είδα ολότελα στο παραθύρ’. Η Κούλα σα να στεναχωρέθηκε.
- Έτσ’ είν’ οι ν’κουκυρές. Δεν τς μέλει αν ο άλλος λαχταράει απ’ κάτ’.
Της Κούλας της φάνηκε πως ξεχώρισε κάτι σα χαμόγελο στα χείλια του.
- Ήρθις, βλέπου, μ όρεξ’ να μι π’ράξεις, μουρμούρισε.
- Κι μάλιστα να ’ναι και δυο απ’ ακαρτεράνε, ξακολούθησε ο Αχιλλέας.
Η Κούλα κοκκίνισε, μα ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να το δει στη σκοτεινιά.
- Ποιοι δυο; δε σε καταλαβαίνου, τον έκοψε γοργά. Ο Σκαλτσογιώργος γέλασε:
- Που να καταλάβ’ς;
- Τι σου ’ρθ’ απόψι; Ήρθις ιξιπιτούτο να μι σικλιτίεις; είπε η Κούλα κλαυτά κι άφησε το χέρι του.
Ο Αχιλλέας της το ξανάπιασε:
- Έλα, έτσ’ το λέω, για χώρατα, της είπε, την τράβηξε πιο κοντά του και τη φίλησε.
Η Κούλα ξαναβρήκε το θάρρος της και τόνε φίλησε κι αυτή.
- Να σε ρωτήσω ένα πράμα, θα μ’ το πεις στ’ αλήθεια, Κούλα; είπε άξαφνα ο Αχιλλέας.
- Αν του ξέρου θα σ’ του που, αποκρίθηκε η Κούλα κάπως κομπιασμένα, σα να μάντευε τι θα ρωτούσε.
- Μ’ κάνις όρκου;
- Τι όρκου να σ’ κάμου;
- Πως θα μ’ πεις τ’ ν αλήθεια.
- Αν ’νε ξέρου σ’ νε που. Η Κούλα πολεμούσε να φαίνεται πως δε διστάζει.
Ο Σκαλτσογιώργος την κοίταξε στα μάτια:
- Πόσες φορές σε φίλησ’ ο Σακαρέλος;
- Ποιος Σακαρέλος; ξέφυγε της Κούλας. Μα διορθώθηκε αμέσως:
- Ου Μάνθους Σακαρέλους;
- Ναι, κείνος π’ κάθεται κει απόξω. Η Κούλα τινάχτηκε απάνω:
- Ήρθις ντογκρού απόψε για καυγά, είπε θυμωμένα κι έκαμε να φύγει.
Μα ο Αχιλλέας την κράτησε:
- Μου ’πες θα μ’ πεις τ’ν αλήθεια, επίμενε.
- Θ’ ακ’σις τι λέει ου κόσμους, μουρμούρισε η Κούλα και πολεμούσε να του φύγει.
Ο Σκαλτσογιώργος θέλησε να την καλοπιάσει πάλι:
- Έλ’ άσ’ τα! Δεν άικι’σ’ απ’ τον κόσμο τίποτα, της είπε.
Μα όταν η Κούλα θάρρεψε και τον ξανασίμωσε, ρώτησε πάλι:
- Γιατί δε βγήκες σήμερα στο παραθύρ’;
- Για ποιον να βγου; Ισύ ήρθις κι δεν έκατσες, είπε η Κούλα.
- Το δειλινό. Μα πριν το γιόμα; Πριν του γιόμα δε σ’ είδα· δεν ήμ’ν’ απάν’, τυλιγάδιαζα στους νιβουρό, είπε η Κούλα σταθερά.
Ο Σκαλτσογιώργος την κοίταξε κατάματα:
- Δε μ’ είδες αλήθεια;
- Να χαρού τουν αδιρφό μ’!
Ήταν ο όρκος που μπορούσε να πιστευτεί ευκολότερα κι ερχότανε από μόνος του στα χείλη των αδερφάδων σε κάθε δύσκολη περίσταση. Στην αρχή δειλά, με κάποιο δισταγμό και φόβο, σιγά σιγά όμως, αφού είδαν πως δε στρέγει, ξεστομιζότανε ξέθαρρα πια.
Μα ο Σκαλτσογιώργος σα να φοβήθηκε περσότερο αυτός μη στρέξει, βιάστηκε να πάρει πίσω το ρώτημα:
- Έλ’, άσ’ τς όρκι’ς· — τα’ σ’ τα ’πα ούλα, να σε δοκ’μάσω, βεβαίωσε την Κούλα και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Όσο κι αν του άρεσε να πειράζει πάντα τις αγαπητικιές του, να τις φέρνει στα στενά, να τις τρομάζει, άμα όμως έβλεπε πως παίρνουνε σοβαρά το πράμα, πως θυμώνουν ή πως θλίβουνται, ο Αχιλλέας έδινε τόπο της οργής.
Δε βαστούσε κιόλα να τυραννά. Ήξερε, λογάριαζε από πριν πως όπου έμπαινε δεν ήταν πάντα ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος και φρόντιζε να ταιριάζεται κάθε φορά με την περίσταση. Δεν είχε πάρει για σκοπό του να διορθώσει αυτός τον κόσμο και να βάλει τα σίδερα στις γυναικείες καρδιές. Συνηθισμένος να πετά κι αυτός εδώθε κείθε χωρίς να πιάνεται, νόμιζε πως τις καταλάβαινε καλύτερα παρά οι άλλοι. Ψευτιά και γλέντι είναι η ζωή κι η αγάπη εδώ απάνω στον παλιόκοσμο, συλλογιζότανε συχνά.
Κι απόψε δεν πήδησε το φράχτη για να ’ρθει εδώ να χολοσκάσει. Όσες στιγμές έμεινε με την Κούλα χωράτεψε και γέλασε μαζί της, όσο που ακούστηκε στη σκάλα το πάτημα της Μαριώς και τότε πήδησε αμέσως την καταπαχτή κι έφυγε από το κατώγι.
Κι όταν ξαναδρασκέλιζε όξω το φράχτη, ήταν ευχαριστημένος που, χάρη στα πειράγματα του για το Σακαρέλο, γλίτωσε το βράδυ αυτό χωρίς να τάξει πως θα ξαναρθεί γλήγορα με κανένα καινούργιο χάρισμα.
Περάσανε λίγες μέρες δίχως η Κούλα να φανερωθεί ολότελα στο Σακαρέλο. Ο Σκαλτσογιώργος, όσο είχε ανοιχτόν τον πίσω δρόμο, δεν είχε ανάγκη να πολυκαθίζει στο βελούχι· δεν ήθελε ούτε το συνάδερφό του να πειράζει ούτε να φέρνει σε δύσκολη θέση την Κούλα. Έτσι και κείνη ήταν ησυχότερη.
Μα ο απατημένος Σακαρέλος δεν αναπαυότανε μ’ αυτό. Κι ας μην είχε ακόμα χεροπιαστή απόδειξη, όμως η καρδιά του ήτανε βεβαιωμένη. Μην μπορώντας να ξεμοναχιάσει πουθενά την Κούλα, γύρισε πρώτα στο Σκαλτσογιώργο.
Τον πέτυχε μια βραδιά καθώς πήγαινε στο κάστρο:
- Καλά π’ σ’ ηύρα μοναχόν· θέλω να σ’ που ένα λόγο, του είπε σιμώνοντας τον.
- Και δυο σα θέλεις, είπε ο Σκαλτσογιώργος, που κατάλαβε.
- Δε φέρθ’κες σα συνάδερφος, είπε βραχνά ο βαλτινός.
- Σε τι; για πες μ’.
- Ξέρ’ς σε τι.
- Δε σε καταλαβαίνω.
- Άσ’ τ’ αυτά και μίλα μ’ σαν άντρας. Ο λόγος άναψε το Σκαλτσογιώργο:
- Άσ’ τς βρισές κι συ κι μίλα σα συνάδερφος, είπε κι αυτός στεγνά.
- Να, στα παραθύρια π’ τηράς.
Η φωνή του Σακαρέλου έτρεμε τόσο που ο Σκαλτσογιώργος τον λυπήθηκε.
- Μπορώ, ωρέ Μάνθο, να σε ρωτήσω και γω ένα λόγο; του είπε μαλακά και μ’ όλη την καρδιά, σα να του έφυγε ο θυμός με μιας.
- Ρώτα, είπε ξερά ο Σακαρέλος.
— Διαφέρνεσαι κει στα σοβαρά;
Στα σοβαρά ή όχι. είναι δ’κός μ’ λογαριασμός, απάντησε ο βαλτινός απότομα.
Ο Σκαλτσογιώργος τον κοίταξε μια στιγμή και συλλογίστηκε: Αξίζει το πράμα για καυγά; Η όρεξή του για την Κούλα πήρε να πέφτει. Η ομορφιά της δεν άξιζε τις απαίτησες που είχε.
- Διαφέρνεσαι στ’ αλήθεια, ωρέ Σακαρέλο; ξαναρώτησε κι άπλωσε το χέρι.
- Τι, κοροϊδεύ’ς τώρα; έκαμε να θυμώσει ο Σακαρέλος, μα ο Σκαλτσογιώργος τον έκοψε:
- Αν κορόιδευα, δε σο ’δ’ να το χέρ’. Έχ’ς το λόγο μ’, ούτε θα ξανασκώσω μάτ’, του είπε και τον έπιασε από τη μέση:
- Έλα πάμε!
- Τώρα το λες, μουρμούρισε σκοτεινιασμένα πάντα ο Σακαρέλος.
- Τι τώρα; Δεν πήρα ούτε μια καλησπέρα· σα θέλεις πίστεψε.
Ο Σακαρέλος τον κοίταξε παράξενα.
- Αφού σ’ το λέω, να το π’στέψεις, είπε τον τελευταίο του λόγο ο Σκαλτσογιώργος και τραβήξανε κι οι δυο αμίλητοι στο κάστρο.
Κι αλήθεια ο Σκαλτσογιώργος φύλαξε το λόγο του· δεν ξανασήκωσε μάτια στον πύργο.
Η Κούλα τον περίμενε άδικα μερικές βραδιές· τέλος τη φάγανε τα φίδια. Μάνιωσε όχι τόσο μ’ αυτόν, όσο με το Σακαρέλο. Κι είχε και τα λόγια της Μαριώς και τα πειράγματα του Καραφωτιά ακόμα:
- Φ’λάξ’, κακουμοίρα· δε γλιτώνεις απ’ του Σακαρέλου, της λέγανε κι οι δυο.
Ο Καραφωτιάς ευχαριστήθηκε περσότερο από τη Μαριώ, που ο Σκαλτσογιώργος ξεμπήχτηκε τελειωτικά από την κούλια.
Του φαινότανε ντροπή στ’ αλήθεια, να ’ρθει έτσι ξαφνικά το ξένο γουρούνι να φάει το πιο ώριμο αχλάδι από την αχλαδιά μπροστά στα μάτια του, καθώς του το ’λεγε και τον πείραζε ο μοραΐτης επιλοχίας Παδελόπουλος. Ο Σακαρέλος, με την αρχή που είχε να βαστιέται όσο μπορεί όξω από το σύνορο της κούλιας, ήταν ο αγαπητικός που παραχωρούσε μ’ όλη την καρδιά του της μικρότερης ξαδέρφης, μια και της χρειαζόταν ένας. Γι’ αυτό έβαζε τα δυνατά του να ξαναφέρει τα πράματα στη θέση τους.
Μα η Κούλα δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει:
- Πες τ’ να πάει στ’ς καφεαμάνισσις κι στ’ς χουρεύτρις, του έλεγε πάντα σαν την παρασκότιζε.
Ο Καραφωτιάς το ’λεγε του Σακαρέλου κι αυτό τόνε φρένιαζε πιο πολύ.
- Την άτιμη, να μου βγει και με το παραπάνω! Το αποφάσισε με τα σωστά να τη σκοτώσει.
Πώς θα το έφτανε ως εκεί, δεν το πίστευε ούτε ο Καραφωτιάς, ούτε ο Μαυλής, που το άκουγαν από το στόμα του. Μα ωστόσο για καλό και για κακό, κι ο Καραφωτιάς το είπε ο ίδιος της Κούλας κι ο Μαυλής της παράγγειλε με το Φωτούλα Τυλιγάδα να φυλάγεται λίγον καιρό, όσο να περάσει το μπουρίνι του βαλτινού.
Ο Σακαρέλος ο ίδιος δεν ξαναφάνηκε στο βελούχι, όμως η Κούλα βλέπει τον ίσκιο του να σέρνεται, άμα σουρουπώνει ολόγυρα στον πύργο. Κι όταν είναι φευγάτες οι αδερφές, διπλοσυρτώνεται από μέσα.
Γιατί άρχισε να φοβάται κι η Κούλα αληθινά. Κάθε στιγμή νομίζει πως ακούει το πάτημα του όξω στη σκάλα, της φαίνεται πως ανοίγει η πόρτα και χυμά μέσα η αγριεμένη όψη του.
Κι οι φόβοι της δεν ήταν κούφιοι. Ένα βράδυ, που η Φρόσω κι η Μαριώ λείπανε κι η Κούλα έμεινε μόνη με τη μικρή την Παναγιούλα, χτύπησε στ’ αλήθεια η πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα η Κούλα τρομαγμένη.
- Εγώ, απάντησε μια πνιχτή φωνή. Ήταν ο Μάνθος Σακαρέλος.
Η Κούλα δεν μπόρεσε να βγάλει τσιμουδιά. Η πόρτα ξαναχτύπησε.
- Άνοιξε, αλλιώς θα την τσακίσω.
Η Κούλα άδραξε την Παναγιούλα κι ακουμπήσανε με όση δύναμη είχαν πίσω από την πόρτα.
- Άνοιξε ή θα την τσακίσω, σου ’πα, ξαναμούγκρισε η φωνή απόξω.
- Φεύγ’, αλλιώς θα βγω στου παραθύρ’ να φωνάξω, φοβέριξε κι η Κούλα.
Δυνατότερη χτυπιά, σα να ήταν τώρα με το πόδι, τράνταξε την πόρτα. Και δεύτερη και τρίτη απανωτά.
Η Κούλα χύμηξε στην άλλη κάμαρα, την κλείδωσε και βγήκε στο μπαλκόνι φωνάζοντας.
Η Παναγιούλα, που έμεινε μέσα μόνη στο σκοτάδι, έβαλε και κείνη τους σκουσμούς.
Ο Φωτούλας Τυλιγάδας με δυο άλλους, που ακούσανε από το βελούχι, τρέξανε.
Πρι να φτάσουν όμως στην αυλόπορτα, ο Σακαρέλος έγινε άφαντος από το πίσω μέρος.
Η Φρόσω κι η Μαριώ, άμα γυρίσανε, βρήκανε την αδερφή με κομμένο το αίμα της. Δεν μπορούσε να τους διηγηθεί καλά καλά τι έγινε.
Η Φρόσω πήγε πρωί πρωί την άλλη μέρα στο διοικητή κι ο άγριος βαλτινός λοχίας διατάχτηκε να φύγει αμέσως για το λόχο, που είχε αποσπασμένον το τάγμα στα βουνά κοντά στα σύνορα.