Ο πρώτος βασιλέας της Ιταλίας

Από Βικιθήκη
Ὁ πρῶτος βασιλέας τῆς Ἰταλίας
Συγγραφέας:


Βωμὸς τὸ μνῆμα γίνεται,
σά, μὲς το κρύο του χῶμα
ψυχὴ μεγάλη ἀφίνοντας
τ’ ἀναπαμένο σῶμα,
ἔθνος ἑνόνει ὁλόκληρο
στοῦ χάρου τὸν καϊμό.

Ὡραῖο τῆς γῆς σου καύχημα,
τάχα μ’ ἀνδρεία καὶ γνώση
μαζὶ τὰ σκόρπια τέκνα της
δὲν εἶχες πρώτα ἑνώσῃ;
Ἄχ! πότε αὐτὰ σοῦ γύρεψαν
καὶ τέτοιο νέο δεσμό;

Μία μόνη θλίψη ἀμέτρητα
στήθη γενναῖα συντρίβει·
καί, ἀπὸ τὰ πλούσια μέγαρα
στὸ ταπεινὸ καλύβι,
μία κλάψα, ἕνα παράπονο
μὲ τ’ ὄνομά σου ἀκοῦς.

Λίγαις, ἀλήθεια, ἡ μέραις σου
ἂν ἀριθμοῦνται μόναις·
ἀλλ’ ἡ ζωή σου ἐβάσταξε
χρόνια πολλά κ’ αἰώναις,
ὅταν τὸ θαῦμα πὤκαμες
ξαναμετρήσῃ ὁ νοῦς.

Αἷμα εἶχε τρέξῃ ἀνώφελα·
βασίλευε ἡ τρομάρα·
καὶ σὺ τὸ σκῆπτρο, πὤπεσε
στὴν ἄτυχη Νοβάρα,
μὲ θάρρος ἀνασήκωσες
ψηλὰ στὸν οὐρανό.

Κ’ ἡ ἁγνὴ καρδιά σου ὡρκίστηκε
ἐλεύθερη καὶ μία
νὰ κάμῃς, ὦΤρισένδοξε,
τὴν ἴδιαν Ἰταλία,
ποῦ, χωρισμένη, ἐλάχτιζε,
πάλε σὲ νέο ζυγό.

Τὸν ἴσιο δρόμο ἀλάθευτα
μὲ τέτοια ἐπῆρες γνώμη,
καὶ στὸ μακρὺ ταξείδι σου
πάντα ἦταν ἄστρο ἡ Ρώμη·
ἄχ! τώρα ἐκεῖ ἀναπαύεσαι
στὸν ὕπνο τοῦ Χριστοῦ.

Σοῦ πρέπει ὁ τόπος· γύρω σου
τόσα τῆς τέχνης ἔργα,
τόσα μνημεῖα σοῦ πρέπουνε·
κ’ ἡ ἀπόχηρη Σουπέργα
παρηγοριέται, ἀκούοντας
ποῦ θὰ κοιμᾶσαι αὐτοῦ.

‘Σ ὅποια στεριὰ καὶ θάλασσα
τῆς οἰκουμένης τρέχει,
φτωχὸς δὲ βρίσκετ’ ἄνθρωπος
ἐλπίδα νὰ μὴν ἔχῃ
μὲ τ’ ἀκριβά του λείψανα
μία μέρα νὰ κλειστῇ.

Ὦ μέγα τῆς πατρίδας σου
χρυσοστεμμένο θῦμα,
σὺ τῶν προγόνων ἄφηκες
ἔρμο ἀπὸ σὲ τὸ μνῆμα,
τὶ αὐτὸ ἡ θλιμμένη ἐζήτησε
τῆς Ἰταλίας φωνή.

Τὸ θεῖο σου πνεῦμα ἐγιόμιζε
τ’ ἄθλια τ’ Οὐμβέρτου στήθη,
σὰν ὁ γενναῖος, δακρύζοντας,
νὰ τῆς εἰπῇ ἀγροικήθη:
Ἂς θάψῃ ἡ πρώτη χώρα σου
τὸν πρῶτο Βασιλιᾶ!

Στὴν ἴδια γῆ ποῦ σβύστηκες,
χρυσὴ τῆς γῆς σου ἀχτίδα,
τοῦ σκλάβου ἀπὸ τὸν ἵδρωτα
δὲ θἄχῃς πυραμίδα·
μνημεῖο γιὰ σὲ λαμπρότερο
τ’ ἄστρα θὰ ἰδοῦν ψηλά.

‘Σ αὐτὸ ποθάει τὴν πέτρα του
κάθε Ἰταλός νὰ φέρῃ·
καὶ γενεαὶς ἀμέτρηταις,
μέσ’ ἀπὸ ξένα μέρη,
τὸ γόνα ὀμπρὸς νὰ κλίνουνε
μὲ σεβασμὸ θὰ ίδῇς.

Ἐγώ, ποῦ, ἐκεῖθε ξέμακρα,
γιὰ σὲ τολμάω καὶ γράφω,
ἄλλο τραγοῦδι ἐγύρευα
στοῦ Ψαριανοῦ τὸν τάφο·
γι’ αὐτὸ κ’ οἱ δύο προβαίνετε
τώρα στὸ νοῦ μου ἐσεῖς.

Δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ σκῆπτρο σου,
ποῦ σὰν τὸν ἥλιο ἀστράφτει,
δὲν εἶναι ταπεινότερο
τ’ ἄγριο δαυλὶ τοῦ Ναύτη·
σᾶς βλέπω! - ἀγκαλιαστήκετε
μ’ ἀγάπη ἀδελφική.

Ἐκεῖθε πάνου, ὤ! κάμετε,
πνεύματα οὐράνια, θεῖα,
νὰ μείνουν ‘ς ὄμοιο ἀγκάλιασμα
Ἑλλάδα κ’ Ἰταλία,
ὅσο τ’ ὡραῖο σας ὄνομα
θὰ ἠχολογάῃ στὴ γῆ.