Ο πλάτανος
Ο πλάτανος Συγγραφέας: Από τη συλλογή «Πεζοί ρυθμοί» |
Ἐνῶ σάλευε ἀκόμα τὴ δύναμή του ὁ πλάτανος καὶ τὸ πράσινό του ἦταν σὰν καμπάνα τῆς χαρᾶς, ποὺ χτυπᾶ στὸ διάστημα, τὰ στρογγυλὰ σύννεφα τοῦ φθινοπώρου ὑψώθηκαν ἀκίνητα στὸν ὁρίζοντα - καὶ τὸν κοίταξαν.
Τότε ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ θάνατο.
Τὰ πρῶτα φύλλα του, ποὺ κιτρίνισαν, σὰ μάτια ποὺ ἄνοιξαν στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, εἶδαν τὸ ἄπειρο, ποὺ τὸν περίμενε - κι ὁ πλάτανος ἀνατρίχιασε στὴ σκέψη, πὼς θὰ γνωρίση τὸ σκοπό του.
Ἀπ’ τὸ ρυάκι, ποὺ τὸν ποτίζει, δὲν παίρνει πλέον τίποτε ὑλικό. Ἀκούει μονάχα τὸ τραγούδι τοῦ νεροῦ στὸ φεγγάρι.
Λίγο λίγο κιτρίνιζε. Λίγο λίγο ἔφταναν στὰ κλαριά του χρυσοὶ στοχασμοί. Ὥσπου μιὰ μέρα κρατώντας ὁλάκερο τὸ θησαυρό του, ἄστραψε μὲς στὸ σκοτεινὸ Δεκέμβρη κι ἔστησε μὲς στὸ πάρκο τὸ χρυσὸ πολυέλαιο τοῦ μαρασμοῦ του ἀκίνητο.Οὔτε ἕνα φύλλο δὲν τοῦ ἔμεινε πράσινο - τίποτε πιὰ δὲν τοῦ θυμίζει τὸν κόσμο.
Σὰν ἄγγιξε ἔτσι τὴν τελειότητα, ἔριξε τὸ πρῶτο του μαραμένο φύλλο - μήνυμα, πὼς εἶν’ ἕτοιμος.
Καὶ τ’ ἄλλα φύλλα, βλέποντας ἐκεῖνο μὲ ποιά γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν νὰ πεθάνουν σύμφωνα μὲ τὴν ἐνθύμησή του. Δίχως τὴ βοήθεια τοῦ ἀνέμου, ἀποχαιρετώντας τὸ κλαδὶ καὶ σταματώντας γιὰ μιὰ στιγμὴ στὸν ἀέρα, σὰν πουλί, ποὺ ζυγιάζει τὰ φτερά του, ἔπεφταν μὲ κίνημα ἄξιο τῶν ψυχῶν, ποὺ γνώρισαν τὸ Μοιραῖο καὶ δὲν ἔχουν γελαστῆ.