Ο μεγάλος ίσκιος

Από Βικιθήκη
Ὁ μεγάλος ἴσκιος
Συγγραφέας:
Σελ. 385-397, τ.5-6 (784-785), Χρονιά ΚΑ΄ (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1924) του περιοδικού «Νουμάς»


Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΙΣΚΙΟΣ

Τόσους μῆνες τώρα ποὺ ἦταν ἄρρωστη ἡ Γιασεμή, ποτὲ δὲ συλλογίστηκε τὸ θάνατο. Δηλαδή, ποτὲ δὲ συλλογίστηκε πὼς θὰ πεθάνῃ. Ἡ ζωὴ μέσα της δὲν εἶχε λυώση, ἀφοῦ δὲν εἶχε κάμη παρὰ λίγα βήματα πάνω στὸν κύκλο ποὺ ὁρίζ’ ἡ μοῖρα τῶν ἀνθρώπων.

Ὅταν μάθαινε πὼς πέθανε ὁ τάδες, νὰ ποῦμε, λυπόταν τὸν ἄνθρωπο, νέο ἢ γέρο, ὕστερα τοὺς δικούς του —ἂν ἄφηνε πίσω του δικούς—, καὶ ἡσύχαζε· ὁ θάνατος ἤτανε γι’ αὐτὴν ἕνα πρᾶμα πολὺ μακρινό, καὶ οἱ πεθαμένοι ἦταν οἱ ἄλλοι, οἱ ξένοι, ποὺ εἶχαν τὸ δικό τους λογαριασμό. Ἡ νιότη της ποτὲ δὲν ἐκάθησε νὰ σκεφτῇ τὰ ὅσα ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ καλοσυλλογᾶται ἀπὸ τὰ τριάντα κι ἀπάνω. Ἡ φθορὰ καὶ ἡ ἀφθαρσία, τὸ χῶμα καὶ ἡ ἀποσύνθεση, τὸ «σκωλήκων βρῶμα» τῶν παπάδων καὶ τὰ σκελετωμένα κρανία, —μὰ ὅλ’ αὐτὰ εἶναι γιὰ κείνους ποὺ ἀρχίζουν νὰ μὴν προφταίνουν νὰ μετροῦν τὶς ἄσπρες τους τρίχες καὶ ποὺ πολεμοῦν νὰ σκεπάσουν μὲ χίλια βάσανα τὸ ἀραίωμα τῆς χωρίστρας τους. Καὶ ἡ Γιασεμὴ ἔχει μαῦρα μαλλιά, γυαλιστερά, θεριεμένα, μὰ καθὼς οἱ δυό της κοτσίδες πέφτουν βαρειὲς ἀπάνω στὸ κάτασπρο μαξιλάρι, μοιάζουν σὰ δυὸ ἁλυσίδες ποὺ τὴ δένουν σφιχτὰ πάνω στὸ κρεββάτι τῆς ἀρρώστειας.

Κ’ ἔτσι, ἀνάσκελα, μὲ τὰ διάφανα χεράκια ἀφημένα στὴ χνουδωτὴ κουβέρτα, κοιτάζει τὸ ταβάνι, τὰ κουφώματα, τὰ ἔπιπλα, τοὺς τέσσερης τοίχους... τέσσερης!.. μὰ ὄχι, δὲν εἶναι ἀκριβῶς τόσοι· τὸ δωμάτιο εἶναι στραβό· πίσω ἀπὸ τὸ κεφάλι της ὁ τοῖχος εἶναι πλατύς· οἱ δυὸ πλευρικοὶ τοῖχοι λοξοὶ καὶ ὅσο προχωροῦν, στενεύουν, στενεύουν, δὲν ἀφήνουν χῶρο γιὰ τὸν τέταρτο τοῖχο· μόλις ὑπάρχει θέση γιὰ τὴ μονόφυλλη πόρτα ποὺ ἀνοίγει στὴν ἄλλη κάμαρα.

Σηκώνει πάλι τὰ μάτια... Τὸ ταβάνι ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρές ἔχει μιὰ πλατειὰ κανελλιὰ γραμμὴ ποὺ ὁρίζει τὸ σχῆμα τῆς κάμαρας... Θεέ μου! πῶς μοιάζει τὸ σχῆμ’ αὐτὸ μὲ κάσσα... εἶν’ ἀκόμα καὶ τὰ πολύχρωμα κοσμήματα ποὺ τὴ γεμίζουν: γαλάζια, κόκκινα, κίτριν’ ἀνθάκια... μπρὸς πηγαίνουν τὰ ξαφτέρυγα, οἱ παπάδες... πίσω κλαίει ἡ μάννα... καὶ κόσμος!.. καθὼς περνᾶνε, τ’ ἀνοιχτὰ παράθυρα κλείνουν γρήγορα, τὰ κλειστὰ κουφώνονται κι ἀπὸ μέσα κρυφοκοιτάζουν μάτια τρομαγμένα... τὸν κακομοίρη τὸ Μῆτσο... μὲ 39 πυρετό, σηκώθηκε νὰ πάῃ στὸ μαγαζί, νὰ μὴ μείνῃ κλειστὸ... μόλις μπῆκε μέσα, ἔπεσε χάμω ξερός· ὅσο νὰν τόνε πᾶνε σπίτι του, ξεψύχησε.

Ἡ μητέρα της ποὺ εἶχε μπῆ πατώντας στὰ νύχια, τὴν κοίταξε λίγες στιγμὲς καὶ τρόμαξε. «Μήπως ἀγγελοφοριέται; » Τὴ ρώτησε λοιπὸν σιγὰ —σιγά, μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια:

— Κοιμᾶσαι;

Ἐγύρισε μόνο τὰ μεγαλωμὲν’ ἀπ’ τὴν ἀρρώστεια μάτια της καὶ εἶπε κ’ ἐκείνη σιγά:

— Ὄχι.

— Σοῦ ἔφερα γάλα... θέλεις;

— Ὄχι, ξανάπε· κάνει ζέστη.

Ἡ μητέρ’ ἀκουμπᾷ τὴν τσάσκα μὲ προσοχὴ στὸ τραπεζάκι, προχωρεῖ πολὺ ἀλαφρά, παραμερίζει τοὺς μπερντέδες, κι ἀνοίγει τὸ παράθυρο ποὺ εἶναι δίπλα στὸ κρεββάτι, πάρα πέρα...

Ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας χύθηκε μὲς στὴ στενὴ καμαρούλα φέρνοντας τὴν ἀνακατεμένη βουὴ τῶν μακρινῶν δρόμων, καμωμένη ἀπὸ ἀντίλαλους πραγμάτων, ἀπὸ φωνὲς καὶ γέλια ἀνθρώπων, ἢ ποιὸς ξέρει ἀπὸ τί θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς πονεμένων ψυχῶν.

Ἡ Γιασεμὴ πῆρε μιὰ βαθειὰ ἀναπνοή, ἔσιαξε τὸ σεντόνι κάτω ἀπὸ τὸ σαγόνι της, ἔκανε νὰ γυρίσῃ...

— Μαμά, γύρισέ με...

Ἡ μητέρα τὴν ἔπιασε ὅπως θἄπιανε ἕνα φαρφουρένιο βαζάκι καὶ τὴ γύρισε κατὰ τὸ παράθυρο.

— Θέλεις ν’ ἀνακαθήσῃς;

— Ὄχι, ἔμουρμούρισε στηλώνοντας τὰ μάτια στὸ κάτω τζάμι τοῦ ἀνοιχτοῦ παραθυρόφυλλου.

«Ὄχι;» — ὄχι· «ναί;» — ναί· ἡ μητέρα δὲν ἔφερνε ποτὲ ἀντίσταση. «Μὴν τὴ στενοχωρᾶτε», εἶχε πῆ ὁ γιατρός, «ἀφῆστε την νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει... Κ’ ἔπειτα ἡ φύσις καὶ ἡ νεότης κάνουν θαύματα». Καὶ τότε ἡ μητέρα — εἶναι τώρα τρεῖς μέρες — καθὼς ἔμεινε μόνη, κλείστηκε στὴν κουζίνα καὶ ὅση ὥρα ἔκανε τίς χοντροδουλειές της, τὰ μάτια της πήγαιναν ποτάμι. Τὰ μάτια της πήγαιναν ποτάμι κι ὁ νοῦς της δερνόταν ἄθελά του καὶ μοιρολογοῦσε...

Νἄχα τὸ στῆθος μάρμαρο καὶ τὴν καρδιὰ κουδούνι.
Γιὰ νὰ βαράω τὸ μάρμαρο νὰ τρίζῃ τὸ κουδούνι...
Νἄρχουνται μάτια θλιβερά...

Σε λίγο, στὸ φιλντισένιο προσωπάκι τῆς ἄρρωστης χύθηκε μιὰν ἀχνὴ ἔκφραση χαρᾶς: μὲς στὸ τζάμι καθρεφτιζόταν ἡ ζωὴ τοῦ δρόμου, ἀχνὴ κι αὐτή, παραμορφωμένη λίγο ἀπ’ τίς τρεμουλιάρικες γραμμὲς ποὺ ἔσπαζαν καὶ ξαναδένουνταν μὲς στὸ πρόστυχο γυαλὶ τοῦ παραθυρόφυλλου ποὺ σάλευε πότε—πότε. Νὰ ὁ ἐμποράκος τῆς γειτονιᾶ, πρῶτα εἶχε τίς μόστρες του φορτωμένες σ’ ἕνα γαϊδουράκι καὶ διαλαλοῦσε τίς πραμάτειες του μὲ τὴ δυνατὴ του φωνή. Τώρα τίς φορτώθηκε μόνος του κ’ ἔχει μάλιστα καὶ τ’ ἀριστερό του χέρι τεντωμένο σὰν ξύλο κι ἀπὸ κεῖ κρέμεται τὸ «ἀμερικάνικο πανί, μιάμιση πήχη τὸ φάρδος, ἑξήμιση δραχμὲς ὁ πῆχυς... » Θαρεῖς πὼς ἡ φωνή του βγαίνει τώρ’ ἀπὸ σπασμένο καλάμι. Εἶχε, λέει, μιὰ κόρη καὶ τοῦ πέθανε, πούλησε καὶ τὸ γαϊδουράκι του...

Νά, τώρα στὸ γωνιακὸ σπιτάκι στὴν πόρτα, εἶναι μάζωξη. Ἐκεῖ μέσα κάθεται μιὰ χαρτορίχτρα μισόγρια, μισόκουφη· δὲν τὴν ἀφήνουν ποτὲ σὲ ἡσυχία. Τώρα στέκεται μὲ τὸ μπαστουνάκι της στὸ πεζοδρόμιο καὶ ξεφωνίζει: —Εἶμαι κυρία ὅπως πρέπει! Ἔχω υἱὸν ἠθοποιόν! —Οὔστ, οὔστ, μουστόγρια! τῆς φωνάζουν τὰ παιδιά. —Τώρα θὰ φέρω ἀμέσως τὸ χωροφύλακα, νὰ σᾶς δείξω ἐγὼ ποιὰ εἶμαι... Δημητρόπουλος: μάρτυρας, —δείχνει κάποιον ποὺ χαζεύει, Θεοδώρου: μάρτυρας! Μάλιστα!.. ὑπέβαλα μήνυση... ἔννοια σας!.. θὰ σᾶς δείξω ἐγὼ ποιὰ εἶμαι!.. Καὶ παίρνει δρόμο. Νάτηνε: τόκ, τόκ, τὸ μπαστουνάκι της— καὶ δὲν εἶναι πολὺ πιὸ ψηλὴ ἀπὸ δαῦτο—πάει βιαστικὴ κουτσαίνοντας· κάτω ἀπ’ τὴ μασκάλη της σφίγκει ἕνα πακετάκι, τυλιγμένο σὲ παλιοεφημερίδα· κι ὥς τόσο, ἀλήθεια, ἔχει κάτι ἀρχοντικὸ ἀπάνω της. Οὕτε γυρίζει πίσω της νὰ δῇ κι ὅλο παραμιλάει. Ἀπόκοντα ἡ μαρίδα ἀλαλάζει.

Ἄξαφνα τὰ μάτια τῆς Γιασεμῆς θολώνουν.

— Τί ἔχεις; ρωτᾷ ἡ μητέρα.

— Τὰ παιδιὰ πετᾶνε πέτρες στὴν κυρὰ—Πολυξένη.

Ἡ μητέρα σκύβει ἀπὸ τὸ παράθυρο, μαλλώνει τοὺς μάγκες.

— Ἔννοια σου, Γιασεμή μου, ἡ κυρὰ Πολυξένη οὔτε φαίνεται. Θέλεις νὰ κλείσω τὰ παντζούρια νὰ ἡσυχάσης;

— Ναί. Θὰ πιῶ καὶ τὸ γάλα μου.

Τώρα ἡ καμαρούλα εἶναι μισοσκόταδη καὶ ἥσυχη. Νὰ πάλι οἱ λοξοὶ τοῖχοι, ἡ κανελλιὰ γραμμή, τὰ γαλαζοκόκκιν’ ἀνθάκια... Μπᾶ!.. κάτω ἀπὸ τὸ μπαγδατί, καθὼς οἱ μισόκλειστες γρίλλιες στέλνουν ψηλὰ τὸ μεσημεριάτικο φῶς, σχηματίζεται ἕνα φωτερὸ διάζωμα γύρω—γύρω, ἐνῷ ἀπὸ κεῖ καὶ κάτου οἱ τοῖχοι εἶναι μισοσκότεινοι. Τί ὡραῖα, Χριστέ μου! Ἀπάνω στὸ φωτισμένο διάζωμα ἀρχίζουν νὰ περνοῦνε ἰσκιερὰ ἀνθρωπάκια, κάρρα, ἁμάξια, —ὅ, τι περνάει ἀπ’ ὄξω, — φέρνουν βόλτα - βόλτα τοὺς τρεῖς τοίχους, κ’ ὕστερα χάνουνται στὸ θεοσκότεινο τοῖχο ποὺ εἶναι πίσω ἀπὸ τὸ προσκεφάλι της. Καὶ τ’ ἀνθρωπάκια τὰ ἰσκιερὰ πᾶνε πατώντας στὴ γραμμὴ ποὺ χωρίζει τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Καμμιὰ φορά, τὸ ἕνα ἔρχετ’ ἀπὸ δῶ καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ κεῖ. Συναπαντιοῦνται, ἀνεβοκατεβάζουν τὰ χέρια τους, - βέβαια χέρια εἶναι αὐτὲς οἱ διάφανες γραμμὲς ποὺ σαλεύουν σὰ νὰ κάνουνε σταυρό, —καὶ κουνᾶνε τὰ κεφαλάκια τους, ἀποχωρίζουνται, κι ὅταν φτάνουν στὴ σκοτεινὴ ἄβυσσο, κοντοστέκουνται, διστάζουν ὕστερα μ’ ἕνα βῆμα πέφτουν μὲς στὸ σκοτάδι. Καὶ τ’ ἁμάξια... τί ὡραῖα! Γρήγορα — γρήγορα κυλοῦν οἱ ρόδες, τρέχουν τὰ διάφαν’ ἄλογα χωρὶς κρότο, γλιστροῦν ὅλα μαλακὰ- μαλακά, ὥσπου τὴν παίρνει ὁ ὕπνος. Κι ὣς τόσο τ’ ἀνθρωπάκια τὰ ἰσκιερὰ πᾶνε κ’ ἔρχουνται βουβά, ἄλλα γρήγορα, ἄλλ’ ἀργά... καὶ σὰ νὰ σκύβουν ἀπ’ τὸ φωτισμένο τους κόσμο κάτω, στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη καὶ βαθειὰ κάσσα, ὅπου κοιμᾶται μιὰ ζωντανὴ Ἰουλιέττα σὰν πεθαμένη, κι ὀνειριάζεται πὼς κάποιο ἁμάξι ποὺ γλιστρᾷ. μαλακὰ —μαλακὰ στ’ ὄνειρό της, τῆς φέρνει ἀπὸ μακρινὲς χῶρες τὸν ἀργοπορημένο της Ρωμαῖο. Κι ὅλα σιγὰ, κι ὅλο σιγά, νὰ μὴν ταραχτῇ ὁ ὕπνος τῆς παιδούλας, ὥσπου τὸ σούρουπο ρίχνει τὴ θαμπή του αὐλαία καὶ ἡ κοιμάμενη βασιλοπούλα τοῦ ὀνείρου ταξιδεύει στὰ βάθη, ἀνάμεσα φθορᾶς καὶ ἀφθαρσίας.

Ὅταν ξύπνησε, εἶπε στὴ μητέρα της νὰν τῆς βάλῃ τὰ προσκέφαλα ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τοῦ κρεββατιοῦ, γιὰ νἄχῃ ἀντίκρυ της τὸ παράθυρο τὴν παρακαλεῖ νὰν τ’ ἀνοίξῃ, νὰ δῇ τὸ κομμάτι τ’ οὐρανοῦ ποὺ τῆς ἄφην’ ἐλεύθερο τὸ ἀντικρυνὸ μεγάλο σπίτι, μὲ τὰ κλειστὰ του πάντα παράθυρα καὶ τοὺς φαρδιούς, ἄσπρους τοίχους... «Τί εἶπε ὁ γιατρός;.. Ἄ ἔτσι... καλά: θὰ κάνῃ ὑπομονή. Τί ἄλλο νὰ κάνῃ; Καὶ ὁ λίγος πυρετός;.. «Δὲν εἶναι τίποτα εἶναι τῆς ἀδυναμίας· νὰ μὴ δίνῃ σημασία, εἶπε ὁ γιατρός.» Καλὰ, δὲ δίνει σημασία. Γιατὶ δὲν τὴν ξύπνησαν, νὰ δῇ τὸ σφυγμό της, νὰν τοὔλεγε τί ἔνοιωθε δωνά... «Ὄχι, ὁ γιατρὸς εἶπε ὄχι, νὰ μὴν τὴ ξυπνήσουν, Ὅ, τι κάνει ὁ ὕπνος δὲν τὸ κάνουν χίλια γιατρικά. Ὁ ὕπνος ἀναπλάσσει τοὺς ἱστούς, ναί, ἔτσι τὸ εἶπε ὁ γιατρός. Καὶ εἶπε ἀκόμα καὶ νὰ μὴν πατήσῃ τὸ πόδι της κάτω, γιὰ νὰ προλάβωμε καμμιὰ νέα ὑποτροπή...» Ὅλα τοῦτα τὰ σπουδαῖα τὰ λέει ὁ γιατρὸς κι αὐτὴ πάλι παρηγοριέται.

«Ἦρθε τοὐλάχιστο ἡ Ἑλενίτσα σήμερα; Ἔχει σωστὲς δεκαοχτὼ μέρες νὰ ρθῇ... Δὲν ἔρχεται πιά...»

— Ἦρθε τὴν ὥρα ποὺ κοιμώσουνα... λέει ἡ μητέρα καὶ σκύβει πίσω ἀπὸ τὴν ἄρρωστη κάνοντας πὼς σιάζει τὰ προσκέφαλα.

— Κι αὐτὴ ἀκόμα τὴν ὥρα ποὺ κοιμώμουνα; ρωτᾷ ἡ Γιασεμὴ καὶ κοιτάζει ἀπελπισμένη τὸν οὐρανὸ ποὺ ἀντιφεγγίζει ἀπάνω ἀπὸ τὰ σπίτια σὰ θαμπὸς καθρέφτης ἀντίκρυ σὲ μακρινὸ φῶς.

Κατὰ τὴ δύσῃ ἁπλώνουνται μικρά, μικρὰ ούννεφα σὰν ἕνα κοπάδι περιστεριῶν ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ ἄλλες χῶρες καὶ καθὼς χάνουνται, ἀφήνουν ἐδῶ καὶ κεῖ κάνα διάφανο πούπουλο, ποὺ τὸ παίρνει κι αυτὸ ὁ βραδινὸς ἀέρας· ἕνα, δυὸ ἀστρουλάκια, ποὺ μόλις διακρίνονται, φάνηκαν σὰν κεφαλάκια καρφίτσας ἀπάνω σὲ μπλάβο, τεντωμένο ἀτλάζι.

Ἀνάμεσα στὸ κεραμιδένιο φιστόνι καὶ στοὺς ριχμοὺς τῆς ἀντικρινῆς σκεπῆς σειοῦνται μερικὰ χορταράκια, κ’ ἕνα τρέμουλο βιολιοῦ συντροφεύει τὴ βραδινή τους ἔκσταση, Ποιὸς νὰν τὸ πῇ; Καὶ ὅμως ἔτσι εἶναι: κάπου κάποιος παίζει βιολί, Θεέ μου, πόσα ὡραία πράματα σοῦ δίν’ ἡ ζωή... Καὶ τὰ μάτια τῆς Γιασεμῆς ποὺ «ἔχουν ἔρωτα γιὰ τὸν ἀπάνω κόσμο» κλείνουν καὶ τα τσίνορά της εἶναι ὑγρά.

— Ποιὸς παίζει βιολί;

— Ἐδῶ δίπλα... αὐτὸς ποὺ περιμένανε ἀπ’ τὴ Βιέννη τόσον καιρό, κι ὅλο λέγανε πὼς θὰ ρθῇ...

Ἡ τελευταία δοξαριὰ τοῦ βιολιοῦ εἶχε σβύση τόσο παθητικά, καὶ τὸ πιτσικάτο ἤτανε τόσο γλυκὸ πού, ὅποιος καλότυχος τἄκουσε, νόμισε πὼς ἕνα βελουδένιο χέρι τοῦ εἶχε ἀγγίξη τὴν ψυχή.

Ἄξαφνα, στὸν τοῖχο τοῦ ἀντικρινοῦ σπιτιοῦ φάνηκε ἕνα μεγάλο φωτεινὸ τετράγωνο, καὶ στὴ μέση ἦρθε καὶ στάθηκ’ ἕνας ἴσκιος μὲ χτυπητὲς γραμμὲς ποὺ σημαδευαν μιὰν ἀντρίκεια κορμοστασιά, ἕνα κεφάλι μὲ πλούσια μαλλιά, κ’ ἕνα λεπτοκάμωτο βιολί. Ὁ ἴσκιος ἀκούμπησε λίγο στὸν παραστάτη κ’ ὕστερα χάθηκε.

Ἡ Γιασεμὴ περιμένει ν’ ἀκούσῃ πάλι ἤ νὰ δῇ, μὰ δὲ βλέπει παρὰ τὸ μεγάλο φωτισμένο τετράγωνο ποὺ ἔμεινε λίγη ὥρα στὸν τοῖχο κ’ ὕστερα χάθηκε κι αὐτό. Κι ὄξω, τὸ σκοτάδι πύκνωσε, κρεμάστηκε παντοῦ καὶ τὰ σκέπασε ὅλα. Τυλίχτηκε ὥς καὶ στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, κι ὅλο τὸ βράδι ἡ ἄρρωστη ἔφτιανε στὸν τοῖχο της ἀνθρωπάκια μὲ τὸ φῶς τῆς λάμπας κ’ ἐστεναχωριόταν ποὺ δὲν τῆς πετύχαινε κανένα, γιατὶ τρέμανε τὰ χέρια της... κοίτα, κοίτα... νὰ μὴ μπορῇ νὰ μοιάσῃ οὔτ’ ἕνα μὲ τὸν ἀντικρινὸ ἴσκιο!.. Καὶ πολεμοῦσε μὲ τὰ λιγνά της δαχτυλάκια, ὥσπου τὴν ἐπῆρε ὁ ὕπνος.


Τὶ θὰ κάμουμε σήμερα; Θἄρθῃ ὁ γιατρὸς γιὰ τὴ μεγάλη ἔνεση. Ἄχ, ἐκεῖνα τὰ μπαμπάκια, κ’ ἐκείνη ἡ βελόνα ποὺ βράζει, καὶ τὸ ἄντε—κ’ ἔλα τῆς μητέρας μὲ τὰ μικροπράματα ποὺ τρέμουνε στὰ χέρια της οὰν τὴ φωνή της ποὺ βγαίνει κομματιασμένη,.. Κ’ ὕστερα οἱ τρομασμένες της ματιὲς καὶ τὸ χαμόγελο τοῦ γιατροῦ ποὺ πιστεύει στὴ δύναμη τῆς νιότης...

Ὅλ’ αὐτὰ σήμερα τέλειωσαν πιὸ εὔκολα μὲ τὴν ἐλπίδα μιᾶς βραδινῆς ἁρμονίας... Μὰ ἀπόψε στὸ μεγάλο φωτεινὸ τετράγωνο φάνηκε ὁ ἴσκιος δίχως τὸ βιολί του· ἀκουμποῦσε πάλι στὸν παραστάτη καὶ κάπνιζε. Ναί, βέβαια, τσιγάρο εἶν’ αὐτὸ τὸ πραματάκι ποὺ μένει πότε στὰ χείλη, πότε στὰ δάχτυλα σὰ νὰ βρίσκεται ὁ καπνιστὴς σὲ ἔκσταση. Ὣς μὲς στὰ σπλάχνα της ἡ Γιασεμὴ θαρεῖ πὼς νοιώθει τὴν εὐωδιὰ τοῦ καπνοῦ κι ἀνασαίνει βαθειά, ἔτσι, ἄθελά της. τί μαλακὰ ποὺ γλιστροῦνε γύρω στὸν ἴσκιο οἱ καμπύλες: μέτωπο, μύτη, στῆθος... καθὼς κουνιέται, φαίνεται καὶ μιὰ ἀκρούλα μουστακιοῦ. Ὤ, κ’ ἐκεῖνα τὰ μαλλιά... πότε —πότε τὰ τινάζει πίσω, τὰ στρώνει μὲ τὰ δυό του χέρια, κρατώντας τὸ τσιγάρο στὸ στόμα... τώρα νά!.. πέταξε τὸ ἀποτσίγαρο στὸ δρόμο· ρούφηξε μιὰ καὶ τὸ πέταξε. Τὶ ὡραῖα ποὺ τινάχτηκε κεῖνο τὸ χέρι!..

Ἡ μητέρα φέρνει ἄξαφνα τὴ λάμπα καὶ πάει νὰ κλείσῃ τὰ παντζούρια.

Ἡ Γιασεμὴ πετιέται μὲ ὅση της δύναμη σὰν τρομαγμένη:

— Ὄχι, ὄχι!.. Μή!

Ἀνάμεσα σ’ αὐτὴν καὶ στὸν ἀντικρυνὸ ἴσκιο στάθηκε ἡ μητέρα της σαστισμένη,

— Τὶ εἶναι:

Κοιτάζει γύρω της, παραμερίζει... Ἡ Γιασεμὴ τεντώνει τὸ λαιμό. τὰ μάτια.. Σκοτάδι. Τίποτα. Πέφτει στὸ προσκεφάλι της λυπημένη.

— Ὤ, μαμά...

Τὸ μέτωπό της εἶναι μούσκεμα, καὶ τὰ μάτια της φουσκώνουν ἀπὸ δάκρυα. Θεέ μου, τὶ ἔχει; ρωτᾷ ἡ μητέρα, τί ἤτανε; Μήπως θέλῃ τίποτα; Μήπως τὴς πονῇ ἐδῶ... ἐκεῖ;...

Ὄχι. τίποτα... κι αὐτὴ δὲν ξέρει πῶς τῆς φάνηκε. δὲν ἤτανε τίποτα

Κι ὅλο τὸ βράδι αὐτὴ εἶναι ἀμίλητη σὰν κακιωμένη, καὶ ἡ μητέρα πικραμένη, γιατὶ νοιώθει πὼς κάτι ἔκανε ποὺ τὴ στεναχώρεσε τὴ Γιασεμὴ καὶ στέκεται ἡ καϋμένη σὰ φταίχτης.

Τὸ πρωί, καθὼς ἄστραφταν πότε—πότε στὸν ἀνοιξιάτικο οὐρανὸ περαστικὲς φτεροῦγες ἄσπρων πουλιῶν, ἀκούστηκε πάλι τὸ δοξάρι τοῦ βιολιοῦ γρήγορο, σὰ νὰ βιαζόταν ν’ ἀνέβη τὴ μουσικὴ σκάλα ποὺ σὲ παίρνει ἀπὸ τὴ γῆ καὶ σὲ φέρνει ἴσια στὸν οὐρανό.

Τὸ πρόσωπο τῆς Γιασεμῆς ξεσυννέφιαοε· κοίταξε τὴ μητέρα της χαμογελαστή.

— Αὐτὸς δίπλα... ποὺ ὅλο τὸν περιμένανε ἀπὸ τὴ Βιέννη...

— Ναί, ἦρθε τὶς προάλλες. Παίζει, ἀλήθεια...

— Σς!.. γνέφει στὴ μητέρα της καὶ μὲ τὰ μάτια κλειστὰ ἀκούει καὶ παρηγοριέται. Στὸ χλωμό της πρόσωπο ἀναβαίνει ἕνα χαμόγελο καὶ λίγο χρῶμα. Ἡ μητέρα κοιτάζει τὸ χαμόγελο καὶ παρηγοριέται καὶ κείνη, Ἂς ἔχῃ τὰ χίλια καλὰ αὐτὸς ὁ ἀνέλπιστος γείτονας, ποὺ τοὺς κάνει τόσο καλό.

Νάτος τὸ βράδι στὴ συνειθισμένη του θέση. Ἡ Γιασεμὴ φοβᾶται μὴν τὴς κλείσῃ πάλι ἡ μητέρα τὸ παράθυρο. Μὰ ἐκείνη βάζει τὰ δυό της χέρια στὰ χείλη τοῦ κρεββατιοῦ, γέρνει λιγάκι καὶ τῆς λέει:

— Νὰ μὴ φέρω ἀκόμα τὴ λάμπα, ἔ; Καὶ τῆς κουμπώνει μπροστὰ τὸ νυχτικό, τῆς στρώνει τὰ μαλλιὰ κ’ ἔτσι βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰν τὴς ἀγγίξῃ μὲ τρόπο τὸ μάγουλο: δὲν ἔχει πυρετό.

— Πῆρε ὅμως δροσιὰ· νὰ κλείσω.

— Ὄχι, ὄχι, κάν’ ἡ Γιασεμὴ μὲ παράπονο.

Πάλι «ὄχι», μὰ γιατί; συλλογᾶται ἡ μάννα καὶ ἀφοῦ τὴ μπουμπούλωσε μ’ ἕνα μεγάλο σάλι, κάθεται κι αὐτὴ στὰ σκοτεινά, δίπλα της. Θεέ μου, ἐτοῦτο τὸ σκοτάδι ποὺ τίς ζώνει καὶ τίς δυὸ ἀπὸ παντοῦ, μέσα στὴ στενὴ καμαρούλα, πόσο τήνε βαραίνει· τῆς φαίνεται πὼς βουλιάει μέσα σ’ ἕναν τάφο... σ’ ἕναν τάφο, ὅπου σύρθηκαν μαζὶ καὶ θάφτηκαν ἀνθρώποι καὶ πράματα... Κι ὥς τόσο, ἀπόξω οἱ ἄλλοι ζοῦνε, πηγαινοέρχουνται στίς δουλειές τους... ἀπὸ πάνω τ’ ἀστέρια φέγγουνε, τὰ σύννεφα ταξιδεύουν, τὰ δέντρα πρασινοφυλλιάζουν... Τῆς ξανάρχουνται στὸ νοῦ τὰ λόγια τοῦ γιατροῦ · «Ἀφῆστε την νὰ κάνῃ ὅ, τι θέλει... » Ἀνοιξιάτικες εὐωδιὲς γεμίζουν τὸ καμαράκι· ἔρχουνται ἀπὸ πολὺ μακριά... Μέσα της ἀστράφτουν οἱ κάμποι μὲ τὸ νιοθέριστο χορτάρι, μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σκύβουνε στὴ δουλειὰ καὶ ἀνασηκώνουνται γεμάτοι ζωή... Ἡ φύση τῆς φέρνει μακρυνὰ μηνύματα· ναί, στὰ σκοτεινά του λόγια ὁ γιατρὸς ἄνοιξε κ’ ἕνα παράθυρο: «... ἡ φύσις κάνει θαύματα...»

Ἄξαφνα τὴν πιάνει ἕνας φόβος!.. Σκύβει, ψαχουλεύει... ὄχι, ὄχι· ἀνασαίνει τὸ παιδί της καὶ μάλιστα τῆς πιάνει καὶ τὸ χέρι.

— Γιὰ δές, μαμά· αὐτὸς εἶναι;

Ἡ μητέρα σκύβει, κοιτάζει λίγο κι ἀποκρίνεται:

— Ναί, αὐτός.

Τί ὡραῖα ποὺ νοιώθουνται τώρα! Γι’ αὐτὸ δὲ θέλει νὰν τῆς κλείσῃ τὸ παράθυρο. Βλέπει τὸ καϋμένο κάτι καὶ τῆς περνᾷ ἡ ὥρα..

«Αὐτὸς» λοιπὸν εἶναι μὲ τὸ καπέλλο στὸ κεφάλι· τώρα τὸ βγάζει, ἀερίζεται ἀργά, ἀργά... καὶ ὅμως δὲν κάνει ζέστη. Ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποῦ μακριὰ ἔρχεται· τώρα γυρίζει πρὸς τὰ μέσα καὶ τὸ πετᾷ κάπου... σε κανένα καναπέ, ἤ στὸ τραπέζι, ποιὸς ξέρει... Βάζει τὰ χέρια στίς τσέπες τοῦ πανταλονιοῦ καὶ στέκεται ὁλόϊσος μὲς στὴ μέση τοῦ φωτεινοῦ τετράγωνου μὲ τὸ κεφάλι ψηλά.

— Εἶναι λίγο παχύς...

— Ὄχι· ὁ ἴσκιος τόνε δείχνει ἔτσι.

— Τόνε ξέρεις;

— Ναί. Τὸν εἶδα χτὲς ποὺ ἅπλωνα στὴν ταράτσα, Εἶναι ὡραῖο παλληκάρι κ’ εὐγενικό· καθὼς ἀνέβαινε τὴ σκάλα του, ἐγὼ ἔσκυψα νὰ δῶ, καὶ τότε αὐτὸς ἔβγαλε τὸ καπέλλο του καὶ μὲ χαιρέτησε.

Τὸ χέρι της Γιασεμῆς τρέμει μὲς στὸ χέρι τῆς μητέρας... «Τήνε χαιρέτησε; Αὔριο μπορεῖ καὶ νὰν τῆς μιλήσῃ... Ἡ μαμά θὰν τοῦ πῇ: —Ξαίρετε; Ἔχω τὴ Γιασεμή μου ἄρρωστη· ἄς εἶστε καλὰ ποὺ τὴ διασκεδάζετε μὲ τὴ μουσική σας»...

— Γιατὶ τρέμεις; ρωτᾷ ἡ μητέρα.

— Δὲν ξαίρω, μαμά...

— Μήπως κρυώνῃς;

— Καθόλου!

Κι ἀλήθεια: δὲν ξαίρει γιατὶ τρεμούλιαξε σύγκορμη, ὅταν τὴς εἶπε ἡ μητέρα της: «καὶ τότε αὐτὸς ἔβγαλε τὸ καπέλλο του καὶ μὲ χαιρέτησε»

Νάτονε πάλι «αὐτὸς» ποὺ γύρισε ξαφνικὰ πρὸς τὰ μέσα καὶ κάτι εἶπε σὲ κάποιο· κάνει μιὰ χειρονομία, σὰ νὰ λέῃ: «καλὰ, καλά», καὶ πάλι στέκεται στὸ παράθυρο ἀκούνητος, σὰ μπρούντζινο ἄγαλμα. Σὲ λίγο σκύβει ἔξω, κοιτάζει μιὰ πρὸς τὰ κάτω, κ’ ὕστερα μπαίνει, κάθεται στὸ τραπέζι του... νά, νά... αὐτὸ εἶναι τσαγιέρα... σερβίρεται μόνος του... πίνει...

Τὶ ὡραῖος ποὺ εἶναι!.. πόσο τὸν ἀγαπάει!.. σὰ νὰν τὸν ξαίρῃ χρόνια. Ἄξαφνα φαίνεται μιὰ γυναίκα, νά!.. κλείνει τὰ παντζούρια, ντούπ! θαρεῖς πὼς ἔπεσε κάποιος μπαλντὰς μὲς στὴ βραδινὴ σιγαλιὰ κ’ ἔσπασε στὰ δυὸ τὸ γιοφύρι ποὺ ἔνωνε τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς.

— Ἂς κλείσωμε τώρα κ’ ἐμεῖς...

— Ἂς κλείσωμε, λέει κ’ ἡ Γιασεμὴ μὲ μιὰ φωνή, σὰ νἄρχεται ἀπὸ ἄλλον κόσμο.

Τὴν ἄλλη μέρα γύρεψε τὸν καθρέφτη. Κοιτάχτηκε πρῶτα στὰ μάτια καὶ τρόμαξε· ὄχι πὼς ἦταν ἄσκημα τὰ μάτια της ἔτσι ὅπως ἤτανε, ἀλλὰ γιατί, ἴσια—ἴσια, εἴχανε μεγαλώση καὶ λάμπανε ἀπὸ μιὰ ὀμορφιά, ποὺ αὐτὴ δὲ μποροῦσε νὰν τῆς βρῇ τὴν αἰτία. Ὕστερα τὰ μάτια της πλανήθηκαν στ’ ἄλλα χαραχτηριστικὰ: αὐτὸ λοιπόν τὸ κερένιο πρόσωπο εἶναι δικό της· πόσες σκιὲς ἔχουν κατέβη κάτω ἀπὸ τὰ φρύδια, ἀπὸ τὰ τσίνορά... στὰ μελίγγια... καὶ ὅμως χαμογελᾷ. ἡ νιότη της εἶναι ὄμορφη, ὅπως κι ἄν εἶναι· κ’ ἔπειτα ὁ γιατρὸς εἶπε νά μὴ δίνῃ σημασία. Νά, πάλι χαμογελᾷ. Οὔτε νοιάζεται πιὰ γιὰ τὰ ἰσκιερὰ ἀνθρωπάκια ποὺ πηγαινοέρχονται ἀνήσυχα καὶ πότε πότε σκύβουνε κάτω καὶ κοιτᾶνε στὸ βάθος τῆς κάσσας μιὰ ζωντανὴ ποὺ στολίζεται σὰν πεθαμένη... Ἡ Γιασεμὴ σιάζει τὰ μαλλιά της κατεβάζει μιά μπουκλίτσα ποὺ ἀγγίζει στὸ ἀριστερὸ φρύδι... πῶς τῆς πάει!.... Εἶπε στὴ μητέρα της νὰν τῆς βάλῃ τὴ θαλλασσιά της κορδέλλα ποὺ ταιριάζει τόσο πολὺ στὰ μαλλιά της, νὰν τῆς δέσῃ ἀπάνω ἀπ’ τὸ δεξί της αὐτὶ ἕναν ὡραῖο πεταχτὸ φιόγκο... ἀριστερὰ ἡ μπουκλίτσα, δεξιὰ ὁ φιόγκος... τὶ ὡραία ποὺ ἐγίνηκε! Μπορεῖ ἄξαφνα, καθὼς ἡ μαμὰ θ’ ἀνοίγῃ τὰ τζάμια, νά βγαίνῃ κείνη τὴ στιγμὴ ὁ γείτονάς τους ἀπ’ τὴν πόρτα του καὶ νὰ βγάλη τὸ καπέλλο του νὰν τὴ χαιρετήσῃ —Πῶς εἶστε; καλά; —Ἂς τὰ λέμε καλά... Ἔχω τὸ κοριτσάκι μου ἀνήμπορο... —Τί λέτε;! Τὸ κοριτσάκι σας; Ἀνήμπορο!.. Ὤ.. μὰ θὰ ρθῶ νὰν τὸ δῶ... τώρα, ἀμέσως!... καὶ ἡ Γιασεμὴ βιάζεται· βρίσκει πὼς ἡ μαμά της ἀργεῖ νὰν τὴς καταφέρῃ τὸ φιόγκο. Ἡ μητέρα βλέπει αὐτὸ τὸ ξεγύρισμα καὶ θέλει νὰ κλάψῃ ἀπὸ χαρά.

Ἦρθε ὅμως τὸ βράδι καὶ πέρασε βουβὸ κι ἄχαρο. Ἔτσι πέρασε καὶ τὸ δεύτερο βράδι. Τὴν ἄλλη μέρα, τὴν ὥρα ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος, σύννεφα μαῦρα σηκώθηκαν πίσω ἀπὸ τὶς ἀντικρυνὲς σκεπές. Νάτα!... ψηλώνουν σὰ βουνὰ, ἀνεβαίνουν γαλήνια, ἐνῷ μέσα τους βογγᾶ ἡ τρικυμία, ὥσπου σκεπάζουν ὅλο τὸν οὐρανό. Μιά, δυὸ ἀστραπές, κ’ ὕστερ’ ἀπὸ λίγο μιὰ μακρυνὴ βροντή.

— Κάπου βρέχει, λέει ἡ μητέρα ἀνασηκώνοντας τὸ μπερντεδάκι. Ποῦ καὶ ποῦ ἔρχεται ὡς ἐδῶ καμμιὰ ψιχάλα...

Καὶ ἡ Γιασεμὴ θαρεῖ πὼς ὅλ’ αὐτὰ τὰ ούννεφα μαζεύτηκαν μὲς στὴν ψυχή της· ἡ καρδιά της φουοκώνει... ὤ, τί δύσκολα ποὺ περνοῦν οἱ ὧρες... Νά, πάλι ἡ κανελλιὰ γραμμὴ στὸ ταβάνι μὲ τὸ θλιβερό της σχῆμα καὶ τὰ κοκκινογάλαζα λουλουδάκια. Ὅλο ξεκινάει νὰ φύγῃ κι ὅλο ἐκεῖ βρίσκεται καὶ τώρα μοιάζει μὲ τὸ καπάκι τῆς κάσσας ποὺ περιμένει ἀκουμπισμένο ἥσυχα στὸν τοῖχο, ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα.,. Καθὼς ἔχει τεντωμένα τὰ μάτια της ψηλά, νοιώθει τὰ δάκρυα ποὺ κυλοῦν ἀπὸ τὶς ἄκριες καὶ κάθε λίγο ἀκούει κ’ ἕνα μουγγὸ τὰκ ἀπάνω στὸ προσκεφάλι της. Ἄν εἶν’ ἀλήθεια πὼς πέρ' ἀπὸ τὸν κόσμο ἐτοῦτο εἶναι καὶ κάτι ἄλλο ποὺ ὁ νοῦς ἀγωνίζεται νὰν τὸ φτάσῃ καὶ τὸ προσκυνᾷ σὰ Θεό, τότε τὰ δάκρυ’ αὐτὰ τῆς Γιασεμῆς θὰ σταθοῦν σὲ κάποια Ὡραία Πύλη σὰν πολύτιμα πετράδια σὲ κορώνα.

Ἡ μητέρα της, καθὼς γυρίζει καὶ τήνε βλέπει.., — ὤ Θεέ μου, τὶ γίνεται μὲς στὴν καρδιὰ κάθε μάννας ποὺ ἔχει τὸ παιδί της ἄρρωστο καὶ τὸ βλέπει ἄξαφνα νὰ κλαίῃ χωρὶς φανερὸ λόγο;

Γέρνει ἀπὸ πάνω της καὶ τὴν παρακαλάει. Καθὼς τήνε χαϊδεύει, νοιώθει πὼς ὁ πυρετὸς ἔχει ἀνέβη.

— Γιατί; Τὶ ἔχεις; Μήπως σοῦ πονῇ πάλι ἐδῶ;.. Γιατί, παιδάκι μου, δὲν πίνεις πιὰ τὸ γάλα σου, νὰ γίνῃς γρήγορα καλά, ν’ ἀρχίσωμε τώρα τὸ Μάη νὰ πηγαίνωμε στὴν ἐξοχή..

«Ὄχι, δὲ θέλει τίποτα, δὲν πονεῖ πουθενά,. δὲν τῆς πάει κάτω τίποτα... ἔχει ἐδῶ ἕναν κόμπο... »

— Γιατί; Πές μου ἐμένα...

Ἄχ, πῶς θὰ ἤθελε νὰν τῆς πῇ: «Εἶναι δυὸ βραδιὲς τώρα, ποὺ δὲν εἶδα πάλι στὸν ἀντικρυνὸ τοῖχο τὸν ἀγαπημένον ἴσκιο... »

Αὐτὸ θὰ ἤθελε νὰ πῇ μὰ κάτι τὴν κρατάει, κι αὐτὴ δὲν ξαίρει τί. Δὲν ξαίρει γιατὶ ντρέπεται. Κάτι ὅμως λέει μπερδεμένα.

— Τὶ εἶπες; ρωτᾷ ἡ μητέρα της γεμάτη ἀγωνία, γέρνοντας γιὰ ν’ ἀκούσῃ καλύτερα.

— Λέω... ἀκούγαμε καμμιὰ φορὰ καὶ κεῖνο τὸ βιολί. Τώρα, φαίνεται, θἄφυγε αὐτός. Λές, μαμά, νἄφυγε;

Καὶ στὸ πρόσωπό της δὲ βλέπεις, παρὰ δυὸ μάτια ποὺ καῖνε μὲ τὴ φλόγα τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς ἐλπίδας.

Ἡ μητέρα, ποὺ ὁ πόνος τῆς ζωῆς τὴν ἔχει κάμη σοφή, μεταχειρίζεται μιὰ ψευτιά, σὰ νἄβλεπε κάποιο κίνδυνο κι αὐτὴ δὲν ξαίρει τώρα ποιόν.

— Ὄχι, ὄχι! Καθόλου δὲν ἔφυγε. Εἶν’ ἐδῶ. Σήμερα μάλιστα, καθὼς ἄνοιγα τὴν τζαμόπορτα τοῦ μπαλκονιοῦ, ἔσκυψα νὰ δῶ καὶ τότε αὐτὸς μοῦ χαμογέλασε καὶ μὲ χαιρέτησε πάλι.

Μιὰ τρεμούλα πέρασε ἀπὸ τὴ ράχη τῆς Γιασεμῆς, κατέβηκε ἀπὸ τοὺς ὤμους στ’ ἀδύνατα μπράτσα της. κ’ ἔφερ’ ἕνα γλυκὸ μούδιασμα σ’ ὅλο της τὸ κορμί.

«Ἔτσι λοιπόν, τήνε χαιρέτησε καὶ μάλιστα καὶ χαμογέλασε.»

Ἀπὸ τὰ τρομαγμένα μάτια τῆς Γιασεμῆς περνοῦνε σύννεφα, ἀνησυχίες, λαχτάρα... Καὶ ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ὥς τόσο γλυκὰ σὰ χάδι φεγγαριοῦ σὲ μισοκοιμισμένα μάτια, εἶναι ἡδονικὰ σὰ φιλιὰ ποὺ τὰ ὀνειρεύεται ἡ πρώτη ἀγάπη νὰ περνοῦν γεμάτα ὑπόσχεση ἀπὸ τὰ κλαμένα της βλέφαρα.

Τὰ μάγουλά της βγάζουνε φλόγες καὶ ἡ φλέβα τοῦ λαιμοῦ της χτυπᾶ γρήγορα—γρήγορα. Θὰ ἤθελε μ’ ἕναν κάποιο τρόπο νὰ πληροφορήσῃ τὸ γείτονά της γιὰ τὴν ὕπαρξή της, νὰ τὸν κάνῃ νὰ καταλάβῃ πὼς ἐκεῖ, δίπλα του, μόλις δυὸ βήματα, Θεέ μου, εἶναι μιὰ ζεστὴ ψυχή, τόσο ζεστή, ὅσο καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ βιολιοῦ, ποὺ οώπασε ἄξαφνα τρεῖς μέρες τώρα. Βέβαια.., ἦταν ἕνας τρόπος. Πῶς δὲν τὸ σκέφτηκε! Νά: θὰ μποροῦσε προχτὲς νὰ κατέβη τὸ βράδι ἀπ’ τὸ κρεββάτι, νὰ πάῃ στὸ παράθυρό της καὶ νά στείλῃ τὸν ἴσκιο της δίπλα στὸ δικό του... νὰ κάνῃ πὼς πλέκῃ τὰ μαλλιά της... πὼς τὰ καρφώνει ψηλὰ στὸ κεφάλι μὲ τὰ δυό της χέρια.,. Θὰν τὴν ἔβλεπε, δὲ γίνεται. Μὰ δὲν τὴς ἦρθε στὸ νοῦ. Ναί, θὰ ἤθελε ἀκόμα νὰν τοῦ πῆ μ’ ἕναν κάποιο τρόπο, πὼς ἤξαιρ’ ἕνα κομμάτι ἀπό τὴ ζωή του, ποὺ τὄβλεπε κάθε βράδι νὰ περνᾷ μὲς ἀπὸ ἕνα φωτεινὸ τελλάρο... ἤξαιρα μὲ τὰ μάτια τὴς ψυχῆς της, πῶς εἶναι τὰ μαλλιά του, τὸ χαμόγελό του, ἡ ἔκστασή του, καὶ πὼς τώρα τρεῖς βραδιές, ἔπεσ’ ἕνας μεγάλος ἴσκιος καὶ τ’ ἀφάνισε ὅλα! Ναί, θά ἤθελε, μὰ πῶς;...

Σὲ μιὰ στιγμὴ κάνει νὰ μιλήσῃ καὶ τὰ λόγια της βγαίνουν πάλι μπερδεμένα.

— Νὰν τοῦ γράφαμε!... κατορθώνει νὰ πῇ καὶ κρύος ἱδρὼς τὴν περιχύνει. Νομίζει πὼς κάτι φεύγει ἀπὸ πάνω της καὶ στὸ κρεββάτι δὲ μένει τώρα παρὰ ἕνα σκελετωμένο κορμάκι ποὺ δὲ μπορεῖ πιὰ νὰ σαλέψῃ.

Ἡ μητέρα τινάχτηκε. Ὤ Θεέ μου! Τί εἶναι τοῦτο ποὺ ἀκούει; «Νὰν τοῦ γράψουνε;!» Ἀλήθεια; Τολμᾷ ἡ Γιασεμὴ καὶ λέει μιὰ τέτοια κουβέντα στὴ βασανισμένη της μητέρα; Καὶ τὶ μπορεῖ νὰ γράψῃ, τὶ ἔχει νὰ γράψῃ ἡ Γιασεμὴ σ’ ἕναν ἄγνωστο νέο ποὺ ἔτυχε νὰ κάθεται δίπλα τους, κ’ ἔπαιξε κάνα-δυὸ φορὲς βιολί;

Ἄξαφνα τὰ λόγια τοῦ γιατροῦ περνοῦν πάλι σὰ δίκοπα μαχαίρι’ ἀπ’ τὴν καρδιά της: «Ἀφῆστε την νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει».

Γυρίζει καὶ τὴν κοιτάζει... Ὤ, τὶ μάτια εἶναι κεῖνα! μεγάλα, μαῦρα, πέλαγος! Νοιώθει τὰ γόνατά της νὰ λυγίζουν καὶ νὰ τὴν ἀναγκάζουν νὰ καθήσῃ. Κάτι τι ἀκαθόριστο, μὰ τρομερό, τῆς τσακίζει τὴ μητρική της αὐστηρότητα· καὶ τότε μὲ μιάν ἁπλότητα ποὺ κάνει τὴ φωνή της νὰ βγαίνῃ ἥσυχη καὶ φυσική, λέει:

— Νὰν τοῦ γράψωμε· γιατὶ νὰ μὴν τοῦ γράψωμε.

Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς φράσεις μέσα στὴ λιγόστιγμη ἀγωνία τῶν δύο γυναικῶν ἔπεσαν σὰν πελέκια, ἀνοίγοντας δρόμο γιὰ τὴν ἄλλη ζωή.

Ἡ μητέρα σηκώνεται πρόθυμα τάχα, βάζει τὴ λάμπα στὸ τραπεζάκι, κοντὰ στὸ κρεββάτι, φέρνει τὸ βαρύ, κρυστάλλινο καλαμάρι... ψάχνει μὲς στὸ συρτάρι τῆς κόρης της, σκύβει, κρύβεται, θαρεῖς, ἐκεῖ μέσα... Πόση ὥρα, Θέ μου, κάνει νὰ βρῇ μιὰ κόλλα χαρτί!... Ὕστερα ἔρχεται, ἀνοίγει τὸ καλαμάρι, βουτᾶ...

— Ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ! λέει ἄξαφνα ἡ Γιασεμὴ καὶ σηκώνεται μὲ μιὰ δύναμη! Κύρι’ ἐλέησον! Θαρεῖς πὼς τόσον καιρὸ τοὺ, κορόϊδευε ὅλους! Νάτηνε! Εἶναι καλά. Τὰ μάτια της ἔχουνε κάτι γυαλάδες σὰν τοῦ μεταξένιου φιόγκου ποὺ τόνε χτυπᾷ πότε-πότε τὸ κοκκινωπὸ φῶς τὴς λάμπας, καὶ ἀρχίζει:

— Ἀγαπητὲ κύριε...

Ἡ μάννα κάνει νὰ γράψῃ, μὰ ἡ Γιασεμὴ τήνε σταματᾷ.

— Ὄχι, στάσου: Ἀγαπημένε μου... εἶναι τώρα δυὸ βραδιές... τρεῖς... βέβαια, τρεῖς μέρες, ποὺ ἡ ψυχή μου ἤθελε νὰ γνωρίσῃ—... «γνωρίσῃ;...» λέει καὶ ἡ μητέρα καί καθὼς γράφει συλλογᾶται: Ναί, αὐτὸ τὸ γράμμα δὲ θὰ φτάσῃ ποτὲς ἐκεῖ ποὺ στέλνεται, γιατί, ἂν ἤτανε νὰ φτάσῃ δὲ θὰν τὄγραφε. Κάνει αὐτὴ τὴ θυσία, γιατὶ ἔχει μιὰ διαίσθηση, ὄχι συνειδητή, ὅτι τὸ πλᾶσμα ἐτοῦτο ποὺ ἀνακάθεται δίπλα της καὶ μπερδεύει τὰ λόγια του καὶ τὰ νοήματά του, μιλώντας σὰν σὲ ἔκσταση, ἔπαψε νὰ εἶναι δικό της· ἔπαψε νὰ ἔχῃ σάρκα. Εἶναι ἡ Ψυχὴ ποὺ ἀνοίγει τὰ μεταξένια της φτερὰ κι ἀνάβει τὸ λυχνάρι της, γιὰ νὰ δῇ καὶ νὰ γνωρίσῃ...

— ... «Τὸ θεῖο μουσικό», λέει πάλ’ ἡ Γιασεμή, «κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγα...» —... «ἄκουγα», ἐπανάλαβε ἡ μητέρα ποὺ ἔγραφε, χωρὶς καλοβλέπῃ τὰ ἀλλόκοτα ἐκεῖνα γράμματα ποὺ ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν...

— ...Τὴ μουσικὴ σκάλα τοῦ βιολιοῦ ποὺ μ’ ἔφερνε ἴσια στὸν οὐρανόν.

— ... «Οὐρανό», ἔκαμε ἡ μητέρα· καὶ ἡ πέννα της ὅσο νὰ φτάσῃ ἀπὸ τὸ καλαμάρι στὸ χαρτί, ἔγραψε στὸν ἀέρα μιὰ κυματιστὴ γραμμή, σημαδεύοντας μ’ ἕνα πηχτό καὶ φαρμακωμένο κόμπο τὴ γυαλιστερή ἀσπράδα. Ὤ, πῶς θὰ ἤθελε, νὰν τὰ πετάξῃ ὅλα ἀπὸ μπροστά της καὶ νὰν τὴν ἀφήσουν νὰ πέσῃ στὸ τραπεζάκι, νὰ κλάψῃ, νὰ παρακαλέσῃ, ἴσως καὶ τὴ σπλαχνιστῇ.

— ... Αὐτὸς ποὺ εἶναι ψηλὰ στὸν οὐρανό, ἐξακολουθεῖ ἡ Γιασεμή, μὲ δέχεται στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸ καράβι μὲ πάει...

Μικρὴ παύση.

— ... Ὄχι... ναί... πρέπει νὰ μὲ καταλάβετε. Κάθε βράδι, ἤξαιρα πότε θὰ ρθῆτε... Ναί... Ἐβγαίνατε στὸ παράθυρο... μέσα στὸ φῶς ἔβλεπα ἕναν ἵσκιο.. εἴσαστε σεῖς...

Ἡ μητέρα κρύβει τὸ μέτωπό της μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ μουρμουρίζει, κάνοντας πὼς γράφει:

— ... εἴσαστε σεῖς..

— ... Τώρα τὸ Μάη θὰ πηγαίνωμε στὴν ἐξοχὴ—κ’ ἐγώ...

Μικρὴ παύση.

— ... ἕνα στεφανάκι.. ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα λουλούδια... γιὰ σᾶς...

Μεγάλη παύση.

Ἡ μητέρα περιμένει, κατεβάζει τὸ χέρι ἀπὸ τὸ μέτωπό της, γυρίζει, πετάει τὴν πέννα... Θεὲ καὶ Κύριε! ἡ Γιασεμὴ εἶναι ξαπλωμένη ἀνάσκελα, μὲ τὰ μάτια βασιλεμένα, τὸ στόμα μισανοιχτό... χαμογελᾷ ἀκίνητη μὲ τὰ διάφανα χεράκια ἀφημένα στὴ χνουδωτὴ κουβέρτα... θαλασσὴς φιόγκος γυαλοκοπάει πάνω ἀπ’ τὸ δεξί της αὐτί.

Ἔξω, ἡ νύχτα εἶναι θεοσκότεινη, ὁ οὐρανὸς χαμηλός, τὰ σπίτι’ ἀμπαρωμένα.

Ἄξαφνα μιὰ σπαραχτικὴ φωνὴ ἀνοίγει δρόμο μὲς στὴ βουρκωμένη σιγαλιὰ καί χτυπάει τὶς κλεισμένες πόρτες.

Παράθυρ’ ἀνοίχτηκαν. Δυό, τρεῖς ἄνθρωποι στάθηκαν ὄξω ἀπ’ τὸ σπίτι ἀπ’ ὅπου βγῆκε ἡ φωνή.

— Κάποιος θὰ πέθανε, εἶπε ἕνας.

— Ἔ ἀράδα του κι ἀράδα μας, φιλοσόφησε ἄλλος. Ψεύτικος κόσμος.

Καὶ τράβηξαν κατὰ κάτω.

Μόνο στὸν ἀντικρυνὸ τοῖχο ἀτρεμοῦσε ἀκόμα ἕνα φωτεινὸ τετράγωνο σὰν ὁλόχρυση πύλη μὲς στὸ ἀνεξερεύνητο ἄπειρο, λὲς καὶ πρόσμενε νὰ πάρῃ τὴ λευτερωμένη ψυχὴ τῆς παιδούλας καὶ νὰ τὴν περάσῃ ἀπὸ τὴ γῆ ἴσια στὸν οὐρανό.

ΑΙΜΙΛΙΑ ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗ