Ο κύριος Κωνσταμπουνάς

Από Βικιθήκη
Ο κύριος Κωνσταμπουνάς
Συγγραφέας:
Σεπτέμβριος 1884.


Ὁ κύριος Κωνσταμπουνᾶς πρὸ δεκαπέντε χρόνων
στὰ ξένα ἐργαζόμενος μ' ἐλπίδα νὰ πλουτήσῃ,
ἦλθε κι' ἐκεῖνος κατ' αὐτὰς στὴν γῆν τῶν Παρθενώνων,
ἀπὸ χολέραν φοβηθεὶς τὰ κῶλα μὴν ἀφήσῃ.
Καὶ μόλις τὴν ἀγαπητὴν ἀντίκρυσε πατρίδα,
ὀλίγου δεῖν ἐκ τῆς χαρᾶς τοῦ ἔστρηβε ἡ βίδα.

Στὴν κάθαρσιν ἐκόντεψε νὰ πάθῃ ἀπὸ πεῖνα,
γιατὶ ἐκεῖ ἐπώπτευεν ὁ Χρῆστος ὁ Ἀράπης,
μὰ τέλος πάντων γλύτωσε ἀπὸ τὴν καραντῖνα,
καὶ είς τὸ Ἄστυ ἔφθασε μετὰ θερμῆς ἀγάπης.
Πλὴν μόλις ἐκ τοῦ Πειραιῶς εἰς τὰς Ἀθήνας φθάνει,
κι' εὐθὺς τὸ πορτοφόλι του μὲ χίλια φράγκα χάνει.

Ἐπίστευσε πὼς τὄχασε ὁ ἀγαθὸς πολίτης,
ἀλλ' ὅμως εἰναι δυνατὸν πὼς δίχως νὰ τὸ νοιώσῃ
κανένας τ' Ἀστυνομικοῦ Δελτίου λωποδύτης,
ἠθέλησε τοῦ ξένου μας τὸ βάρος νὰ σηκώσῃ.
Ἐν τούτοις ὁ Κωνσταμπουνᾶς δὲν εἶπε λέξιν μίαν,
ἀφοῦ εὐτύχησε νὰ δῇ καὶ τὴν Ἀκαδημίαν.

Κατόπιν διερχόμενος πρὸ τοῦ Βουλευτηρίου
καὶ μετὰ συγκινήσεως θαυμάζων τὴν Ἑλλάδα,
ἀπὸ πλατὺ παράθυρον ἑνὸς κομψοῦ κουρείου
μίαν ζεστὴν κατάμουτρα ἐδέχθη σαπουνάδα.
Ἀλλ' ὁ κουρεὺς ἐζήτησε συγγνώμην, καὶ ὁ ξένος
ἐδέχθη τὴν συγγνώμην του κατευχαριστημένος.

Κι' ἐνῶ παντοῦ μὲ θαυμασμὸν δὲν ἔπαυε νὰ βλέπῃ,
δυὸ τοῦ καπνοῦ ὑπάλληλοι τὸν σταματοῦν στὸν δρόμον
καὶ νὰ τοῦ ψάχνουν ἄρχισαν τὴν μιὰ καὶ ἄλλη τσέπη,
νὰ ἐφαρμόσουν θέλοντες τὸν Κάππα Βῆτα νόμον.
Ἀλλ' ἐπειδὴ ἀπάνω του δὲν ἔφερε τσιγάρον,
εὐθὺς στὸ κρατητήριον τὸν πῆγαν ἆρον ἆρον.

Ἀπαλλαγεὶς μετὰ πολλὰ ἐκ τῶν ὑπαστυνόμων
ἐγύριζε στὸ σπίτι του μὲ τέσσαρα τὰ μάτια,
ὅταν σπαθάτος ἔφιππος στῆς Ἀθηνᾶς τὸν δρόμον
ὀλίγον δεῖν τὸν ἔκανε μὲ τἄλογο κομμάτια.
Ὁ ξένος ὀπισθοχωρεῖ μετὰ κραυγῶν καὶ τρόμου
κι' ἐσώθη μόλις κρημνισθεὶς ἐντὸς τοῦ ὑπονόμου.

Τὴν ἄλλη μέρα πήγαινε νὰ κοιμηθῇ τὸ βράδυ,
κι' ἐνῷ ἐπροφυλάσσετο ἀπὸ τὸν κάθε σκύλο,
δυὸ τρεῖς, ποὺ κἄποιον πρόσμεναν νὰ δείρουν στὸ σκοτάδι,
τοῦ ρίχτηκαν καὶ τἄλλαξαν τὴν πίστι του στὸ ξύλο.
Ἀλλ' ὅταν πιὰ ἐνόησαν τὸ φοβερόν των λάθος,
εὐθὺς συνελυπήθησαν τὸν ξένον κατὰ βάθος.

Χιλίας τοῦ ἐζήτησαν συγγνώμας, ἀλλ' ὁ ξένος
δὲν ἔτρεφε γιὰ τίποτε εἰς τὴν ψυχήν του πάθος,
καὶ πάλι ἐχαιρέτησε κατενθουσιασμένος,
διότι τὸν ἐξύλισαν τὴν νύκτα κατὰ λάθος.
Πλὴν μ' ὅλην τὴν ἀνέλπιστον ὑποδοχὴν ἐκείνην
ἐθαύμαζε τὴν Ἀττικὴν μ' ἀνέκφραστον γαλήνην.

Ἀλλ' ὅταν τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν ὅπλου σφαῖρα
μὲ συριγμὸν ἀπαίσιον ἐπέρασε κοντά του
καὶ τὸ ψηλὸ τοῦ τρύπησε καπέλο πέρα πέρα,
ἐσκέφθη ὅλα ἐν ταὐτῷ τὰ εὐτυχήματά του,
κι' ἀπῆλθεν εἰς τὴν ξένην γῆν τὸ ἴδιον ἑσπέρας,
χωρὶς νὰ τρέμῃ ὅπως πρὶν τὸ φάσμα τῆς χολέρας.