Ο κλέφτης

Από Βικιθήκη
Ὁ κλέφτης
Συγγραφέας:


Μαύρ' εἶν' ἡ νύχτα 'ς τὰ βουνά,
'ς τοὺς βράχους πέφτει χιόνι.
Μὲσ' 'ς τ' ἄγρια, 'ς τὰ σκοτεινά,
'ς ταῖς τραχαῖς πέτραις, 'ς τὰ στενά,
ὁ κλέφτης ξεσπαθώνει.

'Σ τὸ δεξὶ χέρι τὸ γυμνό
βαστᾷ ἀστροπελέκι.
Παλάτι ἔχει τὸ βουνό,
καὶ σκέπασμα τὸν οὐρανό,
κ ἐλπίδα τὸ τουφέκι.

Φεύγουν οἱ τύραννοι χλωμοὶ
τὸ μαῦρο του μαχαῖρι·
μ' ἱδρῶτα βρέχει τὸ ψωμί·
'ξέρει νὰ ζήσῃ μὲ τιμή,
καὶ νὰ πεθάνῃ 'ξέρει.

Τὸν κόσμ' ὁ δόλος διοικεῖ
κ' ἡ ἄδικ' εἰμαρμένη.
Τὰ πλούτη ἔχουν οἱ κακοί,
κ' ἐδὼ 'ς τοὺς βράχους κατοικεῖ
ἡ ἀρετὴ κρυμμένη.

Μεγάλοι ἔμποροι πωλοῦν
τὰ ἔθνη 'σὰν κοπάδια.
Τὴν γῆν προδίδουν καὶ γελοῦν
Έδ ' όμως άρματα λαλούν,
'ς τ' ἀπάτητα λαγκάδια.

Πήγαινε, φίλει τὴν ποδιὰ
'ποῦ δοῦλοι προσκυνοῦνε.
Ἐδῶ 'ς τὰ πράσινα κλαδιὰ
μόν' τὸ σπαθί τους τὰ παιδιὰ
καὶ τὸν Σταυρὸν φιλοῦνε.

Μητέρα, κλαῖς. Ἀναχωρῶ.
Να μ' εὐχηθῇς γυρεύω.
Ἕνα παιδί σου σὲ στερῶ,
ὅμως νὰ ζήσω δὲν 'μπορῶ
νὰ ζῶ γιὰ νὰ δουλεύω.

Μὴν κλαῖτε, μάτια γαλανά,
φωστῆρες ποῦ ἀρέσω.
Τὸ δάκρυό σας με πλανᾷ.
Ἐλεύθερός ζῶ 'ς τὰ βουνά,
κ' ἐλεύθερος θὰ πέσω.

Βαρεία, βαρειὰ βοΐζει ἡ γῆ.
Ἕνα τουφέκι πέφτει.
Παντοῦ τρομάρα καὶ σφαγή·
ἐδῶ φυγή, ἐκεῖ πληγή.
Τὸν σκότωσαν τὸν κλέφτη.

Σύντροφοι ἄσκεποι, πεζοὶ
τὸν φέρνουν λυπημένοι,
καὶ τραγουδοῦν ὅλοι μαζῆ:
«Ἐλεύθερος ο κλέφτης ζῇ,
κ' ἐλεύθερος πεθαίνει.»