Ο καπετάν Σταμάτης ο Πολίτης

Από Βικιθήκη
Ο καπετάν Σταμάτης ο Πολίτης
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή Η μαζώχτρα και άλλες ιστορίες


— Τώρα να μας πεις, Καπετάν Σταμάτη, ένα πράμα που συχνά, θαρρώ, το δηγήθηκες, μα από το στόμα σου ποτές μου δεν τ’ άκουσα. Γιατί σε λεν Πολίτη;

— Ύστερ’ απ’ αυτό το καλό κρασί δεν χαλνώ την καρδιά σου, κάνει ο Καπετάνιος.

Και σα σηκωθήκαμ’ από το τραπέζι και καλοστρωθήκαμε, άρχισε και μας έλεγε.

«Ήμουν ως δεκάξι χρονών όταν πρωτομίσεψ’ από το χωριό μας. Αφήκα εκεί μάνα και μιαν αδερφή. Και δεν ξενιτευούμουνα μήτε για δουλειά· σκοπός της μακαρίτισσας ήτανε να με κάμει «μεγάλον άνθρωπο». Για την προίκα της αδερφής μου ανάγκη να βιαζούμαστε δεν ήταν, επειδή τα πρόβλεψε όλα ο μακαρίτης ο γέρος, και της είχε αφημένα ίσια ίσια τα χτήματα που ’βλεπες πέρσι σαν περνούσες από τα μέρη μας και ρωτούσες. Σκοπός μας λοιπόν ήτανε να σπουδάξω, και πια ή γιατρός ή και Δεσπότης αν ήθελε ο Θεός.

Δεκάξι χρονών αγόρι, αμούστακο σαν κορίτσι, αγνώριμο, με χίλια όνειρα και με δίχως κόσμου πείρα, κι ίσια στην Πόλη, στο Φανάρι, σε κάποιου κυρ-Φωτάκη, ενός που γνώριζε από τα παλιά το γέρο μου σαν ταξίδευε, και που τι ήταν η δουλειά του καλά καλά δεν το γνώριζα, ζουγράφιζε όμως κάποτες άγιες εικόνες, και με πολύ καμάρι τις κοίταζε κι άδικο δεν είχε, γιατί όλοι του οι Άγιοι Νικόλαοι — τη χάρη τους να ’χουμε — ο ένας από τον άλλονα μήτε τρίχα διαφορά!

Τι πράμα και τι κακό σαν την πρωτοείδα την Πόλη! Τι απέραντη μερμήγκια, τι λαμπρότη και τι ομορφιά! Εκείνα τα κυπαρίσσια, εκείνοι οι μιναρέδες κι οι θόλοι! Εκείνες οι φωνές και τα τρεχάματα στο Γεφύρι, σαν το πρωτοπάτησα και ξεκινούσα με το Σιορ Φωτάκη κατά το Φανάρι, Πού είναι η μάνα μου να τα δει όλ’ αυτά, πού η αδερφή μου, οι αξαδέρφες, να τα δουν, και να λένε κατόπι και τελειωμό να μην έχ’ η γλώσσα τους! Ως και τα δάκρυα μου ήρθαν ανιστορώντας, το τι θα λέγανε να τα ’βλεπαν οι δικοί μου!

Του Σιορ Φωτάκη όμως τίποτις δεν του ξεμυστηρεύουμουν. Πολίτης αυτός, έπειτα φίλος και του πατέρα, φαίνουνταν ομπρός μου σαν είδος άγιος—είδος άνθρωπος που πρέπει να ’χει σοφία και γνώση μέσα του με τις καραβιές. Καταδέχουνταν ωστόσο να με ρωτάει κάθε λίγο για τους δικούς μου, αν και δεν τους γνώριζε, εξόν τη μάνα μου που την είδε, θαρρώ, νύφη στον τόπο μας.

Φτάσαμε στο σπιτικό του, μου ’δειξε την κάμαρά μου, έβαλα μέσα τα λίγα μου πράματα που τα κουβαλούσε κατόπι μας ο Χαμάλης, με κατέβασ’ έπειτα στην τραπεζαρία που ήταν ώρα φαΐ. Εκεί η κερά του, εκεί κι η κόρη του, κορίτσι μελαχρινό και γαλανομάτικο, ως δεκάξι χρόνων κι αυτό. Άνοιξε το στόμα της κεράς κι έπεσαν βροχή πολίτικα λόγια, που τ’ άκουγα κι έλεγα, τι θα ’λεγε ανίσως κι άκουγε τις δικές μας τις χωριανές να μιλούνε! Παρακάτω στα λόγια δεν πήγαινε μήτε η μικρή. Και να μην τα πολυλογώ, σε κείνη τη συντροφιά εγώ ήμουνα το κορίτσι.

Σαν αποφάγαμε και πήραν οι κερές τ’ αργόχειρό τους, κάθισε ο Φωτάκης και μου ’ξήγησε τους σκοπούς του, σε ποιο Σκολειό θα με βάλει, σε ποια τάξη· θαρρεί, με ποιους δασκάλους ίσως, τι καλά που θα με νοιάζεται, κατά την αποθυμιά της μάνας μου που του τα είχε όλα γραμμένα, σαν παιδί του να με κοιτάζει, και με τ’ αζημίωτο μάλιστα, γιατί δυο μετζίτια ήτανε συφωνημένα να του στέλνουνται κάθε πρώτη. Κι έτσι απ’ αύριο κιόλας άρχισα να πηγαίνω στη «Μεγάλη Σχολή».

Έπιασα με την καρδιά μου τη δουλειά, και σε λίγο πρόδεψα τόσο, που διάβαζα Πολίτικη φημερίδα και την καταλάβαινα. Θυμούμαι που παραδίνουμουν το Χρυσόστομο. Ανέβαινα κάθε βράδυ στον ηλιακό του Σιορ Φωτάκη, άμα άρχιζαν οι γυναίκες τ’ αργόχειρό κι ο γέρος τις ζουγραφιές του και σπούδαζα. Τήραγα έπειτα γύρω, και θωρώντας την ομορφιά της περιξάκουστης Πόλης, ονειρεύουμουν από τώρα τις ιστορίες που θα είχα να δηγούμαι σα γυρίσω με το καλό. Μια τέτοια πανώρια βραδινή κάθουμουν απάνω στον ηλιακό και σεριάνιζα ύστερ’ από τις μελέτες μου. Η κερα-Φωτάκαινα με το ράψιμό της, ο κυρ-Φωτάκης με μιαν εικόνα που πολεμούσε να την αποτελειώσει κι ας ήτανε νύχτα—ζούσανε δε ζούσανε μήτε το ’ξερα μήτε ήθελα να το ξέρω. Άλλες φορές ακούγουνταν κάποτες η λαλιά της μικρής, μα τη βραδινή εκείνη μήτε η μικρή δεν ακούγουνταν. Και γιατί θαρρείς τάχα πως δεν ακούγουνταν; Ήταν από πίσω μου αυτή, μέσα στην απάνω την κάμαρα κι έπλεκε. Έπλεχνε με την καλτσοβελόνα και με το νου της.

Σταμάτησα το σιγανό μου σφύριγμα άμα την είδα. Ανέβηκε στα στήθια μου σαν παράξενο σύγκρυο. Θόλωσαν τα μάτια μου και μήτε πια τον Τοπχανέ δεν μπορούσα να δω. Το παρατήρησε αυτή δεν το παρατήρησε, ποιος το ξέρει. Αφήκε όμως το πλέξιμό της και κίνησε κατά όξω. Βασιλεμένος ο ήλιος ώρα πολλή. Άρχιζαν και τρεμούλιαζαν τ’ άστρα. Ίσια κοντά μου ζυγώνει η αθεόφοβη! Τουρτούριζε το σιαγόνι μου από το σύγκρυο. Ήρθε κι ακούμπησε στα κάγκελα του ηλιακού πλάγι μου. Έτρεμα και πήγαινα. Στέγνωνε ο λαιμός μου, κι ένας βώλος μου την έπνιγε την καρδιά μου.

— Βλέπεις τι όμορφη που είναι η Πόλη μας; γυρίζει και μου κάνει με μάτια που γλυκαστράφτανε. Να γίνεις Πολίτης και συ.

— Είμαι Πολίτης, έκαμα καρδιά και της είπα.

— Μα Πολίτης για πάντα, μου αποκρίνεται, και σύγκαιρα σκουντάει το πλευρό μου με τ’ αγκωνάκι της.

Μου ήρθε σαν είδος τρέλα· έτσι να χυμήξω και να την πάρω στην αγκαλιά μου. Και θα το ’καμνα ίσως αυτό, μόνο που θάρρεψα πως μου φανερώθηκε άξαφνα η όψη της μάνας μου! Πάει αμέσως και τρέλα κι ανατριχίλα! Μπήκε μέσα μου μια παλικαριά, μια ξαποφασιά, σαν κείνη που μου ήρχουνταν κατόπι στις θαλασσινές τις φουρτούνες απάνω.

Βρίσκω αφορμή και τρέχω στην κάμαρά μου.

Ίσια στο κρεβάτι μου χώθηκα. Όλη τη νύχτα συλλογή στο κρεβάτι. Ν’ αλλάξω σπίτι και να γλυτώσω από τη γαλανομάτα τη Νεράιδα, καλό κι άγιο. Ν’ αλλάξω καρδιά και να γλυτώσω από την αγάπη της, από τη δύναμη την κρύφια της ομορφιάς της που ξεπρόβαλε και με λώλανε την αξέχαστη εκείνη βραδινή, δύσκολο, ίσως αδύνατο! άλλο δεν τήραγα ομπρός μου παρ’ αφανισμό, αφανισμό για μάνα, για πατρίδα, για καθετίς. Παίρνω λοιπόν απόφαση μεγάλη και σοβαρή. Να φύγω μια και καλή από την Πόλη!

Μήτε λέξη σε κανένα σαν ξημέρωσε· μόνο μαζεύω τα πράματά μου, τα δίνω ενός χαμάλη, και ξεκινώ κατά τη σκάλα.

Βρίσκω καΐκι Μοσκονησιώτικο, πηδώ μέσα, και τα ξεκενώνω όλα του καραβοκύρη. Έπρεπε να τα πω, να ξεσκάσω. Ζήτησε να με καταπείσει να γυρίσω στον τόπο μου, και όχι πάλε σε ξενιτιές. Του κάκου. Παρά τέτοια ντροπή, να γυρίσω και να με περιγελάει το χωριό, κάλλιο ναύτης αγνώριστος, ώσπου να με βοηθήσει ο Θεός να γίνω και γω κάτι.

Με βοήθησε ο Θεός. Γύρισα στον τόπο μου μερικά χρόνια κατόπι καπετάνιος, και με πάντρεψε η γριά μου. Ήτανε μαζί μου κι ο Μοσκοννησιώτης ο καραβοκύρης, κι αυτός ήταν που με βάφτισε Πολίτη, ο κανάγιας ».