Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο ετοιμοθάνατος βοσκός

Από Βικιθήκη
Ο ετοιμοθάνατος βοσκός
Συγγραφέας:
Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης


Τ' έεις, ωρέ Νίκα, και βογγάς; Δώδεκα νύχτες τώρα
Ουδ' έχεις εύρει λαρωμό, ουδ' έχεις κλείσει μάτι.
Μη σου βαρούν τα βότανα; Μη σ' άναψεν η θέρμη;

Ο Νίκας ήταν άρρωστος. Αμίλητος, χαμένος,
Βόγγαε σαν αγριοδάμαλο του λόγγου λαβωμένο.
Τρεις μήνους ήταν άρρωστος, τρεις μήνους κοιτασμένος.
Σάπηκαν τα γελέκια του, έρρεψε η λεβεντιά του,
Τώφαε η αρρώστεια το κορμί, κ' ελύθηκαν οι αρμοί του.
Τα δυο τα σταυραδέρφια του τον εγιατρολογούσαν
Με ρίζες, μ' αγριοβότανα, με σταυρωμούς, με ξόρκια.

— Ξύπνα, Λαμπράκη, κι' άναψε το έρμο το λυχνάρι,
Πάρε κλαδιά αφ' τον οβορό, φέρε τα 'ςτό καλύβι,
Και χτύπα τα στουρνάρια μου λίγην φωτιά να κάμης.
Τι ο Νίκας δεν είνε καλά και δεν τον βρίσκ' η αυγούλα.
Σήκου, ωρέ Νίκα, κρίνε μου, κρίνε μου τ' ακριβού σου
Τον Λάζου, του σταυραδερφού, που σε ψυχοπονιέται.
Σήκου, να ιδής τα φράξα μας, να ιδής τα κρύα νερά μας,
Σήκου, να ιδής τα πρόβατα 'ς τες στρούγγες που βελάζουν,
Σήκου, τι τα μαντρόσκυλλα κατάρραχα βαβύζουν.
Σήκου, σε κράζουν τα πουλιά και σε καλημερίζουν.
Σήκου, σε κράζουν κ' η Ξωθιές που σ' έμαθαν τραγούδια.

Μίλησε ο Νίκας υστερνά κι' ανάρια ανάρια λέγει:
—Δε μπορώ ο μαύρος, δε μπορώ... Με αγγελοκρούει ο Χάρος.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
Τ' έχω δυο λόγια να σας πω, να σας αφήκω διάτα.
Χαμός η αρρώστεια, ωρέ παιδιά, και χαλασμός ο Χάρος.
Καλά μου σταυραδέρφια μου, μη κλαίτε που πεθνήσκω,
Πάρετε το κουφάρι μου, βάλτε το σε κιβούρι,
Στολίστε το με λούλουδα της γης, μ' ανθούς του Μάη,
Και θάψτε το σε μια κορφή περίβλεφτην μεγάλη,
Για ν' αγναντεύω τα βουνά, τα χειμαδιά να βλέπω,
Να δέχουμαι την άνοιξην εσάς και τα κοπάδια,
Ν' ακούγω τες φλογέρες σας, ν' ακούγω τα τρουκάνια,
Ν' ακούω την καλημέρα σας, τα χαιρετίσματά σας.
Θάψτε με δίχως κλάυματα και δίχως μοιρολόγια,
Τουφέκια να μου ρίχνετε, τραγούδια να μου λέτε.
Μαζί μου, μέσ' 'ς το μνήμα μου, και το καυκί μου βάλτε,
Το πλουμιστό μου το καυκί, τον ώμορφο αραγό μου,
Το πενταπήχινο ραβδί, την ακριβή φλογέρα,
Και τ' ασημένια τ' άρματα. Λεν πως 'ς τον Κάτω Κόσμο
Οι νιοι βαστάνε τ' άρματα κ' η λυγερές τους στόλους.
Να κάτεχα, μωρέ παιδιά, κοπάδι εκεί θα ναύρω;
Θα ναύρω στρούγγες και μαντριά, θα ναύρω βοσκοτόπια;

   .....................................................
   
Την ακριβή μου την κοπή, καλά μου σταυραδέρφια,
Έρμην μη την αφήκετε, μονάχην 'ς τα λιβάδια,
Ανάρμεχτην κι' ακούρευτην, δίχως μαντρί και στάλον.
Κι' αν μάθη η δόλια η μάνα μου κ' έρθη τη στρούγγα στρούγγα
Και σας ευρή με τα λερά, για εμένα αν σας ρωτήση,
Μην πήτε πως απέθανα, τι μ' έχει μοναχό της,
Να ειπήτε ότι σας λέρωσεν η αναλλαξιά κι' ο κούρος,
Να ειπήτε ότι μου ζήλεψαν την λεβεντιά η Νεράιδες
Και 'ς τα παλάτια τους συχνά τα ερημικά, με παίρνουν.