Ο εκδικητής

Από Βικιθήκη
Ὁ ἐκδικητής
Συγγραφέας:
Λόγια τῆς πλώρης (1924)


ΕΙΜΑΣΤΕ ἄντρες ἐμεῖς· ὅ,τι καὶ νὰ εἰπῇς, εἴμαστε ἄντρες! εἶπε ὁ ὑποναύκληρος καθισμένος ἀνάμεσα στὸ πλήρωμα. Ἕλληνας! σοῦ λέει ὁ ἄλλος· δὲν εἶνε παῖξε-γέλασε. Ἔχουμε τὰ κακά μας—δὲ λέω· πήραμε δρόμο στραβό, σὰν τὸ κακοκυβερνημένο πλεούμενο· μὰ δὲν εἴμαστε καὶ ντίπ! γιὰ πέταμα. Καὶ νὰ εἴμαστε γιὰ πέταμα, πάλι δὲ θὰ χαθοῦμε. Θέλουμε δὲ θέλουμε θὰ ζήσουμε. Θὰ ζήσουμε καὶ θὰ θεριέψουμε καὶ θὰ δοξασθοῦμε, ὅπως καὶ πρῶτα. Το σιδερόξυλο—σιδερόξυλο εἶνε, ὅσο κι’ ἂν τὸ κουτσουρέψῃς· ὅσο κι’ ἂν τοῦ μαδήσῃς τὴν κορφή, ἂν τοῦ ζεματίσῃς τὰ φύλλα, ἂν τοῦ πριονίσῃς τὰ κλαδιά. Ὁ λέοντας, λέοντας λέγεται, ὅσο κι’ ἂν τοῦ ψαλλιδίσῃς τὴ χήτη, ἂν τοῦ κόψῃς τὴν οὐρά, ἂν τοῦ βγάλῃς τὰ νύχια, ἂν τοῦ ξερριζώσῃς τὰ δόντια. Φτάνει τὸ βρούχημά του νὰ σὲ πάῃ ριπιτί. Τὸ ἔχει τὸ σκαρί μας, ναί· τὸ θέλ’ ἡ τύχη μας νὰ εἴμαστε πάντα μεγάλοι. Ὅπου κι’ ἂν γυρίσῃς σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες, σὲ νότο καὶ βοριᾶ, σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση, θὰ τὸ ἰδῇς γραμμένο. Καὶ γραμμένο ὄχι μὲ ἀνθρώπινο κοντύλι, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο χέρι, τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ. Εἴμαστε ἄντρες σοῦ λέω!

Νά, κοίταξε στὴν Ἀνατολή, Ἐκεῖ βγαίνει ὁ ἥλιος, ἥλιος λαμπρὸς καὶ ἀβασίλευτος—ὁ ἥλιος τοῦ Γένους μας. Ὅποιος δὲν ἔχει μάτια, ἐκεῖνος δὲ βλέπει τὴ χαραυγή· ἐθνικὴ χαραυγή, πόθος καὶ καημὸς αἰώνων ὅλων—ὄχι κουραφέξαλα.

Κοίταξε γύρω μας: Θάλασσα φουρτουνιασμένη οὐρανὸς κατασκότεινος, στεριὲς σκουντουφλιασμένες, φορτωμένες δάκρυα καὶ φαρμάκι. Θεριὰ τὰ κύματα χτυπᾶνε τὸ καράβι μας. Λύσσα καὶ χολὴ μᾶς πολεμᾷ. Τὸ νερὸ δέρνει τὴ στεριά, τὴν τρώει, τὴν ξεσχίζει, τὴν πετσοκόβει ἄπονα, ὅσο νὰ κάμῃ τὰ πάντα θάλασσα καὶ ν’ ἁπλωθῇ ἀχόρταγος ρούφουλας στὸν παράνομο κόσμο.

Μὰ γύρισε κατὰ τὴν Ἡρακλειά. Καιρὸς διαμάντι· νερὸ τρισάγιο. Τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ ἔπεσε. Ἔχεις ἀρρώστια; πήγαινε νὰ γιατρευτῇς. Ἔχεις πονόματο; ἄλειψε τὰ ματόφυλλά σου ν’ ἄγναντέψῃς κόσμους. Εἶσαι κουφός; θ’ ἀκούσῃς ἁρμονίες· βερέμης εἶσαι; Διγενὴς ἔγινες. Ἡ κολυμπήθρα τοῦ Σιλωὰμ ἐκεῖ βρίσκεται γιὰ μᾶς. Κολυμπήθρα σωματική, κολυμπήθρα ψυχική, ἐθνικὴ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα. Εἶνε ἡ Ἅγια Τράπεζα τῆς Ἁγιασοφιᾶς, τὸ προσκυνητάρι τοῦ Γένους μας.

Τὴν ἄπαρτη Πόλη μας ξένου πόδι τὴν πάτησε·—ποδάρι Βενετσάνου. Ὁ τυφλὸς Δάνδολος μὲ ξεμωραμένου πιθυμιὰ ἔκλεισε στὴν ἄσαρκη ἀγκαλιὰ τὴν παρθένα μας· μάρανε τὰ ρόδα τοῦ προσώπου της μὲ τὸ βρωμερό του χνῶτο· ρούφηξε τὸ τρισάγιο αἷμά της μὲ τὰ σαλιαριστὰ φιλήματά του. Ἐννιακόσιων χρόνων ἔνδοξη ζωὴ τὴν ἔσβυσε μ’ ἕνα του σφιχταγκάλιασμα. Ὁ Λάσκαρης, φαρμακωμένης ὥρας βασιλιᾶς, φεύγει μακριὰ συνεπαίρνοντας τοῦ Γένους τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀθάνατη σπορά, ποῦ θὰ γυρίσῃ πάλι μιὰ μέρα θεριεμένος ἐκδικητής. Καὶ ὁ καταχτητής, Φράγκοι καὶ Βενετσᾶνοι καὶ Γερμανοὶ ἀδέσποτοι, σὰν τὸ ἁψὺ πουλάρι, ποῦ τσαλαπατεῖ μὲ τὰ πέταλά του τ’ ἀβρὰ λούλουδα, χύνονται ἀπάνω της ἀχόρταγοι. Μὲ τὸ σταυρό τους συντρίβουν τὸ σταυρό μας· μὲ τὴ θρησκεία τους πελεκοῦν τὴ θρησκεία μας. Γκρεμίζουν ἐκκλησιές, ποδοπατοῦν καλλιτεχνήματα, μολύνουν ἁγιάσματα, ἀποτεφρώνουν πνευματικὰ ἀριστουργήματα. Καὶ σφάζουν γέροντες, ἀτιμάζουν παρθένες, πατοῦν ἀρχόντων μέγαρα, ξαπλώνονται σὲ βασιλικὰ κλινάρια· νεκροὺς γυμνώνουν ἔνδοξους, ποδοκυλοῦνε στέματα θαυμαστά. Στενάζει ἡ Βασιλεύουσα· μυρολογᾷ ἡ Σιών μας! Καὶ ὁ Δάνδολος, γιὸς κουρσάρων, δὲ λησμονεῖ τὴν τέχνη τῶν πατέρων του. Κουρσεύει καὶ θέλει μὲ ξένα καὶ ἀταίριαστα στολίδια νὰ στολίσῃ τὴ λιμνογέννητη πατρίδα του.

Γαλέρες φεύγουν καὶ γαλέρες ἔρχονται. Παίρνουν τὸν πλοῦτό μας τὸν ἀδαπάνητο, τὴ δόξα μας τὴν ἀβασίλευτη, τὴ λάμψῃ, τὴ σοφία, τὰ ἱερά μας. Ἡ Βενετιὰ τὰ δέχεται περίχαρη, στολίζεται καὶ καμαρώνει σὰν ξιπασμένη καὶ ἄμυαλη τσιγγάνα. Ζώνεται τὸ σπαθὶ τοῦ Κωσταντίνου μας τὸ βλογημένο, ποῦ ἔχει στὸ θηκάρι του τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρα, τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια, τὴ γῆ μὲ τὰ κάστρα της·—ἱστορία χρυσόγλυπτη τοῦ ἀπέραντου Κράτους μας. Παίρνει τὴν κολυμπήθρα, ποῦ τόσοι βαφτιστῆκαν πορφυρογέννητοι καὶ βαφτίζει μέσα τῶν ἐμπόρων τὰ παιδιά. Μὲ τὶς χρυσόπορτες τοῦ Ναοῦ μας στολίζει τὸν Ἅγιον Πέτρο της· στήνει στοὺς πύργους της τὸ Ρωλόγι, θαῦμα τοῦ κόσμου, μὲ τοὺς Μάγους ποῦ χαιρετοῦν ταπεινοὶ τοῦ Χριστοῦ μας τὴ Γέννηση· στήνει στὶς πλατεῖες της τ’ ἄλογα τ’ ἀνεμοπόδαρα, ἀκράτητου λαοῦ συμβολικὴ παράσταση.

Γαλέρες φεύγουν καὶ γαλέρες ἔρχονται. Παίρνουν τὰ πλούτη μας, τὴ δόξα μας, τὰ ἱερά μας. Ἀλλοῦ τὰ πᾶνε, στὴ Δύση τὴν τρισβάρβαρη, νὰ ἡμερέψουν καὶ κείνης τοὺς λαούς, νὰ δοξάσουν καὶ κείνης τὰ χώματα.

Ἡ Ἁγιατράπεζα ὅμως δὲν ἀκολουθεῖ. Ἡ πλάκα ἡ πολύτιμη, ποῦ τὴν ἔστησε ὁ Ἰουστινιανὸς στὴ μέση τοῦ Ναοῦ, λαμπρὸ ζαφεῖρι στὴ χρυσῆ σφεντόνα του· ἡ πλάκα ποῦ ἄκουσε τόσα Νικητήρια καὶ θυσίασε ἀπάνω της ὁ Φώτιος, δὲν πάει νὰ κλειστῇ σκλάβα στὰ δολερὰ τείχη, στ’ ἁρπαχτικὰ χέρια τοῦ Ἰννοκέντιου. Ὄχι· δὲν πάει. Ἄνοιξε ἡ καρίνα στὰ δυὸ καὶ γλύστρισε ἡ Ἁγιατράπεζα στὰ νερὰ τοῦ Μαρμαρᾶ. Ὁ βοῦρκος ἔφυγε ἀπὸ κοντά της, ὅπως φεύγει ἡ ἁμαρτία τὸ Σταυρὸ καὶ ὁ χρυσὸς ἄμμος στρώθηκε, κλίνη πάναγνη ἀπὸ κάτω της. Καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ μάτι, τοῦ δικαιοκρήτη καὶ παντοδύναμου, στάθηκε ἀπάνω της ἄγρυπνο, ὅπως μάννας μάτι στὴν κούνια τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της.

Καὶ ἀπὸ τότε εἶνε κεῖ καιρὸς διαμάντι, ἥλιος κατάργυρος, νερὸ τρισάγιο. Μύρο ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸ βυθὸ καὶ ἁπλώνεται στὸ πρόσωπο τῆς θάλασσας καὶ κάθεται χρῖσμα σωματικό, χρῖσμα ψυχικό, ἐθνικὸ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα! Ὅπως ἀπὸ τὸ Δισκοπότηρο βγαίνει ἡ σωτηρία τοῦ χριστιανοῦ, θὰ ἔβγῃ ἀπὸ κεῖ καὶ ἡ δική μας ἀπολύτρωση. Ἡ χαραυγὴ τοῦ Γένους μας ἐκεῖ θ’ ἀνατείλῃ· ναί, ἐκεῖ θ’ ἀνατείλῃ. Προβαίνει ὁλοένα ἡ Ἁγιατράπεζα καὶ βούλεται νὰ πιάσῃ τὴ στερεά. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ τὴν πιάσῃ τὴ στεριά. Καὶ τότε σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ γῆ ἀπὸ ἄκρη σ’ ἄκρη, ἀπὸ νότο καὶ βοριᾶ, χαρούμενος ἥλιος θὰ πυρώσῃ τοὺς δούλους, καμπάνα θὰ σημάνῃ σὲ κάθε μιναρὲ καὶ τὰ τζαμιὰ θὰ ἠχολογήσουν τὴ χριστιανική, τὴν ἐθνική μας λειτουργία. Καὶ τότε πάλε ἡ Χρυσόπορτα θὰ στολίσῃ ἑλλήνων βασιλιάδων τὰ τρόπαια.

Τότε θὰ πάρουμε καὶ τὰ κουρσεμένα πίσω. Τὰ πλούτη μας, τὶς δόξες, τὰ ἱερά μας. Θὰ πάρουμε τὸ σπαθὶ τοῦ Κωσταντίνου καὶ τὴν κολυμπήθρα τοῦ Πορφυρογέννητου· τὶς πόρτες τοῦ Ναοῦ μας, τὸ Ρωλόγι τῶν Μάγων, τ’ ἄλογα τ’ ἀράθυμα. Καὶ θὰ μείνῃ πάλι φτωχὴ καὶ ταπεινὴ ψαρούδισσα ἡ Βενετιά, καὶ ἡ Πόλη μας θὰ γίνῃ καύχημα καὶ στόλος τῆς Οἰκουμένης, ὅπως ἦταν πρὶν τὴ μαράνῃ τοῦ Βενετσάνου τὸ ἀγκάλιασμα καὶ τὸ βάρβαρο ποδάρι τοῦ Τούρκου.

Ναί· θὰ ζήσουμε καὶ θὰ θεριέψουμε καὶ θὰ δοξαστοῦμε πάλι. Εἴμαστε ἄντρες ἐμεῖς· μωρ’ εἴμαστ’ Ἕλληνες!…»

Καὶ ὀρθὸς τόρα ἔρριξε τὰ μάτια φλογερὰ στὶς σκοτεινὲς στεριές, σὰν προφήτης τοῦ Ἰσραήλ, ὑμνῶντας τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ὁ ὑποναύκληρος. Καὶ δὲν ἦταν, ὄχι, ὁ ναύτης ὁ ταπεινός. Ἦταν ὁ Ἑλληνισμὸς ὁλόκληρος, μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστη στὶς παραδόσεις καὶ τοὺς θρύλους του.