Ο εβυθός
Παλιές Αγάπες Συγγραφέας: Ο εβυθός |
Τα δυο σκέλεθρα→ |
Ήταν της Παναγίας της Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη. Η παπαδιά αποβραδίς είδε όνειρο κακό. Ξημέρωνε Κυριακή και της Κυριακής τ’ όνειρο ίσαμε το μεσημέρι ξεδιαλύνει. Το έλεγε του παπά της κι έτρεμε σαν το φυλλοκάλαμο η φτωχή. Μα ο παπάς δεν έπαιρνε από τέτοια.
- Σώπα, βλοημένη, με τα όνειρά σου! της έλεγε.
- Πώς να σωπάσω, παπά μου; Το είδα ολοφάνερο: Το σπίτι έπεσε, εσύ σκοτώθηκες, εγώ έμεινα έρμη κι απομόναχη. Γύριζα μέσα στα κρύα του χειμώνα ξώζαρκη και μάζωνα μπουκιά σε μπουκιά το ψωμί...
Κι έτσι λέγοντας δερνότανε κι έκλαιγε η παπαδιά.
Νταγκ νταγκ!... Νταγκ νταγκ!... ακούστηκε κείνη την ώρα η βραχνιασμένη φωνή του σήμαντρου πέρα, στου Μάζη. Ήταν ώρα για τη λειτουργιά.
- Ου να μου χαθείτε, τσακάλια, που θέλετε κι εκκλησιά! είπε με περιφρόνηση ο παπάς ετοιμάζοντας τα σύνεργα της δουλειάς.
- Πήγαινε στη λειτουργιά σου, παπά μου· τέτοια ημέρα σήμερα δεν κάνει να πιάσεις δουλειά· του είπε μισοκλαίοντας η παπαδιά.
- Άφηνέ με, παπαδιά, ήσυχο· σήμερα τα ήβρα τ’ άλογα, σήμερα θ’ αλωνίσω κι ας είναι και Λαμπρή! Τον καιρό δεν τον έχουμε πάντα στο χέρι· μόνο βάλε ψωμί στο τράστο και σώπα!
- Σκιάζουμι, παπά μου· το είδα ολοφάνερο τ’ όνειρο. Το σπίτι έπεσε, εσύ σκοτώθηκες...
- Μωρ’ βάλε ψωμί στο τράστο κι άσε με μη βλαστημήσω! την έκοψε άγρια ο παπάς.
Και τα ξανθά του τα γένια έτρεμαν από το θυμό. Εκείνη κατάπιε τα δάκρυά της και δεν είπε τίποτα. Ήταν καλή γυναίκα η καημένη· λόγο δεν ήξερε να γυρίσει στον άντρα της.
Ωστόσο εκείνος ετοιμάστηκε για καλά. Φόρεσε τα κοντά του τα ράσα, έβαλε ένα μάλλινο σκουφάκι στο κεφάλι, έδεσε μ’ ένα σκοινί τη μέση του, κρέμασε το τράστο με το φαγί στον ώμο του, πήρε το χοντρό ραβδί του κι έφυγε χωρίς ούτε γεια σου να ειπεί στην παπαδιά, που τον έβλεπε με θλιμμένη ψυχή.
Ο Παπαβασίλης ήταν από τα χωριά της Γαστούνης, από την Κελεβή, την πατρίδα του Παρασκευά του αρχιληστή. Πριν ρασοφορέσει, ήταν άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού. Τα χωριά έτρεμαν στ όνομά του. Έδερνε κι έγδυνε, έγδυνε κι έδερνε ολημερίς. Ακόμη και τη γυναίκα του, αρχοντοθυγατέρα με τ’ όνομα, την πήρε κλεφτή. Άξαφνα του βουλήθηκε να γίνει παπάς. Οι φρόνιμοι το βλέπαν σαν δύσκολο μα εκείνος·
- Ποιο; έλεγε κουνώντας το κεφάλι· σε λίγες μέρες τα βλέπετε.
Και αληθινά εκατό τάλαρα και δυο ζευγάρια χήνες στο Δεσπότη και τέλειωσε τη δουλειά του. Ο Παπαβασίλης διορίστηκε εφημέριος σε τέσσερα χωριά: Ζόγγα, Ζουλάτικα, Μάζη και Ρετούνη. Κάθε Κυριακή λειτούργαε και σ’ ένα χωριό. Οι χωριάτες, διψασμένοι από παπά, έκαναν όλα του τα θελήματα. Μα εκείνος δεν ήταν για τέτοιο αξίωμα. Περίπαιζε θεούς και ανθρώπους. Γιορτή καθεμερνή ένα το είχε.
Τώρα καθώς έφτασε στ’ αλώνι, έπιασε και λαιμάριασε τ’ άλογα. Έξι άλογα φαλάγγια! Έπειτα τα έδεσε στο στυγερό. Γύρω τα χερόβολα ήταν απλωμένα κι έτοιμα για των αλόγων τις οπλές.
- Άπλα!... άπλα!... άπλα!... φώναξε. Κι έσκασε στον αέρα το μακρύ καμουτσίκι του.
Τ’ άλογα στη φωνή του αντρειεύτηκαν, έσπρωξε ένα τ’ άλλο κι έπειτα ρίχτηκαν όλα μπροστά. Γύριζαν και πατούσαν τα στάχυα με τα πόδια τους.
Και κείνος από πίσω, έσκαε το καμουτσίκι και φώναζε άγρια:
- Άπλα!... άπλα!... άπλα!...
Το αλώνι έτρεμε στο πάτημα των αλόγων· ο κάμπος βούιζε στη φωνή του παπά.
Ο ήλιος ανέβηκε μεσουρανίς. Μα τι ήλιος! Αβγό έψηνες στην αντηλιάδα του. Τ’ άλογα ήρθαν και απόκαμαν. Το πετσί τους έλαμπε καθρέφτης στον ίδρωτα· το ρουθούνι τους φυσομάναε σαν φυσερό· φρούμαζαν, χλιμιντρούσαν κι έτρεχαν γύρω στο στυγερό. Το άχερο τριβότανε κάτω από τα πόδια τους· το σιτάρι πεταγόταν ολόγυρα σαν σκλήθρες χρυσάφι. Και ο παπάς με το καμουτσίκι στο χέρι, πότε έτρεχε πίσω από τ’ άλογα, πότε στεκότανε ανασαίνοντας βαριά και κοπιασμένα. Η σκούφια του ’φυγε από το κεφάλι και τα δασόμαλλα έπαιζαν με τον άνεμο τρελά και τα μακριά γένια του έσταζαν ρουνιά τον ίδρωτα. Μα εκείνος πάντα έτρεχε φωνάζοντας:
- Άπλα!... άπλα!... άπλα!...
Και άμα έβλεπε κανένα άλογο να κοντοστέκεται, άρχιζε αμέσως τις βλαστήμιες. Κατέβαζε, ο άθεος, όλα τα καντήλια.
Από το κάμα και την πολλή κούραση, σκάνε σε λίγο δυο άλογα. Ωχ! εκεί να έβλεπες τον παπά! Ούρλιαζε σαν λύκος· γύριζε τ’ άγρια του μάτια εδώ και κει, ποδοπάταε τη γη. Άξαφνα σηκώνει τα χέρια και φασκελώνει τον ουρανό.
- Θες δε θες, Παναγιά, λέει τρέμοντας από λύσσα, εγώ θ’ αλωνίσω σήμερα και θα ξεσηκωθώ. Δεν είμαι γυναίκα να φοβηθώ τα όνειρα!
Κι έσπρωξε έξω από το αλώνι τα σκασμένα τ’ άλογα. Έπειτα έπιασε ο ίδιος την άκρη του σκοινιού και σκάζοντας το καμουτσίκι άρχισε να γυρίζει μαζί με τ’ άλλα.
- Άπλα!... άπλα!... άπλα!... ούρλιαζε αδιάκοπα.
Μα δε γύρισε πολύ. Άξαφν’ ακούστηκε μια βουή τρομαχτική. Γυρίζει και βλέπει μακριά κάτι, σαν κοπάδι πρόβατα κάτασπρα. Όλα ερχόνταν τρεχάτα απάνω του. Και η βουή γινόταν δυνατότερη, σαν φουσκοθάλασσα που στέλνει τα κύματά της να χτυπήσουν το βράχο. Σε λίγο κατάλαβε ο παπάς πως δεν ήταν πρόβατα παρά νερό κι ερχόταν μανισμένο απάνω του· έζωνε τ αλώνια. Άρπαξε το φκιάρι και άρχισε λιχνιστά να μαζώνει το σιτάρι στο στυγερό. Μα σαν είδε πως το νερό ζύγωνε ολούθε και τ’ άλογα τρομαγμένα κλωτσούσαν τη γη κι ήθελαν να κόψουν το σκοινί, τα χρειάστηκε.
-Ήμαρτον, Θε μου! ψιθύρισε κι έπεσε στα γόνατα.
Μα ο θεός δεν τον άκουε τώρα· δεν ήταν καιρός! Τ’ αλώνι κουνιότανε σαν βάρκα στη θάλασσα το νερό πλάκωνε· μια πήχη τόπος έμεινε γύρω στον παπά. Τώρα δεν ανέβαινε με βία· βούιζε μονάχα και ψήλωνε σιγαλινά σε νεκροθάλασσα. Εκείνος κατάχλομος το κοίταζε και τα μάτια του κοκκίνισαν Τώρα το νερό του έβρεξε τα πόδια. Ξαφνίστηκε· γύρισε εδώ και κει τα μάτια, απελπίστηκε τέλεια. Κλώτσησε τη γη, δάγκωσε τα χείλη, ξέσχισε τα ράσα του. Έκαμε να λύσει τ’ άλογα και να καβαλίκει να φύγει· πού να τον αφήσουν τ’ άλογα να σιμώσει! Είδε κι απόειδε, ανέβηκε απάνω στο στυγερό. Έλπισε πως δε θα έφτανε εκεί το νερό.
Μα το νερό ανέβαινε, ανέβαινε δίχως βουή τώρα, δίχως φλοίσβισμα, με κάποιο κρύο κίνημα φαρμακερού σερπετού. Έφτασε το στυγερό κι άρχισε ν ανεβαίνει, ώσπου έβρεξε πάλι τα πόδια του παπά. Τ’ άλογα φοβισμένα φρούμαζαν, κλωτσούσαν, πάλευαν και ψηλώνοντας το κεφάλι κατά τον κάμπο πέρα χλιμίντριζαν θλιβερά, σαν να ζητούσαν βοήθεια. Τέλος κατόρθωσαν να κόψουν το σκοινί, ρίχτηκαν στο πέλαγο και βγήκαν πέρα, παραιτώντας έρμο κι απελπισμένο τον παπά.
Ωστόσο το νερό έφτασε στη μέση, έπειτα στα στήθια, έπειτα στους ώμους του. Εκείνος κοίταζε με ζηλιάρικο μάτι τον κάμπο μακριά. Εκεί δεν ήταν νερό. Έβλεπε τα λιβάδια πράσινα, τον ουρανό ασυγνέφιαστο, τα βουνά ήσυχα. Άκουε τα κοπάδια που γύριζαν στις στάνες, τη φλογέρα του βοσκού, το γαύγισμα των σκυλιών τα γέλια, τις φωνές, τις χαρές, όλα τ’ άκουε. Τα πουλάκια που πήγαιναν να φωλιάσουν πέρναγαν τσιτσιρίζοντας απάνω από το κεφάλι του.
Νταγκ νταγκ!... ντακ-νταγκ!... νταγκ νταγκ!... ακούστηκε πάλι το σήμαντρο του Μάζη, που σήμαινε τον Εσπερινό. Ο παπάς το άκουσε κι ανατρίχιασε· του φάνηκε πως νεκροσημαίναν για δαύτονε. Μα δεν έμεινε και πολύ στο βάσανο. Το νερό έφτασε στο στόμα, έπειτα του έκλεισε τα μάτια. Ένα κύμα ήρθε μουγκρίζοντας και τον έριξε κάτω από το στυγερό. Τ’ άχερα και το σιτάρι απλώθηκαν νια σάβανο απάνω από το υγρό μνήμα του παπά.
Έτσι έσβησε η κολασμένη του ψυχή. Μα εγώ δε λυπούμαι τον παπά, παρά την παπαδιά τη φτωχή. Την ίδια ήμερα έπεσε το σπίτι· τα γίδια ψόφησαν, εκείνη τρελάθηκε. Παράδειρε κάμποσον καιρό ώσπου ήβρε μια πιθαμή τόπο και άπλωσε το βασανισμένο της κουφάρι. Μα εκεί που πνίγηκε ο παπάς, κάθε χρόνο, της Παναγιάς της Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη, ακούονται χλιμιντρίσματα και ποδοβολητά και η φωνή του παπά να ουρλιάζει αδιάκοπα:
- Άπλα!... άπλα!... άπλα!...