Ο αρραβών

Από Βικιθήκη
Ο αρραβών
Συγγραφέας:


Άπιστος ως το κύμα».

Σαίξπηρ.

« - Μάρω, υγίαινε· μακράν απέρχομαι· το πλοίον
»Ως ίππος ανυπόμονος το κύμα πλήττει· ήδη
»Ανέβησαν εις τους ιστούς και λύουν το πανίον·
»Μη λησμονής τον πλέοντα εν μέσω των στοιχείων.
»Εκείνη ήτις λησμονεί τον ναύτην δις προδίδει.

«Δεν έχω άλλον σύντροφον εκτός του αρραβώνος·
»Αρκεί· ωρκίσθης εις εμέ οπόταν τον εδώρεις.
»Με συνοδεύει η ελπίς και δεν θα είμαι μόνος,
» Και περί σού θα ομίλη ο της θαλάσσης στόνος» ,
Είπεν ο Χρόνης και φιλεί το μέτωπον της κόρης.

Επεβιβάσθη· λησμονεί ότι η απουσία
Είναι της λήθης αδελφή· ηγάπα και επείσθη.
Απέσπασαν την άγκυραν, ογκούνται τα ιστία.
- Φευ! Ομοιάζουν φέρετρον ενίοτε τα πλοία-
Απέπλευσε· μετά μικρόν η Ύδρα ηφανίσθη.

Έτος μακρόν διέμεινεν ο Χρόνης εις την ξένην,
Και είδεν κόσμον άγνωστον και είδεν άλλα ήθη,
Κ’ εθαύμασε την καλλονήν την πεπολιτισμένην·
Αλλά ο νους του ίπτατο προς την ηγαπωμένην.
Ο νους του ο πύρινος ουδόλως μετεβλήθη.

Ήδη τας πτέρυγας αυτού ανέπτυξε το πλοίον,
Ως το πτηνόν προς φωλεάν, πετά προς τον λιμένα·
Ο άνεμος εσύριζεν εν μέσω των σχοινίων,
Της Ύδρας ήδη φαίνεται μακρόθεν το νησίον,
Η πόλις και τα φώτα της, ατάκτως εσπαρμένα.

Ω! Τέλος είναι ευτυχής και θα την ίδη πάλιν·
Εις τον εξώστην ίσταται εκείνη της οικίας
Ανυπομόνως τείνουσα πυρέσσουσαν αγκάλην.
Ο Χρόνης δεν επιθυμεί ευδαιμονίαν άλλην·
Πλην διατί ωχρίασεν εκ της ανησυχίας;

Ηχούσιν άσματα χαράς, οργάνων αρμονία,
Προπόσεις μέλλοντος μακρού, συγκρούσεις ποτηρίων,
Τα λάμποντα παράθυρα εις τρίμματα μυρία
Αντανακλά η θάλασσα, εισέτι απαισία,
Διά κυμάτων την ακτήν μαστίζουσα αγρίων.

Από της πρύμνης την σκηνήν ο Χρόνης εθεώρει
Σπασμωδικώς τας χείρας του συνάπτων εις τα στήθη·
Βαθεία ήτο η πληγή· ηπίστει και ηπόρει.
Λέμβος ενώπιον αυτού ταχεία επροχώρει·
- Λεμβούχε, τις νυμφεύεται; - Η Μάρω, απεκρίθη.

Ο Χρόνης εμειδίασεν εκ της απελπισίας·
Εστράφη, εθεώρησε τας κυανάς εκτάσεις,
Εκεί όπου επάλαισε προς τόσας τρικυμίας…
« Ω! είναι, εψιθύρισε μετά μελαγχολίας,
Πιστότερον της γυναικός το κύμα της θαλάσσης».

Του αρραβώνος τον χρυσούν δακτύλιον εξάγει
Και, ως οι Δόγαι άλλοτε της Ενετίας, ρίπτει
Αυτόν εις τα ρογχάζοντα διηνεκώς πελάγη·
Ερράγη η καρδία του, το μέλλον του ερράγη
Κ’ εις της υγράς αυτού μνηστής τα στήθη καταπίπτει.