Ο άγρυπνος κλητήρ
Ο άγρυπνος κλητήρ Συγγραφέας: |
Φεβρουάριος 1880. |
Μὲ τὴν κόκκινη πάντα γιακέτα
καὶ μὲ ἕνα σπαθάκι κοντό,
ὅπου νοιώσω πὼς παίζουν πασέτα
τίκι τάκα, τὴν πόρτα βροντῶ.
Κι' ἅμα δίχως λεπτὸ ἀπομείνω,
τὸ σπαθί μου λιγάκι κτυπῶ,
τὸ λυχνάρι μὲ τρόπο τοὺς σβύνω,
κι' ὅσα εὕρω μπροστά μου τ' ἁρπῶ.
Ἔξω λύπη καὶ σκοτοῦρα
ἔξω θάρρος καὶ ντροπή...
εἰς τῶν ἄλλων τὴν καμποῦρα
πίνω, γίνομαι στουπί.
Μέρα νύκτα γυρνῶ στὴν Ἀθήνα,
γειτονιὰ δὲν ἀφίνω μισή,
κι' ὅπου τύχω βαρβάτη κουζίνα,
Ἄλτ! φωνάζω, στὸν τόπο... τίς εἶ;
Στὴν ἀρχὴ μὲ θυμόνει, μὲ σκάνει,
μὰ τῆς πέφτω ἐγὼ στὰ γερά,
ξαδερφάκι της πρῶτο μὲ κάνει,
καὶ περνοῦμε κι' οἱ δυὸ μιὰ χαρά.
Ὅποιος θέλει νὰ γλεντήσῃ,
καὶ ἀσίκης νὰ φανῇ,
ὅλα τἄλλα ἂς τ' ἀφίσῃ,
καὶ κλητῆρας ἂς γενῇ.
Ὤχ! τί νειᾶτα χρυσᾶ!... ἐργολάβαις
ἔχω σ' ὅλους τοὺς δρόμους σωρό,
τῇς προστάζω, τῇς δέρνω σὰν σκλάβαις,
καὶ ἀπ' ὅλαις τραμποῦκο βαρῶ.
Τακτικὰ τὸ σεργιάνι μου κάνω,
τὰ οὐράνια γελῶντας θωρῶ,
εἰς τὰ χόρτα κυλιέμαι ἀπάνω
κι' ἀπ' ἐκεῖ κάθε κλέφτη φρουρῶ.
Νά! ἀκούω τὴ φλογέρα
πρασινίζουν τὰ βουνά...
Τέτοιαν ὤμορφη ἡμέρα
δὲν τὴν βρίσκεις πουθενά.
Τεμπελιὰ μὲς στὸν ἥλιο μὲ δέρνει,
μοὖλθε ὕπνος, τὰ μάτια σφαλνῶ...
τὰ παπούτσια μιὰ μάγκα μοῦ παίρνει,
κι' οὔτε κἂν τὸ ποδάρι κουνῶ,
- Κὺρ κλητῆρα, σ' ἐκλέψαν, φωνάζει
δυνατὰ μὲς στ' αὐτὶ μου καθείς,
μὲς στὸν ὕπνο φωνὴ μὲ τρομάζει,
καὶ πετειέμαι ὁλόρθος εὐθύς.
Μήπως φταίω γιατί τόσο
ἐκοιμήθηκα βαθειά;...
Ἄχ! μωρέ, κι' ἂν σὲ τσακώσω,
θὰ σὲ σπάσω στὴ γροθιά.