Ο Χειμών

Από Βικιθήκη
Ο Χειμών
Συγγραφέας:
Aπό την συλλογή "Τρυγόνες και έχιδναι".


Θραύει των δένδρων τους γυμνωμένους κλώνας
σφοδρού ανέμου πνοή, χειμερινή·
εις λόφους, δάση, κοιλάδας και αυλώνας,
σαβάνου δίκην, στίλβ’ η χιών πυκνή.

Ας έχης τόσον αγρίαν συνοδίαν,
χειμών, σε μόνον το βλέμμα μου ζητεί,
ο βορράς κλαίων παρά την παραλίαν,
ενθουσιώσαν ψυχήν ευχαριστεί.

Θέλω να βλέπω οπόταν ανατέλλη
το πρώτον άστρον επί του ουρανού
ως μαύρος κόραξ να φεύγη η νεφέλη,
εις τας αγρίας εκτάσεις του κενού.

Θέλω να βλέπω εις σκοτεινάς ημέρας,
με μαύρα νέφη ο Φοίβος καλυπτός,
να κατεβαίν’ εις το κύμα το εσπέρας,
ως πληγωμένος εις βράχον αετός.

Θέλω να βλέπω την αστραπήν σκιρτώσαν
εις την αγρίαν μορφήν του ουρανού,
την καταιγίδα τους κλάδους διασπώσαν,
να πίπτ’ εις στήθη θολού ωκεανού.

Πόσον ωραίον εις νύκτα τρικυμίας
ενώ μαστίζ’ η βροχή τας αγυιάς,
να τρεμοσβύνη η λάμψις της εστίας,
επί των τοίχων εκτείνουσα σκιάς.

Ω! Λεονώρα! ρεμβός προ της εστίας,
του νέου βίου την πλήξιν λησμονώ,
κ’ εις παρελθούσας στιγμάς ευδαιμονίας,
την τεθραυσμένην καρδίαν μου πλανώ.

Εκεί σ’ ευρίσκω εις θείας αναμνήσεις,
το παρελθόν μου φευ! γίνεται παρόν,
και περιμένω το χείλος να εγγίσης,
εις το φλεγμαίνον μου χείλος, φλογερόν.

Και αν ο ύπνος τον πέπλον του εκτείνη,
ενώ συρίζει το πνεύμα του βορρά,
και τας βροντάς του το σύννεφον εκχύνει,
εις του ονείρου σε βλέπω τα πτερά.