Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο Φασουλής φιλόσοφος/Μέρος Γ'

Από Βικιθήκη
Ο Φασουλής φιλόσοφος
Συγγραφέας:
Μέρος Γ


1234567891011121314151617


(Ὁ Φασουλῆς ὡς γέρων
βαρὺ τὸ βῆμα φέρων.)

Ἰδοὺ λοιπὸν ἐγώ!...
κατήντησα ὁ τάλας
ἀρχαῖος Μαθουσάλας
καὶ τρέμω καὶ ριγῶ.

Κι' ἐνῷ πυρέσσων κεῖμαι,
θαρρῶν στὴν γῆν πὼς εἶμαι
πρὶν γίνῃ φῶς καὶ σκότος
κι' ὁ ἄνθρωπος ὁ πρῶτος.

Παρήλασαν ἐμπρός μου
ὡς λάμψεις καὶ σκιαὶ
Βασίλεια τοῦ κόσμου
κι' αἰώνων γενεαί.

Εἶδα τὸ σκυλολόγι
τοσούτων πεινασμένων,
καὶ τὸν Ἀδὰμ νὰ τρώγῃ
τὸν ἀπηγορευμένον.

Στὰς φλόγας τῶν Γομόρων
νομίζω πὼς ἐκάην,
κι' εἶδα τὸν αἱμοβόρον
καὶ θηριώδη Κάϊν.

Στὴν πρώτη καταιγίδα
ἐκείνη τῶν θνητῶν
καὶ τὴν ἁγία εἶδα
τοῦ Νῶε κιβωτόν.

Κι' ἐγὼ οὐρανοβάμων
στὸν Καύκασον ἐδέθην,
καὶ στῆς Κανᾶ τὸν γάμον
μὲ φράκο παρευρέθην.

Μ' ἐτύφλωσεν ἡ ἄμμος
τῆς παλαιᾶς Σαχάρας,
καὶ εἶχα γίνει μάμμος
στὸν τοκετὸν τῆς Σάρας.

Εἶδα ὡς ἓν φαινόμενον
ἐκ τῶν πολὺ σπουδαίων
καὶ τὸν Περιπλανώμενον
ἐκεῖνον Ἰουδαῖον.

Εἶδα νὰ κόψῃ ὁ Χάρος,
τοῦ Λάβαν τὰς γυναῖκας,
κι' ἐπῆγα ὡς κουμπάρος
στοὺς γάμους τῆς Ρεβέκκας.

Προσέκλινα τὸ γόνυ
στὴν πτῆσιν τοῦ Ἰκάρου,
κι' εἶδα καὶ τὸ σαγόνι
ἐκείνου τοῦ γαϊδάρου.

Ποὺ ὁ Σαμψὼν φουκτόνων
στὰς σιδηρᾶς του χεῖρας
διέσπειρε τὸν φόνον
εἰς Φιλισταίων σπείρας.

Ἐπάχυνα μὲ βρῶσιν
τῆς κόπρου τοῦ Αὐγείου,
κι' εἶδα τὴν πρώτην πτῶσιν
τοῦ πρώτου Ὑπουργείου.

Εἶδα μυθώδη κέρδη
χωμένα σὲ λαγούμια,
κι' αὐτὸν τὸν Ψευδοσμέρδη
πρὶν καταντήσῃ μούμια.

Διέμεινα στὴν νῆσον
τοῦ πλάνου Ροβινσῶνος,
ἀλλ' εἶδα καὶ τὸν Κροῖσον
νὰ ψήνεται ἀπόνως.

Ξεκούφανα μὲ σεῖστρα
θεοὺς κι' ἀνθρώπους γαύρους,
κι' εἶδα τὴν Ὀθωνίστρα
μὲ τοὺς Μεγαλοσταύρους.

Ἔπαιξα λίγη πρέφα
μετὰ τοῦ Μαθουσάλα,
κι' εἶδα τὴν Γενοβέφα
εἰς τὰ βουνὰ πηλάλα.

Σοφοὺς καὶ μάγους βρῆκα
στὴν πρώτην των σπουδήν,
καὶ μὲς στὸν φοῦρνο μπῆκα
τοῦ Χότζα Ναστραδδίν.

Ἔφαγα συναγρίδα
στὸ σπίτι τοῦ Λουκούλου,
καὶ τὴν Μαρκόλφα εἶδα
μετὰ τοῦ Μπερτοδούλου.

Τρεῖς νύκταις εἶχα μείνει
φρουρὸς μὲ φλέγμα κρύον
σὰν πῆγε στὴν Ἀλκμήνη
ὁ Ζεὺς ὡς Ἀμφιτρύων.

Τρεῖς νύκταις στὸ ποδάρι
νὰ μάθω τί συμβαίνει,
βαστῶντας τὸ φανάρι
τοῦ πάλαι Διογένη.

Κι' ὕστερα τὸν μαγκούφη
τὸν εἶδα εἰς συμπόσιον
νὰ πίνῃ μονοροῦφι
τὸ νέκταρ τὸ ἀμβρόσιον.

Τὸν Πάρι μὲ τῇς Χάραις
τὸν πρόφθασα παιδάκι
νὰ παίζῃ τῇς κουμπάραις
καὶ τὸ δακτυλιδάκι.

Εἶδα τὸν Χονδροκώστα
ὡς δήμιον τῶν σκύλων,
καὶ νὰ γενῇ κομπόστα
τῆς Ἔριδος τὸ Μῆλον.

Εἶδα τὸ ἕνα κι' ἄλλο,
τέλος κι' ἀρχὴν δὲν βρίσκω
κι ἂν δὲν σταθῶ, θὰ βγάλω
σπυρὶ στὸν οὐρανίσκο.

Καὶ ὅμως ἐνῷ πλέον
ἐσάπισα παλαίων
εἰς τῆς ζωῆς τὴν πάλην
τὸ γῆρας τὸ μισῶ
καὶ θέλω καὶ λυσσῶ
νὰ γίνω νέος πάλιν.

Σὰν ἤμουν νέος μιὰ φορὰ τὶ κοπετοὶ καὶ θρῆνοι!...
μ' ἐζάλιζαν οἱ Ἔγελοι κι' οἱ Πρόκλοι κι' οἱ Πλωτῖνοι
κι' οἱ ἄλλοι φαμφαρόνοι...
μὰ τώρα ποὺ ἐζάρωσαν τὰ αἱμοφόρ' ἀγγεῖα
κι' οὐδ' αἵματος ἀπάνω μου δὲν ἔμεινε οὐγγία
ταὐτί μου δὲν ἱδρόνει.

Ἂν ἕνα κι' ἕνα μοὔλεγε ἀδιάντροπος κανένας,
πὼς δυὸ δὲν κάνουν μόνον,
θὰ τοὔχυνα τὰ μάτια του μὲ τὸ φτερὸ τῆς πέννας
ὡς Ἡρακλῆς θυμόνων.

Μὰ σήμερα μοῦ φαίνεται ἡ γνώμη καθενὸς
σοφὴ καὶ νουνεχὴς
καὶ μόνον τὰς ὴμέρας μου μετρῶ ἐλεεινὸς
μὲ σπαραγμὸν ψυχῆς.

Τῆς ἀνθηρᾶς νεότητος ἐσίγησεν ἡ Μοῦσα,
ὡς σκεῦος πλέον ἄχρηστον εἰς τὸν Πλανήτην εἶμαι...
περνᾷ ὸ Ἐρωτόκριτος, περνᾷ κι' ἡ Ἀρετοῦσα,
κι' ἐμένα τρέμουν καὶ λυγοῦν ἐκ γήρατος αἱ κνῆμαι.
Μὰ κι' ὁ Ρωμαῖος ἔρχεται μαζὶ μὲ τὴν Ζουλιέτα
κι' οἱ δυὸ ἀκούω νὰ μοῦ λὲν «ὅρσε, γαμπρέ, κουφέτα».

Πῶς θέλω τὸ κεφάλι μου στὴν πέτρα νὰ κτυπήσω
ὁπόταν βλέπω Χάριτας ἐμπρός μου καὶ ὀπίσω,
κι' Ἐρωτιδεῖς τοξεύοντας, τρελλοὺς καὶ πτεροφόρους,
καὶ τὸν ἀέρα ν' ἀσελγῇ μὲ τῶν φυτῶν τοὺς σπόρους.

Ἄκου γλυκὰ φιλήματα καὶ κύτταξε τὶ χάδια!...
κι' ἐγὼ σακάτης κι' ἄψυχος τρυγόνων ψάλλω ζεύγη,
κι' ἂν εἰς παιδίσκην τρυφερὰν ἁπλώνω τὰ ξεράδια
«φτοῦ! νὰ χαθῇς, παλῃόγερε» φωνάζει καὶ μοῦ φεύγει.

Ἕνας σπαθάτος λυγιστὸς μὲ νικηφόρον ξίφος
ψηλὸς ὡς στρουθοκάμηλος καὶ μὲ θαμβόνον ὕφος,
δὲν ξέρω πῶς ἐκτύπησε τἀδύνατά μου σκέλη
καὶ μ' ἔρριξε φαρδὺ πλατὺ χωρὶς κι' αὐτὸς νὰ θέλῃ.
Κι' ἐν τούτοις δὲν ἐζήτησε παραμικρὰν συγγνώμην,
ἀλλ' ἔφυγε καυχώμενος εἰς τὴν πολλήν του ρώμην.

Ἐνῶ στὸν νοῦν μου σκέψεως ἐστροβιλοῦντο δίναι,
ἀσκάθαρος διέτρεχε τὸ μαλακόν μου στρῶμα,
καὶ μόλις ἔβγαλα γυαλιὰ νὰ δῶ τί τέρας εἶναι
ἐσήκωσε τὸ πόδι του καὶ μ' ἔβρεξε στὸ στόμα.

Ὁποία περιφρόησις καὶ μὲ ὁποῖον τρόπον!...
ἀπεχαυνώθη κι' ὁ θυμὸς κι' ἡ δύναμις τοῦ θάρρους,
κι' ὡς νὰ μὴ φθάνουν προσβολαὶ τοσαῦται τῶν ἀνθρώπων
ἀνάνδρως καταβρέχομαι κι' ἀπὸ τοὺς ἀσκανθάρους.

Τὰς τρίχας ἄσπρης κεφαλῆςς
σκοπὸν τὰς ἔχουν προσβολῆς
κι' εἶν' ἐμπαιγμὸς τῆς μοίρας
τὸ παραπαῖον γῆρας.

Ὅπου τὸ πόδι μου σταθῇ
καὶ ὅπου περπατήσω,
σιγὰ σιγὰ μ' ἀκολουθεῖ
ὁ χάρος ἀπ' ὀπίσω.

Αὐτὸ τὸ ἔρημο κορμὶ
τὸ τριγυρίουν σκύλοι,
κι' ἐχόρτασες καὶ σὺ ψωμὶ
μοῦ λὲν ἐχθροὶ καὶ φίλοι.

Ὡς φάσμα τρέχω τῆς νυκτὸς
μακρὰν τοῦ δρῶντος κόσμου,
καὶ ὅπου τάφος ἀνοικτὸς
μοῦ φαίνεται δικός μου.

Ποτὲ δὲν στρέφω τώρα ἐπάνω στοὺς ἀστέρας,
ἀλλ' ἕρπω εἰς τὸν κύκλον τῆς ἀνθρωπίνης σφαίρας,
καὶ μήτε ἀστρονόμος δὲν εἶμαι γαυριῶν
καθὼς ὁ Αἰγινήτης καὶ ὁ Φλαμμαριών.

Δὲν κατοικῶ εἰς ζώνας ἀγνώστους πρὸ αἰώνων,
μὲ τἄστρα δὲν ρεμβάζω καὶ δὲν φιλοσοφῶ,
τώρα μὲ καταθέλγουν τὰ ὁρατὰ καὶ μόνον,
αὐτὰ ποὺ ζοῦν ἐμπρός μου, αὐτὰ ποὺ ψηλαφῶ.

Ἱδου! ὁ νεκροθάπτης βαθὺν ἀνοίγει λάκκον
καὶ «δὲν μοῦ λές, ἀλήθεια – μοῦ λέγει προπετῶς –
γι' αὐτὸ ἐδῶ τί γράφει ὁ Σπένσερ καὶ ὁ Βάκων;»
κι' ἐμένα τεταρταῖος μὲ πιάνει πυρετός.

Τρελλοὺς ἀκούω νέους ποτήρια νὰ βροντοῦν
καὶ ὅλοι κοκκινίζουν ἀπὸ τὸ πίνε πίνε...
«καλῶς σᾶς ηὗρα», λέγω, κι' ἐκεῖνοι μ' ἀπαντοῦν
«μονάχος σύντροφός σου ὁ νεκροθάπτης εἶναι».

Σεῖς δότε χρῶμα κι' εἰς ἐμὲ καὶ ἄρωμα κι' ἀέρα
φυτὰ δικοτυλήδονα καὶ μονοκοτυλήδονα,
καὶ τὰ φυτὰ μ' ἀπάντησαν, «βρὲ τράβα παραπέρα
κι' αὐτὰ νὰ πᾷς, παλῃόγερε, καὶ νὰ τὰ πῇς στὸν κλήδονα».

«Εἶναι κατάξηρος γιὰ σὲ καὶ μαύρη ἐρημιὰ
τὸ κάθε περιβόλι,
κι' ἂν στὴν κουμπότρυπα καὶ σὺ καρφώσῃς γιασεμιὰ
θὰ σὲ γελάσουν ὅλοι.

»Κύττα, θὰ ποῦν, τὸν γέροντα!... χαρὰ στὸν ἀναιδῆ!...
ὀρέγεται κι' ἡ μύτη του λουλοῦδι, νὰ μυρίσῃ...
σὺ πρέπει νὰ στολίζεσαι μονάχα μὲ κλαδί,
κομμένο ἀπὸ μνήματος θλιμμένο κυπαρίσσι».

Πουλῶ Ἀριστοτέλη...
ποιὸς κουτεντὲς τὸν θέλει;
Κανεὶς δὲν μ' ἠλεκτρίζει
συλλογισμὸς σωρείτης
τώρα με φοβερίζει
ποδάγρα καὶ ἀρθρῖτις.

Ἀνάθεμα τὰ γηρατειὰ κι' ἐκεῖνον ὁποὺ τἄχει!...
τὸ ἕνα κι' ἄλλο μάτι μου τρεμόσβυστο καντήλι,
γουργούραις, ξεφυσήματα, κι' ἀδιάκοπο συνάχι,
ποὺ κάθε δευτερόλεπτο ἀλλάζω καὶ μαντήλι.

Ἀνάθεμα τὰ γηρατειά!... βογγῶ λαχανιασμένος
καὶ τίποτα δὲν βρίσκεται γιὰ νὰ μὲ ξεκουράσῃ...
ἂς εἶναι δεκατέσσαρες φοραῖς ἀφορισμένος
ἐκεῖνος ὁποὺ εὔχεται ἀνθρώπου νὰ γεράσῃ.

Ποὖναι κι' ἡ ὁρμή μου;
ποῦ καὶ τὸ κορμί μου;
ἔλυωσε κι' ἐσάπη...
ὅλοι σπρώχνετέ με,
ὅλοι διώχνετέ με
σὰν σκυλὶ χασάπη.

Σκελετοὶ τὰ μέλη,
κι' ἔγιναν τὰ σκέλη
δυὸ κοκκαλομόλυβα...
δῶστε μου ταμπάκο
σκάψετέ μου λάκκο,
βράσετέ μου κόλλυβα.

Ἀρὰν κι' ὁ Φάουστ Φασουλῆς σκληρὰν παραληρεῖ!...
καταραμένον πᾶν καλὸν ἐπίγειον κι' αἰθέριον,
καὶ ὅ,τι ἐκ τοῦ σώματος ἡμῶν ἀποχωρεῖ
ὡς φωσφορῶδες, ὡς ὑγρόν, ὡς στερεὸν κι' ἀέριον.

Κατάρα σ' ὅ,τι κάλυμμα ἡ κεφαλὴ φορέσῃ,
ψηλὸ καπέλο ψάθινο, καστόρι, σκούφια, φέσι,
κι' εἰς ὅ,τι τὰ ποδάρια μας κοσμεῖ καὶ περιβάλλει,
παντοῦφλα, καραμάντουλο, τσαροῦχι καὶ στιβάλι.

Κατάρα στὰ ἐμδύματα τὰ μέσα καὶ τὰ ἔξω,
στὰ κοντοβράκια, στ' ἀντεριά, στῇς δανεικαῖς βελάδες,
ποὺ δὲν μπορῶ χωρὶς αὐταῖς εἰς τοὺς χοροὺς νὰ τρέξω
κι' εἰς ὅ,τι ἄλλο τὸ κορμὶ τὸ βάζει σὲ μπελάδες.

Καταραμένον τρεῖς φοραῖς παντὸς σκοποῦ τὸ τέρμα,
κατάρα σ' ὅλα τὰ ξυνά, στῇς ζάχαραις, στὰ κάντια,
κατάρα σ' ὅλα οἱ γιατροὶ μᾶς προσκολοῦν στὸ δέρμα,
βεντούζαις, καταπλάσματα, τσιρότα, βυζικάντια.

Καταραμένος ὁ χορός, ἡ μουσική, τὸ μέλος,
ὅ,τι γεννᾷ παροξυσμὸν κι' ἐρεθισμὸν μᾶς φέρνει,
καταραμένοι ὅλοι σας, καταραμένον τέλος
ὅ,τι μᾶς δίνει τὴν ζωὴν καὶ ὅ,τι μα τὴν πέρνει.

Κατάραν εἰς τὰ Σύμπαντα καθὼς ὁ Φάουστ ψάλλω...
βαρδᾶτ' ἐμπρός... θὰ γυμνωθῶ... τὰ ροῦχα μου θὰ βγάλω...
Ἐγὼ ἀπὸ γυμνότητας καθόλου δὲν ξυππάζομαι
κι' οὔτε μὲ φύλλα τῆς συκῆς σὰν τὸν Ἀδὰμ σκεπάζομαι.

Βαρδᾶτ' ἐμπρός... θὰ γυμνωθῶ... ἐλᾶτε, ἀνατόμοι,
νὰ κατακομματιάσετε τὰ μέλη μου τἀκέραια...
ἂς ἀκουσθῇ καὶ δι' αὐτὰ ἡ πάνσοφός σας γνώμη
καὶ τἄντερά μου Δουκισσῶν ἂς γίνουν περιδέραια.

Βαρδᾶτ' ὅλοι ἀπ' ἐμπρὸς γιαὐτὸ θὰ πάρω δρόμο...
βαρδᾶτε κι' ἀφηνίασα, μοῦ ἦλθαν τὰ φεγγάρια,
καὶ μὲ χαϊδεύουν Ἐρινῦς καὶ Μάγισσαις στὸν ὦμο
μὲ φίδια στὸ κεφάλι των, σκορπιοὺς καὶ σαλιγκάρια.

Βουνὰ καὶ ὄρη δρασκελῶ, κοιλάδας, βράχους, λόγγους,
ἀκούω γέλοια γύρω μου μ' ἀλλαλαγμοὺς καὶ βόγγους,
κι' ἀντιλαλοῦν σκουξίματα «συλλάβετε τὸν γέρο»
κι' ἐγὼ στιγμὴ δὲν σταματῶ, μὰ ποῦ τραβῶ δὲν ξέρω.

Σὰν τοῦ Μαζέπα τἄλογο πηγαίνω στὰ τυφλά,
σφαλῶ ταὐτιά μου στὴ βοὴ καὶ στῆς βροντῆς τὸν κρότο,
κι' αἰσθάνομαι τὰ γένεια μου νὰ μοῦ τὰ τσουρουφλᾷ
ὅλου τοῦ κόσμου τὸ βαρὺ καὶ φλογισμένο χνῶτο.

Κατάρα καὶ ἀνάθεμα!... εἰς ἕνα κόσμον φθάνω,
ποὺ τῶν ἀνθρώπων δὲν φυσοῦν φαρμακωμένα χνῶτα,
ἀλλ' ἕνα χέρι ἔξαδνα, πρὶν λίγο ν' ἀνασάνω,
μὲ σφονδυλίζει ἀπ' ἐκεῖ στὸ χάος ὅπως πρῶτα.

Ζωὴ κατηραμένη, τί ποθητὴ μοῦ εἶσαι!...
τὸ κάλλος σου τὸ τόσον καὶ γέρων θ' ἀλαλάξω,
τοὺς ζωϊκοὺς χυμούς σου στὸν σκελετόν μου χύσε
καὶ δός μου τοὺς μαστούς σου ἀπλήστως νὰ βυζάξω.

Ὁ νοῦς μου πτερυγίζει στοὺς κάλυκας τῶν κρίνων,
ἐκεῖ ποὺ ἐμφωλεύει μοσχοβολοῦσα πλάσις,
εἰς τῶν Νυμφῶν τοὺς κώμους κι' εἰς ἄσματα Σειρήνων,
ὅσα κυλοῦν τὰς μαύρας ἀβύσσους τῆς θάλασσης.

Ἅπλωσε, Νύξ, τὸ σκότος, κι' ἀνάτειλε, Ἡμέρα,
ἂς λύσῃ πάντα φόβον τὸ ἅρμα τῆς Αὐγῆς,
καὶ σεῖς, ἀτμοί, πετᾶτε στὸν γαλανὸν αἰθέρα
κι' ἂς ποτισθῇ τὸ χῶμα τῆς διψασμένης γῆς.

Σύ, Ἄπολλον, σύ, Φοῖβε, θεότης τοῦ Ὀσιριδος,
λοῦσε χρυσᾶς ἀκτῖνας εἰς τῆς βροχῆς τὰ νέφη,
καὶ τὸ καμπύλον τόξον τῆς πολυχρῶμου Ἴριδος
ὡς σελαγίζον στέμμα τοὺς οὐρανοὺς ἂς στέφῃ.

Ἂς ὀσφρανθῶ τὸ μῦρον τῆς σμύρνας καὶ ἀλόης,
σύ, χρυσαλλίς, μὴ φεύγῃς, δὲν ἔρχομαι κοντά σου,
καὶ σύ, ἀτμέ, ποὺ λάμπεις ὡς δρόσος πάσης χλόης,
ράνε τὴν κεφαλήν μου μὲ τοὺς ἀδάμαντάς σου.

Οἱ πόθοι τῶν ἀνθρώπων ἂς μοῦ δονοῦν τὰ στήθη,
ἂς μὴν ἠχῇ ὁ γέλως πικρίας ἀμιγής,
κι' ἂς μὲ θαμβόνουν τόσοι φεγγοβολοῦντες λίθοι,
ὁπόσοι κρυσταλλοῦνται στὰ Τάρταρα τῆς γῆς.

Ὁ πόλεμος τοῦ κόσμου ἂς μοῦ φωνάξῃ «ξύπνα
καὶ τρέχα ὅπου πλοῦτος κι' ὅπου λιμὸς πολύς,
εἰς ἑορτὰς γελώτων καὶ εἰς δακρύων δεῖπνα
μὲ κλάδον κυπαρίσσου, μὲ κλῆμα σταφυλῆς».

Ὅταν σὲ ρυτιδώσῃ τοῦ γήρατος τὸ νέφος
ὅταν δὲν θὰ χωνεύῃς εὐκόλως τὰ καρότα,
θὰ λαχταρᾷς νὰ εἶσαι μιᾶς ἡμέρας βρέφος
καὶ νὰ θρηνῇς ἀκόμα στὰ σπάργανα τὰ πρῶτα.

Ζωὴ κατηραμένη, ἂν τόσοι σου ἀγῶνες
κοιλαῖνουν καὶ τὰς πέτρας ὡς ὕδατος σταγόνες,
μὰ σὺ θαρρῶ πὼς εἶσαι τὸ ἆσμα τῶν Ἀγγέλων,
σὺ τὸ προχθές, τὸ τώρα, καὶ ἴσως καὶ τὸ μέλλον.

(Ἐνῷ αὐτὰ μονολογεῖ ὁ γηραιὸς ἱππότης
ἐξαίφνης ἐμφανίζεται ἡ χαρωπὴ Νεότης.)

Ἡ Νεότης εἶμ' ἐγὼ
ἡ χαριτωμένη...
ὅπου κῆπος κυνηγῶ
καὶ τὰ ρόδα του τρυγῶ
ἀσπροφορεμένη.

Πρὸς γελῶντα οὐρανὸν
πάντοτε γελῶσα
μὲ πτερὰ πετῶ χηνῶν
καὶ οἱ φθόγγοι τῶν πτηνῶν
ἡ δική μου γλῶσσα.

Πανηγύρεις ὅπου δῶ
κι' εὐμελῆ Βακχίδα,
καλλικέλαδος πηδῶ
καὶ στιγμὴν δὲν ἀπαυδῶ
μὲ τὸ πήδα πήδα.

Πάντα κῶμοι κι' ἑορταὶ
καὶ χρυσᾶ ὁράματα...
μ' ἐξυμνοῦν οἱ ποιηταὶ
καὶ πιστεύω πὼς ποτὲ
δὲν θὰ δῶ γεράματα.

Ψάλλω γάμους καὶ παστούς,
καὶ μακρὰν τοῦ τάφου
ἐστεμμένη μὲ βλαστοὺς
ἐξυφαίνω τοὺς κεστοὺς
τῆς θεᾶς τῆς Πάφου.

Δῶρα φέρνω ἀκριβὰ
κι' εἰς ἐλπίδας πλέω...
ἡ Παφία μὲ τραβᾷ
καὶ τὸ μῦρον τοῦ Σαβᾶ
στοὺς βωμούς της καίω.

Ὅπου νέον συναντῶ
μ' εὔρωστον λαγόνα,
καταστράπτω καὶ βροντῶ
καὶ τὴν ρώμην του κεντῶ
πρὸς καλὸν ἀγῶνα.

Εἰς ὁμίλους ζηλευτοὺς
λάλον ἔχω στόμα,
καὶ ὡς κόσμους τορρευτοὺς
θέλω νέους τορνευτοὺς
μὲ ροδίζον χρῶμα.

Στὰς ἡμέρας τὰς καλάς,
ποὺ γοργῶς ἐσκίρτα
τῶν Αἰσχύλων ἡ Ἑλλάς,
πόσας νέας κεφαλὰς
ἔστεψα μὲ μύρτα.

Τώρα μόνον δὲν ἀργῶ
μ' εὐπετὲς τὸ βῆμα,
τώρ' ἀπέκαμα κι' ἐγὼ
καὶ πικρὰ μοιρολογῶ
εἰς τὸ κάθε μνῆμα.

Ἐνώπιόν μου στάτου τὸν τράχηλόν σου κλίνων,
κι' ἂν θέλῃς πότε πότε μαζί μου νὰ γελᾷς
μακρὰν ἀπὸ τοὺς νέους τῶν κλασικῶν Ἑλλήνων,
ποὺ μόλις τοὺς σιμώσῃς γεράματα κολλᾷς.

Ἂν θέλγεσαι μαζί μου ἐγκώμια νὰ πλέκῃς
εἰς τῆς ζωῆς τὴν τύρβην, ἀπὸ τοὺς νέους βάρδα,
ἐλπίζω δὲ πὼς τότε κοντά μου δὲν θὰ στέκῃς
μὲ μάτια δακρυσμένα σὰν νἄφαγες μουστάρδα.

Τί τραγικοὺς κοθόρνους καθένςα των φορεί...
μακρὰν τῶν νέων τούτων ὅσο μπορέσῃς μεῖνε,
καὶ ὅ,τι τὸ ξερό σου κεφάλι δὲν χωρεῖ
ποτὲ μὴ βεβαιώνῃς πὼς ἀγαθὸν δὲν εἶναι.

Μὴν ἐκστομίσῃς ὕβριν στοὺς καψοφιλοσόφους
κι' ἔχε τους πότε πότε ἀγαπητοὺς συντρόφους,
ἀλλ' ἂς μὴν εἶν' ἐκεῖνοι παντοτεινή σου ἔνοια
κι' οὔτε μ' αὐτοὺς θὰ πιάσῃς τὸν Πάπα ἀπὸ τὰ γένεια.

Ποτὲ νὰ μὴν νομίζῃς τὸν λόγον σου χρησμὸν
καὶ κύπτε εἰς ἐρεύνας μὲ λογικὴν νηφάλιον,
κι' ἀπόφευγε τοῦ κύκλου τὸν τετραγωνισμὸν
καὶ τοῦ ἀεροστάτου τὸ τρομερὸν πηδάλιον.

Ὁπόταν σὲ πειράξῆ τοιοῦτος Σατανᾶς
τὴν σκέψιν σου ἀμέσως εἰς ἄλλας νὰ πλανᾷς,
κι' αὐτὰς τὰς ἀποφράδας ἀνακαλύψεις μόνον
ὡς δύο συνεργείας ἀπώθει τας δαιμόνων.

Μὴ ρίπτῃς εἰς τοὺς κύνας πᾶν ἱερὸν καὶ ὅσιον,
ἐκεῖ ποὺ δὲν σὲ σπέρνουν ποτέ σου μὴ φυτρώσῃς,
ὁπόταν δὲ καλέσῃς τοὺς φίλους εἰς συμπόσιον
μὴ βγάλῃς τἄντερά των μὲ τραγικὰς προπόσεις.

Εἰς Βουλευτῶν καυγάδες μὴ σπεύδῃς νὰ χωρίζῃς
καὶ δὴ συζητουμένου Προϋπολογισμοῦ,
κι' ὑπὲρ πατρίδος μόχθει, ἀλλὰ χωρὶς ν' ἀφρίζῃς
μὲ τὴν ἀγρίαν λύσσαν τοῦ πατριωτισμοῦ.

Μὴ τρέχῃς ὁλολύων ὡς ἄγαν πατριώτης
εἰς νίκας Μαραθώνων καὶ δάφνας Πλαταιῶν,
κι' ἂς σ' ὁδηγῇ ἀκμαῖον ἡ ἀληθὴς φαιδρότης,
ποὺ κυβερνᾷ τὸν κόσμον μὲ σκῆπτρον κραταιόν.

Ἀνέχου ἀγογγύστως τῶν γυναικῶν τὸ φῦλον,
ἂν καὶ καλὰ γνωρίζω πὼς εἶσαι ἀνεμόμυλος,
κι' ἐνῷ συχνὰ μὲ τόνον τὰς βλασφημεῖς ὀργίλον
ἐν τούτοις ποδογύρου σ' ἐξημερόνει ὅμιλος.

Ἂν ὅλ' αὐτὰ ποὺ λέγω δὲν πᾶνε εἰς τὸν βρόντον
καὶ παρ' ἐμὲ καθήσης τὴν κεφαλὴν ἐγείρας,
θὰ φαίνεσαι καμάρι τῶν νέων καὶ γερόντων
καὶ διαρκὴς νεότης θὰ εἶναι καὶ τὸ γῆρας.

Ἀλλὰ θαρρῶ ἀδίκως τοὺς λόγους μου πὼς χάνω...
κι' ἂν συμβουλὰς σοῦ δώσω καὶ μὲ τὸ παραπάνω,
ἐκεῖ ποὺ ἐκαρφώθης ἀκίνητος νὰ στέκῃς
καὶ πάντοτε θὰ μείνῃς Ρωμηὸς ντεληφυσέκης.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Αὐτά, Νεότης μου, ποὺ λὲς κι' ἐγὼ καλὰ τὰ ξέρω
μὰ δὲν ἁρμόζουν εἰς ἐμὲ τὸν Μαθουσάλα γέρο.
Καὶ τ' εἶμ' ἐγώ; Δημόνικος ν' ἀκούω παραινέσεις;
καὶ Ἰσοκράτης εἰσαι σύ, Σεμτέλος, Μιστριώτης;...
καὶ ποῦ ἠκούσθη πώποτε στὰς ἀνθρωπίνους σχέσεις
νὰ γίνεται διδάσκαλος στὸ γῆρας ἡ νεότης;

Πίσω μου ἔλα, Διάβολε... δὲν θέλω συμβουλὰς
κι' ὅσα μοῦ καλονάρχησες ἀλλοῦ νὰ τὰ πουλᾷς.
Εἰς τὰς διδασκαλίας σου σὰν χάχας δὲν χαζεύω,
ἐγὼ ἐκακογέρασα, ἐγὼ γραφαῖς μαζεύω,
κι' ἀπὸ τῆς γῆς τὰ βάσανα σὲ λίγο θὰ γλυτώσω,
καὶ ἄφησέ με, ἀδελφή, στὸ χάλι μου τὸ τόσο.

Πίσω μου ἔλα, Διάβολε... δὲν θέλω συμβουλάς,
ἂς μαρανθῇ καθὼς ἐμὲ κι' ὁ κόσμος κι' ἡ Ἑλλάς.
Δὲν μεριμνῶ παντάπασιν περὶ φιλοπατρίας
καὶ ἦτον ὅλως περιττὸν τοῦ λόγου τὸ προοίμιον...
καὶ σύ, Νεότης, ἔγινες ὡς τὰς σοφὰς κυρίας
καὶ πήγαινε νὰ ἐγγραφῇς ες τὸ Πανεπιστήμιον.

Γιὰ μένα μαύρη φαίνεται καὶ στεῖρα κάθε γῆ,
δὲν θέλω νέον νὰ κυττῶ μὲ στόμφον νὰ κορδώνεται,
νὰ στρίβῃ τὸ μουστάκι του καὶ νὰ σεισοπυγῇ
κι' ὀλόκληρος σὰν ποντικὸς ἐμπρός μου νὰ λαδώνεται.
Δὲν θέλω γέρους νὰ κυττῶ, ποὺ κάποτε ἀσπρίζουν
καὶ κάποτε μὲ μιὰ βαφὴ σὰν τὴν σουπιὰ μαυρίζουν.

Δὲν θέλω πλέον νὰ κυττῶ τὰς ἐκλεκτὰς κυρίας
νὰ πιάνωνται νυχθημερὸν μὲ τὰς ὑπηρετρίας,
δὲν θὲλω τὰ φουστάνια των νὰ μὲ γεμίζουν σκόνη,
δὲν θέλω νἆμαι ἄγαμος, ἀλλ' οὔτε παντρεμμένος,
δὲν θέλω Ρήγας σπαθωτὸς ἐμπρός μου νὰ φουσκώνῃ
σὰν ἕνας γέρο-βάτραχος ἀπὸ νερὸ πρησμένος.

Δὲν θέλω τὴν νεότητα, δὲν θέλω καὶ τὸ γῆρας,
οὐδ' ἀρετὴν γερόντισσας καὶ νάζι ζωντοχήρας.
Κάθε στιγμὴ στὸ σῶμα μου φυτρόνει κι' ἕνας ρόζος,
κάθε στιγμὴ στὰ μάτια μου στειρεύει κι' ἕνα δάκρυ,
ἐγώ, καλέ, κατήντησα Ὀρλάνδος ὁ φουριόζος
καὶ πέρνω τὸν κατήφορο κι' ὅπου μὲ βγάλ' ἡ ἄκρη.

Δὲν θέλω τῆς νεότητος νὰ μ' ἐνοχλοῦν μελέται...
μακρὰν ὁ Ἐρωτόκριτος κι' ὁ Βέρθερος τοῦ Γκαῖτε.
Σ' ἐμένα πρέπει μιὰ θηλειὰ καὶ βούνευρα καὶ κνοῦτον,
θέλω νὰ φύγω ἀπ' ἐδῶ, ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον,
κι' εἰς ἀστρογείτονα βουνὰ μονάχος νὰ πετῶ,
στὰς Ἄλπεις, στὰ Οὐράλια, καὶ στὸν Λυκαβητό.

Ἐκεῖ ψηλὰ νὰ κάθωμαι σὰν γύψ καὶ ἀετὸς
καὶ ὅλην τὴν ὑφήλιον νὰ βρίζω προπετῶς,
στὰς κορυφὰς ὡς αἴλουρος κι' ἐγὼ ν' ἀναρριχῶμαι,
νὰ κελαϊδῶ σὰν τζίτζικας κι' ὡς λέων νὰ βρυχῶμαι,
προβιαῖς ἀρκούδας μαλλιαραῖς νὰ εἶναι σκέπασμά μου
καὶ μέσα σὲ φιδιῶν σπηλιαῖς νὰ γράφω τὄνομά μου.

Ἐκεῖ, ἐκεῖ νὰ κάθωμαι μακρὰν τῆς κοινωνίας
μὲ ἄρκτους μαύρας καὶ λευκὰς καὶ τίγρεις Ὑρκανίας,
τρελλοὺς νὰ πλέκω κἄποτε καὶ μανιώδεις ἔρωτας
μὲ κροταλίας θηλυκοὺς κι' ἀγρίους ρινοκέρωτας,
καὶ τεντωμένους ἀφελῶς στοῦ λέοντος τὴν χαίτην
νὰ γράφω περισπούδαστον κοινωνικὴν μελέτην.

Ἐκεῖ νὰ κάθωμαι μακρὰν τῶν μόχθων τῶν μυρίων
καὶ τώρα νἆμαι ἄνθρωπος καὶ ὕστερα θηρίον.
Κανεὶς τὴν κατοικίαν μου ποτὲ νὰ μὴ γνωρίζῃ,
μηδὲ νὰ μάθουν οἱ θνητοὶ πῶς ζῶ μακράν των ἔτσι,
κι' ὁπόταν πεῖνα κἄποτε τὰ μέσα μου θερίζῃ
μὲ τἄντερά τῆς τίγρεως νὰ κάνω κοκορέτσι.

Νὰ μὴ μοῦ φέρνῃ πυρετοὺς θερμὴ φιλοπατρία,
νὰ πολεμῶ ἀνήμερος μ' ἀνήμερα θηρία,
τὸ καύκαλό μου τὸ ξερὸ νὰ μοῦ τὸ ροκανίζουν
καὶ μὲ δοντιῶν τριξίματα νὰ μοῦ τὸ πριονίζουν,
ἀλλὰ κι' ἐγὼ τὸ αἷμα των νὰ πίνω αἱμοβόρρος
κι' ἀπὸ βρυγμοὺς καὶ βρυχηθμοὺς νὰ τρέμῃ κάθε ὄρος.

Ἀόρατος κι' ἀγνώριστος ἐκεῖ ἐκεῖ ἀπάνω
μὲ τὰ θηρία μου νὰ ζῶ, μ' ἐκεῖνα ν' ἀποθάνω·
καὶ ὕστερα ν' ἀναστηθῶ μετὰ χιλίους χρόνους,
νὰ δῶ ἂν θἆναι Βασιλεὺς καὶ τότε εἰς τοὺς θρόνους
ἂν στὴν Ἑλλάδα θὰ πεινᾷ πατριωτῶν πληθώρα
κι' ἂν γέρος θὰ μοῦ φαίνεται ὁ κόσμος ὅπως τώρα.

Τοιαῦτα στὸν καιρὸν αὐτὸν φαντάζομαι τῆς ὕλης,
οὐδ' ὀνειρεύομαι ζωὴν αὐτῆς ὡραιοτέραν,
δὲν θέλω δὲ νὰ λέγωμαι οὐδ' ἄρρην οὔτε θῆλυς,
ἀλλ' οὔτε εἰς κατάστασιν ν' ἀνήκω οὐδετέραν.
Θέλω νὰ εἶμαι κἄτι τὶ στῆς γῆς τὴν τρικυμίαν,
μὰ νὰ μὴν ἔχῃ ὄνομα είς γλῶσσαν οὐδεμίαν.

Καταλαβαίνεις τίποτα, Νεότης παπαρδέλα,
ποὺ στὰ καλὰ καθούμενα μοῦ κόλλησες σὰν βδέλλα;
Σιχαίνομαι τὰς ἀηδεῖς τοῦ βίου ποικιλίας,
μὴ μὲ θωρῇς ἀκίνητος καὶ σέρνεις τὰ μαλλιά σου,
μ' ἐπαραχόρτασες καὶ σὺ μὲ τὰς διδασκαλίας
καὶ πάρε τὰ βρεμμένα σου καὶ τράβα στὴ δουλειά σου.

(Φεύγ' ἡ Νεότης ἄναυδος κι' ἡμιθανὴς σχεδὸν
κι' ὁ νέος Μεφιστοφελῆς προβαίνει τραγουδῶν.)

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Φασουλῆ μου κακομοίρη
μαῦρον τέκνον μαύρης γέννας,
πῶς δὲν βρίσκεται κανένας
ὅπως πρέπει νὰ σὲ δείρῃ;

Ἕλλην Φάουστ καὶ Σγαρίλιο
δὲν μοῦ θέλεις ἕναν ἥλιον,
καὶ ζητεῖς νὰ φέξῃς κι' ἄλλος
ἀπὸ τοῦτον πιὸ μεγάλος.

Ἡ ἀπαίτησις μεγάλη,
μὰ ποιὸς ξέρει καμμιὰ μέρα
ἂν καὶ τρίτος δὲν προβάλει
γιὰ χατῆρι σου στὴν σφαῖρα.

Νέος πρὸς τὸ γῆρας τρέχεις,
γέρος χάνεσαι γιὰ νειάτα,
μὰ κι' αὐτὰ ἐνῷ τὰ ἔχεις
τσαμπουνᾷς «ἀνάμεθά τα!».

Εἶσαι ἄνδρας;... δὲν σὲ φθάνει...
θέλεις νὰ φορῇς φουστάνι...
κι' ἂν γυναῖκα πάλι γίνῃς,
λὲς οὐδέτερος νὰ μείνῃς.

Κι' ἂν οὐδέτερος φανῇς
καὶ γιὰ τοῦτο μουρμουρίζεις,
κι' ἄλλο θέλεις νὰ γενῇς,
ποὺ καὶ σὺ δὲν τὸ γνωρίζεις.

Ἡ μουρμοῦρα σου μὲ πνίγει,
μὰ σὲ τέτοιον κατεργάρη
τοῦ χρειάζεται κυνῆγι
μ' Αἰγινήτικο σφουγγάρι.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Καλῶς τον...

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Πῶς ἐπέρασες;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Κακὰ ψυχρὰ καὶ μαῦρα...
καὶ μὲ τὸ γῆρας, Μεφιστό, πάλι μπαστούνια ταὖρα.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Τί νὰ σοῦ πῶ, βρὲ Φασουλῆ... μοῦ φαίνεσαι ἀγνώμων,
καὶ πρὶν τῆς ὥρας θὰ χαθῇς, ἂν δὲν ἀλλάξῃς δρόμον.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Πᾶνε καὶ τὰ γεράματα...

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Τί ἄλλο ἀγαπᾶς;
μὴ θέλῃς εἰς τὴν Κόλασιν ἢ στὴν Ἐδὲμ νὰ πᾷς;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Οὔτε στὸ ἕνα, Μεφιστό, ἀλλ' οὔτε εἰς τὸ ἄλλο.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μοῦ ἔβγαλες τὴν πίστι μου...

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Κι' ἀκόμα θὰ στὴν βγάλω.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μήπως σ' ἀρέσει τὸ Μηδέν, τοῦ Βούδδα ἡ Νιρβάνα,
ὁποὺ δὲν βρίσκεται κανεὶς Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Οὐδὲ ζωήν, οὐδὲ μηδὲν δὲν θέλω, Μεφιστό,
οὐδὲ ψυχὴν ἐπάνω μου καὶ ὕλην νὰ βαστῶ,
οὐδὲ κανένα Μαμμωνᾶ ὡς νοῦς ἐκ τῶν πεζῶν,
ἀλλ' εἰς μηδὲν ἐμψυχωθεὶς μηδὲν νὰ γίνω ζῶν,
ἐγκαταλείπω ὄπισθεν κολάσεις καὶ τρυφάς...

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μὰ σὺ δὲν ὑποφέρεσαι καὶ πρέπει νὰ τῇς φᾷς.

(Ὁ νέος Μεφιστοφελῆς τὴν προσωπίδα ρίχνει
κι' ὁ Περικλέτος ὑπ' αὐτὴν τὸ πρόσωπόν του δείχνει.)

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί βλέπω!... μπᾶ! Ὁ Περικλῆς χωρὶς κανένα κέρατο...
κι' ὁ βλὰξ ἐγὼ γιὰ Διάβολο τὸν πῆρα τετραπέρατο.
Ὦ Περικλέτο, σύντροφε τοῦ Φάουστ Φασουλῆ,
ἐσ' εἶσαι, βρέ, ποὺ ἔκανες τὸν Μεφιστοφελῆ,
κι' ἐγὼ τοσαῦτα σοβαρὰ ἐμπρός σου ἐξιστόρησα;...
φτοῦ! Νὰ χαθῇς, παλῃάνθρωπε... καθόλου δὲν σ' ἐγνώρισα.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ σὺ ὁ Φάουστ, πίστεψες πὼς εἶσαι, Φασουλῆ,
καὶ πὼς ἀλήθεια γέρασες;...
μὲ ἄσπρα γένεια ψεύτικα καὶ δανεικὸ μαλλὶ
γιὰ Μαθουσάλας πέρασες.
Καὶ τώρα ὄρεξις πολλὴ μοῦ ἔρχεται ὡς τόσο
τὸν Φάουστ καὶ ξυλόσοφον νὰ τὸν ξυλοφορτώσω.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Καλὰ ποὺ ἦλθες, Περικλῆ, ἐγκαίρως νὰ μὲ σώσῃς,
διότι ἂν τὸν χείμαρρον τῆς λιγυρᾶς μου γλώσσης
δὲν σταματήσῃ ὡς ἐδῶ τὸ σεβαστόν σου ξύλον,
ὁποὺ μοῦ εἶναι νόμος,
θὰ ὑπερβῇ τὸν ἀριθμὸν τῶν ὁρισθέντων φύλλων
ὁ ἀνὰ χεῖρας τόμος.

Κι' αὐτὸ βεβαίως ἐννοεῖς πὼς διόλου δὲν συμφέρει
ἀφοὺ καθένας τρεῖς δραχμὰς τὸν τόμον θὰ πληρώνῃ,
καὶ θώπευσέ με ἁπαλὰ μὲ τὸ λεπτόν σου χέρι
πρὶν μοῦ κοστίσῃ, ἀδελφέ, ὁ κοῦκος ἀηδόνι.

(Τὸν Κάντιον καὶ τοὺς λοιποὺς ὁ Περικλέτος πέρνει
καὶ μ' ὅλα τὰ συστήματα τὸν ψευτο-Φάουστ δέρνει.)