Ο Φασουλής φιλόσοφος/Μέρος Α'

Από Βικιθήκη
Ο Φασουλής φιλόσοφος
Συγγραφέας:
Μέρος Α


12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849


Ἰδοῦ λοιπὸν ὁ Φασουλῆς, ποὺ οἴστρους κατεβάζει,
καθὼς ὁ Βούδδας τῶν Ἰνδῶν ὑπὸ συκὴν ρεμβάζει,
καὶ τὸν καφφὲ τὸν θεριακλῆ τῆς Ὑεμένης πίνων
φιλοσοφεῖ ἀκάματος ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων.

1[Επεξεργασία]

Ἄνθρωπος εἶμαι, ἄνθρωπος, καὶ τὴν ζωήν μου σύρω
μ' ὀλίγα ψευτοδάκρυα, μ' ὀλίγα ψευτογέλοια,
κι' ἅμα κυττάζω στὰ ψηλὰ καὶ χαμηλὰ καὶ γύρω
ὅλα παντοῦ μοῦ φαίνονται τρελλοῦ παππᾶ Βαγγέλια.

Ἄνθρωπος εἶμαι, ἄνθρωπος μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια,
σκυλιὰ γαυγίζουν πίσω μου, με κουτουλοῦν οἱ τράγοι,
τρώγω τὴν γῆν, ποὺ τοῦ ζευγᾶ τὴν αὐλακόνουν βώδια,
πρὶν λαίμαργα την σάρκα μου ἐκείνη καταφάγῃ.

Ἄνθρωπος εἶμαι, ἄνθρωπος, καὶ σὰν χαράζ' ἡμέρα
στὸν κάθε παλῃοκαφφενὲ ξαπλόνομαι ἀνάσκελα,
κι' αὐτός, ποὺ κατ' εἰκόνα του μ' ἐτίναξ' ἐδῶ πέρα
ὡς δεῖγμα τῆς προνοίας του μοῦ στέλλει πάντα φάσκελα.

Ἄνθρωπος εἶμαι, φύσεως πετώσης καὶ πεζῆς,
Ἡράκλειτος φιλόσοφος καὶ δημοσιογράφος,
κι' ὅταν κανένας μ' ἐρωτᾶ «σ' ἀρέσει, βρέ, νὰ ζῇς;»
τοῦ ἀπαντῶ «τρομάρα μου ἂν ἔλειπε κι' ὁ τάφος».

2[Επεξεργασία]

Δὲν ξέρω τί ζητῶ
καὶ τρέχω ψωραλέος
μετὰ τοῦ Περικλέτου...
στὰ χέρια μου κρατῶ
κρανίον βασιλέως
καὶ καύκαλο ἐπαίτου

Καὶ χύνω ἄνω κάτω,
κυττάζων τὰ οὐράνια,
στὸ πρῶτο ρετσινάτο,
στὸ δεύτερο σαμπάνια.

3[Επεξεργασία]

Τὶς δύναμις ἐνήργησε καὶ διεπλάσθ' ἡ σφαῖρα;
ὁ ἕνας εἶπε τὴ φωτιὰ κι' ὁ ἄλλος τὸν ἀέρα
κι' ὁ τρίτος μόνο τὸ νερό,
ἀλλ' ὁ σοφὸς Ἐμπεδοκλῆς ἐδέχθη καὶ τὰ τρία
καὶ τέλος πάντων ἔγινε μεγάλη φασαρία
σ' ἐκεῖνον τὸν παλῃὸ καιρό.

Καθένας ἦτο βέβαιος πὼς ηὗρε τὸ σωστὸ
καὶ κάθε τόσο ἄλλαζαν τοῦ κόσμου τὸν Χριστὸ
μὲ χίλια δυὸ μπερδέματα...
ἀλλὰ ἐδιάβασα κι' ἐγὼ αὐτὰ τὰ κολοκύθια
κι' εἰς ἕνα κι' ἄλλο σύστημα εὑρῆκα μιὰν ἀλήθεια
πὼς εἶναι ὅλα ψέμματα.

4[Επεξεργασία]

Βρὲ Φασουλὴ καϋμένε, δὲν κάθεσαι στ' αὐγά σου,
τοὺς ψωροφιλοσόφους στὸν διάβολο δὲν στέλλεις;
Δὲν σὲ ἀρκεῖ νὰ χάσκῃς στὴ ράχη τοῦ Πηγάσου,
μὰ καὶ φιλοσοφίες ἀρχίζεις νὰ μοῦ θέλῃς;

Ὅπως κι ἄν διεπλάσθη τὸ Σύμπαν τὶ σὲ μέλει;
κι' ἄν ἐξ αὐτῆς παρήχθη τῆς μάζης ἤ ἐκείνης,
κι' ἄν ἦτο πρῶτα χάος ἤ μιὰ φωτονεφέλη,
ἐσὺ μπορεῖς μὲ τοῦτο καλλίτερος νὰ γίνῃς;

Καὶ ἄν στῶν συστημάτων ἐγκύψῃς τὴν σωρείαν,
καὶ ἄν τοῦ Δημοκρίτου δεχθῇς τὴν θεωρίαν,
καθ' ἥν ἐκ τῶν ἀτόμων συνίσταται ἡ φύσις,
κι' ἐπὶ τῆς θεωρίας αὐτῆς φιλοσοφήσεις.

Θαρρεῖς τὸ ἄτομόν σου δὲν θἆναι ὅπως εἶναι,
πὼς ἀσθενὲς σαρκίον ὡς τώρα δὲν θὰ μένῃ,
πὼς δὲν θὰ τὸ μαραίνουν οἱ πόθοι κι' αἱ ὀδύναι,
κι' οὐδὲ θὰ παίζῃ λόρδα καὶ ἡ παραδαρμένη;

Κι' ἄν τοῦ Θαλῆ τὸ ὕδωρ ἀρχὴν ἀναγνωρίσῃς
κι' ὑδραυλικῆς σπουδήσεις μεθόδους περισσάς,
πιστεύεις πὼς καμμία δὲν θὰ στερεύσῃ βρύσις
καὶ σὺ ἀπὸ τὴν δίψα ποτὲ δὲν θὰ λυσσᾷς;

Καὶ ἄν τοῦ Ἡρακλείτου τὸ σύστημα σ' ἐξαίρῃ,
κ' εἰπῇς ἀρχὴ τῶν ὅλων τὸ πῦρ τὸ ἀδηφάγον,
νομίζεις ὅτι πάντα θὰ εἶναι καλοκαῖρι
καὶ δὲν θὰ τουρτουρίζῃς τὴν ἐποχὴ τῶν πάγων;

Κι' ἄν ὡς ὁ Πυθαγόρας κι' ἐσὺ ἀνακηρύξῃς
πὼς εἶναι ἁρμονία τὰ πάντα καὶ ρυθμός,
κι' ἄν ἀριθμοὺς ἀγνώστους ἑνώσῃς κι' ἀναμίξεις
κι' εἰπεῖς πὼς ἄρχει πάντων τὸ ἕν κι' ὁ ἀριθμὸς.

Νομίζεις πὼς τ'αὐτιά σου ποτὲ δὲ θὰ ταράξῃ
βαρύτονος, τενόρος ἤ ἄλλος φουκαρᾶς,
ποὺ μὲ βρυγμοὺς ὀδόντων ἐλπίζει νὰ μαλάξῃ
τὴν ἄμουσον καρδίαν σκορδόπιστης κυρᾶς;

Ἤ μήπως τῶν πλουσίων τὰ πλούτη θὰ σαρώσῃς;
ἤ μήπως τὸ πουγγί σου θὰ βρίσκεται γεμάτο;
ἤ τάχα θὰ μπορέσῃς τὸ σπίτι νὰ πληρώσῃς
ποὺ ἔκτισες μὲ χρέος στὸν Φαληρέα κάτω;

Κι' ἄν δεχθῇς ἀκόμη σὰν τὸν Ἀναξιμένη
πὼς ὁ ἀήρ, τὸ Σύμπαν καὶ ἄπειρον σημαίνει,
θαρρεῖς πὼς θὰ περάσῃ καὶ μόνο μιὰ ἡμέρα,
ποὺ δὲν θὰ καβουρδίσῃς κοπανιστὸν ἀέρα;

καὶ ἄν τὰς πολιτείας τὰς οὐρανογενεῖς
τοῦ Πλάτωνος ποθήσεις εὐγενεστάτου θρέμματος,
μὴ τάχα ζωοκλέπτης δὲν θὰ μπορῇ κανεὶς
νὰ γίνῃ Ταξιάρχης καὶ σύμβουλος τοῦ Στέμματος;

Καὶ ἄν τὸν ἔρωτά σου δεχθῇς τὸν ἰδεώδη,
μήπως δὲν θὰ σηκώνουν τὸν κόσμο εἰς τὸ πόδι
προικοθηρῶν πεινώντων τοσαῦται συμμορίαι,
ὁπόταν ξεμυτίζουν πολύφερναι κυρίαι;

Νομίζεις οἱ ἐρῶντες πὼς θὰ πετοῦν στὰ νέφη
καὶ πὼς ποτὲ δὲν θἄχουν γιὰ τίποτ' ἄλλο κέφι;
ἤ μὴ κι' ὁ ἔρως θἄναι καπνός, ἀτμὸς καὶ σκόνη,
καὶ γυναικὸς κοιλία ποτὲ δὲν θὰ φουσκώνῃ;

Καὶ ἄν τοῦ Σοφρωνίσκου ἀκούσῃς τὸν υἱὸν
ποὺ ἕν' ἀνακηρύττει τοῦ Σύμπαντος θεὸν
ἀσύλληπτον καθ' ὅλα καὶ ἄυλον κι' αἰώνιον
κι' εἰς τοῦτο ἀποβλέπων ἐρρόφησε τὸ κώνειον.

Κι' ἄν στὴν Χαναναίαν πετάξῃς νοερῶς
εἰς τὸν θεὸν ἐκεῖνον πιστεύεις τοῦ Σινᾶ,
θαρρεῖς πὼς δὲν θὰ φθάσῃ οὐδέποτε καιρὸς
ὁποῦ θὰ προσκυνήσῃς κι' ἐσὺ τὸν Μαμμωνᾶ;

Θαρρεῖς τὸν ἑαυτὸν σου διττῶς ἄν διαιρέσῃς
εἰς νοῦν καὶ εἰς αἰσθήσεις, πὼς δὲν θὰ μείνῃς βλάξ;
θαρρεῖς πὼς ἀσφαλίζεις τὰς μεταξύ των σχέσεις
κι' αὐτὸ δὲν θἄναι δοῦλον τοῦ ἄλλου ἐναλλάξ;

Καὶ ἄν τοῦ Ἐπικούρου τὴν Ἡδονὴν δεχθῇς
καὶ τύχει καμμιὰν ὥρα καὶ σὺ νὰ ὀρεχθῇς
νὰ φᾶς μονάχος ἕνα μουλκέικο πεπόνι
θαρρεῖς πὼς τ' ἄντερά σου δὲν θὰ θερίσουν πόνοι;

Κι' ἄν τὴν ἀχρείαν σάρκαν ἐξ ἡδονῶν κορέσῃς
νομίζεις πὼς μὲ ἄλγος ποτέ σου δὲν θὰ κλαύσῃς;
κι' ἄν τὸν βαρὺν χιτῶνα τῆς ἀρετῆς φορέσῃς
θαρρεῖς πὼς δὲν θὰ θέλεις ἐκείνας ν' ἀπολαύσῃς;

Νομίζεις πὼς δὲν εἶναι κι' αὐτὸ κι' ἐκεῖνο χίμαιρα;
Πιστεύεις καὶ εἰς ὄρκους καὶ λόγους τῆς τιμῆς;
νομίζεις ὅτι τοῦτο, ποὺ θὰ ποθήσῃς σήμερα,
καὶ αὔριον ἐπίσης θὰ τὸ ἐπιθυμῇς;

Κι ἄν εἶσαι ἀνθρωπίσκος ἐκ τῆς κοινῆς ἀγέλης
θὰ μακαρίζῃς κλαίων σκηπτούχους βασιλεῖς,
κι  ἄν  βασιλεὺς καλεῖσαι, θἀλθῇ στιγμὴ νὰ θέλῃς
ν' ἀδειάζῃς ἀνωνύμους θαλάμους τῆς Αὐλῆς.

Βρὲ Φασουλῆ, καϋμένε, ὡς ἐδῶ πέρα μεῖνε,
πολλὴ φιλοσοφία καὶ σκέψις ἄς σοῦ λείπει…
δι' ὅ,τι πρᾶγμα χαίρεις αὐτὸ χαρὰ δὲν εἶναι,
δι' ὅ,τι πρᾶγμα πάσχεις αὐτὸ δὲν εἶναι λύπη.

Δὲν εἶσαι οὔτ' εὐδαίμων ἀλλ' οὔτε δυστυχής,
εὐκόλως μὴν πιστεύῃς στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλον,
οὐδ' εἰς ἀθανασίαν, οὐδ' εἰς θνητὸν ψυχῆς,
και δι' αὐτὸ κι' ἐκεῖνο νὰ στέκῃς ἀμφιβάλλων.

Ὁ κόσμος ἄς κινεῖται καὶ τοῦτο τὸ Βασίλειον
ἄς στρέφετ' αἰωνίως ἡ γῆ περὶ τὸν ἥλιον,
κι' ἐκεῖνος περὶ ταύτην ἄς κινηθῇ ἄν θέλῃ..
δι' ὅλας τὰς κινήσεις πεντάρα μὴ σὲ μέλει.

Ἀτάραχος θεώρει τοῦ κεραυνοῦ τὸ βέλος,
τοῦ κόσμου τὰ βιβλία εἰς τὰ σκουπίδια ὅλα,
κι' ἐνόσω τὴν ἀρχή του δὲν βλέπεις καὶ τὸ τέλος
ὑπόμενε, ἀνέχου, ἀνθρώπους γεννοβόλα.

5[Επεξεργασία]

Ποσάκις μόλις εἶδα τὴν ἡμέραν
ἐπόθησα τοῦ Σύμπαντος τὴν σφαῖραν
εἰς ἄμορφον σωρὸν νὰ μεταβάλλω
κι' ἐπάνω εἰς ἐρείπια να ψάλλω.

Καὶ ἄλλοτεε στοὺς τοίχους μου σὰν εἶδα
νὰ τρέχῃ σιχαμένη κατσαρίδα,
κι' ἐτόλμησα κ' ἐγὼ νὰ τὴν σκοτώσω
ποσάκις δὲν τὴν ἔκλαυσα καὶ πόσο!

6[Επεξεργασία]

Ὅλα θαρρῶ πὼς κλαῖνε
καὶ τοὺς καϋμούς των λένε.

Ἀμάν! καθεὶς φωνάζει,
κι' ἀκούω νὰ στενάζῃ
βασανισμένη πλάσις,
τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης,
ἡ ρεματιά, ἡ φτέρη,
τὸ μαλακὸ ἀγέρι,

ὁ βρέμων καταρράκτης,
ὁ φλέγων κεραυνός,
καὶ τῆς αὐγῆς ὁ κράκτης,
ὁ γαῦρος πετεινός.

Καὶ βλέπω ἀπὸ πέρα
ποιμενικὴ φλογέρα
νὰ καίῃ τὸν ἀέρα
μὲ φλόγας στεναγμῶν...

Ἀκούω ἕν' ἀηδόνι
σὲ χαμηλὸ κλαδὶ
νὰ πικροκελαϊδῇ
καὶ ἡ ψυχή μου λυόνει.

Καὶ γάϊδαρος παρέκει
ἀποσταμένος στέκει
μὲ φόρτωμα στὴ ράχη...
Θεέ μου, πῶς γκαρίζει!
Ποιὸς τάχατε γνωρίζει
τί βάσανα νὰ τἄχῃ!

7[Επεξεργασία]

Κι' ἐγὼ γιὰ νὰ ξεχάνω
τῶν στεναγμῶν τὸν δρόμο
μοῦ ἔρχεται νὰ κάνω
συχνὰ τὸν Ἀστρονόμο.

Καὶ λησμονῶν τὰ βάρη
κυττάζω πρὸς τὸν Ἄρη,
καὶ βλέπω πρὸς τὸν Κρόνο
γιὰ νὰ περνῶ τὸν χρόνο.

Ἴσως κι' ἀπὸ ψηλὰ
κανεὶς βασανισμένος
ἐδῶ στὰ χαμηλὰ
κυττάζει σαστισμένος.

Κι' ὁ νοῦς του ὅλος κρίσι
καθὼς καὶ ὁ δικός μου
ζητεῖ νὰ βρῇ μιὰ λύσι
στὸ πρόβλημα τοῦ κόσμου.

Καὶ δὲν μπορεῖ καὶ κλαίει,
καὶ δὲν μπορῶ καὶ κλαίω,
ὅρσε κι' αὐτὸς μοῦ λέει,
ὅρσε κι' ἐγὼ τοῦ λέω.

8[Επεξεργασία]

Τὴν σοφίαν, λέει, ζήτει
ὁ μεγάλος Πυθαγόρας
καὶ αὐτὴν σκοπὸν κηρύττει
πᾶς σοφὸς ἐκ πάσης χώρας.

Μὰ κι' ἐγώ, κὺρ Πυθαγόρα,
τὴν γυρεύω κάθε ὥρα
καὶ γι' αὐτὴν γυρνῶ μὲ δίσκο,
μὰ τοῦ κάκου... δὲν τὴν βρίσκω.

9[Επεξεργασία]

Ποῦ βρίσκεται, ποῦ κάθεται, γιατὶ νὰ μὴν εἰξεύρω;
κι' ἂν τῆς σοφίας κἄποτε τἀπόκρυφα σπουδάζω
δὲν προσπαθῶ μὲ τὴν σπουδὴν τὸ βέβαιον νὰ εὕρω...
τὴν ὥρα θέλω νὰ περνῶ καὶ νὰ διασκεδάζω.

Κι' ὁπόταν ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ στραφῶ στὴν κοινωνίαν
κι' ἐμπρός μου τύχῃ νὰ ἰδῶ κανέναν Παυσανίαν,
ποὺ πρὶν ὀκάδες εἴκοσι τὰ μέλη του ἐζυγίζαν
κι' ἐκ τῆς νηστείας τῆς πολλῆς τὰ γόνατά του λύγιζαν.

Μὰ σήμερα, ποὺ ἔπεσε στὸ Κεντρικὸν σὰν γλάρος,
μετρᾷ ὀκάδες ἑκατὸ τὸ εἰδικόν του βάρος,
εἰς τοῦτον τὸν περίεργον σπουδάζω πατριώτην
τὸν νόμον τῆς βαρύτητος, τὴν δύναμιν τὴν πρώτην.

Κι' ὁπόταν βλέπω κἄποτε Δημόσιον Ταμίαν,
πὼς προσπαθεῖ τὸν πειρασμὸν νὰ φύγῃ τοῦ παρᾶ,
ἂν καὶ δεινῶς μαστίζεται ἀπὸ τὴν βουλιμίαν,
νά! ἡ κεντρόφυξ δύναμις φωνάζω ἐν χαρᾷ.

Ἀλλ' ὅταν τέλος τὸν ἰδῶ μὲ ὅλην του τὴν πάλην
ἀκάθεκτος νὰ σύρεται περὶ τὸ κέντρον πάλιν,
ὡς ὅτου γίνῃ ἄφαντος μὲ τὸ Ταμεῖον ὅλον,
βλέπω τὴν ἄλλην δύναμιν, ποὺ λέγουν κεντρομόλον.

10[Επεξεργασία]

Ὅσους μεγάλους κόπους,
φιλόσοφε, κι' ἂν κάμῃς
μονάχα στοὺς ἀνθρώπους
ἐρεύνα τὰς δυνάμεις
μυστηριώδους φύσεως.

Κι' ὅστις εἰς τούτους μόνον
σπουδάζει νὰ ἐγκύψῃ,
καθ' ἅπαντα τὸν χρόνον
ἀνέρχεται εἰς ὕψη
σοφίας καὶ ποιήσεως.

11[Επεξεργασία]

Ὅστις ποθεῖ εὐχάριστα τὴν ὥρα νὰ σκοτώσῃ,
ἐδῶ νὰ κύψῃ πρέπει...
θαρρῶ πὼς πᾶσ' ἀπόστασις ποτὲ δὲν εἶναι ὅση
τὸ μάτι μας τὴν βλέπει.

Κι' ὅταν εἰς πᾶσαν ἐποχὴν καυμάτων καὶ χειμώνων
ὁ ἄνθρωπος ὁδεύει,
τὰς ἀποστάσεις ὁ σκοπὸς τὰς μεγαλόνει μόνον
κι' αὐτὸς τὰς συντομεύει.

Κι' αὐτὸ μοῦ τὦπε Βουλευτὴς μὲ λιπαρὰν γαστέρα:
«εἰς ὅποιο κι' ἂν εὑρίσκομαι τῆς πόλεως σημεῖον,
καμμία δὲν μοῦ φαίνεται ὁδὸς συντομωτέρα,
παρὰ ἐκείνη, ποὺ τραβᾷ στὸ Κεντρικὸν Ταμεῖον».

12[Επεξεργασία]

Ψηλὰ μὴ βλέπῃς, σοφέ μου χάχα,
κι' ὅλα τὰ κάνει ὁ νοῦς μονάχα
μικρά, μεγάλα λόγια χαμένα...
τέτοια τὰ δείχνει ὁ νοῦς σ' ἐμένα.

Ὅ,τι ἐκεῖνος θαρρεῖ πὼς πρέπει
καὶ πὼς ταιριάζει μὲ τὸ ἐγώ,
τοῦτο καθένας καλὸν τὸ βλέπει
καὶ τοῦτο θέλω καὶ κυνηγῶ.

Ὁ νόμος γράφει «ποτὲ μὴν κλέψῆς,
μηδὲ πεντάρα μηδὲ βελόνι»,
ἀλλ' ὅταν ἔλθουν τοιαῦται σκέψεις,
καθεὶς τὸν νόμο τὸν φασκελόνει.

13[Επεξεργασία]

Γιατὶ ἀλήθεια πάντα καθένας νὰ γυρεύῃ
ἐκεῖνο ποὺ ὁ νόμος σαφῶς ἀπαγορεύει;

Πῶς κι' ὁ Ἀδὰμ ἀκόμη, ποὺ τόσο ἐτιμᾶτο,
ὁποὺ ποτὲ σκοτοῦραις δὲν εἶχε καὶ δουλειαῖς,
καὶ μὲς στοῦ Παραδείσου τοὺς κήπους ἐκοιμᾶτο
μὲ πάνθηρας, μὲ σαύρας καὶ μὲ δεντρογαλιαῖς,
τὸν ἀπηγορευμένον ὠρέγετο νὰ φάγῃ
ὡς ποὺ κατεκρημνίσθη μὲ τὸ δεξί του πλάγι;

Γιατὶ κι' ἐγώ, σὰν τύχῃ, ἀνάγκη φυσικὴ
στὸν δρόμο νὰ μὲ σφίξῃ, πηγαὶνω πρὸς ἐκεῖ,
ποὺ πᾶσα μας ἀνάγκη ρητῶς ἀπαγορεύεται;...
Θεούλη μου, τὶ κόσμος!... ἂς πάῃ νὰ κουρεύεται.

14[Επεξεργασία]

Θεέ μου, τί κόσμος!... πολλάκις τὸ εἶπα...
μοῦ πίνει τὸ αἷμα κι' ὁ ψύλλος κι' ἡ σκνίπα,
καὶ ὅμως δὲν ἔχω ποτέ μου τὸ θάρρος
νὰ ρίψω μακράν μου τοῦ βίου τὸ βάρος.

Τὸ εἶπα... ἡ πλῆξις τὴν πλῆξιν μοῦ φέρει...
δὲν θέλω θυέλλας, ἀνοίξεις, λειμῶνας...
σὰν ἔλθουν οἱ πάγοι ζητῶ καλοκαῖρι,
σὰν ἔλθῃ καὶ τοῦτο ζητῶ τοὺς χειμῶνας.

Στὸ χάος τὸ πρῶτον τὸ Σύμπαν ἂς πέσῃ
κι' ἓν ἄλλο ἂς γίνῃ καθὼς μοῦ ἀρέσει,
ἀλλ' ὅμως συστρέφω κι' αὐτὸ ἀνωκάτω
καὶ δεύτερον, τρίτον καὶ τέταρτον πλάττω.

Ὁπόταν δὲ κόσμους συνθέσω πολλοὺς
γιὰ μένα τελείους, γιὰ μένα καλούς,
κι' ἐκεῖνοι μὲ πλήττουν κι' αὐτοὺς ἀνατρέπω
καὶ φθάνω καὶ πάλις εἰς τοῦτον ποὺ βλέπω.

15[Επεξεργασία]

Παντοτεινὴ μουρμούρα
καὶ κλάψα καὶ φαγούρα.

Τί τὄφελος, χαμένε,
φιλοσοφίας τόσης!...
οἱ ἄνθρωποι σοῦ λένε:
«σκοτώσου νὰ γλυτώσῃς».

Μὰ σὺ καὶ ἂν γκρινιάζῃς
δὲν ἔχεις νοῦ χαζὸ
καὶ στοὺς κουτοὺς φωνάζεις:
«στὸ πεῖσμα σας θὰ ζῶ».

16[Επεξεργασία]

Κι' ἂν λέγῃ πᾶς σοφὸς
πὼς τῆς ζωῆς τὸ φῶς
καὶ ὅλα τὰ βαρύνεται,
ἀλλ' εἶναι μασκαρᾶς
καὶ κάλπικος παρᾶς
καὶ ὡς τοιοῦτος κρίνεται.

Κι' ὁ Λεοπάρδης ἔπληττε μὲ γόους στὸν ἀέρα
καὶ τὴν ζωὴν τὴν εὕρισκε σιχαμερὸ τσιμποῦρι,
ἀλλ' ὅταν εἰς τὸν τόπον του ἐνέσκηψε χολέρα
πρῶτος ὁ ἀφιλότιμος τὸ ἔκοψε κουμποῦρι.

Ὅμως κι' ἐγώ, ποὺ τὴν ζωὴν πετῶ εἰς τὰ σκυλιά,
σπανίως τρέχω στὴν Βουλὴν ν' ἀκούσω κάθε ρήτορα,
ἐκ φόβου μήπως ἔξαφνα βροντήσῃ πιστολιὰ
καὶ κράξω πρὸς βοήθειαν Χριστὸν καὶ Θεομήτορα.

17[Επεξεργασία]

Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.

Ἂν ἔλεγε καθένας τὶ κρύπτει κατὰ βάθος
χωρὶς κανένα φόβον, χωρὶς κανένα πάθος,
θὰ βλέπαμε ἀμέσως τὸ πᾶν ν' ἀνατραπῇ,
θὰ βλέπαμε ἀμέσως τὸ πᾶν μορφὴν ν' ἀλλάξῃ,
μὰ σήμερα κι' ὁ κλέπτης θ' ἀκούσῃς νὰ σοῦ πῇ:
«ἐγὼ ποτὲ νὰ κλέψω;... πᾶ! πᾶ! Θεὸς φυλάξοι!»

18[Επεξεργασία]

Εἶδα κουφὸ μιὰ μέρα καὶ εἶπα ἐν σπουδῇ:
«ποτέ του δὲν θ' ἀκούσῃ ἐκεῖνα ποὺ θὰ δῇ».
Κι' εἶδα στραβὸ καὶ εἶπα: «μὴ γιὰ τὸ φῶς στενάξῃς
ἐκεῖνα που θ' ἀκούσῃς, ποτὲ δὲν θὰ κυττάξῃς».

Κι' εἶδα βουβὸ καὶ εἶπα: «γιατὶ στεναχωριέσαι;
ἔχεις τὸ μέγα δῶρο, ἐγκράτεια τῆς γλώσσης».
Κι' εἶδα χωλὸ καὶ εἶπα: «εὐτυχισμένος εἶσαι,
ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τρέχῃς καὶ στὰς διαδηλώσεις».

19[Επεξεργασία]

Τὸ κάθε δῶρον, ἡ κάθε χάρις
περνᾷ ὡς πόνος καὶ δυστυχία...
ὁ κόσμος εἶναι ὅπως τὸν πάρῃς,
χαραὶ καὶ λύπαι, ψευδῆ λαχεῖα.

Ἂν σὲ βαραίνουν οἱ στεναγμοὶ
καὶ τόσα πάθη παντοτεινά,
πλὴν ἴσως ἔλθῃ καὶ μιὰ στιγμὴ
ποὺ θὰ γελάσῃς ἀληθινά.

Ἂν ὅμως ὅλα σοῦ δείχν' ἡ πλάσις
μὲ ὄψεις μόνον ἀπατηλάς,
ποτὲ στ' ἀλήθεια δὲν θὰ γελάσῃς
κι' ἂς κάνῃς πάντα ὅτι γελᾷς.

20[Επεξεργασία]

Εἶδα εἰς τὸν τάφον γαύρου Βασιλέως
νὰ καθίσῃ κάποιος πλάνης πειναλέος·
εἶπε πόσην δόξαν εἶχε τὄνομά του
κι' ἔφυγε τρὶς πτύσας εἰς τὸ ἄγαλμά του.

Ἦλθε κι' ἕνας ἄλλος, λόγιος συγγράφων,
καὶ σοφοὺς χαράξας εἰς τὴν πλάκα στίχους,
ἔκαμεν εὐσχήμως δίπλα εἰς τὸν τάφον
ὅ,τι κάνει σκύλος ἀναιδῶς στοὺς τοίχους.

21[Επεξεργασία]

Ἰδοὺ λοιπὸν ὁ κόσμος τὴν δόξαν βεβηλῶν!...
αἱ ἀμοιβαὶ τοιαῦται, τοιαῦτα τὰ βραβεῖα...
ὁρίστε καὶ ἡ δόξα... ποῦ εἶσαι, Βαβυλών;
ποῦ εἶναι ἡ Εὐδαίμων ἐκείνη Ἀραβία,
μὲ τόσων ἀρωμάτων μυροβολοῦσαν χλόην,
μὲ βάλσαμον, μὲ κύπρον, μὲ σμύρναν, μὲ ἀλόην;

Ποῦ Μωυσῆς ξηραίνων τὸν δρόμον τὸν ὑγρόν;
εἰς ἄγνωστον κοιμᾶται τῆς Χαναὰν ἀγρόν.
Πεντάπολις, ποῦ εἶσαι; ποῦ εἶσθε τόσαι χῶραι;
Καπνὸν καὶ σκόνην βλέπω καὶ τὴν Ἰεριχώ,
καὶ μὲ τὰ τύμπανά των τοῦ Ἰσραὴλ αἱ κόραι
δὲν ἐξυμνοῦν ἐρήμων κοιλάδων τὴν ἠχώ.

Χειμάρρους δὲν σκιάζουν αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου,
παιᾶνας δὲν ἀκούω πολέμων καλλινίκων,
ουδὲ παρὰ τὰς ὄχθας ἐκεῖ τοῦ Ἰορδάνου
ἁπλόνουν τοὺς καρπούς των οἱ κλάδοι τῶν φοινίκων.

Πῶς ἔσβυσε τὸ κλέος τοῦ καθενὸς μεγάλου;
τίς ὁμιλεῖ ἀκόμη περὶ τοῦ μεγαλείου;...
τί ἔγινε κι' ἡ δόξα τοῦ ἵππου Βουκεφάλου;
τί ἔγινε κι' ὁ Δόρκων αὐτὸς τοῦ Ἡρακλείου;

Ποῦ ἔθαψαν κι' ἐκείνη τοῦ Βαρλαὰμ τὴν ὄνον;
ποῦ δὲ κι' ἡ τρεφομένη ἀπὸ τὸ Πρυτανείον;...
ἴσως μετεμψυχώθη μὲ τὴν ροὴν τῶν χρόνων
στοὺς Ἕλληνας ἐκείνους τῶν νέων καφενείων.
Ἐγέρασε ὁ κόσμος κι' ἀκόμα θὰ γεράσῃ
κι' ὴ δόξα τῆς δικῆς μου γαϊδάρας θὰ περάσῃ.

22[Επεξεργασία]

Ὅσοι ὥραις ἔχουν
καὶ καιρὸ γιὰ χάσιμο
κι' εἰς κηδείας τρέχουν
μὲ καυμάτων βράσιμο,
ὅταν Χάρος πάρῃ
τοῦτο τὸ κουφάρι,
ποὺ δὲν ἔχει πιάσιμο,
θἄλθουν καὶ θὰ κλαῖνε
δόξα μιὰ φορά,
κι' ὅλοι των θὰ λένε
«Βρὲ τὸν μασκαρᾶ!
Εἶχε καὶ παράσημο!»

23[Επεξεργασία]

Ὁπόταν φασκελόνω τὸν κόσμον τὸν χυδαῖον
κι' εἰς τὰς μετεμψυχώσεις ἐγκύπτω τῶν Χαλδαίων,
μοῦ ἔρχεται ἡ σκέψις πὼς ἴσως δὲν χαθῶ,
ἀλλ' εἰς κανένα ζῷον θὰ μετεμψυχωθῶ.

Γιατὶ νὰ μὴν πιστεύω καὶ τοὺς Χαλδαίους; εἶπα...
πᾶς ὁ τυφλῶς πιστεύων λογίζεται μακάριος...
γιατί, ὁπόταν βλέπω βουλιμιῶντα γύπα,
νὰ μὴν εἰπῶ πῶς ἦτον Ἁλαταποθηκάριος;

Κι' ὁπόταν ἄνδρας βλέπω ἐμπρός μου Βουληφόρους
νὰ παραβαίνουν πάντας τοὺς ἀνθρωπίνους ὅρους
καὶ νὰ κλωτσούν ἀγρίως καὶ μὲ τὰ δυὸ ποδάρια
πῶς νὰ μὴν πῶ πὼς εἶναι τουλάχιστον μουλάρια;

Αὐτὰ γιὰ κολοκύθια ὡς σήμερον θαρροῦσα,
μὰ τώρα ποῖος κόσμος πραγματικῶς ἐξαίσιος...
φαντάζομαι πὼς εἶναι σαρανταποδαροῦσα
ὁ Περικλῆς, ὁ Κόδρος, ὁ Νεύτων, ὁ Καρτέσιος.

Ἀλλ' ἴσως καὶ ὁ πρῶτος καὶ ἴσος ἐν τοῖς ἴσοις,
ὁποὺ τὸν καίει δίψα φιλοπολέμου λύσσης,
παντοῦ δ' ὡς στρατηλάτης δαφνοστεφὴς θαυμάζεται,
γενῇ ἀπροσδοκήτως ἐκεῖνο τὸ πτηνόν,
ποὺ κατ' Ἀριστοφάνην Χεσᾶς ἐπονομάζεται,
ἀνήκει δὲ κατ' εἶδος εἰς τὸν Φασιανόν.

24[Επεξεργασία]

Μετὰ τὴν μετεμψύχωσιν σ' ἀνοίγεται ἡ Πύλη
ὡραίων Παραδείσων,
ὑπάρχουν δὲ Παράδεισοι πολλοί τε καὶ ποικίλοι
ἐν μέσῳ τῶν ἀβύσσων.

Εἰς τοῦτον Ἄγγελοι χρυσοῖ τὰς πτέρυγάς των σμίγουν
μὲ μουσικὰς εὐμόλπους
ὁ δ' Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ στοὺς εὐσεβεῖς ἀνοίγουν
χαριτοβρύτους κόλπους.

Στὸν ἄλλον ὄρη καὶ βουνὰ μὲ μέλι καὶ πιλάφι
καὶ ὀδαλίσκαι ποὺ στιγμὴ δὲν κάνουν καὶ νισάφι,
καὶ ἂν ἐπλάσθης μὲ ροπὴν πρὸς τὴν πολυγαμίαν
ἑκάστην ὥραν εἰμπορεῖς ν' ἀλλάζῃς κι' ἀπὸ μίαν.

Πλὴν μ' ἀπολαύσεις κι' ἀγαθὰ πρὸς ταῦρα παραπλήσια
ὑπῆρχον κι' ἄλλοι πρὸ πολλοῦ Παράδεισοι κι' Ἠλύσια,
μὰ πᾷν κι' αὐτοὶ στὸν διάβολο μὲ Κρόνους καὶ μὲ Δίας
καὶ τοὺς θεούς των σήμερα φρουρεῖ ὁ Καββαδίας.

Καὶ πηλαλεῖς ἐδὼ κι' ἐκεῖ νὰ εὕρῃς ποιὸς σ' ἀρέσει,
ὡσὰν σκυλὶ ποὺ τοῦ κρεμοῦν ὀπίσω καραβάνα,
ἀλλ' ἂν ἀπ' ὅλους δὲν βρεθῇ κανεὶς νὰ σὲ χωρέσῃ,
ὑπάρχει ἄλλος ἀνοικτός... τοῦ Βούδδα ἡ Νιρβάνα.

25[Επεξεργασία]

Μηδὲ πιλάφια εἶν' ἐδῶ κι' ἀγγέλων πανηγύρεις,
μηδὲ πολυγαμία...
ἐκεῖ Μηδὲν αἰώνιον, μακαριότης πλήρης,
κι' ἀνταμοιβὴ καμμία.

Μὲ μαρτυρίου στέφανον τὴν κεφαλὴν δὲν στέφεις
κι' ἂν ὄντως μάρτυς ἦσο...
χωρὶς ἐλπίδ' ἀνταμοιβῆς καὶ πάλις ἐπιστρέφεις
εἰς τὸ Μηδὲν ὀπίσω.

Εἰς τοῦτον τὸν Παράδεισον τῆς ἱερᾶς σιγῆς,
ὁποὺ τελείως θνήσκεις,
παντὸς δικαίου ἀληθοῦς καὶ μάρτυρος τῆς γῆς
τὸ Πάνθεον εὑρίσκεις.

Εἰς τοῦτον τὸν Παράδεισον, ποὺ δὲν σὲ περιμένει
οὐδέποτε τροφή,
χωρὶς χυδαῖα ὄνειρα κοιμοῦνται κουρασμένοι
οἱ ἀληθῶς σοφοί.

26[Επεξεργασία]

Σεῖς ὅσοι ἐφορέσατε ἀκανθωτοὺς στεφάνους
καὶ θρόνους ἐσαρώσατε,
κι' ἀπὸ σκηπτούχους Καίσαρας κι' αἱμοχαρεῖς τυράννους
λαοὺς ἀπολυτρώσατε.

Σεῖς ὅσους δὲν ἐπτόησεν ἀκόλαστος Σατράπης
διὰ τῶν μαρτυρίων,
καὶ ἄφθονον ἐχύσατε τὴν δρόσον τῆς ἀγάπης
καὶ εἰς ψυχὰς ἀγρίων.

Σεῖς ὅσοι ἐσκορπίσατε τοῦ λόγου τὴν εἰρήνην
στῶν πόνων τὴν κοιλάδα,
καὶ μετελαμπαδεύσατε τὴν ἄσβεστον ἐκείνην
τῆς ἐπιστήμης δᾷδα.

Σεῖς ὅσοι ἀτενίζοντες πρὸς ὕψιστον σκοπόν,
προφῆται ἀληθεῖς,
ἐρρίψατε τὰ σπλάγχνα σας ες στόματα γυπῶν
ὡς ἄλλοι Προμηθεῖς.

Σεῖς ὅσοι καὶ τοὺς κώνωπας ἀκόμη διϋλίσατε
μὲ πᾶν τὸ δυνατόν,
καὶ εἰς φασματοσκόπια καὶ πρίσματ' ἀνελύσατε
τὸ φῶς τῶν πλανητῶν.

Σεῖς ὅσοι ἐχαράζατε τοὺς πρὶν ἀβάτους δρόμους
ἀνὰ τοὺς οὐρανούς,
κι' ἐστράφη πρὸς τοῦ Σύμπαντος τοὺς αἰωνίους νόμους
πᾶς ὑγιαίνων νοῦς.

Σεῖς ὅσοι ἐξελίξατε τὴν ἀνθρωπίνην πλάσιν
μὲ μόχθους ἐρευνῶν,
κι' εῥόντες ἐχωρίσατε εἰς εἶδος καὶ εἰς κλάσιν
τὰ πλήθη τῶν γενῶν.

Σεῖς ὅσους δὲν ἐτρόμαξεν ὁ Δράκων ὁ πυρίπνους
βαρβάρου ἀμαθείας
κι' εἰς ρόδων ἐτρυφήσατε ἀρωματώδεις ὕπνους
καὶ εἰς ἐκστάσεις θείας.

Σεῖς ὅσοι συνετρίψατε πᾶν εἴδωλον τοῦ σκότους
στὸ κοῖλον τῆς παλάμης,
καὶ τόσας ἐδεσμεύσατε κρυπτὰς κι' ἀναλλοιώτους
τῆς φύσεως δυνάμεις.

Σεῖς ὅσοι ἀνεστείλατε τὸν ροῦν καὶ τὰς φορὰς
ἀκατασχέτου ρεύματος,
καὶ τὰ δεσμὰ ἐθραύσατε δουλείας βδελυρᾶς
τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος.

Πρὸς σᾶς τοῦ Βούδδ' ἀνοίγεται ὁ μέγας οὐρανός,
Ἐπαγγελίας χώρα,
κι' εἰς ταύτην τὴν ἐπίζηλον Ἐδὲμ τοῦ Μηδενὸς
ἀναπαυθῆτε τώρα.

Ἐκεῖ ἂς ἀναπαύεται πᾶς μάρτυς καὶ πᾶς ἥρως,
γευθεὶς σοφίας μάνα...
δὲν εἶναι ἀμοιβὴ παντὸς καὶ τοῦ τυχόντος κλῆρος
τοῦ Βούδδα ἡ Νιρβάνα.

Χρυσοῦς ὀρθοῦται στὸν Ναὸν ἐκεῖνον τῆς σιγῆς
ὁ τρίπους τῆς Πυθίας,
καὶ δὲν εἰσέρχεται ποτὲ χειρῶναξ ἐναγὴς
κι' ἐχθρὸς τῆς ἀληθείας.

Ἐκεῖ φωτίζει τὴν πυκνὴν τοῦ Μηδενὸς σκοτίας
φῶς ἀληθῶν θαυμάτων,
καὶ βλέπομεν ἀθανατον τὴν ἀριστοκρατίαν
τῶν εὐγενῶν πνευμάτων.

27[Επεξεργασία]

Ἐγὼ αὐτὸν τὸν Βούδδα τὸν ἐκτιμῶ πολύ...
τί ἄνθρωπος τῳόντι καὶ ποία κεφαλή!
Ἂν κι' ἦτο Βασιλέως κραταιοτάτου θρέμμα,
ἐμούτζωσε τὸν θρόνον, ἐμούντζωσε τὸ στέμμα,
καὶ τὰ βουνὰ ἐπῆρε μὲ ἱερὰν μανίαν
κι' ἐδίδασκε τὸν κόσμον ἀγάπην αἰωνίαν.

Κι' ἐμόναζε ρεμβάζων αὐτὸς ὁ Ἡγεμὼν
πότε παρὰ τὸν Γάγγην ἢ ἄλλον ποταμόν,
καὶ πότε εἰς χειμάρρους κι' ὑπὸ σκιὰν συκῆς,
ἀκούων ἁρμονίας ἀγνώστου μουσικῆς,
κι' ἐφούντωναν ὡς δάσος τὰ μαῦρα του μαλλιὰ
κι' ἐφώλιαζαν ἀπάνω λογῆς λογῆς πουλιά.

Τροφή του ἦσαν μόνη τὰ χόρτα κι' αἱ ὀπῶραι
καὶ πρὸς τὰ ὕψη στρέφων καθ' ἑαυτὸν ἐλάλει,
κι' ἐφάνησαν ἐμπρός του τῆς Ἡδονῆς αἱ κόραι
παγίδας νὰ τοῦ στήνουν μὲ τὰ γυμνά των κάλλη,
καὶ τῶν σαρκῶν τὸ σφρῖγος πολὺ τὸν ἐσκανδάλιζε
κι' ἐκείνη τὸν ἐφίλει κι' αὐτὴ τὴν ἐγαργάλιζε.

Ὅμως ὁ μέγας Βούδδας, κατανικῶν τὰ πάθη,
στοὺς δούλους τῆς μαγείας ἀτρόμητος ἐστάθη,
καὶ πρὶν στὸν δόλον φθάσουν τῆς Ἡδονῆς τὸν ἔνατον
καὶ εἶδαν πὼς ἐκεῖνος δὲν χάνει τὰ πασχάλια του,
μ' ἀφροὺ θυμοὺς καὶ λύσσης ἐπῆραν τὰ βρεμμένα των
καὶ ἄφησαν τὸν Βούδδα νὰ κάθεται στὰ χάλια του.

Ἐγὼ αὐτὸν τὸν Βούδδα τὸν ἐκτιμῶ πολύ...
τί ἄνθρωπος τῳόντι καὶ ποία κεφαλή!
Ν' ἀνθέξ' εἰς τόσα κάλλη τὴν ράχη νὰ γυρίσῃ;
νὰ μὴ τοῦ φέρῃ ρῖγος καὶ τῆς σαρκὸς τὸ χνοῦδι;...
δόξα πολλὴ στὸν Βούδδα, μὰ νὰ μὲ συγχωρήσῃ
ἂν τοῦ εἰπῶ μὲ σέβας πὼς εἶναι λίγο βοῦδι.

28[Επεξεργασία]

Κι' ἐμπρός μου εἶχαν ἔλθει μιὰ φορὰ
γυναῖκες πονηραὶ νὰ μὲ τρελλάνουν,
ποὺ ἦσαν σὰν τὰ κρύα τὰ νερά,
καὶ ἄρχισαν τὰ μάγια νὰ μοῦ κάνουν.

Ἐστάθηκαν ὁλόρθαις ἐμπροστά μου
κι' ἐσκόρπιζαν ἀρώματα καὶ μῦρα,
κι' ἐπέμεινα κι' ἐγὼ μὲ τὰ σωστά μου
νὰ δείξω σὰν τὸν Βούδδα χαρακτῆρα.

Μὰ μόλις εἶδα κάποιας λίγο πόδι
κι' ἡ ἄλλη τὄνα χέρι ξεμανίκωσε,
ὁ Βούδδας μοῦ ἐφάνη τότε βῶδι
κι' ὁ διάβολος μ' ἐπῆρε καὶ μ' ἐσήκωσε.

29[Επεξεργασία]

Κι' ἂν ὁ Βούδδας πρὸς τῶν νεύρων
ἠγωνίζετο τὴν δρᾶσιν,
μὰ δὲν ζῇ κανεὶς εἰξεύρων
ποίαν ἄρα εἶχε κρᾶσιν.

Ἀλλ' ἂν ἦτο σὰν κι' ἐμένα
τὸν ἀχρεῖον, τὸν κανάγια,
δὲν θὰ πήγαιναν χαμένα
τῆς Ἀγάπης τόσα μάγια.

30[Επεξεργασία]

Ἐμπρὸς στὴν σάρκ' ἂν τρέμετε
νομίζω πὼς τὸ πᾶν
ἀπὸ τὴν κρᾶσιν κρέμεται
κι' αὐτὸ τὸ ἀγαπᾶν.

Κι' ἐγὼ δὲν θέλ' ὁ τάλας
σφοδρὰς ἐπιθυμίας,
ποὺ νὰ γεννοῦν μεγάλας
ἐντός μου τρικυμίας.

Ἀλλ' ὅταν αἱ δυνάμεις
δὲν εἶναι ἀρκεταί,
τί διάβολο νὰ κάμῃς,
ὦ Βούδδ' ἀγαπητέ;

31[Επεξεργασία]

Κι' ὁ Ἐπίκτητος μοῦ λέγει:
«καθυπόταξε στὸ πνεῦμα
κάθε πόθον ποὺ σὲ φλέγει
καὶ θεώρει τον ὡς ψεῦμα».

Κι' εἶπα πλήρης ἠρεμίας:
«κλάσμα γνήσιον ἂν κάνω
καὶ τὸ πνεῦμ' ἂς εἶναι ἄνω
πονηρᾶς ἐπιθυμίας».

Πλὴν τοὺς ὅρους αἴφνης εἶδα
ἀντιστρόφως παρ' ἐλπίδα,
κι' ἀνεφάνη κλάσμα νόθον
εἰς τῶν σκέψεων τὸ ρεῦμα,
ἔχον ἄνωθεν τὸν πόθον,
ἔχον κάτωθεν τὸ πνεῦμα.

32[Επεξεργασία]

Μπορεῖ νὰ εἶσαι ἄνθρωπος ἐκ τῆς κοινῆς σωρείας
καὶ νὰ μὴ δίδῃς προσοχὴν ποτὲ πρὸς τὰς κυρίας·
ἀλλ' εἰμπορεῖ νὰ λέγεσαι φιλόσοφος Σενέκας
κι' ἑνὸς παρᾶ νὰ γίνεσαι καὶ δοῦλος στὰς γυναῖκας.

Ὦ πονηροὶ ἀπόγονοι τῆς παμπονήρου Εὔας,
σπανίως οἱ σοφοὶ γιὰ σᾶς ὡμίλησαν μὲ σέβας,
κι' αὐτὴ τοῦ Σοπεγχάουερ καὶ ἡ δική μου γλῶσσα
ἐξήμεσ' ἐναντίον σας κακὰ μυρία ὅσα.

Ἀλλ' ὅσα εἶπαν οἱ σοφοὶ ἐξώλης καὶ προώλης,
σεῖς, δαίμονες τοῦ πονηροῦ, ἂν κινηθῆτε μόλις,
ἀμέσως τἀνατρέπετε μὲ μόνον τὸ ριπίδι σας
καὶ κάθε Σοπεγχάουερ τὸν κάνετε σκουπίδι σας.

33[Επεξεργασία]

Κι' ἂν εἶσθε κοῦφα, ὡς λέγουν, πλάσματα
καὶ καρακάξαις καὶ νεροβράσματα,
ἔτσι σᾶς ἔπλασε ὴ φύσις μόνον
καὶ στὸν αἰῶνα μας καὶ πρὸ αἰώνων.

Ἂν δὲν σᾶς στόλιζε στόμα στωμύλον
κι' ἀνοησίας χάρις ἁβρά,
δὲν θὰ ἐλέγεσθε ὡραῖον φῦλον
καὶ τῆς δικῆς μας πλευρᾶς πλευρά.

Πῶς ἡ καρδία μου γιὰ σᾶς λυπεῖται,
ὅταν τὴν φύσιν σας τοιαύτην βλέπῃ...
μ' ὅσα κι' ἂν κάμετε, μ' ὅσα κι' ἂν πῆτε,
πάντα θὰ μένετε ὅπου σᾶς πρέπει.

Καὶ ἂν σᾶς χαρίσουν κι' εἰς σᾶς προνόμια
μὲ τὰ δικά μας καθ' ὅλα ὅμοια,
κι' ἐξ' ἴσου νέμεσθε μαζὶ μ' ἐμᾶς
καὶ τἀξιώματα καὶ τὰς τιμάς.

Κι' ἂν ἡ κυρία Παρὲν ἐκδώσῃ
ἐφημερίδων σοφῶν σωρείας,
κι' ἂν ἐπιμείνῃ καὶ ἂν ἱδρώσῃ
σοφὰς νὰ κάμῃ καὶ τὰς κυρίας.

Πάντα τὰ χείλη σας θὰ σαλιαρίζουν
γιὰ τὸν ποδόγυρο τὸν τρισμακάριο,
γιὰ ποιαῖς παντρεύονται,
γιὰ ποιαῖς χωρίζουν,
γιὰ ποιαῖς ἐχόρεψαν μὲ Σεκρετάριο.

34[Επεξεργασία]

Κι' ἕνας σοφὸς μεγάλος κάθε σοφὴν γαλιάνδρα
τὴν παραβάλλει μ' ἕνα φτειασιδωμένον ἄνδρα.

Κι' ἐγὼ σὰν δῶ γυναῖκα δι' ὅλης τῆς ἡμέρας
νὰ ἔχῃ τὴν σοφίας ὡς μόνον της ἀγῶνα,
μοῦ φαίνεται πὼς βλέπω περίεργόν τι τέρας,
ποὖναι μισὸ γυναῖκα καὶ τὸ μισὸ Γοργόνα.

Ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἐρασθῶ μὲ πάθος
τὴν Σεβινιὲ, τὴν Στάελ, καὶ κάθε τέτοια κόρυζα,
κι' ἂν ἔπερνα γυναίκα ὁμοίαν κατὰ λάθος,
ἐκ κοίτης καὶ τραπέζης αὐθημερὸν θὰ χώριζα.

35[Επεξεργασία]

Τ' εἶναι κι' αὐτὸς ὁ Ἔρως!... τί τοὔψαλαν τῳόντι
σοφῶν καὶ τροβαδούρων τὰ στόματα τἀπύλωτα...
ἐκεῖνος εἶν' αἰτία νὰ μᾶς πονῇ τὸ δόντι
καὶ σύρει τὸν πλανήτην ὀπίσω του ὡς Εἵλωτα.

Ἐνῶ χαλοῦν ντουνιάδες ἐκεῖνος τὸ χαβά του...
χωρὶς ποτὲ καθόλου ν' ἀνοίγῃ τὰ στραβά του,
ἀκούραστος τοξεύει καρφιά, βελόναις, βέλη,
καὶ ποῦ ἐκεῖνα πᾶνε κουκοῦτσι δὲν τὸν μέλει.

Ὅταν ἰδῇς τῶν ἄλλων τὰς φρένας νὰ μεθύσῃ
ἀρνεῖσαι εἰς ἐκείνους καὶ κοκοβιοῦ μυαλά,
ἀλλ' ἂν ποτὲ κι' ἐπάνω στὸν σβέρκο σου καθίσῃ
γιὰ κοκοβιὸ νομίζεις αὐτὸν ποὺ σὲ γελᾷ.

Ἐκείνη δι' ἐκείνον κι' ἐκεῖνος δι' ἐκείνην...
τὴν βλέπει στοὺς ἀστέρας, τὴν βλέπει στὴν σελήνην,
κι' ἐνῷ πετᾷ μαζί της πρὸς ἰδεώδη χώραν
κι' ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχή του ἀλλοφρονεῖ καὶ φλέγεται,
ἐκείνη ποιὸς εἰξεύρει ἂν κατ' αὐτὴν τὴν ὥραν
δὲν βρίσκεται εἰς μέρος, ποῦν' ἐντροπὴ νὰ λέγεται.

36[Επεξεργασία]

Τὶ εἶναι κι' αὐτὸς ὁ Ἔρως;... ἀσφάλειαν δὲν ἔχεις
κι' ἂν πᾷς Χατζῆς νὰ γίνῃς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα...
ὡς Σούτσου Ὁδοιπόρος ὀπίσω του θὰ τρέχῃς
ὡς ποὺ νὰ ξεθυμάνῃς εἰς ἕνα γεννοβόλημα.

Ὅσο τυφλὸς κι' ἂν εἶναι, ὅσο κι' ἂν εἶναι νάνος,
ἐμπρός του τύφλα νἄχῃ πᾶν ἀγαθὸν ἐπίγειον
κι' ἐγὼ θαρρῶ πὼς στέκει ψηλὸς σὰν Καραπάνος
καὶ τῆς ζωῆς ἱδρόνει νὰ βρῆ τὸ Ἰσοζύγιον.

Πικρόχολος τοξότης, ἀλλὰ καὶ τί γλυκός!...,
ἂν δὲ κι' ὁ ἔρως βίον δὲν μᾶς χαρίζῃ ἄλυπον,
ὅμως γιὰ νὰ μιλήσω σὰν μαθηματικὸς
ἐκεῖνος μένει μόνον πηλίκον καὶ κατάλοιπον.

37[Επεξεργασία]

Λατρεία πρὸς τὸν Ἔρωτα, μὲ ὅσα κι' ἂν τοῦ ψάλλω,
κι' ὁ Πάπας στὴν εἰκόνα του γονατιστὸς ἂς στέκεται,
καὶ δι' ἐμὲ καλλίτερον δὲν εἶναι σύμπλεγμ' ἄλλο,
παρ' ὅταν ἕνας Σάτυρος μὲ Νύμφην περιπλέκεται.

Ἂν δὲ μ' αὐτὸν φιλοσοφῶ, ἀλλ' ὅμως τὸν φοβοῦμαι,
κι' ἂν τύχ' εἰς ὕδατα πηγῆς νὰ ἐγκατοπτρισθῶ,
δὲν ξέρω πῶς τὸν Νάρκισσον ἀμέσως ἐνθυμοῦμαι
καὶ τρέμω τὴν ἰδίαν μου μορφὴν μὴν ἐρασθῶ.

38[Επεξεργασία]

Ἐμπρός! ἐμπρός... λυγίζεσθε, κιχλίζετε, γελᾶτε,
ὦ γύναια παμπόνηρα,
σκιρτῶντα δὲ καὶ πηδηκτὰ πλησίον μου ἐλᾶτε
ὡσὰν σκιαὶ καὶ ὄνειρα.

Καὶ πρώτη, πρώτ' ἡ Δαλιδᾶ νὰ ἔλθῃ ἀπὸ σᾶς,
ποὺ τοῦ Σαμψῶνος ἔκοψε τὰς τρίχας τὰς χρυσᾶς,
τυφλὸν δὲ καὶ παράλυτον καὶ παίγνιον τῆς μοίρας
εἰς τὰς ἐχθρὰς τὸν ἔρριψε τῶν Φιλισταίων χεῖρας.

Τὸν Ἰωσὴφ τὸν πάγκαλον κυττάζω μ' ἀπορίαν
νὰ φεύγῃ τὴν σφαδάζουσαν τοῦ Πετεφρῆ κυρίαν,
κι' αὐτὴ χυμᾷ ἐπάνω του μὲ γλαρωμένα μάτια
καὶ τοῦ παγκάλου γίνεται τὸ φόρεμα κομμάτια.

Ἐμπρός μου βλέπω κύπτουσαν καὶ τὴν Βησθαβεέ,
ποὺ τὸν Δαυἲδ ὀπίσω της τὸν ἔσυρεν ὡς πτῶμα,
κι' ὁ Προφητάναξ ἔκραζε «συγχώρει με, Θεέ,
τὸ πνεῦμα εἶναι πρόθυμον, ἀλλ' ἀσθενὲς τὸ σῶμα».

Ὦ Σαμαρεῖτις, εἴδωλον καὶ ξόανον ὡραῖον,
ἡ δροσερά σου λάγηνος τὰ χείλη μου α βρέξῃ,
κι' εἶπε γελῶσα κι' εἰς ἐμὲ καθὼς στὸν Ναζωραῖον
πὼς ἄνδρα δὲν ἐγνώρισες, ἐν ὦ ἐπῆρες ἕξη.

Ξανθίππη, κάθε νεῦρον μου ἡ θέα σου ταράττει,
ὅταν σκεφθῶ, κυρά,
πὼς ἄδειαζες στὴν κεφαλὴν ἐκείνην τοῦ Σωκράτη
δοχεῖα ρυπαρά.

Ὦ Κλεοπάτρα, σύλλαβε τὸν χάχα τὸν Ρωμαῖον
ἐντὸς χρυσοῦ δικτύου,
κι' ἂς τὸν ἰδῶ νικώμενον καὶ φεύγοντα δρομαῖον
τὴν ἄκρα τοῦ Ἀκτίου.

Προβαίνετε, προβαίνετε, μὲ μειδιῶντα χείλη,
προβαίνω δὲ κι' ἐγώ,
καὶ μίαν μίαν ἀπὸ σᾶς φορῶν τὸ πετραχῆλι
τὴν ἐξομολογῶ.

Μαγδαληνή, ποὺ ἔσκυψες στοῦ κόσμου τὸν Σωτῆρα,
κι' ἐνώπιόν μου σκύψε,
καὶ μὲ ακρύων ποταμοὺς καὶ μ' ἀλαβάστρων μῦρα
κι' ἐμοῦ τοὺς πόδας νῖψε.

Ἐμπρός, προβαίνετε καὶ σεῖς, ποὺ τὸ παραγλεντήσατε
μὲ τὰς παραλυσίας,
ἀλλ' ὅταν τὰ γεράματα σᾶς πῆραν, ἐζητήσατε
τὸν στέφανον ὁσίας.

Ἡρωδιὰς χορεύτρια, ἡ κοιμωμέν' ες κρῖνα,
γυρεύεις ἐπὶ πίνακος τὴν κάραν τοῦ Προδρόμου,
ἀλλὰ κι' ἐγὼ πρὸς χάρις σου, Συλφὶς καὶ Μπαλαρίνα,
δὲν δυσκολεύομαι πολὺ νὰ κόψω τὸ ξερό μου.

Ὦ Μασσαλίνα, παστρικὸ τοῦ Νέρωνος κουμάσι,
ποὺ πείραζε τὰ νεῦρα σου πᾶν ἀπρεπὲς κι' ἀνήθικον,
τὴν ἄσπιλον σου ἀρετὴν ἡ Ρώμη ἂς θαυμάσῃ,
ὅταν εἰς τρώγλας μαίνεσαι μαζὶ μὲ κάθε πίθηκον.

Ὦ Λουκρητία, ἥλιε τῶν Βοργιῶν χρυσέ,
εἰπέ μου, σὲ παρακαλῶ, στὴν πίστι σου, στὸ φῶς σου,
πὼς ἔπνιξε στὸν Τίβεριν ἐξ ἔρωτος πρὸς σὲ
τὸν ἐραστήν σου κι' ἀδελφὸν ὁ Πάπας ἀδελφός σου.

Λαίδυ Μακβέθ, σκολόπενδρα, ὁποὺ διψᾷς τὸ στέμμα
μὲ ρύπους ἁμαρτίας
σὲ βλέπω τὴν πορφύραν σου νὰ πορφυρώνῃς μ' αἷμα
τοῦ Δούγκαν τῆς Σκωτίας.

Σύ, Μήδεια, κατάκοψε, χωρὶς ποσῶς νὰ φρίττῃς,
τὰ μέλη τοῦ Ἀψύρτου,
καὶ ἂς τὰ φάγῃ κυημᾶ ὁ Βασιλεὺς Αἰήτης
πατήρ σου καὶ πατήρ του.

Ὦ Κλυταιμνήστρα, πρόβαινε μετὰ μακρῶν κρηδέμνων,
καὶ τῶν θεραπαινῶν σου,
καὶ δεῖξε μου πῶς ἔσπαιρνεν ὁ Ἄναξ Ἀγαμέμνων
ὑπὸ τὸ φάσγανόν σου.

Ἑλένη Σπαρτιάτισσα, Μαρκόλφα τῆς Ἑλλάδος,
ἀνάπτ' ἡ παρειά μου...
ἑσὺ αἱματοκύλισες στοὺς δρόμους τῆς Τρῳάδος
τὸ γένος τοῦ Πριάμου.

Τὰ αἱμοβόρα πάθη σας καὶ τὴν ἀκολασίαν
τελείως συγχωρῶ,
ἂν καὶ δὲν ἔχω ἄνωθεν πρὸς τοῦτο ἐξουσίαν,
ἀλλ' οὔτε εἰμπορῶ.

Ἂς κύψω ἔντρομος κι' ἐγὼ ἐμπρὸς εἰς τὰς Ἀνάσσας
τῆς ἀληθοῦς τρυφῆς,
κι' ἂς πέσω σφάγιον κι' ἐγὼ ὐπὸ τὰ φάσγανά σας
εἰς αἵματα βαφείς.

Εἰς λήθην ρίπτω τοῦ λοιποῦ τὰ αἴσχη σας τἀνόσια
καὶ δὲν τἀναδιφῶ,
μὰ δώσετε καὶ πρὸς ἐμὲ τὰ χείλη σας τἀμβρόσια
τὸ νέκρατ νὰ ροφῶ.

Ἂς λάμπῃ δὲ τὸ βλέμμα σας, καθὼς Ἀποσπερίτης,
Αὐγερινὸς καὶ Σείριος,
κι' ἂς εἶμαι Σαρδανάπαλος καὶ χαῦνος Συβαρίτης
καὶ μαλθακὸς Ἀσσύριος.

Τοῦ πυρετοῦ μοῦ ἔρχονται κακαῖς ἀναρτιχίλαις...
μὴν ἀνατείλῃς, χαραυγή, μὴ σιωπᾶτε, κοῦκοι,
κι' ἐλᾶτε, περδικόστηθαις καὶ μαρμαροτραχήλαις,
κι' ἂς φέρ' ἡ Μάκβεθ ναργιλὲ κι' ἡ Δαλιδᾶ τσιμποῦκι.

Ἀλλ' ὄχι, φύγετε μακράν... ποθῶ νὰ ἡσυχάσω
ἀπὸ κτηνώδη πάθη...
μακράν μου πρὶν ἐκνευρισθῶ καὶ πρὶν τῆς ὥρας χάσω
ταὐγὰ μὲ τὸ καλάθι.

Σεῖς εἰμπορεῖτε, γύναια, ν' ἁρπάσετε τὸ δόρυ
κι' ἀπὸ τὸν Τελαμώνιον,
καὶ νὰ γενοῦν τὰ σκέλη του ὡσὰν κονδυλοφόροι
πρὸς αἶσχος σας αἰώνιον.

39[Επεξεργασία]

Ἐνῶ ἐσπούδαζα ποτὲ βατράχους ἀνατέμνων
ἐμπρός μου τράγος μὲ ὁρμὴν ἐπέρασε μεγάλην,
κι' εὐθὺς στὴν μετεμψύχωσιν ὁ νοῦς μου πῆγε πάλιν
καὶ εἶπα «νά! τῶν Μυκηνῶν ὁ μέγας Ἀγαμέμνων».

Μίαν ἡμέραν θερινην, ἐνῷ μὲ οἶστρον λαῦρον

ἐφανταζόμην κρύσταλλα καὶ φῶς Βορείου Σέλαος,
χρυσόκερων ἀντίκρυσα κατέναντί μου ταῦρον
καὶ εἶπα «νά! κι' ὸ ἀδελφὸς τοῦ πρώτου, ὁ Μενέλαος».

40[Επεξεργασία]

Τὸν Σοπεγχάουερ ζητῶ
καὶ πᾶσαν ὥραν μελετῶ
τὰ ὅσα ψάλλει γαυριῶν
εἰς τὴν φυλὴν τῶν κυριῶν.

Δὲν ἦταν ἄνθρωπος σκαιὸς
νὰ στρίβουν τὰ μυαλά του...
ἂς ἀναπαύσῃ ὁ Θεὸς
τὰ σάπια κόκκαλά του.

Ἀλλ' ἂν πολλὰ ἠλάλαζε
κακόλογα ὁ σκύλος,
τρὶς τῆς ἡμέρας ἄλλαζε
ἀσπρόρρουχα, ὁ φίλος.

41[Επεξεργασία]

Ὁ πάλαι Πυγμαλίων, γνωστὸς στὴν οἰκουμένην
ἠγάπησε γυναῖκα εἰς πέτραν σκαλισμένην,
καὶ τόσον ἐρωτεύθη, ὁποὺ τὴν παρεκάλει
νὰ ζωντανέψῃ μ' ὅλα τὰ πέτρινά της κάλλη,
ὡς ποὺ ζωὴ γεμάτη κι' ἡ πέτρα ἐσηκώθη
κι' ἐκεῖνος ἐζουρλάθη καὶ τὴν ἐστεφανώθη.

Κι' ἐζήλευε μαζί της σὰν ἄγριος Ὀθέλλος,
ἀλλ' ὅμως ὁ ἐρίφης τὴν ἔπαθε στὸ τέλος,
καὶ εἶπε τότε μόνος «καλὰ κι' ἐγὼ νὰ πάθω,
καὶ πρέπει ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἐξῆς νὰ μάθω
πὼς ἂν μὲ κάθε ξύλο μπορεῖ νὰ γίνῃ Γιάννης,
μὰ κι' ὅποια πέτρα κόψῃς καὶ μιὰ γυναῖκα κάνεις».

42[Επεξεργασία]

Νάφθας ἀτμοὺς ἀνέπνευσα κι' ἐμέθυσα καὶ εἶπα:
«γιατὶ σὰν κότα κάποτε κι' ἐγὼ νὰ μὴν κλωσσῶ,
καὶ νὰ μὴν ζοῦν οἱ ἄνθρωποι σὲ μιὰ καὶ ἄλλη τρύπα
καθὼς ἐδίδασκε ποτὲ ὁ κύριος Ρουσσώ;

Γιατὶ σ' ἐκεῖνο ποὺ σ' ἐμᾶς νομίζετ' εὐπρεπές,
ἀλλοῦ δὲν τὸ νομίζουν,
γιατὶ μὲ ὅσα λέγονται στὸν τόπο μας ντροπαῖς
ἀλλοῦ δὲν κοκκινίζουν;

Γιατὶ ὁπόταν ἔξαφνα ἡ σύνευνός σου πρήσκεται
καὶ εἰς ἐνδιαφέρουσαν κατάστασιν εὑρίσκεται,
μαζί της δὲν ἐντρέπεσαι νὰ βγαίνῃς στὸν περίπατον
κι' αὐτὴ θαρρεῖ τὸ φούσκωμα ἐγκαύχημά της ὕπατον;

Γιατὶ ὁπόταν λέγεσαι Ἡγούμενος Μονῆς
δὲν σ' ἐπιτρέπουν συνοδὸς κυρίας νὰ γενῇς,
καὶ μόνον ὅταν κλείνεσαι μονάχος στὸν ὀντᾶ σου
σεμνὴ ἐλέους ἀδελφὴ προσεύχεται κοντά σου;

Γιατὶ κι' ὁ μέγας Σολομών, ἀνὴρ καὶ νοῦ καὶ ρώμης,
πολλὰς Ρεβέκκας ἔτρεφε ὑπείκων εἰς τὸν Πλάστην,
ὁ δὲ Ἡλιογάβαλος τῆς περικλύτου Ρώμης
καὶ ἀπὸ μίαν ἄλλαζε Ρωμαίαν καθ' ἑκάστην;

Γιατὶ ποτὲ δὲν ἔχομεν δι' ὅλα γνώμην μίαν
κι' ὅπως ἐγὼ δὲν σκέπτεται κι' ὁ νοῦς τοῦ Ὀττεντότου,
καὶ τὴν τιμήν μου θεωρεῖ ἐκεῖνος ἀτιμίαν,
κι' ὁ ἕνας λέγει τὸ μακρὺ κι' ὁ ἄλλος τὸ κοντό του;

Γιατὶ μ' αὐτὸ ποὺ σκέπτομαι δὲν συμφωνεῖ τὸ ἄλλο;
γιατὶ δὲν εἰναι φύλλα δυὸ καὶ πρόσωπα παρόμοια;
γιατὶ καθὼς ὁ Ἕρασμος νυχθημερὸν νὰ ψάλλω
εἰς τῆς μωρίας τὴν θεὰν μωρότατα ἐγκώμια;»

Καὶ μιὰ φωνὴ μ' ἀπήντησε «μὴν εἶσαι φαυλατᾶς,
κι' αὐτὰ στὸν κόσμο γίνονται γιὰ νἄχῃς νὰ ρωτᾷς».

43[Επεξεργασία]

Μιὰ μέρα ποὺ δὲν εἴξευρα τί διάβολο νὰ κάνω
τὰ δάκρυά μου σὲ βαθὺ ἐστράγγισα ποτῆρι
καὶ μιὰ καὶ δυὸ στὸν χημικὸ τὰ πῆγα Χρηστομάνο
καὶ κάνε μου, παρακαλῶ, τοῦ εἶπα, τὸ χατῆρι
νὰ τἀναλύσῃς καὶ νὰ βρῇς πῶς εἶναι καμωμένα,
γιὰ νὰ μὴν κλαίω στὸ ἑξῆς κι' ἐγὼ εἰς τὰ χαμένα.

Κι' ὁ χημικὸς μ' ἀπάντησε «αὐτά, ξερὸ κεφάλι,
δὲν εἶναι ἄλλο τίποτε παρὰ χλωριούχον κάλι».

Ὁρίστε καὶ τὰ δάκρυα, ποὺ ἄφθονα τὰ χύνεις,
ὁπόταν κόμμ' ἀντίπαλον βυζαίνῃ τὴν πατρίδα,
καὶ σὺ ἀπ' ἔξω κάθεσαι καὶ ξεροκαταπίνεις
καὶ γίνονται γιὰ τὸ ψωμὶ τὰ μάτια σου γαρίδα.

Ὁρίστε καὶ τὰ δάκρυα κι' οἱ τόσοι κοπετοί!...
καὶ νὰ θαρρῶ τὸ κλάψιμο πὼς εἶναι κἄτι τί;
Ἂν ἔζῃς σήμερα καὶ σύ, κλαψάρ' Ἱερεμία,
γέλοιο τρελλὸ θὰ σοὔκανε τὸ κλάμμα ἡ Χημεία.

44[Επεξεργασία]

Τ' εἶναι κι' αὐτὸ τὸ σῶμα μας, ποὺ ζῇ καὶ ἀποθνήσκει!...
ὀστᾶ, πλευραὶ καὶ τένοντες καὶ μῦς καὶ σωληνίσκοι,
καὶ νωτιαῖοι μυελοὶ μὲ μυελοὺς προμήκεις,
κι' ἀλλα τοιαῦτα πράγματα ἐκστάσεως καὶ φρίκης.

Ἕνα κεφάλι ἀπ' ἐμπρὸς καὶ ἀπ' ὀπίσω ράχη,
μιὰ μύτη μὲ πτερύγια καὶ κοίλωμα σχιστό,
κι' ἅμα σ' ἀρχίσῃ ἔξαφνα τὸ διαβολοσυνάχι
σοῦ λὲν «μὲ τῇς ὑγείαις σου» καὶ λὲς «εὐχαριστῶ».

Ἕνας λαιμός, ποὺ χωρατὰ καθόλου δὲν σηκόνει,
κἄτι σαγόνια, μάγουλα, καὶ γένεια καὶ μουστάκι,
καὶ κάτι μάτια μὲ φακούς, ποὺ τὰ στραβόν' ἡ σκόνη,
καὶ πᾶς στὸν Διαμαντόπουλο καὶ στὸν Ἀναγνωστάκη.

Κἄτι ποδάρια ἔπειτα μὲ γόνετα καὶ σκέλη
κι' ὅμως κανεὶς ἐλεύθερα δὲν πάει ὅπου θέλει,
καὶ δὺο ξεράδια στὰ καλὰ τῶν ἄλλων νὰ τἁπλώνῃς,
καὶ δάκτυλα γιὰ νὰ μετρᾷς καὶ γιὰ νὰ φασκελώνῃς.

Μιὰ γλῶσσα γιὰ νὰ λὲς καλὰ καὶ κλέη προηγούμενα,
γιὰ νὰ τσακίζῃ κόκκαλα κι' ἂν βάλῃ γλωσσοδέτη,
καὶ κἄτι δόντια, ποὺ πονοῦν εἰς τὰ καλὰ καθούμενα,
καὶ πηλαλεῖς στὸν Μπάμπανο καὶ εἰς τον Κασσαβέτη.

Ἀμυγδαλαῖ καὶ σταφυλαὶ καὶ σιελώδης ὕλη
κι' αὐτιὰ μὲ τύμπανα, λοβούς, κοχλίας δίχως κέρατα,
ποὺ μπαινοβγαίνουν εἰς αὐτὰ πεταλωμένοι ψύλλοι
καὶ μυίγαις κι' ἀλογόμυιγαις καὶ ἄλλα τέτοια τέρατα.

Φλέβες, ἱδρώς, ἐπιδερμίς, κι' ἀδένες ἕνα πλῆθος,
καὶ μικροβίων ὑπ' αὐτὰ μεγάλη εὐτοκία,
καὶ ἀρτηρίαι πάμπολλαι καὶ μιὰ καρδιὰ καὶ στῆθος,
ποὺ κάθε τόσο γίνεται βασάνων κατοικία.

Καὶ φλέβες ἀγωνίζονται μὲ τόσας ἀρτηρίας
περὶ τῆς διαθρέψεως καὶ τῆς κυκλοφορίας,
κι' ἀπάνω κάτ' ὁρμητικὸν τὸ αἷμα σου πηγαίνει,
χωρὶς ποσῶς νὰ ἐννοῇς μὲ τοῦτο τί συμβαίνει.

Νεφρά, σηκότια, κι' ἄντερα κι' ὑγρὰ πολλὰ καὶ σπλῆνες,
χυλός, χολή, καὶ πάγκρεας κι' ἐντερικοὶ σωλῆνες,
κι' ἕνα στομάχι ὡς εἶδος τι κυψέλης
γιὰ νὰ χωνεύῃ εὔκολα κι' ἐκεῖνα ποὺ δὲν θέλεις.

Τὰ ὄπισθέν μας σχήματος σφαιροειδοῦς τυμπάνου,
καὶ πᾶν ἐκ τούτου ἐκβληθὲν ἡ γῆ τἀπορροφᾷ,
κατόπιν δὲ τὸ ξανατρῷς ὑπὸ μορφὴν λαχάνου,
ἀνδράκλας, πράσσου, ρίγανης, κολοκυθοκορφᾶ.

Συστατικὰ πρὸς χώνευσιν καὶ κένωσιν ποικίλα,
καὶ τόσ' ἀγγεῖα στρογγυλά, τριχοειδῆ καὶ κοῖλα,
καὶ κἄτι ἄλλα πράγματα κι' ἀνωυμα καὶ κρύφια,
ποὺ σὰν τὰ βλέπῃς σοὔρχεται καὶ σκέψις καὶ κατήφεια.

Ἡ κύστις, πόνους φέρουσα ἐνίοτε δεινούς,
ἐκ ταύτης δὲ ποτίζεται τῶν Ἀθηνῶν ἡ χώρα,
καὶ τέλος πάντων ἡ ψυχὴ κι' ὁ παντοκράτωρ νοῦς,
μὲ τὸν ὁποῖον σκέπτομαι αὐτὰ ποὺ γράφω τώρα.

45[Επεξεργασία]

Ποῦ νὰ εἶσαι, ὦ ψυχή μου;... δὲν σ' εὑρίσκω πουθενά,
καὶ μὲ κάνεις νὰ θυμώνω καὶ νὰ πέρνω τὰ βουνά;
Ποῦ νὰ κάθεσαι, ψυχή μου; ἀπ' ἐμπρὸς ἢ ἀπ' ὀπίσω;
ὅσο σ' ἕνα κι' ἄλλον τοῖχο τὸ ξερό μου κι' ἂν κτυπήσω,
δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω μητ' ἐγὼ μηδὲ κανεὶς
ἂν ἐσὺ τὸ αἷμα εἶσαι ἢ τὸ αἷμα σὺ κινεῖς.

Μήπως εἶσαι νοῦς, ὡς γράφει ὁ δοφὸς Ἀριστοτέλης;
ἀλλ' ἂν εἶσαι νοῦς καὶ μόνον πῶς δὲν κάνεις ὅ,τι θέλεις;
μή, ὡς λέγει ὁ Σενέκας, εἶσαι σῶμα θέλον θρέψιν;
ἀλλ' ἂν εἶσαι σῶμα μόνον πῶς μὲ φέρεις πρὸς τὴν σκέψιν;

Εἶσαι δούλη τῆς σαρκός μας ἢ τοῦ σώματος κυρία;
ἕνα τάχα μέρος μόνον χωριστὸν ἀποτελεῖς,
ἢ χωρίζεσαι εἰς δύο, ἢ χωρίζεσαι εἰς τρία,
ὅπως γράφει καὶ κηρύττει ὁ Μακράκης ὁ πολύς;

Ἂν ἐνίοτε μαζί σου ἀπιστῶ καὶ ἀμφιβάλλω,
μὰ πιστεύω πότε πότε πὼς ὑπάρχεις δίχως ἄλλο·
κι' ἂν ὑπάρχῃς, ὦ ψυχή μου, ποῦ θὰ πᾷς σὰν τὰ κορδώσω;
καὶ τὸ πνεῦμα μου στὰς χεῖρας τοῦ Κυρίου παραδώσω;

Εἶσαι ἄϋλος, ψυχή μου, καὶ τὴν ὕλην συντηρεῖς
κι' ὡς τοιούτη στὰ κεφάλια τῶν ἀνθρώπων δὲν χωρεῖς,
ἢ ἐξ ὕλης συγκειμένη πᾶσαν ὕλην κυβερνᾷς
καὶ τοὺς πόθους παροξύνεις καὶ τὰς σκέψεις μας γεννᾷς;

Ὅλα πρόβλημα καὶ γρῖφος κι' ὅλα λόγια στὸν ἀέρα...
ἔ! σοφοί, δὲν μ' ἀπαντᾶτε;... τὴν κακὴ ψυχρή σας μέρα.
Κι' ὅμως τόση βασιλεύει ἁρμονία θαυμαστή,
ποὺ κι' ὁ δύσπιστος πιστεύει κι' ὁ πιστεύων δυσπιστεῖ.

46[Επεξεργασία]

Καὶ τ' εἶσαι, ἄνθρωπε μωρέ, ποὺ φλυαρεῖς ἐμπρός μου,
ἂν μὲ τὰ ζῷα τὰ λοιπὰ παραβληθῇς τοῦ κόσμου;

Ἔχεις τὴν χαίτη λεονταριοῦ καὶ τὸ κεντρὶ τῆς σφήκας;
ἔχεις πτερὰ τοῦ παγονιοῦ καὶ τῆς στρουθοκαμήλου,
ἢ τοῦ προβάτου τὸ μαλλί, τὸ γάλα τῆς κατσίκας,
τὰ δόντια τοῦ ἐλέγαντος, τὸ στόμα κροκοδείλου;

Ἔχεις τὸ χλιμίντρισμα ἐκεῖνο τῆς φοράδας;
ἔχεις λαγοῦ περπατησιὰ καὶ κάβουρα ποδάρια,
ἢ τοῦ ξιφία τὴν οὐρά, ἢ κἂν τῆς σουσουράδας,
ἢ κἂν τῆς πίνας τὸ φαγὶ καὶ τὰ μαργαριτάρια;

Ἔχεις αὐτιὰ τοῦ γαϊδουριοῦ, τῆς κουκουβάγιας μάτι,
ἢ τῆς χελώνας τὸ καυκὶ καὶ τζίτζικα λαρύγγι,
κι' ὁπόταν θέλῃς εἰμπορεῖς, βρὲ ἄνθρωπε σακάτη,
νὰ βγάλῃς ἀπὸ μέσα σου ἱπποποτάμου ξύγκι;

Μπορεῖς νὰ πέσῃς στὸ νερὸ ἀπὸ ψηλὰ σὰν γλάρος
καὶ τὸ μακρὺ τὸ ράμφος σου μαρίδες νὰ ρουφήσῃ;
μπορεῖς καὶ σὺ ν' ἁλατισθῇς καθὼς ὁ μπακαλιάρος
κι' ἀπὸ τἁλάτι τὸ πολὺ νὰ γίνῃς στοκοφίσι;

Μπορεῖς σκουλῆκι ἐνταυτῷ καὶ πεταλοῦδα νἆσαι
κι' ἀπὸ τὸ σάλιο σου νὰ βγῇ μεταξωτὴ λουρίδα,
ἢ, ὅπερ σπουδαιότερον, μπορεῖς ν' ἀποκοιμᾶσαι
μ' ἕνα ποδάρι κρεμαστὸς καθὼς ἡ νυκτερίδα;

Μπορεῖς νὰ ζῇς χωρὶς βρακιά, παπούτσια καὶ φωκόλα,
ἢ τρία κἂν πηδήματα νὰ κάνῃς σὰν ζαρκάδι;
μπορεῖ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα σου νὰ ἔβγῃ καμμιὰ κόλλα,
χαβιάρι, αὐγοτάραχο, ἢ τῆς μουρούνας λάδι;

Μπορεῖ ἀπὸ τὸ δέρμα σου νὰ δοῦμε μιὰ διφθέρα,
σαμούρια, γούναις, στρώματα, παπλώματα, καπόταις;
μπορεῖς καθὼς τὸν κόκορα μονάχα σὲ μιὰ μέρα
νὰ χωρατεύῃς μ' ἑκατὸ τριάντα πέντε κόταις;

Μπορεῖς καὶ σὺ νὰ χώνεσαι στῇς τρύπαις σὰν ποντίκι,
ἢ νὰ πετᾷς σὰν κότσυφας, σὰν σπῖνος, σὰν ὀρτύκι;
μπορεῖ ποτὲ τὰ ὅσα τρῷς, βρὲ ἄνθρωπε τεμπέλη,
νὰ τὰ μασσᾷς σὰν μέλισσας καὶ νὰ τὰ βγάζῃς μέλι;

Οὔ! νὰ χαθῇς κηφηναριό... στῶν μελισσῶν τὸ σμῆνος
ἐσὺ ζηλεύεις μοναχὰ τὴν θέσιν τοῦ κηφῆνος,
καὶ θέλεις πάντα χάρισμα νὰ τρώγῃς στὴν κυψέλην,
ὁπόταν εἶσαι μάλιστα γιγαντομάχος Ἕλλην.

Μὲ ὅλην τὴν σοφίαν σου, τὴν τόσον πνευματώδη,
δὲν ἠμπορεῖς στὰ σύννεφα καὶ μιὰ φωλῃὰ νὰ κτίσῃς,
μηδὲ νὰ βγάλῃς κέρατα σὰν τράγος ἢ σὰν βόδι,
καὶ μοναχὰ ὡς σύζυγος μπορεῖ νὰ τἀποκτήσῃς.

Ὅ,τι μικρὸν καὶ ἀφανὲς ἡ πτέρνα σου πατεῖ
γελᾷ μὲ τὰ καμώματα τῆς λογικῆς ἀγέλης,
κι' ἂν πῇς κι' εἰς ἕνα μύρμηγκα στὸν κόσμο τί ζητεῖ;
θὰ σ' ἀπαντήσῃ αὐθαδῶς «ἀμμὲ καὶ σὺ τί θέλεις;».

Ἕνα κουνοῦπι ζωηρὸ ἐκάθισε μιὰ μέρα
σ' ἑνὸς βωδιοῦ τὸ κέρατο κι' ἐσφύριζ' ἐκεῖ πέρα,
κι' εἶπε τὸ βῶδι μὲ ψυχρὸν Ἐγγλέζου χαρακτῆρα
«καὶ ὅταν ἦλθες κι' ἔφυγες χαμπάρι δὲν σ' ἐπῆρα».

Ἂν εἰμπορῇς, βρὲ ἄνθρωπε, πές του καὶ σὺ αὐτά,
ὅταν στ' αὐτιά σου νηστικὸ σφυρίζοντας πετᾷ·
μὲ σφύριγμα καὶ δάγκωμα κακὰ σὲ ξημερόνει,
ἂν δὲν σκεφθῇς δελτάριον ν' ἀνάψης Ζαμπιρόνη.

Βλέπεις αὐτὸν τὸν μπούρμπουλα, τὸν ἀφανῆ στὸ χῶμα,
ποὺ μὲ τὰ πόδια του κυλᾷ τὴν μιὰ καὶ ἄλλη βρῶμα;
μεγάλης ἔτυχε ποτὲ στὴν Αἴγυπτο λατρείας
ὡς τοῦ Ἡλίου σύμβολον, δυνάμεως κι' ἀνδρείας.

Καὶ ὕστερα κορδόνεσαι καὶ θεωρεῖς ὡς δῶρον
καὶ τὸ μυαλὸ τῆς κεφαλῆς καὶ τὸ μυαλὸ τῆς ράχης
σύ, τοῦ Δαρβίνου ἡ μαϊμοῦ, σύ, δίπουν μαστοφόρον,
σύ, ἄνθρωπε θαυμάσιε, ποὺ κακὸ ψόφο νἄχῃς.

47[Επεξεργασία]

Βρέχε, οὐρανέ,
καὶ νερὸ νὰ ρίξῃς
ὁποὺ νὰ μᾶς πνίξῃς.

Βρόντα, κεραυνέ,
κι' ἂς ἀνάψ' ἡ σφαῖρα
ὅλη πέρα πέρα.

Δίσκε τῆς ἡμέρας
ποὺ ζωή μας εἶσαι, πάγωσε καὶ σβύσε.

Καὶ αὐτῆς τῆς σφαίρας
πᾶς φλογίζων Πόλος
ἂς παγώσῃ ὅλος.

Πλήρης ἐκ φωτὸς
νέος κόσμος λάμπει
ὡς χρυσῆ τις κάμπη.

Μὰ γεννᾷ κι' αὐτὸς
φιλοσόφους κλαίοντας
κι' ἔτσι πάει λέοντας.

48[Επεξεργασία]

Τ' εἶναι κι' αὐτὸς ὁ Φασουλῆς;... καθεὶς θὰ ἐρωτᾷ
ἀκούσατε περὶ αὐτοῦ νὰ σᾶς εἰπῶ αὐτά.

Καὶ πρῶτον ὡς φιλόσοφος τί σύστημα πρεσβεύει
καὶ πότε σοβαρεύεται καὶ πότε χωρατεύει
κανεὶς καλὰ δὲν ἐννοεῖ...
Μειλίχιος φιλόσοφος, ἀλλ' ὅμως καὶ φρικτός,
τὸ σύστημά του ἥλιος καὶ ζόφος τῆς νυκτός,
ἀγγέλων κι' ὄφεων πνοή.

Φύσις διπλῆ, μετέχουχα τῆς γῆς καὶ τοῦ ἀπείρου,
καὶ ὅπως οἱ σχολιασταὶ τοῦ τραγῳδοῦ Σαιξπήρου
περὶ τοῦ Χάμλετ συζητοῦν καὶ ἄραις μάραις ψάλλουν.
Τοιουτοτρόπως καὶ γι' αὐτὸν καμπόσοι θ' ἀμφιβάλλουν
ἂν ὡς ὁ Χάμλετ τὸν τρελλὸν συχνὰ ἐπροσποιεῖτο,
ἢ ἂν τοιοῦτος πάντοτε μὲ τὰ σωστά του ἦτο.

Ὡς ἄνθρωπος εἰς τοὺς πτωχοὺς πεντάρα δὲν δανείζει,
ἀλλ' οὔτε ὡς παράσιτος τοὺς ἔχοντας σκοτίζει,
πρεσβεύων σὰν τὸν Σααδῆ
πὼς ἂν δανείζῃς στοὺς μικροὺς κι' ἀπὸ τρανοὺς δανείζεσαι
φίλον ποτὲ δὲν ἀποκτᾷς καὶ γρήγορ' ἀφανίζεσαι,
κι' ἕνας δὲν τρέχει νὰ σὲ δῇ.

Ἀλλ' ἂν αὐτήν του τὴν ἀρχὴν φυλάττῃ στερεὰν
ἐν τούτοις ὅμως δέχεται πλουσίων δωρεάν,
καὶ ψωροϋπερήφανος δὲν φαίνεται τραχύς,
κι' ἐπεύχεται νυχθημερὸν ἐξ ὅλης του ψυχῆς
ὡς Κροῖσοι πάντες νὰ πλουτοῦν κι' αὐτὸς νὰ εἶναι ψώρα
κι' εὐγνωμονῶν νὰ χαίρεται τὰ ζείδωρά των δῶρα.

Ὡς νοικοκύρης βλάσφημα ὑποδαυλίζει ἔπῃ,
ὁπόταν σφουγγαρίσματα στὸ σπητικό του βλέπῃ,
μπουγάδες καὶ σκουπίδια...
μήτε ποτὲ στὴν ἀγορὰ πηγαίνει νὰ ψουνίσῃ
κι' οὔτε κανεὶς στὸ σπήτι του τὸν εἶδε νὰ γυρίσῃ
μὲ δύο κουνουπίδια.

Ὡς σύζυγος, ἂν καὶ πολὺ περὶ πολλὰ τυρβάζῃ
καὶ τῆς σοφίας ἡ σπουδὴ συχνότατα τὸν βάζῃ
σὲ χίλιαις τόσαις συλλογαῖς,
τελεῖ πιστῶς τὰ χρέη του ὡς ἥμερον ἀρνίον
καὶ ἀκραδάντως πέποιθε πὼς κάθε του τεκνίον
δὲν εἶναι κλάσμα συμμιγές.

Ὡς Ἕλλην δὲ καὶ ποιητὴς καθόλου δὲν ξεχάνει
μήτε τὸ «Ἕλληνες ἐσμὲν» τοῦ λάλου Δδεληγιάννη,
μηδὲ καὶ τὸ Τρικούπειον ρητὸν θὰ λησμονήσῃ
πὼς ἡ Ἑλλὰς προώρισται νὰ ζήσῃ καὶ θὰ ζήσῃ,
πρὸ πάντων δὲ τοῦ Κότταρη τὸ «κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει»,
ποὺ τοὺς Ρωμῃοὺς οἰστρηλατεῖ κι' εἰς ὅλους βάζει νέφτει.

49[Επεξεργασία]

Μ' ἐκούρασε ἡ πολλὴ φιλοσοφία,
τῆς γλώσσης ἡ μεγάλη εὐστροφία,
καὶ τόσαι ποικιλόμορφοι στροφαί,
καὶ τώρα πρὸς στιγμὴν θὰ σιωπήσω
κι' ἀμέριμνος δι' ὅλα θὰ καπνίσω
κανένα δυὸ τσιγάρα μὲ καφφέ.
Κι' ἀφοῦ ἀπὸ τῆς σκέψεως τὸν κόπον
τὸ πνεῦμα μου ὀλίγον ξεκουράσω,
καὶ πάλιν τὴν σοφίαν τῶν ἀνθρώπων
ἐν στόματι μαχαίρας θὰ περάσω.