Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο Τρομάρας

Από Βικιθήκη
Ο Τρομάρας
Συγγραφέας:


Ὁ Τρομάρας ἦτον έξυπνο καὶ ἄξιο παιδί, ἀλλὰ ἦτον κατὰ δυστυχία πολὺ ἰσχνὸ καὶ ἀδύνατο. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλα εἶχε ἕνα μεγάλο ἐλάττωμα. Ἐτρόμαζε καὶ ἀπὸ τὸ πλέον ἀσήμαντο πράγμα. Τὸ ἐλάττωμα τοῦτο, ἂς εἰποῦμε τὴν ἀλήθεια, δὲν ἦτον ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς φυσικό του.

Μερικὰ ἄτακτα παιδιά, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν πηγαίνουν εἰς τὸ σχολεῖο, κρυμμένα ὀπίσω ἀπὸ ἕνα τοῖχο μίαν ἑσπέρα, τὸν ἐξίπασαν ἔξαφνα τόσο δυνατὰ ποὺ τοῦ ἐσυντάραξαν μιὰ διὰ πάντα τὰ νεῦρα του καὶ τὸν ἔκαμαν ἀπὸ τότε δυστυχὴ καὶ ἀξιολύπητο. Διότι ἀπὸ τότε ὄχι μόνο ἐκιτρίνισε καὶ ἔμεινε ἰσχνὸς καὶ ἀδύνατος, ἀλλὰ καὶ ἄρχισε νὰ παραφοβάται καὶ ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο πράγμα.

Ἕνας κρότος, μία σπίθα, μία μυία, ποὺ ἐκάθιζε εἰς τὸ χέρι του ἔκαμνε νὰ ἐξαφνίζεται καὶ νὰ τρομάζει. Διὰ τοῦτο, τὰ παιδιὰ τοῦ δρόμου τοῦ ἐκόλλησαν τὸ παρόνομα καὶ τὸν ἐφώναζαν Τρομάρα. Πάνω Τρομάρα, κάτω Τρομάρα, τὸ ἔνιωσεν ἡ γειτονιὰ καὶ ὁ καημένος ὁ Θανάσης, διότι αὐτὸ ἦτο τὸ καθαυτό του ὄνομα, δὲν ἐτολμοῦσε νὰ ἐβγάλει τὴ μύτη του ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα. Καὶ τὸ κακὸ εἶναι ποὺ ὅσο ἐτρόμαζε, τόσο τὰ παιδιὰ ἐγύρευαν νὰ τὸν ξιπάσουν μὲ κάθε τρόπο, διὰ νὰ τρομάξει αὐτὸς καὶ νὰ γελοῦν ἐκεῖνα.

Ὁ Τρομάρας ἐνόσω ἦτο μικρὸ παιδὶ δὲν ἐσκέφθη τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἐγίνετο. Ὅσον ὄμως ἐμεγάλωνε, τόσο ἄρχιζε νὰ συλλογίζεται διὰ τὴ γελοία του ἀδυναμία.

- Τί νὰ κάμω, ἔλεγε μίαν ἡμέρα, τί νὰ κάμω, νὰ ὑπερνικήσω αὐτὸ τὸ κακό μου ἐλάττωμα! Αὔριο θὰ ἔλθει πόλεμος εἰς τὴ χώρα καὶ ὅλα τὰ συνομήλικά μου θὰ ζωσθοῦν τὸ σπαθὶ καὶ θὰ πάρουν τὸ τουφέκι νὰ πολεμήσουν τοὺς ἐχθροὺς καὶ νὰ δοξάσουν τὸ ἔθνος. Κι ἐγὼ; Ἐγὼ φοβοῦμαι ὡς καὶ τὴν ἴδια τὴ φωνή μου! Πῶς νὰ ἔμβω εἰς τὴ μάχη, νὰ σταθῶ δίπλα εἰς τὸ κανόνι, νὰ ἰδῶ τὴ φλόγα καὶ ν' ἀκούσω τὸν κρότο του; Χωρὶς ἄλλο δὲν θὰ βαστάξ' ἡ καρδιά μου! Ἢ θὰ ἀναγκασθῶ νὰ φύγω, νὰ προδώσω τὴν ἁγία μου πατρίδα ἢ θὰ πέσω ζωντανὸς εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν! Ὤ, ἐντροπὴ, ἐντροπή!...

Ἔκραξεν ὁ Τρομάρας τόσο δυνατά, ποὺ ἐξίπασε μία κόρη, ἡ ὁποία διαβαίνοντας ἔτρωγε κρυφὰ τὸ μέλι ,ποὺ τὴν ἔστειλαν ν' ἀγοράσει, Αὐτὸ τοῦ ἔκαμεν ἐντύπωση. Πρώτη φορὰ εἰς τὴ ζωή του ἐξιπάσθῆ πλάσμα ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς φωνῆς του. Καὶ τὸ περιεργότερο, πρώτη φορὰ δὲν ἐτρόμαξε αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀπὸ φωνὴ τόσο δυνατή! Πῶς τοῦ ἔγινε, δὲν ἠμποροῦσε νὰ καταλάβει.

«Ἴσως, εἶπε, διότι ἦτον ἡ φωνή μου...» Καὶ ἐφώναξε ἀκόμη μιὰ φορὰ, καὶ πάλι δὲν ἐξιπάσθη. «Βέβαια», εἶπε. «Αὐτὸ θὰ εἶναι. Ἡ φωνή μου ἄρχισε πλέον νὰ μὴ μὲ ξιπάζει. Ἄρχισε νὰ μὲ γνωρίζει.» Ἔτσι τὸ ἐξήγησε ἐκείνη τὴν ὥρα ἀπὸ τὴ χαρά του. Κατόπιν ὄμως ἐκατάλαβε ὅτι ὴ μόνη αἰτία τῆς ἀτρομαξίας του ἦτον ὅτι συναισθάνθη τὸ ἐλάττωμά του καὶ ἀπεφάσισε νὰ τὸ καταπολεμήσει. Καὶ τωόντι ὁ Τρομάρας ἔκαμεν ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπόφαση καὶ ἦτο θυμωμένος μὲ τὸν ἐαυτό του, διότι τόσον καιρὸ δὲν ἐκατάλαβε τὸ λάθος του.

Θυμωμένος καθὼς ἦτον, ἐπῆρε τὸ δρόμο καὶ ἔφθασε εἰς τὴν πλατεία τῆς Νομαρχίας. Ἐκεῖ ἔξαφνα ἀκούει κάτι δυνατοὺς ἦχους. «Ντίγγ, ντούγγ, ζούπ!... Ντίγγ, ντούγγ, ζούπ!» Σᾶς βεβαιῶ πὼς εἰς κάθε ἄλλη στιγμὴ τὸ μισὸ ἑνὸς τοιούτου ἤχου ἂν ἤκουε, δὲν θὰ τοῦ ἐβαστούσε ἡ καρδιά του νὰ περιμείνει καὶ τὸ ἄλλο ἤμισυ. Θὰ ἔφευγε καὶ ἀκόμα θὰ ἔφευγε. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ, ποὺ ἦτο θυμωμένος διὰ τὴν παράλογο δειλία του, ποὺ εἶχε ἀποφασίσει νὰ πολεμήσει τὸ ἐλάττωμά του, ὄχι μόνο ἐντροπιάσθη νὰ φύγει, ἀλλὰ καὶ ἐβίασε τὸν ἑαυτό του νὰ ἰδεῖ πόθεν ἤρχοντο τόσο δυνατοὶ ἦχοι.

Οἱ ἦχοι ἐκεῖνοι ἤρχοντο ἀπὸ τὸ σιδηρουργεῖο ἐκεῖ κοντά. Ὁ σιδηρουργὸς ἔβγαζε τὰ σίδερα κόκκινα-κόκκινα ἀπὸ τὴ φωτιὰ, τὰ ἐστήριζε εἰς τὸ ἀμόνι καὶ ἐκεῖ, αὐτὸς καὶ ὁ μαθητής του, μὲ τὰ σφυριὰ εἰς τὰ χέρια, ἤρχιζαν νὰ κτυποῦν: «Ντίγγ, ντούγγ, ζούπ! Ντίγγ, ντούγγ, ζούπ!» Ὁ μαθητὴς ἦταν ἕνα παλικαράκι εἰς τὴν ἠλικία τοῦ Τρομάρα, ἀλλὰ ἦτο γερὸ παιδὶ, μὲ στρογγυλὰ μάγουλα καὶ δυνατὰ χέρια. Οἱ σπίθες ἐπετοῦσαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ ἐκτυποῦσαν τὸ πρόσωπό του ὡσὰν βροχὴ, ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ σκοπό του: «Ντίγγ, ντούγγ, ζούπ! Ντίγγ, ντούγγ, ζούπ!» Καὶ οὔτε τὸ ἔμελλε κἂν , ἂν καψαλισθοῦν τὰ φρύδια καὶ τὰ ματοβλέφαρά του.

«Χαρὰ στὴν καρδιὰ ποὺ τὴν ἔχει!» εἶπεν ὁ Τρομάρας μόνος καὶ ἐμίσησε τὴ δειλία τὴν ἰδική του καὶ ἐζήλευε τοῦ σιδηρουργοῦ τὸ μαθητὴ διὰ τὸ θάρρος του. Καὶ ἰδὲς ἐσὺ περίεργο πράγμα! Ὅσον περισσότερο τὸν ἐζήλευε, τόσο περισσοτέραν τόλμην καὶ ἀφοβίαν ἠσθάνετο μέσα του. Ἀφοῦ αὐτὸς δὲν φοβεῖται ἐσκέφθη, διατὶ νὰ φοβηθῶ ἐγώ; Καὶ ἔκαμε ἀπόφαση καὶ ἐμβῆκε εἰς τὸ σιδηρουγεῖο.

- Μήπως χρειάζεσθε κανένα μαθητὴ, κύριε; Ἠρώτησε τὸ σιδηρουργὸ ὁ Τρομάρας.

Ὁ σιδηρουργὸς ἐσκούπισε τὸν ἰδρῶτα ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, ἐσήκωσε τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ περιεργάσθη τὸν Τρομάρα ἀπὸ τὴν κορυφὴ ἔως τὰ νύχια.

- Πήγαινε καλλίτερα εἰς κανένα σακοράφτη! τοῦ εἶπε ὕστερα εἰρωνικῶς καὶ ἐγέλασε.

- Διατὶ, κύριε; ἠρώτησε τότε ὁ Τρομάρα καὶ ἔσμιξε τὰ λεπτά του σκέλη καὶ ἐκόλλησε τὰ χέρια του κατὰ μάκρος εἰς τὸ σῶμα του, ποὺ ἐφαίνετο ἀληθινὰ ὡσὰ νὰ ἦτον μονοκόματος.

- Διότι, εἶπε ὁ σιδηρουργὸς, ἐὰν ὁ μαστορής σου τύχει νὰ χάσει τὴ σακοράφα του, ἠμπορεῖ νὰ περάσει μία κλωστὴ πέρα πέρα ἀπὸ τ' αὐτιά σου καὶ νὰ ἐξακολουθήσει τὸ ἔργο του.

Ὁ Τρομάρας ἐκατάλαβε πὼς ὁ σιδηρουργὸς τὸν εἰρωνεύετο, διότι τὸν εἶδε τόσο λεπτὸ καὶ μονοκόματο. Μ' ὅλον τοῦτο δὲν ἐντροπιάσθη, διότι αὐτὸ δὲν ἦτο κυρίως σφάλμα του.

- Ὅπως ἀγαπᾶς, εἶπε εἰς τὸ σιδηρουργὸ καὶ ἐστράφη νὰ ἀναχωρήσει.

Ὁ σιδηρουργὸς ποὺ τὸν εἶδε ἔτσι ἀτάραχο, τοῦ ἔκαμε έντύπωση καὶ τὸν ἐφώναξε ὀπίσω.

- Βλέπω πὼς εἶσαι γνωστικὸ παιδὶ, τοῦ εἶπε, διότι δὲν τὰ χάνεις ἔτσι εὔκολα. Ἂν σ' ἀρέσκει ἡ ἐπιστήμη μου, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ κόπιασε νὰ λάμνεις τὰ φυσερά.

Ποιὸς δὲν γνωρίζει τί τρομερὴ βοὴ κάμνουν τὰ μεγάλα φυσερὰ τοῦ σιδηρουργείου; Ὅταν ὁ Τρομάρας ἄρχισε νὰ τὰ κινεῖ, τοῦ ἐφάνη πὼς ἐξαπολύθηκαν ὅλοι οἱ δυνατοὶ ἄνεμοι καὶ ἦλθεν ὁ χαλασμὸς τοῦ κόσμου. Ἐν τούτοις δὲν τὰ ἔχασε, διότι ἐντροπιάσθη νὰ φανεῖ κατώτερος ἀπὸ τὴν ὑπόληψη ποὺ τοῦ εἶχεν ὁ μάστορής του. Καὶ ἔξυπνος καθὼς ἦτον, ἐσκέφθη μόνος του καὶ εἶπεν: «Ἂν δὲν ἤκουα αὐτὴ τὴ βοή, εἶμαι βέβαιος πὼς δὲν θὰ ἐτρόμαζα διόλου. Καὶ ἂν ἀντὶ τῆς βοῆς ἤκουα τὴ φωνή μου τὴν ἴδια, πάλι εἶμαι βέβαιος πὼς δὲν θὰ ἐτρόμαζα διόλου. Γιὰ, ἂς δοκιμάσω!...»

Καὶ ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ ἄρχισε νὰ τραγουδεῖ τόσο δυνατὰ, ὅσο ἠμποροῦσε. Καὶ ἰδὲς ἐσύ! Ἀντὶ τῆς βοῆς τῶν φυσερῶν, ἤκουε τώρα μόνο τὴ φωνή του. «Καλὰ τὸ ηὗρα!» εἶπε ὁ Τρομάρας μέσα του καὶ ἐπῆρε θάρρος καὶ ἔλαμνε τὰ φυσερὰ καὶ ἐτραγουδοῦσε ἀπὸ τὸ πρωΐ ἔως εἰς τὸ βράδι. Ὁ μάστορής του εἶχε μιὰ χαρὰ, διότι ἀγαποῦσε τὰ τραγούδια καὶ διότι ὁ Τρομάρας εἶχε ὡραία φωνή. Πολὺ ὡραία φωνὴ τωόντι! Διότι καὶ ὁ Νομάρχης ποὺ τὸν ἤκουσε ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τῆς πλατείας τοῦ ἤρεσε ὑπερβολικὰ καὶ ἔτρεξε μέσα καὶ ἔκραξε τὴν κόρη του νὰ τὸν ἀκούσει καὶ κείνη. «Τί ὡραία ποὺ τραγουδεῖ αὐτὸς, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι!...» εἶπε μέσα της. Καὶ ἤρχισε ν' ἀγαπᾶ τὸν Τρομάρα, χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζει. Ὡσποὺ ἐπὶ τέλους ἀπὸ τὴν πολλή της τὴν ἀγάπη, ἔχασε τὴν ὄρεξή της καὶ ἤρχισε νὰ χλωμιάζει καὶ νὰ ἀδυνατίζει. Ὁ Νομάρχης ποὺ δὲν εἶχε ἄλλο παιδὶ, ἐμβῆκε εἰς ἀνησυχία διὰ τὴν ἀσθένεια τῆς κόρης του. Ἔστειλε λοιπὸν καὶ ἔφερε ὅλους τοὺς ἰατροὺς τῆς χώρας, διὰ νὰ τὴν ἰατρεύσουν. Ἕνας τῆς ἔπαιρνε αἷμα, ἄλλος τῆς ἔβαζε ἀβδέλες, ἄλλος τὴν ἐπότιζε καθάρσιο. Κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὴν ἰατρεύσει. Ἐπὶ τέλους ἡ κόρη ἔχασε τὴν ὑπομονή της καὶ τὸ εἶπε εἰς τὸν πατέρα της.

Ὁ καημένος ὁ Νομάρχης ἐπῆγε νὰ χάσει τὸ λογικό του. Ποῦ νὰ ξεύρει αὐτὸς πὼς ἡ κόρη του ἔχει τέτοια ἀσθένεια! «Καὶ ποῖος νὰ εἶναι αὐτὸς, ποὺ ἐπῆρε τὸ παιδί μου στὴ συνείδησή του», εἶπεν ὁ Νομάρχης μέσα του. «Τὴ φωνή του τὴν ἀκούομεν, ἀλλὰ τὴ μούρη του δὲν τὴν εἴδαμε. Ἴσως εἶναι ὸ υἱὸς τοῦ ὑπουργοῦ, ἴσως εἶναι ὁ υὶὸς κανενὸς μεγαλοσιάνου». Καὶ ἐβγῆκε νὰ μάθει ποῖος εἶναι αὐτὸς ποὺ τραγουδεῖ τόσον ὡραῖα. Φαντασθῆτε τὴν ἔκπληξή του ὅταν ἔμαθε πὼς ἦτον ὁ μαθητὴς τοῦ σιδηρουργοῦ, ἤγουν ὁ Τρομάρας! Τώρα; Τί νὰ κάμει; Νὰ πάρει τὸ μαθητὴ τοῦ σιδηρουργοῦ γαμβρό του δὲν ταιριάζει. Νὰ ἀφήσει τὸ παιδί του ν' ἀποθάνει δὲν γίνεται. Στέλλει λοιπὸν καὶ κράζει τὸ σιδηρουργὸ τὸν ἴδιο.

- Δὲν μοῦ λέγεις, τὸν ἐρωτᾶ, τί πράμα εἶναι αὐτὸς ποὺ τραγουδεῖ τόσο ὡραῖα εἰς τὸ ἐργαστήρι σου;

- Αὐτὸς εἶναι ὁ μαθητής μου! εἶπε ὁ σιδηρουργός. Εἶναι ὁ Τρομάρας!

-Περίεργο ὄνομα! εἶπε ὸ Νομάρχης. Καὶ διατὶ τὸν ὀνομάζουν Τρομάρα;

- Διατί; εἶπεν ὁ σιδηρουργός. Διότι δὲν τὰ χάνει ἔτσι εὔκολα. Αὐτὸ, νομίζω, εἶναι φῶς φανερό. Ἀλήθεια σοῦ εἶναι κομματάκι ξερὸς καὶ κίτρινος, μὰ ὡς γιὰ τὴν ἀξία, νὰ εἰποῦμε, εἶναι ὄνομα καὶ πράμα. Εἶναι μιὰ τρομάρα, ἐτελείωσε.

Αὐτὰ εἶπε ὁ σιδηρουργὸς, διότι ὁ Τρομάρας ὡς τὰ τώρα, ὄχι μόνο δὲν ἔδειξε κανένα σημεῖο τῆς προτιτερινῆς δειλίας του, ἀλλὰ καὶ θαρρετότερος ἀπὸ τὸ συμμαθητή του ἐπροσπαθοῦσε νὰ φαίνεται.

Ὁ Νομάρχης ἐσσύφρωσε τὰ φρύδια του καὶ ἐσκέφθη ὅλη τὴ νύκτα, χωρὶς νὰ εἰπεῖ τίποτε. Τὴν ἄλλη τὴν ἡμέρα στέλλει καὶ κράζει τὸν ἴδιο τὸν Τρομάρα.

- Ἔμαθα, τοῦ λέγει, μ' εὐχαρίστησή μου, πὼς εἶσαι ἄξιος, εἶσαι τρομερὸς ἥρωας, καθὼς τὸ λέγει καὶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἀπεφάσισα νὰ σὲ κάμω γαμβρό μου. Ἀλλὰ, πρὶν σοῦ δώσω τὴν κόρη μου, πρέπει νὰ μοῦ ἀποδείξεις τὴν ἀνδρεία σου, πρέπει ν' ἀποδείξεις ὅτι εἶσαι ὄνομα καὶ πράμα χειροδύναμος καὶ ἀτρόμητος. Ἐδὼ εἰς τὰ περίχωρα εἶναι ἕνας φοβερὸς ληστὴς, ποὺ τυρρανεῖ τὸν τόπο καὶ ληστεύει τοὺς ἀνθρώπους. Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸν συλλάβει, διότι εἶναι δυνατὸς ἄνθρωπος. Ἐσὺ, χωρὶς ἄλλο, θὰ εἶσαι δυνατότερός του. Πήγαινε, φέρε μού τον ζωντανὸ καὶ ἔλα νὰ σοῦ δώσω τὴν κόρη μου.

Φαντασθῆτε τὴν ἔκπληξη τοῦ Τρομάρα, ὄταν ἤκουσε αὐτοὺς τοὺς λόγους. Αὐτὸς πρὸ ὀλίγου καιροῦ ἀκόμη ἐφοβεῖτο καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ σκιά του καὶ τώρα τὸν ὀνομάζουν ἀτρόμητο καὶ τὸν στέλλουν νὰ συλλάβει τὸν ἐπιφοβότερο κακοῦργο τοῦ κόσμου. Ποῦ νὰ ξεύρει αὐτὸς ὅτι τὸ παρόνομα, ποὺ τοῦ ἐκόλλησαν τὰ δρομόπαιδα, ἠμποροῦσε νὰ παρεξηγηθεῖ τοιουτοτρόπως!

Ἐτοιμάζετο λοιπὸν νὰ πέσει εἰς τὰ πόδια τοῦ Νομάρχου καὶ νὰ τοῦ ὁμολογήσει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ἐκεῖ τοῦ ἦλθε εἰς τὸ νοῦ ἡ ἀπόφασις ὁποὺ ἔκαμε. Καὶ ἐντροπιάσθη νὰ φανεῖ πὼς εἶναι δειλὸς, ὕστερα μάλιστα ἀφοῦ ὁ Νομάρχης τὸν ἐθεώρησε ἄξιο νὰ γίνει γαμβρός του, μόνο καὶ μόνο διὰ τὴν ἀνδρεία του. Ἀπεφάσισε λοιπὸν νὰ φανεῖ ἄξιος τῆς τιμῆς ποὺ τοῦ γίνεται. Ἀλλὰ, ἔλα πάλι ποὺ τοῦ ἦλθε ὁ κίνδυνος εἰς τὸ νοῦ του καὶ ἤρχισε νὰ τρέμει χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει.

- Κάτι τρέμεις; τὸν ἠρώτησε ὁ Νομάρχης.

- Ὤ! ἀπήντησε ὁ Τρομάρας ὀλίγον ἐμπερδευμένος, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ φόβο μου, εἶναι... εἶναι ἀπὸ τὸ θυμό μου!

Ὁ Τρομάρας ἦτον ἀληθινὰ θυμωμένος μὲ τὸν ἑαυτό του· ἀλλ' ὁ Νομάρχης ποὺ ἐνόμισε ὅτι ἦτο θυμωμένος ἐναντίον τοῦ ληστοῦ, ἤρχισε νὰ τὸν ἐπαινεῖ καὶ νὰ τὸν ἐγκωμιάζει. Καὶ περίεργο πράγμα, ὅσο τὸν ἐπαινοῦσε ὁ Νομάρχης, τόσον ὁ Τρομάρας ἐλάμβανε θάρρος καὶ ἐπιθυμία νὰ φανεῖ τωόντι ἀνδρεῖος καὶ ἀτρόμητος, καθὼς τὸν ὀνόμαζαν. Ἔσφιξε λοιπὸν τὸ χέρι τοῦ Νομάρχου καὶ χωρὶς νὰ συλλογισθεῖ δειλία ἡ φόβο

- Αὔριο, τοῦ εἶπε, σοῦ φέρνω τὸ ληστὴ εἰς τὰ πόδια σου.

Καὶ ἔτσι ἐβγῆκε καὶ ἔφυγε.

Ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ σιδηρουργεῖο, ἦταν άκόμη ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστο αὐτὴ ὺπόσχεση τοῦ Νομάρχου. Ἔπιασε λοιπὸν ἕνα σίδερο, τὸ ἔβαλε εἰς τὴ φωτιὰ καὶ ἔκαμε μία μεγάλη μαχαίρα καὶ ἄρχισε νὰ γράφει ἐπάνω εἰς τὴ λεπίδα τὸ ὄνομά του μὲ μεγάλα-μεγάλα γράμματα: ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΟΜΑΡΑΣ. Ἀλλὰ, εἴτε ἀπὸ τὴ βία εἴτε ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία του, ἐχάραξε ἀντὶ Θανάσης, ΘΑΝΑΤΑΣ ΤΡΟΜΑΡΑΣ. Καὶ ἔτσι λοιπόν ἔβαλε τὴ μαχαίρα εἰς τὴ μέση του καὶ ἐπῆρε τὸ δρόμο νὰ πάει νὰ συλλάβει τὸ ληστή.


Τὰ βουνὰ ἦσαν ἀψηλὰ καὶ ὁ Τρομάρας, ἀμάθητος ἀπὸ δρόμο, ἐκουράσθη ὕστερα ἀπὸ ὀλίγο, τόσο πολὺ, ποὺ ἐπεσε νὰ κοιμηθεῖ κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο δένδρο. Καὶ ἀπὸ φόβο μήπως πληγωθεῖ εἰς τὸν ὕπνο του, ἔβγαλε τὴ μαχαίρα καὶ τὴν ἔμπηξε νὰ στέκει ὀρθία εἰς τὴ γῆ, ἐμπρός του.

Μόλις ἀπεκοιμήθη ὁ Τρομάρας, νὰ καὶ ὁ ληστὴς ποὺ ἐπερνοῦσε ἀπ' ἐκεῖ κατὰ τύχη! Ἄμα εἶδεν ὁ ληστὴς τὸν Τρομάρα ἐστάθη ἀπὸ μακρὰν καὶ ἀνέγνωσε τὸ ὄνομά του, καθὼς ἦτο γραμμένο ἐπάνω εἰς τὴ μαχαίρα: ΘΑΝΑΤΑΣ ΤΡΟΜΑΡΑΣ.

«Βρὲ νὰ πάρ' ἡ ὀργή!» εἶπεν ὁ ληστὴς μέσα του. «Αὐτὸς θὰ νἆναι κανένας περίφημος συντεχνίτης, κανένας φοβερὸς ἄνθρωπος! Δὲν βλέπεις πὼς τὸ λέγει καὶ τὸ ὄνομά του; Ὁ Νομάρχης, καθὼς ἀκούω, ἐβάλθη καὶ καλὰ νὰ μὲ συλλάβει. Καὶ μονάχος καθὼς εἶμαι, δὲν μὲ καλοφαίνεται. Ἂς τὸν καλοπιάσω αὐτὸν ἐδὼ, νὰ τὸν κάμω σύντροφο. Βεβαίως εἶναι ἀτρόμητο παλικάρι, ἀλλέως δὲν θὰ ἔπεφτε νὰ κοιμηθεῖ τόσον ἀξένιαστα μέσα εἰς Θεοῦ τὸν κάμπο».

Ποῦ νἄξευρε αὐτὸς, πὼς ὁ Τρομάρας ἀπεκοιμήθη ἀπὸ τὴν κούρασή του χωρὶς νὰ τὸ θέλει! Ἔτσι λοιπὸν ἐπλησίασε σιγὰ-σιγὰ καὶ ἔσεισε τὸν ὦμο τοῦ Τρομάρα. Ἔ! καὶ νὰ ἤσουν ἐκεῖ νὰ ἔβλεπες τὸ φτωχὸ τὸν Τρομάρα, πῶς ἐτινάχθη ἀπὸ τὸν τόπο του! Καὶ ὅταν εἶδε τὰ κόκκινα μάτια τοῦ ληστοῦ καὶ τὲς μεγάλες μουστάκες του, πῶς τὰ ἔχασε ἀπὸ τὸ φόβο καὶ ἄρχισαν νὰ τρέμουν τὰ γόνατά του καὶ νὰ κτυποῦν τὰ δόντια του! Μὰ ἔλα ποὺ ὁ ληστὴς ἐσχημάτισε μιὰ φορὰ τὴν ἰδέα του! Ὁ Τρομάρας τὸ ἔκαμνε ἀπὸ τὸ φόβο καὶ ὁ ληστὴς ἐνόμιζε πὼς τὸ ἔκαμνε ἀπὸ τὸ θυμό του. Δι' αὐτὸ ἤρχισε νὰ τὸν καλοπιάνει διὰ νὰ τὸν ἡμερώσει.

- Συμπάθια, ἥρωά μου! τοῦ εἶπε. Μὴν τὸ πάρεις γιὰ κακό, σὲ παρακαλῶ, καὶ μὴ θυμώνεις τόσο. Ἂν τὸ ἤξευρα δὲν σ' ἐνοχλοῦσε. Ἐνόμισα πὼς εἶχες κοιμηθεῖ ἀρκετὰ καὶ εἶπα νὰ κάμομεν ὀλίγη κουβέντα, γιατὶ, καθὼς βλέπεις, ἐβαρέθηκα τὴ μοναξιά.

Ὁ Τρομάρας, μ' ὅλη τὴ φρίκη, δὲν ἔχασε τὴν ἐξυπνάδα του καὶ ἐνόησε ἀμέσως τὴν ἀπάτη εἰς τὴν ὁποια εὑρίσκετο ὁ ληστής. Δι' αὐτὸ ἔτρεμε τώρα ἐπίτηδες καὶ ἔτριζε τὰ δόντια του καὶ ἐλόξευε τὰ μάτια του, ἀπὸ τὸ θυμό του τάχα.

Καὶ ὅσο τὸν ἔβλεπε ὁ ληστὴς, τόσο ἐπροσπαθοῦσε νὰ τὸν ἡσυχάσει μὲ διαφόρους ἐπαίνους καὶ κολακείας. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ φέρει τὸν Τρομάρα εἰς τὸν ἑαυτό του!

«Καλά!» ἐσκέφθη ἐπὶ τέλους. Τόσοι ἄνθρωποι εἰς τὸν κόσμο χρεωστοῦν τὰς ἐπιτυχίας των εἰς τὴν ἰδέα ποὺ ἐσχημάτισαν οἱ ἄλλοι περὶ αὐτῶν καὶ ὄχι εἰς τὴν ἀξία ποὺ ἔχουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι. Διατί νὰ μὴν ἐπωφεληθῶ καὶ ἐγὼ τὴν ἰδέα ποὺ ἐσχημάτισε ὁ ληστὴς περὶ ἐμοῦ καὶ, ἂν ὄχι ἄλλο, νὰ σώσω τουλάχιστο τὴ ζωή μου.

Ἔτσι λοιπὸν ἔλαβε μίαν ὑπερήφανη στάση και

- Ἄκουσε νὰ σοῦ πώ! εἶπε πρὸς τὸ ληστή, ἄλλη φορὰ ἐὰν μὲ τύχεις νὰ κοιμοῦμαι, τὸ ὁποῖον ἐλπίζω νὰ μὴ συμβεῖ, κι ἔχεις νὰ μὲ εἰπεῖς τίποτε, θὰ κάμνεις καλὰ νὰ περιμένεις ἔως ὅτου ἐξυπνήσω μόνος μου. Διότι ἰδές, ὅταν θυμώσω ἐγὼ, δὲν χωρατεύω!

«Βρὲ, νὰ πάρ' ἡ ὀργή!» εἶπεν ὁ ληστὴς μέσα του, «καλὰ τὸ εἶπα πὼς αὐτὸ εἶναι ἀτρόμητος ἄνθρωπος· ὡς τώρα κανεὶς δὲν μοῦ ὁμίλησε τοιουτοτρόπως!...

Ἔπειτα ἔβγαλε τὸ καπέλλο του καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Τρομάρα καὶ τοῦ ἐζήτησε ἀκόμη μία φορὰ συμπάθιο.

- Ἔλα δά! Τ' ἀδέρφι, μὴν τὸ παρακάνεις πάλε καὶ σύ! Ποῦ νὰ ξεύρω ἐγὼ πὼς εἶσαι τόσον ἀψίθυμος ἄνθρωπος. Ἐκεῖνο ποὺ ἤθελα νὰ σὲ πῶ εἶναι πὼς σὲ παρακαλῶ νὰ γίνουμε σύντροφοι. Κοίταξ' ἐδώ. Εἶμαι μονάχος καὶ μὲ τρέμει ὅλ' ἡ ἐπαρχία. Ἄν συντροφεύσω μαζί σου, ὅλο τὸν κόσμο δὲν τὸν φοβοῦμαι.

- Ἄ, εἶπε τότε ὁ Τρομάρας, ποὺ δὲν τὸν ἐσύμφερε ἡ πρότασις. Ὁ λύκος ἔχει τὸ λαιμὸ χονδρὸ, γιατὶ κάμνει τὲς δουλειὲς μονάχος του. Ἐγὼ γιὰ τὸν ἑαυτό μου σύντροφο δὲν χρειάζουμαι.

Ὅταν ἤκουσε ὁ ληστὴς καὶ τοῦτο, ἐστερεώθη περισσότερο εἰς τὴν ἰδέα του πὼς ὁ Τρομάρας θὰ εἶναι κανένας ἄξιος καὶ δυνατὸς ληστής, δι' αὐτὸ ἤρχισε νὰ τὸν σέβεται καὶ νὰ τὸν ἐπαινεῖ καὶ νὰ τὸν παρακαλεῖ ὅσον ἠμποροῦσε.

- Δὲν ἠξεύρεις, τοῦ εἶπε. Ἦλθεν ἕνας ἄξιος Νομάρχης εἰς τὸ νομὸ, ποὺ μήτε μὲ τὰ δῶρα, μὴτε μὲ τὲς ἀπειλὲς ἠμπορῶ νὰ τὸν καταφέρω νὰ μὲ ἀφήσει ἥσυχο. Σήμερα ἔμαθα πὼς ἔστειλε κάποιο νὰ μὲ συλλάβει, δι' αὐτὸ ἐπιθυμοῦσα πολὺ νὰ ἔχω ἕνα σύντροφο. Καὶ ποῦ νὰ εὕρω καλλίτερο ἀπὸ σένα; Ὁρίστε τὰ ὅπλα μου καὶ φόρεσέ τα. Εἶναι τὰ καλλίτερα τοῦ κόσμου καὶ εἶναι ἄξιά σου. Φόρεσέ τα, σὲ παρακαλῶ. Φόρεσέ τα!...

Καὶ ἐνῶ ἔλεγεν αὐτὰ, ἔβγαλε τὰ χρυσωμένα του πιστόλια καὶ τὰ ἐπρόσφερε εἰς τὸν Τρομάρα. Ὁ Τρομάρας, ποὺ ἐταράζετο ἡ καρδιά του ὁσάκις ἔβλεπε κανένα πιστόλι, ἔστω καὶ ἀγέμιστο, ἐτραβήχθη ὀλίγον ὀπίσω καὶ

- Εὐχαριστῶ, τοῦ εἶπε, εὐχαριστῶ! Ἂν εἶμαι ἀνδρεῖος ἄνθρωπος καθὼς τὸ λέγεις, τὶ τὰ θέλω τὰ ὅπλα; Καὶ ἂν δὲν εἶμαι, πάλε τὶ τὰ θέλω;

«Βρὲ νὰ πάρ' ἡ ὀργή!» εἶπεν ὁ ληστὴς μέσα του. «Καλὰ τὸ εἶπα ἐγὼ πὼς αὐτὸς ἔτσι ἰσχνὸς καὶ λεπτὸς, πρέπει νὰ εἶναι χεροδύναμος ἄνθρωπος. Ἀληθινὰ, ὅταν ἔχει κανεὶς τέτοιο σύντροφο, τὰ ὅπλα τὶ τὰ θέλει;

- Ἔχεις δίκαιο, κὺρ Τρομάρα! γίνε μονάχα σύντροφός μου καὶ σὲ ὑπόσχομαι νὰ βάλω καὶ τὰ ὅπλα κατὰ μέρος.

Τότε ὁ Τρομάρας ἐκατάλαβε ὅτι ὁ περίφημος ἐκεῖνος ληστὴς δὲν ἦτο πάρα πολὺ φρόνιμος ἄνθρωπος, καὶ ὅτι ἂν συντροφεύσει μαζί του, ὄχι μόνο τη ζωή του γλυτώνει, ἀλλὰ καὶ ἠμπορεῖ νὰ εὕρει κανένα τρόπο νὰ τὸν παραδώσει ζωντανὸ εἰς τὸ Νομάρχη. Ἔτσι λοιπὸν ἔσφιξαν ἕνας τοῦ ἄλλου τὸ χέρι καὶ ἔγιναν σύντροφοι.

Ὅταν ἐνύχτωσε, ἐμβῆκαν εἰς τὸ σπήλαιο τοῦ ληστοῦ καὶ ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν. Ἀλλὰ φαντασθῆτε τὴ φρίκη τοῦ Τρομάρα ὅταν ἤκουσε τὸ ληστὴ νὰ ροχαλίζει. Καὶ τί ροχαλητό! Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς φυλάγει! Ὁ Τρομάρας ἐνόμιζε πὼς ἦτο καμιὰ ἀρκούδα ποῦ μουγρκίζει. Καὶ τόσο πολὺ ἐτρόμαξε, ποὺ χωρὶς νὰ σκεφθεῖ οὔτε τὸ Νομάρχη οὔτε τὴν κόρη του, ἐσηκώθη ἐλαφρὰ-ἐλαφρὰ, ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ ἐπῆρε τὸ δρόμο νὰ φύγει.

Τὸ φεγγάρι ἔφεγγε ὡραῖα τριγύρω εἰς τὸ σπήλαιο, ἀλλὰ τὸ δάσος παραπέρα ἦταν τόσο πυκνὸ, ποὺ κανεὶς δὲν ἔβλεπε κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα παρὰ μόνο σκότος. Καὶ ἀπὸ τὸ σκότος αὐτὸ ἔπρεπε νὰ περάσει ὁ Τρομάρας. Ἀλλὰ ἔξαφνα ἐκεῖ ποὺ ἄρχισε νὰ ἐμβαίνει εἰς τὸ δάσος, βλέπει ἀπὸ μακρὰν δύο κόκκινες φωτιὲς, ποὺ ὁλονὲν ἐπλησίαζαν. Ὁ Τρομάρας ἀνέσανε ἀπὸ τὴ χαρά του.

- Ὤ! Βέβαια, εἶπε, αὐτοὶ θὰ εἶναι χωροφύλακες καὶ ζητοῦν νὰ συλλάβουν τὸν κακοῦργο! Ἄς τρέξω νὰ τοὺς ὁδηγήσω.

Ἀλλὰ μόλις ἔκαμε δύο βήματα καὶ τί νομίζετε πὼς εἶδε; Μία μεγάλη ἀρκούδα, ποὺ ἤρχετο ἴσα-ἴσα κατ' ἐπάνω του. Οἱ φωτιὲς ἐκεῖνες ἦσαν τὰ μάτια της, ποὺ ἔφεγγαν εἰς τὸ σκότος.

Ὁ φτωχὸς ὁ Τρομάρας ὀλίγο ἔλειψε νὰ λιποθυμήσει. Τώρα ποῦ νά φύγει; Νὰ ἐμβεῖ εἰς τὸ σπήλαιο, ἠμπορεῖ νὰ ταραχθεῖ ὁ ληστὴς καὶ νὰ πυροβολήσει ἐπάνω του. Νὰ μείνει ἔξω, θὰ τὸν φάγει ἡ ἀρκούδα.

Κοντὰ εἰς τὸ σπήλαιο ἦτο μιὰ μεγάλη ἀπιδιά. Σὰν τὴν εἶδε ὁ Τρομάρας, μιὰ καὶ δυὸ καὶ ἀγκαλιάζει τὸν κορμό της καὶ σκαρβελώνει, καὶ ἀνεβαίνει ὅσον ὑψηλὰ ἠμποροῦσε.

Ποῦ νὰ ξεύρει αὐτὸς πὼς τόσο μεγάλο θηρίο, ἡ ἀρκούδα, ἠμποροῦσε νὰ σκαρβελῶσει καὶ αὐτὴ πάνου στὸ δένδρο! Διότι τωόντι ἡ ἀρκούδα ἐσκαρβέλωσε καὶ ἀνέβηκε εἰς τὸ ἴδιο τὸ δένδρο καὶ εἰς τὸ ἴδιο τὸ κλωνὶ μὲ τὸν Τρομάρα καὶ ἄρχισε νὰ προχωρεῖ ὁλονὲν κατεπάνω του.

- Τώρα πιὰ θὰ μὲ φάγει! εἶπεν ὁ Τρομάρας, καὶ δὲν ἠξεύρω τί νὰ κάμω! Νὰ πηδήξω κάτω, θὰ πέσω νὰ σκοτωθῶ. Νὰ μείνω ἐδὼ ποὺ εἶμαι, θὰ μὲ φάγει χωρὶς ἄλλο ἡ ἀρκούδα!

«Ἄς ἀναβῶ ὀλίγο ἀψηλότερα!» ἐσκέφθη ἐπὶ τέλους. «Ἡ ἀρκούδα εἶναι βαρειὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὲ φθάσει».

Καὶ τωόντι, ἐλαφρὸς καὶ λεπτὸς καθὼς ἦτον, ἀνέβηκε ἔως τὴν ἄκρα τῆς κορυφῆς τοῦ δένδρου. Ἡ ἀρκούδα ἠμπορούσε τώρα πολύ καλὰ νὰ τὸν φθάνει, καθὼς καὶ πρωτύτερα. Ἀλλὰ ἔλα ποὺ ὁ Τρομάρας εἶχε τύχη καὶ ὅλην αὐτὴ τὴν ὥρα ἡ ἀρκούδα δὲν τὸν εἶδε. Πῶς; Δὲν τὸν εἶδε; Καὶ διατὶ λοιπὸν ἀνέβη κατόπιν του ἐπάνω εἰς τὴν ἀπιδιά; Ἐγὼ νὰ σᾶς εἰπῶ.

Οἱ ἀρκούδες ἀγαποῦν τοὺς καρποὺς καὶ μάλιστὰ τὰ ἀπίδια, ὅταν δὲν εἶναι σκουληκιασμένα. Καὶ ὅπως ὅλες οἱ ἀρκούδες, ἔτσι καὶ αὐτὴ ποὺ σᾶς λέγω, ἐσυνήθιζε ν' ἀνεβαίνει εἰς αὐτὴ τὴν ἀπιδιὰ καὶ νὰ τρώγει ἀπίδια. Ὁ Τρομάρας ποὺ δὲν τὸ ἤξευρε ἐπῆγε καὶ ἀνέβηκε ὁ ἀνόητος ἴσα-ἴσα εἰς τὴν ἀπιδιὰ τῆς ἀρκούδας. Καὶ αὐτὴ ἡ καημένη, χωρὶς νὰ τὸ ξεύρει πὼς κάποιος εἶναι ἐκεῖ πλησίον της ἐπάνω εἰς τὸ δένδρο της, ἐκάθισε εἰς ἕνα φεγγαροφώτιστο κλωνὶ καὶ ἤρχισε τὸ δεῖπνο της.

Φαντασθῆτε λοιπὸν τὸν Τρομάρα εἰς τὴν κορυφὴ τῆς ἀπιδιᾶς ἔντρομο καὶ σαπεθαμένο ἀπὸ τὴ φρίκη του, συμμαζεύοντα τὰ πόδια του ὅσο τὸ δυνατὸ ὑψηλότερα καὶ κάθε στιγμὴ κινδυνεύοντα νὰ ξαπολυθεῖ καὶ νὰ πέσει κάτω ἀπὸ τὸ τρεμουλητό του. Καὶ φαντασθῆτε τὴν ἀρκούδα ἥσυχη καὶ ξενιασμένη ὀλίγο παρακάτω νὰ διαλέγει καὶ νὰ τρώγει ἀπίδια μὲ ὅλη της τὴν εὐχαρίστηση.

Ἀλλὰ καθὼς σᾶς εἶπα ἡ ἁρκούδα δὲν ἀγαπᾶ τοὺς σκουληκιασμένους καρπούς. Δι' αὐτὸ κάθε φορὰ ποὺ ἔκοπτε ἕν' ἀπίδι, τὸ ἐσήκωνε ὑψηλὰ εἰς τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, διὰ νὰ ἰδεῖ ἂν ἔχει κανένα σκουλήκι. Καὶ κοντὰ καθὼς ἦταν, ὅσες φορὲς ἐσήκωνε τὸ ἀπίδι ἀψηλά, ἔφθανε ἔως ἐμπρὸς εἰς τὴ μύτη τοῦ Τρομάρα.

«Ἐκατάλαβα», εἶπεν ὁ Τρομάρας μέσα του, ὅταν τὸ πρωτοεῖδε. «Αὐτὴ μὲ εἶδε πὼς εἶμαι ἔτσι λεπτὸς καὶ ἀδύνατος καὶ θέλει νὰ μὲ παχύνει πρῶτα καὶ ὕστερα νὰ μὲ φάγει».

Καὶ νομίζοντας ἀληθινὰ ὅτι ἡ ἀρκούδα τοῦ ἐπρόσφερε τὸ ἀπίδι, ἀρνήθηκε νὰ τὸ λάβει καὶ ἀπήντησε:

- Δὲν θέλω!...

Καὶ αὐτὸ τὸ «δὲν θέλω» τὸ εἶπε μὲ ὅση εὐλάβεια ἠμπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε, διότι ἐνόμισε συμφέρον νὰ μὴν τὰ χαλάσει εὐθὺς-εὐθὺς μὲ τὸν ἀντίπαλό του. Ἡ ἀρκούδα, ποὺ δὲν τὸν ἤκουσε, ἔφαγε ἐκεῖνο τὸ ἀπίδι καὶ ὕψωσε ἄλλο νὰ τὸ ἐξετάσει εἰς τὸ φῶς, καθῶς σᾶς εἶπα, ἔως ἐμπρὸς εἰς τὴ μύτη τοῦ Τρομάρα, ὁ ὁποῖος πάλε νομίζοντας πὼς τοῦ τὸ ἐπρόσφερε, ἀπήντησε ἐκ δευτέρου: «Δὲν θέλω!...» Μιὰ «δὲν θέλω», δυὸ «δὲν θέλω», ἐπέρασε ἀρκετὴ ὥρα καὶ ὁ Τρομάρας ἐσυνήθισε τὴ γειτονία τοῦ θηρίου καὶ ἔλαβε καιρὸ νὰ σκεφθεῖ πόσα πράγματα ἔχασε, μόνο καὶ μόνο διότι ἐφοβήθη τὸ ροχαλητὸ τοῦ ληστοῦ. Ὅλα ὅσα κατόρθωσε ἔως ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ φιλία τοῦ Νομάρχου, ἡ ἀγάπη τῆς κόρης του, ἡ ἐλπὶς νὰ παραδώσει τὸ ληστὴ, κατεστρέφοντο διὰ παντός! Καὶ ἡ ζωὴ του ἔμελλε νὰ πάγει τώρα δωρεάν.

«Νὰ τὸ τέλος τοῦ δειλοῦ ἀνθρώπου!» εἶπε μέσα του... Καὶ ἐθύμωσε μὲ τὸν ἑαυτό του...

Ἐκεῖ ἐσήκωσε πάλι ἡ ἀρκουδα ἕν' ἀπίδι καὶ τὸ ἐκράτει ἐμπρὸς εἰς τὴ μύτη του. Ὁ Τρομάρας, θυμωμένος καθὼς ἦταν τώρα, ἔχασε τὴν ὑπομονή του καὶ ἐφώναξε ὅσο δυνατὰ ἠμποροῦσε:

- Δὲν θέλω ντὲ, σοῦ λέγω!....

Ἡ ἀρκούδα, ποὺ δὲν ἐφαντάζετο πὼς εἶναι κανεὶς τόσο κοντά της, ἐξαφνίσθη τόσο ἀπὸ τὴ φωνὴ ἐκείνη, ποὺ ἀπόλυσε τὸ κλωνὶ εἰς τὸ ὁποῖο ἐκρατιέτο, ἔχασε τὴν ἰσορροπία καὶ μὲ ἕνα βρυχηθμὸ ἔπεσε χαμαὶ ἐπάνω εἰς τὸ βράχο καὶ ἐσκοτώθη!

Ὅλος αὐτὸς ὁ θόρυβος ἐξύπνησε τὸ ληστὴ καὶ τὸν ἔκαμε νὰ ἔβγει ἀπὸ τὸ σπήλαιο. Εἰς τὸ μεταξὺ κατέβη καὶ ὁ Τρομάρας ἀπὸ τὸ δένδρο, ἀλλὰ ἔτρεμεν άκόμη ὡσὰν τὸ φύλλο ἀπὸ τὴ φρίκη του.

- Τί ἔχεις σύντροφε καὶ τὶ τρέμεις τόσο πολύ; τὸν ἠρώτησε ὁ ληστὴς μὲ ἀπορία.

- Ὤ! ἄφησέ με!..., εἶπε ὁ Τρομάρας ὀλίγο ἐμπερδευμένος, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ φόβο μου, εἶναι ἀπὸ τὸ θυμό μου!

- Πῶς! εἶπεν ὁ ληστὴς, μήπως καὶ σὲ θύμωσε ἐγὼ πάλι; Εἶμαι δυστυχὴς ἄνθρωπος, τὸ γνωρίζω. Ἔχω τὸ κακὸ σύστημα νὰ ροχαλίζω καὶ πολὺ φοβοῦμαι θὰ σοῦ ἐχάλασα τὴν ἡσυχία!

«Τί ἀνόητος ἄνθρωπος ποὺ εἶναι αὐτὸς!» ἐσκέφθη μέσα του ὁ Τρομάρας. «Ἄς τοῦ κόψω κανένα μεγάλο ψεῦμα, διὰ νὰ ἰδῶ ἂν θὰ τὸ ἐννοήσει. Καὶ μὲ μία ὑπερήφανη στάση

- Ὄχι, τοῦ εἶπε, δὲν μὲ θύμωσες ἐσὺ τόσο, ὅσο κάποιος ἄλλος!... Τόσων χρόνων ἔγινα, ποτὲ ἀκόμη ἀρκούδα δὲν ἐτόλμησε νὰ παρουσιασθεῖ ἐμπρός μου. Καὶ ἀπόψε ἐκεῖ ποὺ ἐκοιμόσουν καὶ ἐροχάλιζες, τὸ ὁποῖο πστεύω πὼς δὲν θὰ ξανακάμεις, σοῦ βλέπω τὴν κυρὰ ποὺ ἐμβῆκε εἰς τὸ σπήλαιο καὶ ἐτοιμάζετο νὰ σὲ φάγει ἔτσι ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια μου.

- Χριστὸς καὶ Παναγιά! ἐφώναξε ὁ ληστὴς καὶ ἐκιτρίνισε ἀπὸ τὸ φόβο του. Καὶ πῶς ἔγινε, στὸ Θεό σου; Καὶ τώρα ἔφυγε; Τὴν ἔδιωξες;

- Ἔννοια σου! ἐξηκολούθησε ὁ Τρομάρας, μὴ φοβᾶσαι πλέον καὶ σοῦ τὴν ἔχω διορθωμένη.

Καὶ λέγοντας αὐτὰ ἐπῆρε τὸ ληστὴ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔφερε πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἔπεσε ἡ ἀρκούδα ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ τοῦ ἔδειξε τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο θηρίο αἱματόφυρτο καὶ σκοτωμένο. Ὁ ληστὴς τὰ ἔχασε ἀπὸ τὴν ἔκπληξή του.

- Βρὲ ἀδερφέ!..., τοῦ εἶπε ὕστερα ἀπὸ πολὺ θαυμασμὸ, πῶς κατόρθωσες νὰ σκοτώσεις μία τόσο τρομερὰ ἀρκούδα! Ἐσὺ εἶσαι μοναδικὸς ἄνθρωπος! Εἶσαι Σαμψών! Εἶσαι Ἡρακλῆς! Πῶς τὴν ἐσκότωσες, στὸ Θεό σου!

- Χά! ἀπήντησε τότε ὁ Τρομάρας μὲ προσποιημένη περιφρόνηση. Γιὰ τέτοιες μικροδουλειὲς οὔτε πολλὴ τέχνη, οὔτε πολὺς κόπος χρειάζεται. Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ. Καθὼς τὴν εἶδα καὶ ἐμβῆκε εἰς τὸ σπήλαιο, ἐκαμώθηκα πὼς κοιμοῦμαι καὶ τὴν ἄφηκα νὰ προχωρήσει, νομίζοντας πὼς θὰ πέσει εἰς τὰ χέρια μου εὐκολότερα. Ἀλλ' ἐπειδὴ ἐσὺ ἐροχάλιζες, τὸ ὁποῖο πιστεύω, δὲν θὰ ξανακάμεις πλέον, ἦλθε ἴσα-ἴσα κατ' ἐπάνω σου. Ἐγὼ τὴν ἄφηκα νὰ πλησιάσει. Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἄνοιξε τὸ στόμα της νὰ χάψει τὸ κεφάλι σου, τὴν ἄρπαξα ἀπὸ τὴν οὐρὰ, τὴν ἐφορτώθηκα εἱς τὴ ράχη μου, τὴν ἀνέβασα ἐπάνω εἰς αὐτὸ τὸ δένδρο καὶ ἔτσι ἀπὸ τ' ἀψηλὰ τὴν ἐβρόντησα ἐπάνω εἰς τὸν κοπτερὸ τὸ βράχο. Καθὼς βλέπεις, τὸ πράγμα δὲν ἦτο δύσκολο!

Ὁ ληστὴς ἀπέμεινε ξερὸς ἀπὸ τὸ θαυμασμό του καὶ ἤρχισε νὰ φιλᾶ τὰ χέρια τοῦ Τρομαα, διότι καθὼς ἐνόμιζε, τὸν ἐγλύτωσε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς ἀρκούδας.

Ὅταν ἐξαναεμβήκαν εἰς τὸ σπήλαιο ὁ ληστὴς ἀπὸ τὸ φόβο του ἐκύλησε μία τόσο μεγάλη πέτρα ἐμπρὸς εἰς τὴν εἴσοδο, ὁποὺ ἦτο τῶν ἀδυνάτων ἀδύνατο νὰ τὴν παραμερίσει πλέον ὁ φτωχὸς ὁ Τρομάρας καὶ νὰ δοκιμάσει νὰ ξαναφύγει. Ἐν τούτοις σημειώσατε ὅτι καὶ ὅλως διόλου ἀνοικτὴ ἐὰν ἔμενε ἡ εἴσοδος, πάλιν δὲν θὰ τοῦ ἤρχετο είς τὸ νοῦ τοιοῦτον πρᾶγμα. Ὄχι διότι ὁ ληστὴς δὲν ἐροχάλιζε πλέον. Ἀπεναντίας, ὕστερον ἀπὸ τὴ νευρική του διατάραξη, ὁ ληστὴς, σωματώδης καθὼς ἦτον, ἤρχισε νὰ ροχαλίζει ἑπτὰ φορὲς περισσότερο παρὰ προτοῦ. Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ τὸν κίνδυνο ποὺ ἔπαθε ὁ Τρομάρας, τὸ ροχαλητὸ τοῦ ἐφαίνετο μόνο ὡς νανούρισμα καὶ ἐπροτιμοῦσε νὰ τὸ ἀκούει εἰς ὅλη του τὴ ζωὴ, παρὰ νὰ ἔβγει ἔξω καὶ νὰ συναντήσει καμία δεύτερη ἀρκούδα.

Ὅταν ἔξημέρωσε καὶ ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιο, ὁ Τρομάρας ἦτο φοβερὸ πεινασμένος. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ παρέκει εἶδε μίαν ἀκρανιὰ, φορτωμένη ὥριμα ἀκράνια ἔτρεξε καὶ ἐπροσπαθοῦσε νὰ τὴν φθάσει. Ὁ ληστὴς ποὺ τὸν εἶδε, διὰ νὰ δείξει τὴν εὐγνωμοσύνη του.

- Μὴ λαμβάνεις τὸν κόπο, σύντροφε, τοῦ εἶπε, δική μου δουλειά εἶναι νὰ σὲ ὑπηρετῶ εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα.

Καὶ ἀψηλὸς καὶ δυνατὸς καθὼς ἦτον, ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ ἐλύγισε καὶ ἐχαμήλωσε τὸ δυνατότερο κλωνὶ τῆς ἀκρανιᾶς καὶ τὸ ἐκρατοῦσε διὰ νὰ τρώγει ὁ Τρομάρας.

Καθὼς σᾶς εἶπα, ὁ Τρομάρας ἐπεινοῦσε φοβερὰ καὶ εἰς ἕνα λεπτὸ ἐξέκαμε ὅλα τὰ ἀκράνια ποὺ εἶχε ἐμπρός του. Ὁ ληστὴς λοιπὸν, καθὼς εἶδε τι καὶ ὁ Τρομάρας ἐκρατοῦσε τὸ ἴδιο τὸ κλωνὶ, ἐτράβηκε τὸ χέρι του καὶ άπέλυσε ἐκεῖνο τὸ κλωνὶ διὰ νὰ κατεβάσει κανένα ἄλλο.

Ποῦ νὰ ξεύρει αὐτὸς πὼς ὁ Τρομάρας ἦτο τόσο ἀδύνατος! Διότι, καθὼς ὁ ληστὴς ἐτράβηξε τὸ χέρι του, τὸ δυνατὸ ἐκεῖνο κλωνὶ ποὺ ἔμεινε ἐλεύθερο ἐτινάχθη ἀψηλὰ εἰς τὴ θέση του καὶ ἐπῆρε μαζί του καὶ τὸν Τρομάρα πρὶν προφθάσει νὰ τὸ ἀπολύσει, καὶ τὸν ἐτίναξε ὑπεράνω τῆς κορυφῆς τοῦ δένδρου πρὸς τὸ ἀντίθετο μέρος καὶ τὸν ἔριψε δεκαπέντε ὀργυιὲς μακρὰν ἀπ' ἐκεῖ ποὺ ἐστέκετο.

Ὁ πτωχὸς Τρομάρας ἔπεσε ἴσα-ἴσα μέσα είς μία βάτο. Ἀγκάθια ἀπ' ἐδῶ, ἀγκάθια ἀπ' ἐκεῖ τοῦ εἴχαν καταιματώσει τὸ σῶμα. Ἀλλ' ἐκεῖνος δὲν ἐσκέπτετο τόσο τοὺς πόνους, ὅσο ἐφοβεῖτο διὰ τὸ μασκαραλίκι ποὺ ἔπαθε.

- Ἂν μὲ ἐννοήσει πὼς τὸ ἔπαθα ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μου, εἶπε, ἄσχημα τὴν ἔχω. Καὶ πῶς νὰ τὰ ἐμβαλώσω! Ἀπελπισία μου!

Ἀλλα, ἐκεῖ ποὺ ἦτο τοιουτοτρόπως ἀπελπισμένος, αἰσθάνεται κάτι τι ποὺ σαλεύει ἀπὸ κάτω του. Βάλλει τὸ χέρι του καὶ τί νὰ ἰδεῖ!

Ἡ τύχη του τὸν ἔριψε ἴσα-ἴσα μέσα εἰς μία λαγοφωλιὰ καὶ μέσα εἰς τὴ φωλιὰ ἦτον ἕνας μεγάλος, παχουλὸς λαγός. Καὶ ἐπάνω εἰς τὸ λαγὸ ἐκάθητο ὁ Τρομάρας. Φαντασθῆτε τὴ χαρά του! Διότι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔφθασε ὁ ληστὴς καὶ ἐστάθη άπ' ἔξω ἀπὸ τὴ βάτο μὲ κάτι ἀπειλητικὰ μάτια, μὲ κάτι φοβερὸ πρόσωπο, ποὺ ἂν δὲν εἶχε κάτι τί νὰ τὸν γελάσει, χωρὶς ἄλλο θὰ ἐκαταλάμβανε τὴν ἀδυναμία του καὶ θὰ τὸν ἐσκότωνε.

- Μώρ' ἐσὺ εἶσαι ποὺ σκοτώνεις τὲς ἀρκούδες τόσο εὔκολα; Μωρὲ δὲν μοῦ λέγεις πὼς δὲν ἔχεις ἑνὸς ἀσπροῦ δύναμη καὶ μᾶς κοροϊδεύεις; εἶπεν ὁ ληστὴς μὲ φοβερὰν εἰρωνίαν.

Ὁ Τρομάρας, χωρὶς νὰ ἀποκριθεῖ διόλου, ἔπιασε τὸ λαγὸ ἀπὸ τ' αὐτιὰ, τόνε σήκωσε ἀψηλὰ, ἔτσι μέσα εἰς τὴ βάτο, καὶ

- Πάε πρῶτα τὸ κυνήγι, τοῦ εἶπε, καὶ ὕστερα τὰ λέμε.

Ὁ ληστὴς ἐδάγκασε τὰ χείλη του. Δὲν ἤξευρε πῶς νὰ ἐξηγήσει τὸ πράγμα.

- Βλέπεις, εἶπε τότε ὁ Τρομάρας, ἄλλο δύναμις καὶ ἄλλο ἐξυπνάδα. Διὰ νὰ πιάσει κανεὶς ἕνα λαγὸ δὲν χρειάζεται πολλὴ δύναμη, ἀλλὰ χρειάζεται μεγάλη ἐξυπνάδα.

Ὁ ληστὴς δὲν ἤξευρε τί ν' ἀποκριθεῖ.

- Τώρα νὰ σὲ δώσω νὰ καταλάβεις, εἶπεν ὁ Τρομάρας, Γνωρίζεις ὅτι τὰ ἀκράνια εἶναι πολὺ βλαβερὰ εἰς τὸ νηστικὸ τὸ στομάχι. Ἐνῶ λοιπὸν ἐσὺ μὲ κρατοῦσες τὸ κλωνὶ, ἐγὼ ἐσκεπτόμην πὼς τὸ κρέας εἶναι ἡ καλλιτέρα τροφὴ τοῦ κόσμου. Καὶ ἐκεῖ ποὺ τὸ ἐσκεπτόμην, βλέπω τὸ φίλο σου τὸ λαγὸ καὶ κάθεται μέσα εἰς τὸ βάτο. Πῶς νὰ κάμω νὰ τὸν πιάσω, εἶπα μέσα μου. Ἂν πάγω δεξιά θὰ μοῦ φύγ' ἀπὸ τ' ἀριστερά, ἂν πάγω ἀριστερά, θὰ μοῦ φύγ' ἀπὸ τὰ δεξιά. Ἄλλος δρόμος δὲν μοῦ ἔμεινε λοιπὸν, παρὰ νὰ πηδήξω ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ νὰ τοῦ ἔλθω οὐρανοκατέβατος. Καθὼς βλέπεις, τὸ πράγμα ἦτο κομάτι δύσκολο καὶ θὰ ἄξιζε τὸν κόπο ἂν ἦτο κανένα ζαρκάδι ἢ κανένα λάφι. Ἀλλὰ τί νὰ γίνει!... Στὴν ἀναβροχιὰ, καλὸ καὶ τὸ χαλάζι.

«Βρὲ νὰ πάρ' ἡ ὀργή!...» εἶπε ὁ ληστὴς μέσα του. «Καλὰ τὸ εἶπα ἐγὼ πὼς αὐτὸς εἶναι μοναδικὸς ἄνθρωπος!»

Καὶ ἐφοβήθηκε, διατὶ ὁμίλησε ἀπειλητικὰ πρὸς τὸν Τρομάρα καὶ ἀπεφάσισε νὰ μὴν τὸ ξανακάμει.

Ὅταν ἔφεραν τὸ λαγὸ εἰς τὸ σπήλαιο, εἶδαν πὼς ἐχρειάζοντο ξύλα, διὰ νὰ τὸν μαγειρεύσουν.

- Μοῦ κάμνεις τὴ χάρη νὰ φέρεις πεντέξη ξύλα, σύντροφε; εἶπε ὁ ληστὴς, ἐνῶ ἐτοιμάζετο νὰ ἐγδάρει τὸ λαγό.

- Μετὰ χαρᾶς, σύντροφε, εἶπε ὁ Τρομάρας.

Καὶ ἐπῆρε τὸ σχοινὶ καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ δάσος. Ἀλλὰ ἐκεῖ εἶδε ὅτι τὰ ξύλα ἦσαν χονδρὰ καὶ αὐτὸς οὔτε νὰ τὰ κόψει οὔτε νὰ τὰ σηκώσει ἠμποροῦσε.

«Τώρα τὴν ἔπαθα», εἶπε μέσα του, «εἰς τὰ σωστά. Ἂν μὲ νιώσει πὼς δὲν εἰμαι ὅ,τι νομίζει, πάγει, μὲ σκότωσε!...»

Ἀλλὰ ἐκεῖ τοῦ ἦλθε μία ἰδέα. Βάλλει λοιπὸν τὸ ἀξινάρι χαμαί, περιτριγυρίζει μὲ τὸ σχοινὶ πεντέξη μεγάλους πλατάνους καὶ ἀρχινᾶ νὰ τραβᾶ, ὡσὰ νὰ ἤθελε νὰ τοὺς ξεριζώσει. Ἔγια μόλα, ἔγια λέσα, ἐτραβοῦσε ἐκεῖ μισὴν ὥρα, ὡσποὺ ἐβγῆκε ὁ ληστὴς καὶ τὸν εὗρε.

- Τί κάμνεις ἀκόμη, σύντροφε; ἠρώτησε ὁ ληστής.

- Προσπαθῶ νὰ φέρω πεντέξη ξύλα! εἶπε ὁ Τρομάρας μὲ ἀδιαφορία καὶ ἐπροσποιήθη πὼς τραβᾶ: Ἔγια μόλα, ἔγια λέσα.

«Βρὲ νὰ πάρ' ἡ ὀργή!» εἶπεν ὁ ληστὴς μέσα του. «Καλὰ τὸ εἶπα ἐγὼ πὼς αὐτὸς εἶναι χεροδύναμος ἄνθρωπος! Εἶναι καλὸς νὰ μᾶς ξεριζώσει ὅλο τὸ δάσος!»

Καὶ ἀπὸ φόβο μήπως ἀνακαλυφθεῖ τὸ σπήλαιό του, ἐπῆρε τὸ ἀξινάρι, ἔκοψε τὰ ξύλα ποὺ ἐχρειάζετο καὶ ἔτσι ὁ Τρομάρας τὴν ἐγλύτωσε καὶ πάλι χωρὶς νὰ προδοθεῖ.

Ἀλλὰ ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ σπήλαιο, εἶδαν πὼς δὲν εἶχαν νερό.

- Μοῦ κάμνεις τὴ χάρη, σύντροφε, εἶπε ὁ ληστὴς, νὰ ἀρπάξεις μία στάλα νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι;

- Μετὰ χαρᾶς, σύντροφε, εἶπεν ὁ Τρομάρας καὶ ἐπῆγε νὰ φέρει τὸ νερό.

Ἀλλ' ὅταν ἐπῆγε εἰς τὸ πηγάδι, εἶδε ὅτι ὁ κουβὰς ἦτον μεγάλος ὡσὰν καδί καὶ τὸ πηγάδι βαθὺ σαράντα ὀργυιὲς καὶ ὁ Τρομάρας ποῦ δύναμη νὰ τραβήκει καὶ νὰ βγάλει τὸ νερό!...

«Ἔ! τώρα πιὰ ἐχάθηκα!» εἶπε μέσα του. «Τώρα πιὰ δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ γλυτώσω. Θὰ καταλάβει πὼς τὸν κοροϊδεύω καὶ θὰ μὲ σκοτώσει».

Ἀλλὰ, ἐνῶ ἐσκέπτετο αὐτὰ, βλέπει παραπέρα τὴν ἀρπάγη, δηλαδὴ τὸ ἐργαλεῖο ποὺ εἶχε ὁ ληστὴς διὰ νὰ σύρει τὸν κουνὰ ἔξω, ὁσάκις ἐκόπτετο τὸ σκοινί του καὶ ἔπεφτε εἰς τὸ πηγάδι.

Ἐκεῖ τοῦ ἦλθε μιὰ ἰδέα. Δένει τὴν ἀρπάγη εἰς τὸ σχοινὶ καὶ πλησίον εἰς τὸν κουβὰ, τὴν ρίπτει εἰς τὸ πηγάδι μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ὅταν εἶδε ὅτι ἡ ἀρπάγη ἐσκάλωσε εἰς τὸν τοῖχο τοῦ πηγαδιοῦ εἰς μία πέτρα, ἤρχισε νὰ τραβᾶ καὶ νὰ φωνάζει:

- Ἔγια μόλα, ἔγια λέσα! Ἔγια μόλα, ἔγια λέσα! Ἔτσι ἐτραβοῦσε, ὡσποὺ βγῆκε ὁ ληστὴς καὶ τὸν ηὗρε.

- Τί κάμνεις ἀκόμη, σύντροφε, ἠρώτησε ὁ ληστής;

- Προσπαθῶ νὰ βγάλω τὸ νερὸ, εἶπεν ὁ Τρομάρας. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ στάλα μοναχὰ, σοῦ τὸ φέρνω μιὰ γιὰ πάντα μαζὶ μὲ τὸ πηγάδι. Καὶ ἐπροσποιήθη πὼς τραβᾶ: Ἔγια μόλα, ἔγια λέσα!...

«Βρὲ νὰ πάρ' ἡ ὀργή», εἶπε ὁ ληστὴς μέσα του. «Καλὰ τὸ εἶπα ἐγὼ πὼς αὐτὸς δὲν χωρατεύει. Εἶναι καλὸς νὰ μοῦ ξεπατώσει τὸ πηγάδι».

Καὶ ἀπο φόβο μήπως τοιουτοτρόπως μείνει χωρὶς νερὸ, ἐπῆρε τὸ σχοινὶ, ἐξεσκάλωσε τὴν ἀρπάγη καὶ ἔσυρε μαζὶ μὲ αὐτὴ καὶ τὸν κουνὰ γεμάτο ἔξω ἀπὸ τὸ πηγάδι. Καὶ ἔτσι ὁ Τρομάρας τὴν ἐγλύτωσε καὶ πάλι χωρὶς νὰ προδοθεῖ.

Ὕστερα ἀπὸ ὅλας αὐτὰς τὰς ἐπιτυχίας ὁ Τρομάρας εἶχε λάβει τόσο πολὺ θάρρος, ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ ληστὴ, ποὺ τὸν ἔτρεμε ὅλος ὁ κόσμος, τὸν μετεχειρίζετο ὡς ὑπηρέτη του. Ὁ ληστὴς πάλι, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἰδέα ποὺ ἐσχημάτισε περὶ Τρομάρα, τὸ ἐθεωροῦσε τιμή του νὰ τὸν ὑπηρετεῖ καὶ νὰ κάμνει ὅ,τι ἐκεῖνος θέλει. Ὅταν ἔφαγαν καὶ ἔπιαν καὶ ἔκαμαν ὀλίγη διάθεση,

- Δὲν ἠξεύρεις, εἶπε ὁ ληστὴς, αὐτὸ τὸ Νομάρχη δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸν χωνεύσω. Ἀφότου διορίσθη, δὲν μὲ ἀφῆκε ἥσυχο. Κάθε ὥρα καὶ στέλλει ἀνθρώπους νὰ μὲ συλλάβουν. Τώρα λοιπὸν ποὺ εὐτύχησα νὰ ἔχω ἕνα σύντροφο, ὡσὰν τοῦ λόγου σου, μοῦ ἔρχεται ἡ ὄρεξις νὰ τὸν συλλάβω ζωντανὸ καὶ νὰ τοῦ βάλω ὀλίγη γνώση.

- Χά! εἶπε ὁ Τρομάρας μὲ προσποιημένη ἀδιαφορία, αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο εὔκολο πράγμα!

- Δὲν εἶναι τόσο εὔκολο, νομίζω, εἶπε ὁ ληστὴς, διότι ὁ Νομάρχης προφυλάγεται καὶ δὲν ἐβγαίνει εἰς τὴν ἐξοχή.

- Καλὰ λοιπόν, εἶπε ὁ Τρομάρας, τότε τὸν πιάνει κανεὶς εἰς τὸ σπίτι του.

- Ναί! εἶπε ὁ ληστὴς, ἀλλὰ δὲν ἠξεύρεις τί δυνατὸ σπίτι ὁποὺ ἔχει· κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ τρυπήσει καὶ νὰ ἔμβει.

- Πολὺ καλὰ, εἶπε ὁ Τρομάρας. Λοιπὸν τότε κανεὶς ἐμβαίνει ἀπὸ τὴ θύρα.

- Αὐτὸ δὰ εἶναι ὁλωσδιόλου άδύνατο, εἶπε ὁ ληστής. Διότι ἡ θύρα τοῦ Νομάρχου εἶναι τὸ δυνατότερο πράγμα. Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν ἀνοίξει.

- Τόσο τὸ καλλίτερο, εἶπε ὁ Τρομάρας. Τότε λοιπὸν θὰ τὴν ἀνοίξει αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Νομάρχης.

- Πῶς εἶναι δυνατό; ἐρώτησε ὁ ληστὴς ἐκπεπληγμένος.

Τότε ὁ Τρομάρας ἐγέλασε καὶ μὲ προσποιημένη σοβαρότητα

- Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, τοῦ εἶπε, βλέπω ἐκεῖ εἰς τὴ γωνιὰ δύο σιδερένια δεσμὰ διὰ τὰ χέρια.

- Τὰ ἔχω ἴσα-ἴσα διὰ τὸ Νομάρχη, εἶπε ὁ ληστής.

- Εὖγε! εἶπε ὁ Τρομάρας. Νὰ λοιπὸν, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ γίνουν ὅλ' αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖς. Ὅταν πάρει νὰ βραδιάζει, καταβαίνουμε οἱ δύο μας εἰς τὴ χώρα, χωρὶς ὅπλα, χωρὶς τίποτε. Ἐκεῖ σοῦ φορῶ τὰ σίδερα εἰς τὰ χέρια, καὶ μιὰ καὶ δυὸ πηγαίνουμε εἰς τοῦ Νομάρχου τὸ σπίτι. Ἐννοεῖται, ἐγὼ θὰ εἰπῶ πὼς σ' ἔχω συλλάβει καὶ σὲ πηγαίνω εἰς τὸ Νομάρχη. Ὅταν ὁ Νομάρχης ἀκούσει πὼς κάποιος τοῦ φέρνει τὸν ἐχθρό του τὸ ληστὴ χειροδέσμιο, δὲν καταλαμβάνεις πὼς θὰ τρέξει ν' ἀνοίξει τὴ θύρα αὐτὸς ὁ ἴδιος;

- Βέβαια, εἶπεν ὁ ληστὴς, αὐτὸ εἶναι φυσικό.

- Καλὰ λοιπόν! εἶπε τότε ὁ Τρομας μὲ τρόπο, ποὺ νὰ ἐμπνεύσει ὅσο τὸ δυνατὸ περισσοτέραν ἐμπιστοσύνην. Τὴ στιγμὴ, ὁποὺ θ' ἀνοίξει τὴ θύρα ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ τὸν ἀρπάξω ἀπὸ τὸ λαιμὸ, νὰ τοῦ φορέσω τὰ σίδερά σου, νὰ τὸν φορτωθῶ εἰς τὴ ράχη μου, νὰ τὸν φέρω εἰς τὸ σπήλαιο. Ἠμπορῶ ἢ δὲν ἠμπορῶ;

- Βέβαια, εἶπε ὁ ληστής. Ἐσὺ ἐσήκωσες μιὰ ζωντανὴ ἀρκούδα καὶ τὴν ἀνέβασες ἐπάνω εἰς τὸ δένδρο, πῶς νὰ μὴ σηκώσεις τὸ Νομάρχη, βεβαιότατα ἠμπορεῖς.

- Πολὺ καλά! εἶπεν ὁ Τρομας, ἐὰν ἠμπορῶ, θὰ τὸ κάμω.

- Καὶ ἂν πυροβολήσουν καὶ σὲ σκοτώσουν; ἠρώτησε τότε ὁ ληστής.

- Ἀνόητος ποὺ εἶσαι! εἶπε ὁ Τρομας. Ὅταν ἐγὼ σηκώνω τὸ Νομάρχη, ποιὸς θὰ πυροβολήσει; Δὲν ἐννοεῖς πὼς θὰ φοβηθοῦν νὰ τὸ κάμουν, διὰ νὰ μὴ σκοτώσουν καὶ τὸ Νομάρχη μαζὶ μ' ἐμέ;

- Ἀλήθεια, εἶπεν ὁ ληστὴς, αὐτὸ δὲν τὸ ἐσκέφθηκα. Τί εὐτυχία νὰ ἔχει κανένας τέτοιο σύντροφο!

- Φθάνει μόνο νὰ κάμεις ὅ,τι σοῦ εἶπα καὶ νὰ μὴ φοβεῖσαι, εἶπεν ὁ Τρομάρας.

- Ἄ μπά! εἶπε ὁ ληστὴς, ἐγὼ νὰ φοβοῦμαι; Φέρ' ἐδὼ τὰ σίδερα!

Τοιουτοτρόπως ὁ Τρομάρας ἐκλείδωσε τοῦ ληστοῦ τὰ χέρια εἰς τὰ σίδερα καὶ τὸν ἔφερε εἰς τοῦ Νομάρχου τὸ σπίτι, ὅταν ἐπῆρε νὰ νυκτώνει. Φαντασθῆτε τὴ χαρὰ τοῦ Νομάρχου ὅταν τὸν εἶδε! Ἔτρεξε μὲ τὲς παντούφλες καὶ ἄνοιξε τὴ θύρα καὶ τοὺς ἔμπασε μέσα, καὶ ἔκραξε τοὺς ὑπηρέτας καὶ τὰς ὑπηρετρίας νὰ ἔλθουν εἰς βοήθεια.

Ἐννοεῖται πὼς ὁ ληστὴς ἐπερίμενε τὸν Τρομάρα νὰ τοῦ ξεκλειδώσει τὰ χέρια καὶ νὰ φορτωθεῖ τὸ Νομάρχη, νὰ τὸν πάρει εἰς τὸ σπήλαιό του. Ὅταν ὅμως εἶδε πὼς τὸ πράγμα ἐβράδυνε,

- Σύντροφε! εἶπε εἰς τὸν Τρομάρα, καιρός! Τί στέκεις! Δὲν τὸν φορτώνεσαι νὰ τὸν πᾶμε; Ἔτσι δὲν μοῦ ὑπεσχέθης;

- Ἄ! εἶπε ὁ Τρομάρας τότε, ἄκου νὰ σοῦ πῶ. Ἐγὼ σοῦ ὑπεσχέθην πὼς θὰ τὸν φορτωθῶ, νὰ τὸν πάγω εἰς τὸ σπήλαιό σου ἐὰν ἠμπορῶ. Ἀλλὰ πῶς θέλεις νὰ σηκώσω ἕνα τέτοιο θεοστρόγγυλο Νομάρχη ἐγὼ, ποὺ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ βγάλω ἕναν κουβὰ νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι;

- Πῶς! εἶπε τότε ὁ ληστὴς παροργισμένος. Καὶ λοιπὸν ὅλες ἐκεῖνες αἱ ἀνδρεῖες ποὺ μοῦ ἔδειχνες τί ἦσαν;

- Δὲν ἦταν ἀνδρεῖες, εἶπε τότε χαμογελώντας ὁ Τρομάρας, ἦσαν ἐξυπνάδες.

Καὶ ἔτσι ἔσυραν τὸ ληστὴ καὶ τὸν ἐφυλάκισαν.

Ὅλος ὁ κόσμος ἐξαφνίσθη ὅταν τὸ ἔμαθε, καὶ ὅλος ὁ κόσμος ἐλησμόνησε τὴ δειλία καὶ τὴν ἀδυναμία τοῦ Τρομάρα καὶ τὸν ἐλογάριαζε διὰ τὸ μεγαλείτερο ἥρωα τοῦ κόσμου.

Τοῦ Νομάρχου ἡ κόρη ἐπῆγε νὰ χάσει τὸ νοῦ της ἀπὸ τὴν εὐτυχία καὶ τὴ χαρά της, καὶ ὁ Νομάρχης ἤθελε καὶ καλὰ νὰ τοὺς στεφανώσει.

Τότε ὁ Τρομάρας τὸν ἐπῆρε κατὰ μέρος καὶ τοῦ ἐξομολογήθη ὅτι ναὶ μὲν δὲν εἶναι τόσο δειλὸς καὶ ἄτολμος καθὼς πρωτύτερα, ἀλλ' ὅτι τὸ ληστὴ δὲν τὸν ἐνίκησε μὲ τὴ δύναμη, ἀλλὰ μὲ τὸ πνεῦμα του.

- Τόσο τὸ καλλίτερο, εἶπε ὁ Νομάρχης. Θὰ σὲ κάμω γαμβρό μου, ἐτελεῖωσε. Ὁ ξυπνὸς νικᾶ τὸ χεροδύναμο.

Ἔτσι ἔγινε ὁ γάμος καὶ ἐτελείωσε ἡ ἱστορία.