Ο Πόρφυρας
Ὁ Πόρφυρας Συγγραφέας: |
1849 |
Ἡ Κόλαση πάντ’ ἄγρυπνη σοῦ στήθηκε τριγύρου·
Ἀλλὰ δὲν ἔχει δύναμη πάρεξ μακρυά, καὶ πέρα
Μακρυὰ πὸ τὴν Παράδεισο, καὶ σὺ ’ς ἐσὲ χεις μέρος
Μέσα ’ς τὰ στήθια σου τ’ ἀκούς, Καλέ, νὰ λαχταρίζῃ;
Κυττᾷς τοῦ ῥόδου τὴ λαμπρὴ πρώτη χαρά τοῦ ἥλιου,
Ναὶ πρώτη, ἀλλ’ ὅμως δεύτερη ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου!
«Χιλιάδες ἄστρα ’ς τὸ λουτρὸ μ’ ἐμέ νὰ στείλ’ ἡ νύχτα!»
«Γελᾷς καὶ σὺ ’ς τὰ λούλουδα, χάσμα τοῦ βράχου μαῦρο»
«Κοντά ναι τό χρυσόφτερο, καὶ κατὰ δῶ γυρμένο,
Π’ ἄφησε ξάφνου τὸ κλαδὶ γιὰ τοῦ γιαλοῦ τὴν πέτρα,
Καὶ κεῖ γροικᾷ τῆς θάλασσας καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ κάλλη,
Καὶ κεῖ τραυᾷ τὸν ἦχο του μ’ ὅλα τὰ μάγια πὤχει
Γλυκά δεσε τὴ θάλασσα καὶ τὴν ἐρμιά τοῦ βράχου,
Καὶ τ’ ἄστρο κράζει πάρωρα, καὶ πρέπει νὰ προβάλῃ.
Πουλί, πουλάκι, ποῦ σκορπᾶς τὸ θαῦμα τῆς φωνῆς σου,
Εὐτυχισμός ἂ δέν εἶναι τὸ θαῦμα τῆς φωνῆς σου,
Καλὸ ’ς τὴ γῆ δὲν ἄνθισε, ’ς τὸν οὐρανό, κανένα.
Ἀλλ’ ἄχ! νὰ δώσω μία πλεξιά, καὶ νά μαι κεῖ φθασμένος,
Ἀκόμα, ἀφρέ μου, νὰ βαστᾷς, καὶ νά μαι γυρισμένος,
Μὲ δύο φιλιὰ τῆς μάννας μου, μὲ φοῦχτα γῆ τῆς γῆς μου»
«Φιλῶ τὰ χέρια μ’ καὶ γλυκὰ τὸ στῆθος μ’ ἀγκαλιάζω
Ἀνοιχτὰ πάντα κι’ ἄγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου.
Ποιὰ πηγὴ τάχα σὲ γεννᾷ, χαριτωμένη βρύση;»
Φύση, χαμόγελ’ ἄστραψες κ’ ἐγίνηκες δική του·
Ἐλπίδα, τὤδεσες τὸ νοῦ μ’ ὅλα τὰ μάγια πὤχεις·
Νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλωσύνης.
Κι’ ἀλιά! μακρυά ναι τὸ σπαθί, μακρυά ναι τὸ τουφέκι!
Ἀλλ’ ὅπως ἔσχισ’ εὔκολα βάθος τρανό, κ’ ἐβγῆκε,
Κατὰ τὸ στῆθος τὸ πλατύ, καὶ τὸ ξανθό κεφάλι,
Κατὰ τὴ μεγαλόψυχη γλυκειὰ πνοὴ τῆς νιότης,
Ἔτσι κι’ ὁ νιός
Τῆς φύσης ἀπό τ’ς ὄμορφες καὶ δυναταῖς ἀγκάλαις,
Ὁποῦ τὸν ἐγλυκόσφιγγε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε,
Κ’ εὐθὺς ξυπνᾷ ’ς τ’ ἐλεύθερο γυμνὸ κορμί π’ ἀστράφτει,
Τὴν τέχνη τοῦ κολυμπιστῆ μ’ αὐτὴν τοῦ πολεμάρχου.
Πρὶν πάψ’ ἡ μεγαλόψυχη πνοὴ χαρὰ γεμίζει.
Ἄστραψε φῶς, κ’ ἐγνώρισεν ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του.
Οἱ κόσμοι γύρου ν’ ἂνοιγαν κορώναις νά τοῦ ῥήξουν,
Ὄμορφε ξένε καὶ καλὲ καὶ ’ς τὸν ἀνθὸ τῆς νιότης,
Ἄμε καὶ δέξου ’ς τὸ γιαλό τοῦ δυνατοῦ τὴν κλάψα