Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο Πατριώτης

Από Βικιθήκη
Ο Πατριώτης
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Περικλής Κωνσταντινίδης, Λεωνίδας Ηρακλειώτης


Απευθύνεται στους εκλέκτορες της Μεγάλης Βρετανίας. 1774


Κραυγάζουν για ελευθερία όταν βρίσκονται σε ευφορική διάθεση
κι όμως επαναστατούν όταν η αλήθεια τους λύνει τα δεσμά
Αυθαιρεσία εννοούν, όταν κραυγάζουν για ελευθερία
Γιατί όποιος την αγαπά πρέπει πρώτα να είναι σοφός και αγαθός
-- Μίλτων

Η τέχνη της ζωής είναι να δράττουμε τη χρυσή ευκαιρία όταν παρουσιάζεται και να αποκτούμε τα αγαθά που μας προσφέρονται απλόχερα.

Πολλές ανάγκες μένουν ανικανοποίητες, που θα μπορούσαν κάποτε να ικανοποιηθούν και πολύς χρόνος σπαταλιέται μετανιώνοντας για το χρόνο που πέρασε ανεκμετάλλευτος.

Το τέλος κάθε επταετίας σημαίνει τον ερχομό του καρνάβαλου, όταν οι πολίτες της Μεγάλης Βρετανίας ικανοποιούν εαυτούς με την εκλογή νέων αντιπροσώπων. Αυτή η ωραία μέρα έφτασε και πάλι, αν και λίγο νωρίτερα από όσο νομίζαμε.

Η επιλογή και η εξουσιοδότηση αυτών που θα νομοθετήσουν και θα ορίσουν τους φόρους αποτελεί μεγάλη τιμή και σημαντικό διαπίστευμα και επαφίεται στον κάθε ψηφοφόρο να αναλογισθεί το πως θα το ασκήσει με υπευθυνότητα.

Θα πρέπει να εμπεδώσουμε στο νου του καθενός που θέλει να έχει λόγο στον εθνικό διάλογο πως σε κανέναν άντρα δεν αξίζει θέση στο κοινοβούλιο, αν δεν είναι πατριώτης. Κανένας άλλος δε θα προστατέψει τα δικαιώματά μας: κανένας άλλος δεν αξίζει της εμπιστοσύνης μας. Πατριώτης είναι αυτός του οποίου η δημόσια συμπεριφορά καθορίζεται από ένα μόνο κίνητρο, την αγάπη για την πατρίδα του· που ως αντιπρόσωπος του κοινοβουλίου δεν έχει φόβο ή προσωπική επιδίωξη, ούτε ευγένεια ή απαξίωση, αλλά ανάγει τα πάντα στο κοινό συμφέρον. Είναι δυνατόν, στην παρακμή που ζούμε, να βρεθεί ανάμεσα στους 500 βουλευτές μια πλειοψηφία που θα έχει αυτές τις αρετές και θα ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο; Κι όμως, η απόγνωση δεν ωφελεί: η επαγρύπνηση και η ενεργητικότητα συχνά έχουν αποτελέσματα πέρα του αναμενόμενου. Ας εξετάσουμε έναν τυχαίο Πατριώτη, και για να μην εξαπατηθούμε από ψεύτικες εντυπώσεις, ας διακρίνουμε τα σημάδια εκείνα που είναι αληθή από εκείνα που έχουν σα στόχο να εξαπατήσουν, αφού ένας άνθρωπος μπορεί να έχει την εμφάνιση του Πατριώτη, χωρίς να διαθέτει τα απαιτούμενα χαρίσματα, όπως τα κάλπικα νομίσματα συχνά γυαλίζουν, αν και είναι ελλιποβαρή.

Πολλοί διεκδικούν μια θέση στις τάξεις των Πατριωτών με βάση την οργισμένη και ασίγαστη αντίθεση τους με την βασιλική αυλή.

Αυτό το σημάδι δεν είναι διόλου αλάνθαστο. Ο Πατριωτισμός δεν εμπεριέχεται κατ’ ανάγκη στην εξέγερση. Ένας άνθρωπος μπορεί να μισεί τον βασιλέα του αλλά να αγαπάει την πατρίδα του. Κάποιος που έχει αντιμετωπίσει την άρνηση σε λογικό, ή παράλογο αίτημα του, που θεωρεί ότι οι ικανότητες του δεν αναγνωρίζονται, και βλέπει την επιρροή του να φθίνει, αρχίζει σύντομα να φλυαρεί περί της “φυσικής ισότητας”, του “αρχικού συμβολαίου”, των θεμελίων της εξουσίας, και της μεγαλοπρέπειας του λαού. Όσο περισσότερο επιτείνεται η πολιτική απομόνωση του, τόσο επικαλείται και, πιθανόν, έχει ονειρώξεις σχετικά με την επέκταση των δικαιωμάτων και τους κινδύνους της αυθαίρετης εξουσίας. Όμως, σκοπός του, παρ’ όλες τις διακυρήξεις του, δεν είναι να ωφελήσει την πατρίδα του, αλλά να ικανοποιήσει την κακοήθεια του.

Παρ’ όλα αυτά, αυτοί είναι οι πλέον ειλικρινείς αντίπαλοι της κυβέρνησης. Ο πατριωτισμός τους είναι ένδειξη κάποιας ασθένειας και πιστεύουν μέρος όσων πρεσβεύουν. Όμως, οι περισσότεροι, οι πολλοί περισσότεροι από όσους κραυγάζουν και ασχημονούν, και διαμαρτύρονται και κατηγορούν, ούτε ενδιαφέρονται αλλά ούτε και ανησυχούν για τον λαό. Απλώς ελπίζουν να αποκτήσουν πλούτη χωρίς την αξία τους μέσω συκοφαντιών και ύβρεων, ενώ ασχημονούν και φανατίζονται με την ελπίδα ότι θα δωροδοκηθούν για να σιωπήσουν.

Μερικές φορές ένας άνθρωπος ξεκινάει ως πατριώτης, μόνο σπέρνοντας δυσαρέσκεια, και διαδίδοντας φήμες περί ξένης επιρροής, επκίνδυνων συμβούλων, παραβιασμένων δικαιωμάτων, και προσεγγίζοντας τον σφετερισμό της εξουσίας.

Αυτές οι πρακτικές δεν αποτελούν βέβαιη ένδειξη πατριωτισμού. Η εξώθηση του λαού σε απρόκλητη μανία ισοδυναμεί με προσωρινή ή μόνιμη λαϊκή δυστυχία. Δεν αγαπά την πατρίδα του αυτός που διαταράσσει αναίτια την κοινωνική ειρήνη. Λίγες αστοχίες και λίγα λάθη μιάς κυβέρνησης μπορούν να δικαιολογήσουν την επιβολή του όχλου, ο οποίος δεν μπορεί να κρίνει ό,τι δεν καταλαβαίνει και του οποίου οι γνώμες δεν διαμορφώνονται βάσει της λογικής αλλά εξαπλώνονται σα μολυσματικός ιός.

Η ζημιά που προκαλεί αυτού του είδους ο πατριωτισμός γίνεται ιδιαίτερως προφανής όταν η αναταραχή συνεχίζεται και μετά την επίλυση της αδικίας. Αυτοί που συνεχίζουν να απασχολούν τα ώτα μας με τον κο Γουίλκς[1] και τους ψηφοφόρους του Μίντλσεξ, ωρύονται για ένα θέμα που έχει πιά εκλείψει. Ο κος Γουίλκς μπορεί τώρα να εκλεγεί, εάν τον ψηφίσει κανείς, και το ότι είχε αποκλεισθεί στο παρελθόν δεν προκαλεί σε έντιμους και λογικούς ανθρώπους το αίσθημα ότι απειλούνται.

Αμφισβητώ το κατά πόσον το όνομα ενός πατριώτη πρέπει να χρησιμοποιείται σαν αντικείμενο ανώνυμης σάτιρας ή απευθείας επίθεσης. Το να γεμίζουν οι σελίδες των εφημερίδων με πονηρές υπόνοιες δισφθοράς και συνομωσιών για να πουλήσουν φύλλα οι εφημερίδες Μίντλσεξ Τζέρναλ και Λόντον Πακέτ μπορεί να είναι υπερβάλλων ζήλος αλλά μπορεί και να φανερώνει συμφεροντολογία και κακοήθεια. Το να προωθείται ένα αίτημα που δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί, να προσβάλλεται ο βασιλεύς με αγενή αναφορά, μόνο και μόνο επειδή δεν υφίσταται ποινή για δικαστική ασέβεια δεν φανερώνουν θάρρος, αφού δεν εμπεριέχουν ρίσκο, αλλά ούτε και πατριωτισμό, γιατί υποβοηθούν την διασάλευση της τάξης και απελευθερώνουν στη χώρα δυνάμεις αναταραχής, αφού υπονομεύουν τον σεβασμό που οφείλεται στην βασιλική αυθεντία. Η διαρκής επαγρύπνηση και περιφρούρηση σποτελούν χαρακτηριστικά του πατριωτισμού, με στόχο να ελέγχονται όλες οι ραδιουργίες και να προβλέπονται οι δημόσιοι κίνδυνοι πολύ πριν εκδηλωθούν. Όποιος αληθινά αγαπάει την πατρίδα του δε διστάζει να μοιραστεί τους φόβους του και να ηχήσει το συναγερμό όποτε αισθάνεται ότι επίκειται κίνδυνος. Όμως, δεν ηχεί τον συναγερμό όταν δεν υπάρχει κίνδυνος και δεν τρομοκρατεί τους συμπατριώτες του πριν να έχει τρομοκρατηθεί ο ίδιος. Μπορούμε, λοιπόν, να αμφισβητήσουμε διπλά τον πατριωτισμό όποιου διακηρύσεει ότι ενοχλείται από απίθανα πράγματα ή ότι η τελευταία ειρήνη επιτεύχθηκε αφού πρώτα δωροδοκήθηκε ο Πρίγκηπας της Ουαλίας ή ότι ο βασιλιάς προσπαθεί να αποκτήσει αυθαίρετες εξουσίες και ότι, αφού οι Γάλλοι, στις νέες κατακτήσεις τους, εφαρμόζουν το δικό τους αστικό και ποινικό δίκαιο, η βασιλική αυλή σχεδιάζει την κατάργηση των ένορκων δικαστηρίων στην Αγγλία.

Ο πραγματικός πατριώτης ακόμη λιγότερο διαδίδει απόψεις που γνωρίζει ότι είναι ψευδείς. Κανένας άνθρωπος που αγαπάει τη χώρα του δεν γεμίζει τον αέρα με φλύαρες καταγγελίες ότι η προτεσταντική θρησκεία απειλείται γιατί “ο παπισμός έχει εδραιωθεί στην γιγαντιαία επαρχία του Κεμπέκ”, ένα ψέμα τόσο καθαρό και ξεδιάντροπο που δεν μπορεί να χρειάζεται διάψευση ανάμεσα σε όλους όσους γνωρίζουν αυτό που είναι αδύνατο να μην γνωρίζει ακόμη και ο πιό αστοιχείωτος φανατικός:

Ότι το Κεμπέκ είναι στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, σε πολύ μεγάλη απόσταση για να έχει οποιαδήποτε δυσμενή επίδραση στα Ευρωπαϊκά πράγματα.

Ότι οι κάτοικοι του, όντας Γάλλοι, ήταν πάντα καθολικοί και, σίγουρα, πιό επικίνδυνοι ως εχθροί παρά ως υπήκοοι.

Ότι αν και η επαρχία είναι γιγαντιαία, ο πληθυσμός της είναι μικρός και κατά πάσα πιθανότητα μικρότερος από τον πληθυσμό των μεγαλύτερων κομητειών της Αγγλίας.

Ότι η καταπίεση δεν αρμόζει περισσότερο σε έναν προτεστάντη από ό,τι σε ένα καθολικό και ότι, παρ΄όλο που κατηγορούμε τον Λουδοβίκο 14ο για τους δραγώνους του και τις γαλέρες του, θα πρέπει να ασκούμε την εξουσία με περισσότερη προσοχή όταν την αποκτούμε.

Ότι όταν κατακτήθηκε ο Καναδάς και οι κάτοικοι του, προβλέφθηκε η θρησκευτική ελευθερία, κάτι που επανέλαβε και στην γειτονιά μας ο βασιλιάς Γουιλιέλμος, που δεν ήταν καθολικός, στην παράδοση του Λίμερικ (σ.μ. στην Ιρλανδία).

Ότι σε μια εποχή, που όλοι μιλάνε για ελευθερία συνείδησης, αποτελεί συνέπεια να επιδεικνύεται κάποιος σεβασμός στην συνείδηση των καθολικών, οι οποίοι μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αισθάνονται ασφαλέστεροι στην δική του θρησκεία, όπως και οι άλλοι άνθρωποι. Και ότι, τουλάχιστον αυτοί που απολαμβάνουν θρησκευτικής ανοχής, δεν θα έπρεπε να την αρνούνται στους νέους μας υπηκόους.

Εάν η ελευθερία συνείδησης αποτελεί φυσικό δικαίωμα, δεν έχουμε την εξουσία να την περιορίζουμε. Εάν αποτελεί πολυτέλεια, μπορεί να παραχωρείται στους καθολικούς ενώ δεν αφαιρείται από άλλες αιρέσεις.

Ο πατριώτης, κατ’ ανάγκην και πάντοτε, αγαπά τον λαό. Αλλά, ακόμη και αυτό το χαρακτηριστικό μπορεί καμμιά φορά να είναι απατηλό.

Ο λαός είναι μια ετερόκλητη και μπερδεμένη μάζα πλουσίων και φτωχών, καλών και κακών. Πριν αποδώσουμε τον τίτλο του πατριώτη σε κάποιον που κανακεύει τον λαό, πρέπει να εξετάσουμε σε ποιά ομάδα του λαού κατευθύνει την προσοχή του. Λέγεται ότι όποιος κρύβει τον χαρακτήρα του, καθρεφτίζεται στον χαρακτήρα των συνοδοιπόρων του. Εάν ο υποψήφιος για τον τίτλο του πατριώτη προσπαθεί να εμπνεύσει αγαθές ιδέες στην ανώτερη τάξη και, μέσω της επιρροής αυτής, να ελέγξει την κατώτερη, εάν συναναστρέφεται κυρίως τους ευφυείς, τους μετριοπαθείς, τους φυσιολογικούς και τους χαρισματικούς, η αγάπη του για τον λαό πρέπει να είναι ορθολογική και ειλικρινής. Αλλά, εάν η πρώτη και κύρια απασχόληση του είναι οι άποροι, που είναι πάντα ευέξαπτοι, οι αδύναμοι, που είναι εκ φύσεως καχύποπτοι, οι αγράμματοι, που χειραγωγούνται εύκολα, και οι σπάταλοι, που δεν ελπίζουν σε τίποτε εκτός της κακοήθειας και της σύγχυσης, δε μπορεί να καυχιέται ότι διακατέχεται από αγάπη για τον λαό. Κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί πατριώτης επειδή έψησε ένα βόδι ή έκαψε μια μπότα ή αμφισβήτησε τη Μοναρχία ή παίρνει μέρος σε λαϊκές διασκεδάσεις. Μεταξύ των μέθυσων μπορεί να ξεχωρίζει και ανάμεσα σε νηφάλιους τεχνίτες να θεωρείται ευφράδης κύριος, αλλά πρέπει να διαθέτει κι άλλα χαρακτηριστικά πριν θεωρηθεί πατριώτης.

Ο πατριώτης είναι πάντα έτοιμος να ανεχθεί τα δίκαια αιτήματα και να εμψυχώσει τις εύλογες ελπίδες του λαού, να του υπενθυμίζει, συχνά, τα δικαιώματά του, και να τον διεγείρει να δυσανασχετεί για τις καταπατήσεις τους, και να πολλαπλασιάζει τις κατακτήσεις του.

Αλλά όλα αυτά μπορεί να γίνουν φαινομενικά, χωρίς πραγματικό πατριωτισμό. Όποιος δημιουργεί φρούδες ελπίδες για να εξυπηρετήσει ένα πρόσκαιρο σκοπό, προκαλεί απλώς την απογοήτευση και τη δυσαρέσκεια. Όποιος υπόσχεται να προσπαθήσει, ενώ ξέρει ότι οι προσπάθειές του δεν μπορεί να ευοδωθούν, έχει σκοπό μόνο να παραπλανήσει τους οπαδούς του με μια κενή απαίτηση αναποτελεσματικού ζήλου.

Ένας αληθινός πατριώτης δεν δίνει πλούσιες υποσχέσεις: δεσμεύεται να μη διακόπτει τη θητεία τού κοινοβουλίου, να καταργήσει νόμους, ή να αλλάξει τον τρόπο της εκπροσώπησης, που μας παραδόθηκε από τους προγόνους μας, ξέρει ότι δεν μπορεί να επηρεάσει το μέλλον, και ότι δεν είναι όλες οι συγκυρίες εξίσου ευνοϊκές για τη θεσμοθέτηση αλλαγών.

Ακόμη, δε μοιράζει ασαφείς υποσχέσεις να υπακούει εις το διηνεκές τις εντολές των ψηφοφόρων του. Γνωρίζει τα μειονεκτήματα του κομματισμού και την ευμεταβλητότητα της κοινής γνώμης. Κατ’ αρχήν, εξετάζει τις θέσεις των εκλογέων του. Η λαϊκή εντολή προέρχεται, συνήθως, όχι από τους σκεπτόμενους και σταθερούς πολίτες, αλλά από τους οργισμένους και επιπόλαιους. Οι λαϊκές συνελεύσεις με σκοπό την έκφραση της θέλησης των εκλογέων προσελκύουν σχεδόν πάντα τους άεργους και μικρόψυχους, και, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, η μειοψηφία των εκλογέων συχνά έχει πιό σοφή στάση για τα πράγματα.

Ο πατριώτης θεωρεί ότι έχει αναλάβει να προωθεί τη δημόσια ευημερία και να προστατεύει τους εκλογείς του, όπως και τους υπόλοιπους συμπολίτες του, όχι μόνο από εξωτερικούς εχθρούς αλλά και από τους ίδιους τους εαυτούς τους.

Αφού εξετάσαμε τα πιό συνήθη χαρακτηριστικά του πατριωτισμού και συζητήσαμε τους λόγους για τους οποίους μπορεί αυτός να αποτελέσει αντικείμενο παραχάραξης ή κατάχρησης, είναι πρέπον να εξετάσουμε εάν υπάρχουν τρόποι ομιλίας ή συμπεριφορές που αποδεικνύουν ότι κάποιος δεν είναι πατριώτης. Ίσως ανακαλύψουμε νέα στοιχεία και αποδείξεις στην έρευνα αυτή γιατί, συνήθως, είναι ευκολότερο να γνωρίζουμε το λάθος απ’ το σωστό και να προσδιορίζουμε αυτό που πρέπει να αποφεύγουμε από το τι πρέπει να επιδιώκουμε.

Καθώς ο πόλεμος είναι ένα από τα χειρότερα γεγονότα που επηρρεάζουν μια χώρα, μια καταστροφή που περιλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις της δυστυχίας, καθώς θέτει τη δημόσια ασφάλεια σε κίνδυνο, διαταράσσει το εμπόριο και ερημώνει τη χώρα, καθώς, επίσης, προκαλεί σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού κακουχίες, κινδύνους, αιχμαλωσία και θάνατο, κανείς άνθρωπος που επιθυμεί την κοινωνική ευημερία δε θα υποδαυλίσει τη γενική δυσαρέσκεια επιμένοντας σε ασήμαντες προκλήσεις ή επιδιώκοντας αμφισβητούμενες διεκδικήσεις μικρής σημασίας.

Μπορεί, λοιπόν, να βγει το ασφαλές συμπέρασμα ότι δεν είναι πατριώτες όσοι, όταν αποκαταστάθηκε η εθνική μας τιμή στα μάτια της Ευρώπης, και οι εισβολείς Ισπανοί υποχρεώθηκαν να ακυρώσουν το εγχείρημα τους και να μετριάσουν τις αξιώσεις τους, αυτοί επέμεναν να εμπλακούμε σε πόλεμο για ένα άθλιο και έρημο κομμάτι γης στην θάλασσα του Μαγγελάνου (σ.μ. νότιος Ατλαντικός Ωκεανός), για το οποίο δε θα είχαμε καμμία χρήση, εκτός από τόπο εξορίας για τους υποκριτές του πατριωτισμού.

Κι επιπλέον, ας θυμόμαστε πάντα ότι η μανιασμένη βία του πατριωτικού θυμού παρέσυρε το έθνος σε τέτοιο παραλογισμό που, για μια έρημη βραχονησίδα που δε βλέπει ο ήλιος, μπορεί να πολεμούσαμε και να πεθαίναμε εάν οι αντίπαλοι μας δεν ήταν σοφότεροι και, ακόμη, ότι αυτοί που τώρα διεκδικούν την εύνοια του λαού, με ηχηρές διακυρήξεις περί δημοσίου συμφέροντος, θα αισθάνονταν δήθεν πατριωτική ικανοποίηση εκ της αναγγελίας ότι χιλιάδες εσφαγιάσθησαν στη μάχη ή ότι το ναυτικό μας αποδεκατίσθηκε από ασθένειες ή σάπιες τροφές, ενώ, ταυτόχρονα, θα μετρούσαν τα κέρδη της πανουργίας τους.

Αυτός που επιθυμεί να δει την πατρίδα του να χάνει τα δικαιώματα της δεν μπορεί να είναι πατριώτης.

Δεν μπορεί, λοιπόν, να είναι πατριώτης ένας άνθρωπος που δικαιολογεί τα γελοία αιτήματα της Αμερικανικής ανταρσίας, που εργάζεται για να στερηθεί το έθνος από τη φυσική και έννομη κυριαρχία των αποικιών του, των αποικιών που έχουν δημιουργηθεί υπό την προστασία της Αγγλίας, οργανώθηκαν υπό Αγγλικό θεσμικό πλαίσιο και προστατεύθηκαν από Αγγλικά όπλα.

Το να υποστηρίζει κανείς ότι η δημιουργία μιας αποικίας ισοδυναμεί με την ίδρυση νέας χώρας, ότι οι άποικοι δε χρειάζεται να συνεισφέρουν στο κόστος της άμυνας τους όταν πλουτίσουν παρά μόνο εάν το θέλουν, και ότι δε θα υπόκεινται στο ίδιο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης όπως εκατομμύρια υπηκόων σαν και αυτούς, συνεπάγεται τέτοιο μέγεθους παραλογισμό που μόνο μια επίδειξη πατριωτισμού μπορεί να μετριάσει. Αυτός που αποδέχεται την προστασία, αποδέχεται ενδόμυχα και την υποταγή. Έχουμε πάντοτε προστατεύσει τους Αμερικανούς. Μπορούμε, λοιπόν, να τους κυβερνούμε.

Το μερικό αποτελεί μέρος του όλου. Η εξουσία που μπορεί να αφαιρέσει ζωή, δύναται επίσης να κατάσχει περιουσία. Το Κοινοβούλιο δύναται να ψηφίσει νόμο περί θανατικής ποινής που αφορά στην Αμερική, άρα μπορεί και να επιβάλλει το είδος και το ύψος της φορολόγησης. Υπάρχουν, όμως, κάποιοι που θρηνούν για την κατάσταση που έχουν περιέλθει οι άμοιροι κάτοικοι της Βοστώνης, αφού δεν μπορεί να υποτεθεί ότι όλοι τους προέβησαν σε επαναστατικές πράξεις, όμως όλοι τους υπόκεινται στις συνέπειες. Αυτό, λένε, παραβαίνει τον πρώτο κανόνα της δικαιοσύνης, αφού καταδικάζει τους αθώους να υποφέρουν μαζί με τους ενόχους.

Αυτό το σημείο θα άξίζε κάποιας προσοχής, καθώς φαίνεται ότι διαπνέεται από αισθήματα ισοπολιτείας και ανθρωπισμού, αν δεν προκαλούσε τόση περιφρόνηση λόγω της άγνοιας που προδίδει για την κατάσταση του ανθρώπου και του κόσμου γύρω μας. Το ότι οι αθώοι υποφέρουν μαζί με τους ενόχους είναι, αναμφίβολα, κακό, αλλά είναι κάτι που δεν μπορεί να αποτραπεί με κανέναν τρόπο. Τα εγκλήματα των εθνών συνεπάγονται εθνικές τιμωρίες, από τις οποίες κατ’ ανάγκην υποφέρουν πολλοί που δεν τα προκάλεσαν οι ίδιοι. Εάν επαναστάτες οχυρώσουν μια πόλη, τα κανόνια της νόμιμης αρχής θα απειλήσουν, ισότιμα, τόσο τους αθώους πολίτες όσο και την εγκληματική φρουρά.

Σε μερικές περιπτώσεις, υποφέρουν περισσότερο αυτοί που δεν πρέπει να υποφέρουν. Εάν στον τελευταίο πόλεμο, οι Γάλλοι είχαν καταλάβει μια Αγγλική πόλη και είχαν επιτρέψει στους κατοίκους της να διατηρήσουν τις εστίες τους, πως θα επανακτούσαμε την πόλη χωρίς σφαγή των συμπατριωτών μας; Μια βόμβα σκοτώνει το ίδιο έναν Άγγλο όπως ένα Γάλλο και εάν προκαλούσαμε λιμό γνωρίζουμε ότι οι κάτοικοι της πόλης θα ήταν οι πρώτοι που θα λιμοκτονούσαν.

Μπορούμε, με άλλα λόγια, να θρηνήσουμε την πρόκληση φοβερής καταστροφής αλλά δε μπορεί να θεωρηθούμε υπεύθυνοι. Πρέπει να περιφρουρήσουμε την εξουσία της νόμιμης κυβέρνησης: τα δεινά που προκαλούν οι εξεγέρσεις οφείλονται μόνο στους στασιαστές. Αυτός, λοιπόν, που αρνείται να αναγνωρίσει τους κυβερνήτες του και αποκρύπτει από τον λαό τα οφέλη που αποκομίζει από αυτούς δεν είναι πατριώτης. Δεν μπορούν, ως αποτέλεσμα, να έχουν τον λαμπρό τίτλο του πατριώτη όσοι κατηγορούν για έλλειψη αφοσίωσης στο δημόσιο συμφέρον το προηγούμενο Κοινοβούλιο, που αποτελείτο από άνδρες οι οποίοι, εάν εξαιρέσει κανείς κάποιες αμφιταλαντεύσεις στις προθέσεις και κάποιες αδυναμίες στην επιβολή των αποφάσεων τους, το έθνος πρέπει να τους θυμάται πάντα με ευγνωμοσύνη, καθώς τους χρωστάει αναγνώριση για την απλή συγκατάβαση, για την απεμπόληση ασυλιών, και για τη σοφή και ειλικρινή προσπάθεια τους να βελτιώσουν το πολίτευμα μέσω της θεσμοθέτησης νέων οργάνων για τη διενέργεια εκλογών.

Το δικαίωμα της προστασίας, που μπορεί να ήταν απαραίτητο, όταν αρχικά ετέθη, και ήταν συνεπές με την ευρύτητα της ασυλίας που προέβλεπε το φεουδαρχικό σύνταγμα, ήταν εκ της φύσεως του επιρρεπές σε καταχρήσεις και είχε χρησιμοποηθεί αρκετές φορές λανθασμένα με στόχο την παράκαμψη του νόμου και την παραπλάνηση της δικαιοσύνης. Ίσως το αδίκημα να μην ήταν ανάλογο με την ταραχή που προκάλεσε και ούτε είναι βέβαιο ότι η ωφέλεια αυτού του προνομίου δεν ήταν κάτι παραπάνω από ίση με την πιθανή βλάβη. Είναι, όμως, ξεκάθαρο ότι είτε προσέφεραν κάτι στον λαό ή όχι, τουλάχιστον οι ίδιοι υπέστησαν κάποια ζημιά. Απώλεσαν εθελοντικά μια εξαιρετική διάκριση και επέδειξαν ότι ήταν πιό πρόθυμοι από τους προκατόχους τους να σταθούν στο ίδιο επίπεδο με τους συν-υπηκόους τους.

Ο νέος τρόπος διεξαγωγής των εκλογών, εάν αποδειχθεί αποτελεσματικός, θα είναι ακόμη πιό επωφελής από ό,τι φαίνεται τώρα. Πιστεύω ότι θεωρείται, γενικά, (σ.μ.: ο νεος εκλογικός νόμος) προς το συμφέρον μόνον όσων είναι υποψήφιοι για το Κοινοβούλιο αλλά εάν η εκλογή αντιπροσώπων είναι ένα από τα πολυτιμότερα δικαιώματα ενός Άγγλου, κάθε ψηφοφόρος πρέπει να δεχτεί ότι ένας νόμος που καθιστά τις εκλογές πιό αποτελεσματικές ενισχύει την ευημερία του, αφού όταν άλλες δυνάμεις ήλεγχαν την ψηφοφορία, κάθε επιλογή ήταν μάταιη. Δε χρειάζεται να σχολιάσουμε την υπεροπτική περιφρόνηση και την αυθαιρεσία με την οποία έχουν κρίνει διαμάχες σχετικές με εκλογικές αναμετρήσεις προηγούμενα Κοινοβούλια. Λέγεται ότι το αίτημα ενός υποψηφίου και τα δικαιώματα των ψηφοφόρων δεν λαμβάνονταν κάν υπ’ όψιν επί τη βάσει του δικαίου, ούτε κάν για να διατηρηθούν τα προσχήματα, αλλά οι αποφάσεις του κοινοβουλίου λαμβάνονταν μέ βάση κομματικές προτιμήσεις, υπάρχουσες έριδες και πάθη, προκαταλήψεις ή τη διάθεση για ανόητη διασκέδαση. Η υποστήριξη των εκλογέων δεν είχε σημασία, παρά μόνο οι γνωριμίες στο Κοινοβούλιο. Ανακαλύπτονταν εύκολα δικαιολογίες για την παράκαμψη των εκλογικών πλειοψηφιών και η έδρα ανήκε όχι σε όποιον είχε την υποστήριξη των ψηφοφόρων αλλά την εύνοια των βουλευτών.

Γι’ αυτό, λοιπόν, οι εκλογές αποτελούσαν προσβολή για το έθνος, και το κοινοβούλιο ήταν γεμάτο άσχετους βουλευτές. Ένα από τα πιό σπουδαία αξιώματα, το δικαίωμα εκλογής στο ανώτατο συμβουλευτικό όργανο του Βασιλείου, αντιμετωπίζονταν με ελαφρότητα και κανείς δε μπορούσε να θεωρεί δεδομένη την εκλογή του με βάση μόνο την αξία του.

Μια αμφισβητούμενη εκλογική διαδικασία σήμερα πλέον εξετάζεται με την ίδια λεπτομέρεια και νηφαλιότητα όσο κάθε άλλη νομική υπόθεση. Ο υποψήφιος που αναδείχθηκε από τους συμπολίτες του μπορεί τώρα να είναι βέβαιος ότι θα απολαύσει τους καρπούς της εύνοιας τους. Ο ψηφοφόρος, δε, που ψήφισε έντιμα με βάση την αξία των υποψηφίων, μπορεί να είναι βέβαιος ότι δεν ψήφισε μάταια.

Αυτή ήταν η κατάσταση του Κοινοβουλίου το οποίο, οι ίδιοι που σήμερα επιθυμούν να εκλεγούν σ΄αυτό, έπεισαν τον όχλο να θεωρεί ως μια άνομη σύναξη ανθρώπων, ανάξια, ελεεινή και εκπορνευμένη, που ήταν τσιράκια του Θρόνου και τύρρανοι του λαού.

Όλοι όσοι επιθυμούν την υγιή εξέλιξη του δημόσιου βίου πρέπει να εύχονται το κοινοβούλιο να ενεργεί με βάση τις επιθυμίες του λαού, με μεγαλύτερη σταθερότητα και αίσθημα ευθύνης. Ας ελπίσουμε ότι το έθνος θα ανακάμψει από τις αυταπάτες του και θα απορρίψει αυτούς που, εξαπατώντας τους ευκολόπιστους με φανταστικές συνομωσίες, εκφοβίζοντας τους αδύναμους με τερατώδη ψέματα, βασιζόμενοι στην άγνοια των πολλών και κολακεύοντας τη ματαιοδοξία του φθόνου, συκοφαντώντας την αξιοπρέπεια, συνασπίσθηκαν με ό,τι χειρότερο και αηδιαστικό και σπάταλο διαθέτει το Βασίλειο και “ανερχόμενοι με την αξία τους στο άθλιο αυτό αξίωμα”, αποδίδουν στους εαυτούς τους την ιδιότητα του Πατριώτη.

  1. Ο Τζον Γουίλκς, διάσημος Άγγλος πολιτικός με το κόμμα των Whigs, το οποίο αντιπαθούσε έντονα ο Τζόνσον, αποβλήθηκε από τη Βουλή των Κοινοτήτων το 1769 κατηγορούμενος για προσβολή των ηθών και της δημοσίας αιδούς λόγω ενός ποιήματος που έγραψε το οποίο χαρακτηρίσθηκε πορνογραφικό. Η εκλογική του περιφέρεια αρνήθηκε να εκλέξει άλλο βουλευτή και σε δύο επαναληπτικές εκλογές υπερήφισε τον Γουίλκς.