Ο Μάρτης (Γεράσιμος Μαρκοράς)

Από Βικιθήκη
Ὁ Μάρτης
Συγγραφέας:


Μία χήρα, ποῦ ὁλόκληρο
τὸν ἄγριο χειμῶνα
κλεισμένη παράδειρε
σὲ φτώχειας ἀγῶνα,
μαρτιάτικη μέρα
νὰ μάσῃ δύο λάχανα
ἐκίνησε πέρα.

Γελοῦσε στὰ μάτια της
θεοστήριχτη ἐλπίδα·
μία μόνη τὰ θόλονε
μεγάλη φροντίδα,
γιατ' εἶχε ἀφημένα
τὰ δόλια παιδάκια της
γυμνά, πεινασμένα.

Ψιχάλα τῆς ἔβρεχε
καὶ ροῦχα καὶ σῶμα,
τὴν ὥρα ποῦ μάζευε
τὸ πρόστυχο γιόμα·
καί, ἀντὶς νὰ βαραίνῃ
γι' αὐτὸ μὲ τὴ μοῖρα της,
τραγούδαε σκυμμένη:

- Μ' ἀρέσεις, Μαρτάκη μου!
Ἐκεῖ ποῦ δακρύζεις,
μὲ ἀχτίνας χαμόγελο
τὰ σύγνεφα σχίζεις·
χωρὶς νὰ δειλιάσω,
στὴ φτώχεια, στὴ θλίψη μου
ζητάω νὰ σοῦ μοιάσω. -

Μὲ μιᾶς, ἐνῷ διάλεγε
βλαστάρι βλαστάρι,
ὀμπρός της ἐφάνηκε
ὡραῖο παλληκάρι,
ποῦ, ὡς κάμπου γρασίδι,
τὰ ροῦχα εἶχε πράσινα,
γιομάτα πλουμίδι.

Τοῦ ξένου τὸ πρόσωπο
συχνάλλαζε χρῶμα·
δακρύζαν τὰ μάτια του,
κ' ἐγέλαε τὸ στόμα,
ποῦ ἐσκόρπουνε μία
σταὶς αὔραις ὁλόγυρα
τερπνὴν εὐωδία.

- Δὲν εἶναι, τῆς φώναξε,
καιρὸς γιὰ τραγοῦδι·
ν' ἀφήκῃς τὸ μάζωμα·
εἶσ' ὅλη μουσγοῦδι.
Ἐγὼ τὸ σακκί σου
γιομίζω, πολύπαθη·
τραβήσου, τραβήσου! -

Μ' ἐκεῖνο στὸν ὦμο του
νὰ γύρῃ κοντά της
πολληώρα δὲν ἔκαμε
ὁ ξένος διαβάτης·
καί, πρὶν αὐτὴ μάθῃ
ποιὸς ἦταν, ποῦ πήγαινε,
σὰν ἴσκιος ἐχάθη.

Θωρῶντας ὁπὤφυγε
ὡς εἶχε προβάλῃ,
ἐπῆρε τὸ δρόμο της
ἡ δύστυχη πάλι·
καί, ἂν ἥλιος γελοῦσε,
ἢ γνέφι τὴν ἔβρεχε,
γλυκὰ τραγουδοῦσε:

- Μ' ἀρέσεις, Μαρτάκη μου!
Ἐκεῖ ποῦ δακρύζεις,
μὲ ἀχτίνας χαμόγελο
τὰ σύγνεφα σχίζεις·
χωρὶς νὰ δειλιάσω,
στὴ φτώχεια, στὴ θλίψη μου
ζητάω νὰ σοῦ μοιάσω. -

Σὰ σπίτι ξανάγυρε,
προτοῦ ν' ἀνασάνῃ:
τὸν Πλάστη δοξάσετε!
- στὰ τέκνα της κάνει -
Τὰ μαῦρα! πεινᾶτε;
Χλωρὰ βλασταρόπουλα
σὲ λίγο θὰ φᾶτε. -

Μὲ βία τὸ σακκοῦλι της
νὰ λύσουν ἀντάμα
πετιῶνται τ' ἀνήλικα,
καὶ – ἀπίστευτο πρᾶμα! -
χρυσάφι ὣς τὸν πάτο,
πετράδια πολύτιμα
τὸ βρίσκουν γιομάτο.

Ἐκεῖ, ποῦ δὲν ἔβλεπες
ψυχὴ νὰ ζυγόνῃ,
γοργὰ τότες ἔτρεξαν
δικοὶ καὶ γειτόνοι·
οὐδ' ἔλειψε ἡ χήρα
ν' ἀνοίξῃ φιλόφρονα
εἰς ὅλους τὴ θύρα.

Ἐκεῖ, δίχως ἄργητα,
σὰν ἕνας μαγνήτης,
ὁ πλοῦτος ἐτράβηξε
καὶ μίαν ἀδελφή της,
ποῦ, στ' ἄτυχα χρόνια,
γι' αὐτήνε δὲν ἄκουσε
κἀμμία ψυχοπόνια.

Ἐπῆε, κ' ἡ φιλάργυρη,
μὲ τέχνη μεγάλη,
ἐβάλθη τὴν ἄκακη
ψυχὴ νὰ ξεβγάλῃ·
γιατὶ θὰ γνωρίσῃ
πῶς ηὗρε ἡ θεόφτωχη
τοῦ πλούτου τὴ βρύση.

Καὶ τόσα σοφίζεται
στὸ νοῦ της, καὶ τόσα
τῆς λέει γλυκομίλητα
μὲ ἀκούραστη γλῶσσα,
ποῦ, πρίχου τριάντα
στιγμαὶς ἀπεράσουνε,
μαθαίνει τὰ πάντα.

Πάει σπίτι της ἔπειτα
καί, ἀλλάζοντας, βάνει
σχισμένα ποδήματα,
παμπάλαιο φουστάνι,
καὶ παίρνει, ὡς ν' ἀφήκῃ
τὴ θύρα ἑτοιμάζεται,
χοντρὸ δοκανίκι.

Σακκὶ παραμάσχαλα
βαθύπλατο παίρνει,
σκεβρόνει τὴ ράχη της,
τὸ πάτημα σέρνει·
μόν, ὅποτε βρέχει,
ὀμπρὸς ἀναγκάζεται
σὰ σκύλλα νὰ τρέχῃ.

Καὶ σκούζει θυμόνοντας:
Μὲ ψεύτικη ἀχτῖνα
ἐδῶ μὲ κατάφερες,
κακόπιστε μῆνα!
Θὰ ἐκέρδιζε ἡ πλάση,
ἂν ἤθελ' ὁ Ὕψιστος
γιὰ πάντα σὲ χάσῃ. -

Ἐβγῆκε στὸ ξέφωτο
μὲ τοῦτα καὶ μ' ἄλλα,
κ' ἐκεῖ ποῦ τρωγότουνε
γιὰ λίγη ψιχάλα,
σὰν ἄστρο ἀπ' τὰ ὄρη
στὸν κάμπο ἐρροβόλησε
τὸ πράσινο ἀγῶρι.

Μὲ τρόπους χαρούμενους
νὰ κρύψῃ ἐπολέμα
ὀργῆς μαῦρα σύγνεφα,
ὁποὖχε στὸ βλέμμα·
ἐστάθη· κ' ἐκείνη
γλυκόφωνα τ' ἄκουσε
αὐτὰ νὰ τῆς κρίνῃ:

Μαννοῦλα, μὴ βρέχεσαι,
μὸν ἄμε ἀκουμπήσου
γιὰ λίγο στὸν πλάτανο,
καὶ τ' ἄδειο σακκί σου
ἐγώ, ποῦ γνωρίζω
τὸν τόπο καλήτερα,
γοργὰ τὸ γιομίζω. -

Μ' ἐκεῖνο στὸν ὦμο του,
νὰ γύρῃ κοντά της
πολλώρα δὲν ἔκαμε
ὁ ξένος διαβάτης·
καί, πρὶν αὐτὴ μάθῃ
ποιὸς ἦταν, ποῦ πήγαινε,
σὰν ἴσκιος ἐχάθη.

Ἐκεῖ ποῦ κατοίκουνε,
μὲ ἀκούραστο γόνα,
μὲ βιάση ἀνυπόμονη
ἐπῆε κ' ἡ γοργόνα·
καί, πρὶν σταματήσῃ,
ἐβάλθη τ' ὁλόγιομο
σακκί της νὰ λύσῃ.

Εὐθὺς ποῦ τὰ δέματα
λυμένα βρεθῆκαν,
ὀχιαὶς ξαπετάχθηκαν,
ἀστρίταις χυθῆκαν,
χιλιάδαις αἰφνίδια
χουμῆσαν ἀπάνου της
θανάσιμα φίδια.

Καὶ πέρα, σὰν ἄψυχη
τὴν εἶχαν ἀφήκῃ,
ἐφύγαν, σφυρίζοντας
γιὰ τέτοια τους νίκη. -
Μαρτιοῦ χελιδόνια
τὴν ἄλλη χαιρέτησαν
γιὰ χρόνια καὶ χρόνια.