Ο Λάμπρος/Η δέηση της Μαρίας

Από Βικιθήκη
Ὁ Λάμπρος
Συγγραφέας:
Ἡ δέηση τῆς Μαρίας

Καὶ τὸ ὄραμα τοῦ Λάμπρου
ΤΟ ΕΣΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ




25.
Καὶ προβαίνει ἡ Μαρία λίγη νὰ πάρῃ
Δροσιὰ 'ς τὰ σωθικὰ τὰ μαραμένα·
Εἶναι νύκτα γλυκειά, καὶ τὸ φεγγάρι
Δὲ βγαίνει νὰ σκεπάσῃ ἄστρο κἀνένα·
Περίσσια, μύρια, 'ς ὅλη τους τὴ χάρη,
Λάμπουν ἄλλα μονάχα, ἄλλα δεμένα·
Κάνουν καὶ κεῖνα Ἀνάσταση ποῦ πέφτει
Τοῦ ὁλόστρωτου πελάου μὲς 'ς τὸν καθρέφτη.


«Τὰ μαλλιὰ σέρνω 'ς τὰ λιγνά μου στήθη·
»Δένω σταυρὸ τὰ χέρια· Οὐράνια, θεῖα!
»Πέστε Ἐκεινοῦ, ποῦ σήμερα ἀναστήθη
»Νὰ ἐλεηθῇ τὴ μαύρη τὴ Μαρία.


»Μέρα εἶναι Ἀγάπης· Ἅδης ἐνικήθη·
»Καίονται τὰ σπλάχνα, καίονται τὰ στοιχεῖα·
»Καὶ ἡ πυρκαϊὰ τοῦ Κόσμου ἀναγαλλιάζει
»Καὶ κατ᾿ Αὐτὸν τὴ σπίθα της τινάζει.


«Ὁ Οὐρανὸς Ἀλληλούϊα ἠχολογάει·
»Κατὰ τὴν γῆν ἐρωτεμένος κλίνει·
»Ζῇ τοῦ νεροῦ καὶ ἡ στάλα ὁποὺ κολλάει
»'Σ τὸ ποτήρι· Ἀλληλούϊα ἐγὼ κ' ἐκείνη.
»Ὅταν ἡ Πύλη ἀκούστηκε νὰ σπάῃ,
»Τί χλαλοὴ 'ς τὸν κάτου κόσμο ἐγίνη!
»Χαίρεται μέσα ἡ ἄβυσσο καὶ ἀσπρίζει·
»Ὁ περασμὸς τοῦ Λυτρωτὴ σφυρίζει».


Στὴν ἐκκλησίαν ὡστόσο ὁ Λάμπρος μένει,
Ὅπου ἀνθρώπου πνοὴ δὲν ἀγροικιέται.
Ἀπ᾿ ἕνα εἰς ἄλλο στοχασμὸ πηγαίνει·
Εἶναι ὁ νοῦς του ἔρμος κόσμος ποῦ χαλιέται.
Μέσ᾿ ἀπὸ τὸ στασίδι ἀγάλι βγαίνει,
Καὶ ὀχ τὴ ψυχή του ὁ στεναγμὸς πετειέται·
Μόνον οἱ σκόρπιαις δάφναις, ποῦ ἐμυρίζαν
Ἐκεῖ ποῦ αὐτὸς ἐπερπατοῦσε ἐτρίζαν.


Καὶ τὸ πρόσωπο γέρνει ὡσὰν τὴ δειάφη,
Καὶ χαμηλὰ τοῦτα τὰ λόγια ρίχτει:
«Κουφοί, ἀκίνητ᾿ οἱ Ἁγίοι, καθὼς καὶ οἱ τάφοι·
»Εἶπα κ' ἔκραξα ὥς τ᾿ ἄγριο μεσανύχτι:
»Ἄντρας (κ' ἡ μοίρα ὅ,τι κι ἄ θέλει ἂς γράφῃ)
»Τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι θεός, καὶ δείχτει
»Στὴν ἄκρα δυστυχία· μὲσ' ς' τὴν ψυχή μου
»Κάθου κρυμμένη, ἀπελπισιά, καὶ κοίμου.»


Πάει γιὰ νὰ βγῇ 'ς τὴ θύρα ἀργὰ καὶ ἀνοίγει,
Λεπτὴ φωνὴ τοῦ λέει, Χριστὸς ἀνέστη.
Εἰς τὴν ἄλλη πηδάει, καὶ φωνὴ ὀλίγη
Καὶ παρόμοια, τοῦ λέει, Χριστὸς ἀνέστη.
Ἀπὸ τὴν τρίτα πολεμάει νὰ φύγει
Καὶ μία τρίτα τοῦ λέει, Χριστὸς ἀνέστη.
Αὐτοκίνηταις πάντα ἀνοιγοκλειοῦνε
Οἱ τρεῖς θύραις καὶ ἀχὸ δὲν προξενοῦνε.


Καὶ ἰδοὺ τρία σὰν ἀδέλφια ἔρμα καὶ ξένα,
Ποὺ ἕν᾿ ἁγιοκέρι σβημένο βαστοῦσαν,
Ὅπου στρίψῃ, ὅπου πάῃ, τ᾿ ἀπελπισμένα
Γοργὰ πατήματά του ἀκολουθοῦσαν.
Λυγδερὰ καὶ πλατιὰ κι' ὅλα σχισμένα
Τὰ λαμπριάτικα ροῦχα ὁπού φοροῦσαν.
'Στὰ μπροστινά, 'ς τὰ πισινὰ στασίδια,
Ὅλο σιμά του σειοῦνται τὰ ξεσκλίδια.


Ποτὲ δὲν τά ῾χει εἰς τὴ φυγή του ἀνάρια·
Ἐδῶ ἐκεῖ, μπρὸς ὀπίσω, ἀπάνου κάτου,
Βαροῦν ὅμοια τὴν πλάκα ὀχτὼ ποδάρια,
Τρέχουν ἴσια, κι' ἀκούονται τὰ δικά του.
Νὰ φύγῃ μία στιγμὴ τ᾿ Ἅδη τὰ χνάρια
Σπρώχνει μάταια μακρύο τὸ πήδημά του,
'Σὰν τ᾿ ἄστρο ποῦ γοργὰ τὸ καλοκαίρι
Χύνεται πέντε δέκα ὀργιαῖς ἀστέρι.


Ἔτσι ἑνωμένοι ἐκάμανε τριάντα
Φοραῖς τὴν ἐκκλησιὰ ποῦ βοὴ στέρνει.
Σὰ νά χε μέσα θυμιατὰ σαράντα,
Μυρωδιὰ λιβανιοῦ τὴ συνεπαίρνει.
Πάντα μὲ βία τὸ τρέξιμο, καὶ πάντα
Ὁ ζωντανὸς τ᾿ ἀραχνιασμένα σέρνει·
Σκύφτουν, πολὺ κρυφομιλοῦν, καὶ σειέται
Τὸ βαμπάκι ποῦ λὲς καὶ ξεκολλειέται.


Ἄχ! ποῖος εἶδε τὰ χέρια νὰ σηκώνῃ
Ἡ Παναγία, τὰ μάτια της νὰ κλείσῃ;
Ἄχ! ποῖος εἶδε τὸ Πάσχα αἷμα νὰ ἱδρώνῃ
Ὁ Χριστός, καὶ παντοῦ νὰ κοκκινίσῃ;
Τί συμφορὰ τὴν ἐκκλησιὰ πλακώνει,
Ὁποὺ τὴν ἴδια μέρα εἶχε βροντήσῃ
Ἀπὸ τόσαις χαραῖς καὶ ψαλμῳδίαις,
Πού ῾χε ἀντιλάμψῃ ἀπὸ φωτοχυσίαις!


Βρίσκεται 'ς τ᾿ Ἅγιο Βῆμα, ἀνατριχιάζει,
Καὶ πέφτει ὀμπρός τους γονατιστὸς χάμου.
Μὲ τρομάρα κυττάει καὶ τοὺς φωνάζει·
«Σᾶς γνωρίζω· τί θέλτε; Εἶστε δικά μου.
»Τοῦ καθενὸς τὸ πρόσωπο μοῦ μοιάζει·
»Ἀλλὰ πέστε τί θέλτε ἔτσι κοντά μου;
»Συχωρᾶτε καὶ πᾶψτε. - Ἀμέτε πέρα·
»Δὲν εἶναι ἀκόμα Παρουσία Δευτέρα!


»Ὦ κολασμένα, ἀφῆτε μου τὰ χέρια!».
Χείλη μὲ χείλη τότε ἐκολληθῆκαν.
Ὅσα ἐδῶσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια
Στοῦ δυστυχῆ τὰ φυλλοκάρδια ἐμπῆκαν.
Ἀφοῦ 'ς τὸν κόσμο ἐλάμψανε τ᾿ ἀστέρια,
Τέτοιου τρόμου φιλιὰ δὲν ἐδοθῆκαν.
Φτυοῦνε τὰ χείλη σὰν ἀπὸ φαρμάκι·
Μέσα του ἐπῆε τὸ νεκρικὸ βαμπάκι.


Στέκει σὰ μάρμαρο ὥς ποῦ ξημερώνει,
Κ' εἶναι φευγᾶτοι οἱ πεθαμένοι νέοι.
Τὴν τρομασμένη κεφαλὴ ψηλώνει,
Καὶ βαριὰ νεκρολίβανα ἀναπνέει.
Τέλος πάντων τὰ μάτια ἄγρια καρφώνει
'Σ ταῖς δάφναις, καὶ πολληώρα ἔπειτα λέει,
«Σῦρε, σημεῖο χαρᾶς,» καὶ φουχτωμένο
Μὲ τὰ δυό, τὸ χτυπάει, 'ς τὸ Σταυρωμένο.


«Κόλαση; τὴν πιστεύω· εἶναι τή· αὐξάνει,
»Κι ὅλη φλογοβολάει 'ς τὰ σωθικά μου.
»Ἀπόψε Κἄποιος, ποῦ ὅ,τι θέλει κάνει
»Μὤστειλε ἀπὸ τὸ μνῆμα τὰ παιδιά μου.
»Χωρὶς νὰ τὴ γνωρίζω, ἐχθὲς μοῦ βάνει
»Τὴ θυγατέρα αἰσχρὰ 'ς τὴν ἀγκαλιά μου.
»Δὲ λείπει τώρα πάρεξ νὰ χαλάσῃ
»Τὸν Ἑαυτό του, γιατὶ μ᾿ ἔχει πλάσῃ.»


Σηκώνεται καὶ παίρνει τὴν πεδιάδα,
Σχίζει κάμπους καὶ δάσῃ, ὄρη, λαγκάδια·
'Σ τὰ μάτια του εἶναι μαύρη ἡ πρασινάδα,
Τὰ νερὰ καὶ τὰ δέντρα εἶναι μαυράδια·
Χύνεται μὲ μεγάλη ὀγληγοράδα,
Καὶ γύρου ἂς εἶναι, ὅ,τι θωρεῖ, σκοτάδια.
Κι' ἀκόμη λέει πὼς κυνηγιέται, ἀκόμα
Τὰ βαμπάκια τοῦ χάρου ἀκούει 'ς τὸ στόμα.


Ἔτσι ὁ φονιᾶς ποῦ κρίματα ἔχει πλήθια,
Ἐὰν φθάσῃ καὶ τοῦ κλείσῃ ὕπνος τὸ μάτι,
Βγαίνουν μαζὶ καὶ τοῦ πατοῦν τὰ στήθια
Οἱ κρυφὰ σκοτωμένοι, αἷμα γιομᾶτοι.
Μεγαλόφωνα κράζοντας βοήθεια
Γυμνὸς πετιέται ὀχ τὸ ζεστὸ κρεβάτι,
Κι ἔχει τόση μαυρίλα ὁ λογισμός του,
Ποῦ μὲ μάτια ἀνοιχτὰ τοὺς βλέπει ὀμπρός του.