Ο Κριτής του Διαγωνισμού
←Ἡ Κυρὰ ἡ Κριτική | Ἀτθίδες Αὖραι Συγγραφέας: Ο ΚΡΙΤΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. |
Τὸ Συμβούλιον τῶν Γραμματέων→ |
(ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.)
’Χώθηκε στὸν κοιτωνίτηὁ Κριτὴς ἀγάλι’ ἀγάλια·
’φόρτωσε στὴν γέρο-μύτη
δυὸ ζευγάρια ’ματογυάλια·
Ἐτραβήχθη στὸν σοφά του,
κάθεται φαρδιὰ πλατιά,
καὶ μετροφυλλᾷ ’μπροστά του
ἀναρίθμητα χαρτιά.
—Ὅλοι τἄγραψαν μὲ χάρη,
σὲ πολύτιμο χαρτί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.—
Βάλλει στὴν βαθειά του τσέπη,
’βγάλλ’ ἕνα χονδρὸ τσιγάρο.
Μὲ τὰ σπίρτα μόλις βλέπει
τὴν δουλίτσα του τὴν Μάρω,
τὸ δαγκᾷ καὶ τὸ βυζάνει,
σὰν τῆς μάνας του βυζί,
κι’ ἀγκαρειὰ τὴν Μάρω πιάνει,
νὰ δουλέψουνε μαζί.
—Δός μ’ αὐτὸ τὸ καλαμάρι·
Νά, μιὰ πένα κορδωτή,
γιὰ νὰ διοῦμε ποιός θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(ΤΕΧΝΙΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.)
Ἕνας πελεκᾷ τοὺς στίχουςστρογγυλοὺς σὰν κουκουνάρια·
ἄλλος σπάζει τοὺς δυστύχους
τὰ πλευρὰ καὶ τὰ ποδάρια!
Ἕνας τοὺς παραγεμίζει
κολοκύθια περιττά,
κι’ αὐτονὰς τοὺς ’ξεντερίζει
καὶ τοὺς κάμνει σκελετά!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι—
μὰ τοὺς λείπει κἄτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Τοῦτος ταὶς φωναὶς στρυμόνει,
π’ ἀπ’ τὴν στενοχώρια σκάνουν·
τοῦτος πάλι ταὶς ἀρῃόνει,
ποῦ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη χάνουν!
Ἕνας κάθε λέξη γράφει
μὲ τὸ νὺ καὶ μὲ τὸ σί,
κ’ ἕνας παίρνει τὸ ξουράφι
καὶ σοῦ σφάζει τὴν μισή!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι—
μὰ τοὺς λείπει κἄτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιός θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Τοῦτος μοῦ λογιωτατίζει,
καὶ τὰ κόφτει νδελικάτα·
τοῦτος βλασφημᾷ καὶ ’βρίζει,
σὰν τοὺς λούστρους μὲσ᾿ στὴν στράτα!
Ἀπ’ τὰ λεξικὰ μᾶς ’βγάζει
ἕνας τὴν συναμική,
κ’ ἕνας πάλι δὲν σκαμπάζει
οὔτε γρὺ γραμματική!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι—
μὰ τοὺς λείπει κἄτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμαι ποιός θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.)
Τοῦτος κλαί’ καὶ μουρμουρίζει,σὰν μπαμπόγρῃα γρυνιάρα·
τοῦτος δός του χαχανίζει,
σὰν νὰ τοὖρθε κουταμάρα.
Κ’ ἕνας τρίτος—Santo Dio!
Οὔτε λύπ’, οὔτε χαρά;
Ἢ δὲν τἄχε καὶ τὰ δύο,
ἢ τὰ εἶχε στὰ γερά!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι—
κι’ ὅλ’ οἱ τρίτοι περιττοί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Ἕνας ἔπαθε πληθώρα
ἀπὸ αἴσθημα γενναῖον.
Τοῦτος ποῦ διαβάζω τώρα—
Προστυχιὰ καὶ τῶν γονέων!
Τὰ φτερά τ’ αὐτὸς ἀνοίγει
καὶ στὸν οὐρανὸ πετᾷ·
Τοῦτος—ἔπεσε κ’ ἐπνίγη,
σὰν τὸν χοῖρο στὰ σκ…!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι—
μὰ τοὺς λείπει κἄτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(ΓΕΝΙΚΟΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.)
Αὐτουνοῦ τοῦ λείπει ἕνα’κεῖνος τ’ ἄλλο δὲν γνωρίζει·
ἕνας τἄχει μαζωμένα,
καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἀχρήζει.
Μερικοὺς οὐδὲ κουκκοῦτσι
τοὺς ἐδόθηκε μυαλός,
κ’ ἕνα τρύπιο μου παποῦτσι
δὲν ἀξίζ’ ὁ πιὸ καλός!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι,
κι’ ἂς τοὺς λείπῃ κἄτι τί.
Πές μου, Μάρω, ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή;—
(ΤΕΛΙΚΟΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.)
Εἶχε παρ’ αὐτὴ τὸν πρῶτοκι’ ἄρχησε νὰ ῥοχαλίζῃ.
Μὰ ’ξιππάσθη μὲ τὸν κρότο
κ’ εἶπε, δίχως νὰ γνωρίζῃ.
—Ἀπὸ κάθε μιὰ φυλλάδα
λείπει, λέγεις, κἄτιντίς;
Δίχως ἄλλο στὴν Ἑλλάδα
δὲν ὑπάρχει ποιητής.
Καὶ κανένας δὲν θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή,
ἂν μᾶς κάμουνε τὴν χάρη
καὶ βραβέψουν τὸν Κριτή.—