Ο Κατζαντώνης

Από Βικιθήκη
Ὁ Κατζαντώνης
Συγγραφέας:


Ἔσεῖς ὅπου τὸν εἴδετε ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
σταυραητοὶ καὶ πέρδικες, ξηφτέρια, χελιδόνια,
ἐλᾶτε νὰ τοῦ στήσετε τραγοῦδι μοιρολόγι.
Τὸν Κατζαντώνη πιάσανε, κλάψτε, πουλιά μου, κλάψτε.
Ἕνας παπᾶς τὸν πρόδωκε! Μαχαῖρι νὰ τοῦ γένῃ,
ἡ κοινωνιὰ ποὺ τὤβαψε τἀφωρεσμένο στόμα,
θηλειὰ κι' ἁστρίτης στὸ λαιμὸ τἅγιο του πετραχῆλι,
νὰ μὴ βρεθῇ πνεματικὸς νὰ τὸν ξεμολογήσῃ
κι' ἀγαπημένα δάχτυλα τὰ μάτια νὰ τοῦ κλείσουν!

Τὸ γκαρδιακὸ τἀδέρφι του, ὁ Γιῶργος ὁ Χασώτης,
ἔξυπνος ἀκουρμαίνεται, κοιμᾶτ' ὁ Κατζαντώνης.
Ἡ εὐλογιὰ τὸν ἔψησεν, ἡ θέρμη τὸν ἀνάφτει.
- Ξύπν', ἀδερφέ μου, ξύπνησε στὸν ὦμο νὰ σὲ πάρω·
πλακώσανε οἱ λιάπηδες καὶ θὰ μᾶς πιάσουν σκλάβους.

- Τρέχ', ἀδερφέ μου, γλύτωσε, μὴ μὲ ψυχοπονιέσαι.
Κι' ἄν μ' ἀγαπᾷς καὶ πιθυμᾷς νὰ πάω φχαριστημένος,
κόψε μου τὸ κεφάλι μου μὴ μοῦ τὸ πάρ' ὁ Ἀράπης
καὶ φέρ' το πάνω στ' Ἄγραφα, καὶ διάλεξ' ἕνα βράχο
καὶ δός τοὺ το νὰ τὸ φορῇ, κορφή του νὰ τὸ κάμῃ,
νὰ τὸ φορῇ, νὰ τὸ βαστᾷ σὰν περικεφαλαία.
Ἔλ', ἀδερφέ μου, γλήγορα, γλήγορα νὰ μὲ κόψῃς
νὰ πάγω κεῖ ψηλὰ ψηλά, νὰ φύγω δῶθε μέσα,
νἄρχωνται μαῦρα σύγνεφα, νἄρχωντ' ἀστροπελέκια
νὰ μοῦ θυμᾶνε τὸν καπνό, νὰ μοῦ θυμᾶν' τὴ λάμψη
τοῦ τουφεκιοῦ μου πὤρφανὸ στὰ χέρια σου θὰ μείνῃ.
Νὰ τ' ἀγαπᾷς , νὰ τὸ φιλᾷς, νὰ τὤχεις σὰν ἀδέρφι.

Ὁ Γιῶργος ἐκατάλαβε πὼς τ' ἀνεβαίν' ἡ θέρμη,
τὸν ἅρπαξε στὸν ὦμο του κι' ἀπ' τὴ σπηλιὰ πετιέται.
Ἐπῆρε τὸν ἀνήφορο, στὸ ξάγναντο προβαίνει,
ἑξῆντα βλέπει Τζάμηδες ποὺ τὸν ἐκυνηγοῦσαν.
Κάθε φορὰ ποὺ σίμωναν, ἔστενε μετερίζι
τοῦ Κατζαντώνη τὸ κορμὶ κι' ἄδειαζε τ' ἄρματά του.
Χαρὰ στὴ μάνα πὤκαμε παιδιὰ τέτοια λιοντάρια!
Ἔτσι κυνηγηθήκανε τὰ δυὸ πιστὰ τ' ἀδέρφια,
ὅσο ποὺ βγῆκε ὁ αὐγερινὸς κι' ἀρχίσανε τἀστέρια.
Τότε λαβώθηκε βαρειὰ ὁ Γιῶργος στὸ ποδάρι,
καὶ τοὺς ἐπιάσαν ζωντανούς, στὰ Γιάννινα τοὺς φέραν.

Καὶ μιὰν αὐγὴ στόν Πλάτανο, ποὺ ἀπὸ μικρὸ κλωνάρι
ἐχόντρυνε κ' ἐπλάτυνε, βυζαίνοντας τὸ γαῖμα
τὴν ὥρα τους, τὴν ὕστερη, βαριὰ σιδερωμένα
τοῦ Βάλτου, τοῦ Ξερόμερου τὰ δυὸ θεριὰ προσμένουν.
Χίλιων λογιῶνε σύνεργα, δαυλιὰ, σφυρὶ κι' ἀμόνι
σκόρπια στὸ χῶμα βρίσκονται κ' ἐκεῖνοι τὰ τηρᾶνε.
Ὁ Γιῶργος σὰν κ' ἐδάκρυσε γιὰ τὸ γλυκό του ἀδέρφι.
Τοῦ Κατζαντώνη μιὰ ματιά, κ' ἐστρέφεψε τὸ δάκρυ.
Κ' ἐκεῖ ποὺ διηγούντανε τῶνα τ' ἀδέρφι στ' ἄλλο
τὰ περασμένα νιῶτα τους, τὴν Κρύα τὴ βρυσούλα,
τὸ φόβο τοῦ Ἀλήπασα, τοῦ Γκέκα τὴ λαχτάρα,
ἔξαφν' ἀστράφ' ἕνα σπαθὶ καὶ γέρν' ἕνα κεφάλι.
«Χριστὸς ἀνέστη, πλάκωσα!» φωνάζ' ὁ Κατζαντώνης
κ' ἕνα φιλί, στερνὸ φιλί, ἀπὸ μακρὰ τοῦ ρίχνει.

Μὲς τὰ κλωριὰ τοῦ πλάτανου μὲς τὰ χλωρὰ τὰ φύλλα
σὰν νἆταν στὸ λημέρι της, ἐκρύφτηκ' ἡ ψυχή του,
κ' ἐκύτταζε τὸν ἀδερφὸ ποὺ τὸνε μαρτυρεύουν.

Δυὸ γύφτοι τὸν ἐστρώσανε δεμένονε στ' ἀμόνι
κ' ἀρχίσανε μὲ τὸ σφυρὶ νὰ τόνε πελεκᾶνε.
Σκλήθραις πετᾶν τὰ κόκκαλα σκορπᾶνε τὰ μελούδια·
νεῦρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σὰν ξεσκλίδια,
καὶ κειὸς τηράει τὸν οὐρανὸ καὶ γλυκοτραγουδάει:

Χτυπᾶτε, πελεκᾶτε μέ,
σκυλιά, τὸν Κατζαντώνη
δὲν τὸν τρομάζει ὁ Ἀλήπασας,
φωτιά, σφυρὶ κ' ἀμόνι.

Μιὰν ὥρα πελεκούσανε, τὰ χέρια τους δειλιάζουν,
οἱ γύφτοι βαρεθήκανε καὶ τὸ λαιμό του κόβουν.
Ἀνοιγοκλοῦσ' ὁ λάρυγγας, μαῦρο πετᾷ τὸ γαῖμα
καὶ μὲς 'ς τὸν κόκκινό του ἀφρό, μὲς στὴ βραχνὴ γαργάρα
μισοκομμέν' ἀκούονται τοῦ τραγουδιοῦ τὰ λόγια:

Χτυπᾶτε, πελεκᾶτε μέ,
σκυλιά, τὸν Κατζαντώνη
δὲν τὸν τρομάζει ὁ Ἀλήπασας,
φωτιά, σφυρὶ κ' ἀμόνι.

Ὁ πλάτανος σὰν ἔνοιωσε στὴ ρίζα του τὸ γαῖμα,
ἀλαίμαργα τὸ ρούφηξε νὰ μὴ τὸ πιῇ τὸ χῶμα,
κ' ἐστοίχειωσε κ' ἐθέριεψε κι' ἅπλωσε τὰ κλωνάρια
τόσο χοντρὰ κι' ἀτάραγα καὶ τόσο φουσκωμένα,
ποὺ τἄβλεπ' ὁ Ἀλήπασας τὴ νύχτα 'ς τὤνειρό του
κι' ἐφώναζε κ' ἐλάμπαζε μὴν ἔλθ' ἐκείν' ἡ μέρα
ποὺ τὰ κλαριὰ τοῦ πλάτανου τὴν Πόλη θὰ πλακώσουν.