Ο Γώγος

Από Βικιθήκη
Ὁ Γῶγος
Συγγραφέας:


Ὁ ἥλιος ἐβασίλευε. - Το Σούλι ἐρημωμένο
ἀπὸ μαχαίρι καὶ φωτιά, λησμονημένος τάφος,
μένει βουβὸ καὶ καρτερεῖ.- Ἔζωνε τὰ πλευρά του
ἡ καταχνιὰ κατάλευκη, λιβάνι στὴ θανή του.
Περήφανη στὴ δόξα της ἐπάνωθέ του ἡ Κιάφα
τὸ φοβερό της μέτωπο στεφανωμένο δείχνει
μὲς τῆς ἡμέρας πὄφευγε τὴν ὕστερην ἀχτίδα,
ὡσὰν λαμπάδα νεκρικὴ ποὺ φώτιζε ἀναμμένη
ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σαμουὴλ τὸ μνῆμα.

Στῆς Πάργας τὰ ψηλώματα χιλιάδες κυπαρίσσια
στέκουν ὁλόρθα νὰ θωροῦν τὴν ἐρημιὰ τριγύρω.
Παντοῦ νεκρίλα, σιωπή... κατέβαινεν ἡ νύχτα...
Περίλυπο καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τὸ γαλανὸ τὸ μάτι
ὀλίγ᾿ ὀλίγο ἐνύσταζε, καὶ τότ᾿ ἐκειὰ τὰ δένδρα
ἐφάνταζαν ἀπὸ μακρά, τό ῾να σιμ᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο
στ᾿ ἀπέραντά του βλέφαρα τὰ μυριοδακρυσμένα,
σὰν μελανὰ ματόκλαδα... Πάργα, καημένη Πάργα!

Μαυρολογοῦσ᾿ ἀπὸ μακρά, σαρακοφαγωμένη,
πανέρημ᾿ ἡ Νικόπολη, χορταριασμένη, κούφια.
Τὴν ἔχτισ᾿ ἕνας τύραννος, κι ἄλλος σκληρότερός του,
ὁ Χρόνος, τὴν ἐχάλασε. Καταραμένα χέρια
ξεγύμνωσαν τὰ μνήματα καὶ μὲ τὰ μάρμαρά τους
τὴν ἐθεμέλιωσαν ἐκεῖ. Τοῦ Χάρου τὸ φαρμάκι
ἔσταξε μὲς στὰ σπλάγχνα της κ᾿ ἔμεινε πάντα στεῖρα.
Ὅσες φορὲς ἐπάτησα τὰ σκόρπια κόκαλά της
ἔνιωσα π᾿ ἀνατρίχιαζα μέσα στὰ φυλλοκάρδια,
κ᾿ εἶπα νὰ μένουν ἄταφα, γιὰ νὰ θυμᾶται ὁ κόσμος
ὅτι τὸ δένδρο τῆς σκλαβιᾶς δὲ ζεῖ στὰ χώματά μας.

Ἐδῶθε φεύγει ὁ λογισμὸς μὲ φρίκη, μὲ τρομάρα,
κ᾿ εὑρίσκει ἄλλα χαλάσματα στοῦ Δημουλᾶ τὸν Πύργο...
Μιὰ φούχτα πέτρες καταγῆς!... Γονάτισε, διαβάτη,
ἐμπρὸς σ᾿ αὐτὸ τὸ κόνισμα καὶ ρῖξ᾿ ἕνα τρισάγιο!
Πάρ᾿ ἕνα φύλλο ἀπ᾿ τὸν κισσό, ποὺ τὄχει ἀγκαλιασμένο
καὶ κρέμασε τὸ φυλαχτὸ στὸν κόρφο τοῦ παιδιοῦ σου.
Θὰ τοῦ στοιχειώσει τὴν καρδιά, νὰ γένει ἀνδρειωμένο.
Κοίταξε!... ἀκόμ᾿ ἀχνίζουνε, ζεστά, φωτοκαμένα,
τὰ φοβερά του ἀπάσβεστα, λὲς κ᾿ ἡ ψυχὴ τῆς Δέσπως
ἔμειν᾿ ἐκεῖ καὶ τὰ κρατεῖ νὰ πολεμήσει ἀκόμα.
Στὴν ἔρμη τὴν Νικόπολη ρυάζονται νυχτοπούλια,
κ᾿ ἐδῶ φωλιάζουν ἀϊτοί... Γονάτισε, διαβάτη!

Λαχτάριζεν ἡ Πρέβεζα στ᾿ Ἀλήπασα τὰ νύχια·
οὐδὲ νὰ κλάψει δὲν τολμᾷ στὸ μνῆμα τοῦ Γαβόρη.
Ἀσπροβολοῦν οἱ Πύργοι της στοῦ Κόρφου της τὸ στόμα
σὰ φοβερὰ σκυλόδοντα σ᾿ ἄγρια κατακλείδια,
ἕτοιμα νὰ δαγκάσουνε γι᾿ ἀγάπη τοῦ Βιζίρη.

Τρέχει θολὸ κι ἀγνώριστο τοῦ Λούρου τὸ ποτάμι,
ὅπου σταλάζει μυστικὰ τὸ δάκρυ τῆς Ἠπείρου.
Ὁ γέρο-Πίνδος κάτασπρος καὶ πάντ᾿ ἀνδρειωμένος
πέτεται μὲ τὰ χιόνια του καὶ μὲ τὴν κλεφτουριά του·
στὸν ἥλιο ποὺ βασίλευε, τὸ μάτι του στυλώνει
καὶ λέγει στ᾿ ἄστρο τ᾿ οὐρανοῦ: «Ἐκεῖ ποὺ πᾶς νὰ δύσεις
ἂν σ᾿ ἐρωτήσουνε γιὰ μέ, νὰ πεῖς πῶς δὲν πεθαίνω.»

Μέσα σὲ τόση δυστυχιά, μέσα σε τόσα κάλλη,
ἐκεῖ π᾿ ἀνθίζουν οἱ μυρτιὲς καὶ πρασινίζ᾿ ἡ δάφνη,
ὅπου τ᾿ ἀηδόνια κελαδοῦν καὶ τὸ χλωρὸ χορτάρι
κρύβει στὴν πρασινάδα του τὴ γύμνια καὶ τὴ φτώχια,
σ᾿ αὐτὴν τὴν ὥρα τὴν γλυκιά, ποὺ τῆς ζωῆς ὁ σπόρος
φυτρώνει ἀκαταδάμαστος, κι ὁ κόσμος μεθυσμένος
χορταίνει ἐλπίδες καὶ χαρά, κι ἀγάπη καὶ γλυκάδα...
σ᾿ ἕνα λαγκάδι σκοτεινὸ ἐφάνηκ᾿ ἕνας ὄφις,
πού ῾χε τὰ λέπια τῆς ὀχιᾶς, τ᾿ ἀστρίτη τὸ φαρμάκι,
τὴν ἀσχημάδα τοῦ σκορπιοῦ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ λύκου,
ὀργή, κατάρα θεϊκή, ὁ Γῶγος ὁ προδότης.