Ο Γενή Μανώλης
Ὁ Γενῆ-Μανώλης Συγγραφέας: |
Ἀπό τινων ἡμερῶν εὑρισκόμην εἰς τὸ Μόδι τῆς Κυδωνίας, χωρίον κατοικούμενον ἀπὸ Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, ὀλίγους Τούρκους, ἀπομονωμένους μεταξὺ πολλῶν Χριστιανῶν, διότι ὅλα τὰ γύρω χωρία κατοικοῦνται ἀποκλειστικῶς ἀπὸ Χριστιανούς.
Ἐπερνοῦσα τὸν καιρόν μου εἰς τὸ κυνήγι. Μίαν ἡμέραν δέ, ἔπιστρέφων ἀπὸ τοιαύτην ἐκδρομήν, κατὰ τὸ δειλινόν, εἰσῆλθα εἰς τὴν παρὰ τὸ χωρίον μικρὰν κοιλάδα, τὴν ὁποίαν ἐπλήρου ὁ θόρυβος τῶν καταγινομένων εἰς τὸ λιομάζωμα Τούρκων καὶ Τουρκισσῶν κατὰ τὸ πλεῖστον. Τοῦ ὅλου δὲ θορύβου ἐδέσποζεν ἡ φωνὴ νεαροῦ Τούρκου, ὅστις ἀνεβασμένος εἰς ὑψηλὴν ἐλαίαν, τῆς ὁποίας ἐπριόνιζεν ἕνα ξηρὸν κλάδον, ἔτραγουδοῦσε συγχρόνως εἰς τὸν σκοπὸν τῆς ἐποχῆς:
Τέσσερα φύλλα ἔχει ἡ καρδιά,
Τὰ δυὸ μοὔχεις καϋμένα…
Ἀλλ’ ἔξαφνα ὁ θόρυβος ἐκεῖνος διεκόπη καὶ τὸ ᾆσμα τοῦ νέου ἔπαυσε, χωρὶς νὰ συμπληρώσῃ τὸν στίχον. Παρετήρησα δὲ μίαν κίνησιν εἰς τὸ λαγκάδι, ὡς νὰ κατέλαβεν ἀνεξήγητος πανικὸς τοὺς πρὸ μιᾶς στιγμῆς τόσον ἡσύχους χωρικούς. Ὁ ἐπὶ τοῦ δένδρου Τοῦρκος κατέβη μετὰ σπουδῆς, κατακρημνισθεὶς σχεδόν, καὶ τρέχων ἔγινεν ἄφαντος ὄπισθεν τῶν φρακτῶν. Δύο ή τρία λευκά γιασμάκια φευγουσῶν χανουμισσῶν διέκρινα κυματίζοντα ὡς ἱστία εἰς τὸν ἀέρα, ἐνῷ μία ἄλλη, κρυπτομένη ὄπισθεν χονδροῦ κορμοῦ ἐλαίας, ἤρχισε νὰ φωνάζῃ μὲ φωνὴν ἀνήσυχον, καλοῦσα, φαίνεται, τὸ παιδί της:
— Μωρὲ Μπραΐμη! αἴ, Μπραΐμη!
Μία δὲ ἀραπίνα κατάμαυρη, φεύγουσα πρὸς τὸ χωριό, ἔσυρε καὶ μίαν αἶγα· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ αἶγα δὲν ἠκολούθει, τὴν ἐγκατέλιπε καὶ ἔφυγεν, ἀκατάληπτα κραυγάζουσα.
Ἐπλησίασα μετὰ προφυλάξεως, ἀρχίσας ν’ ἀνησυχῶ κ’ ἐγώ. Αἱ δολοφονίαι μεταξὺ Χριστιανῶν καὶ Τούρκων ἦσαν τότε συχναί· εἶδα δὲ καὶ ἕνα ἐκ τῶν φευγόντων Τούρκων ὅτι ἐκράτει τουφέκι μὲ τὸ ὁποῖον ὠχυρώθη ὄπισθεν ἑνὸς φράκτου καὶ τοῦτο ἐδικαιολόγει ἀκόμη περισσότερον τὴν ἀνησυχίαν μου. Ἐπροχώρησα ἐν τοσούτῳ, προσέχων εἰς τὸν ὄπισθεν τοῦ ξηροτοίχου κρυπτόμενον καὶ ἔχων ἕτοιμον τὸ τουφέκι μου.
Ἀλλ’ ὅταν ἐπλησίασα, ὥστε νὰ μὲ διακρίνῃ καλὰ ὁ Τοῦρκος ἐκεῖνος, ἐσηκώθη ἀφήσας ἐπὶ τοῦ τοίχου τὸ ὅπλον του καὶ μειδιῶν μοῦ εἶπε:
— Ἡ ἀφεντιά σου ’σαι; Βαλαΐ, ἄσχημα ἐφοβηθήκαμε.
— Γιατί φοβηθήκατε;
— Ντρέπομαι νὰ σοῦ τὰ πῶ, ἀπήντησε πλησιάζων, χωρὶς νὰ πάρῃ τὸ τουφέκι του. Ἀντζαΐτικο [1] πράμα, μὰ τὸ Θεό!
Καὶ παρατηρήσας γύρω εἶπε:
— Δὲν ἀπόμεινε ψυχὴ σ’ ὅλα τὰ λιόφυτα. Κι’ αὐτὰ μᾶς τἄκαμε ἡ ἀράπισσα, ποῦ σέ ’δε καὶ σ’ ἐπῆρε γιὰ τὸ Γενῆ-Μανώλη. Μὰ τοῦ μοιάζεις ἀληθινά. Δὲ σ’ ἐβλέπαμε καὶ καλά, γιατ’ ἦσαν ᾑ ἐλιὲς ἀπὸ μπρός, κ’ ἐπιστέψαμε τὴν κουζουλὴ τὴν ἀράπισσα. Ὦ διάολε ντροπή!
— Μὰ ποιὸς εἶν’ αὐτὸς ὁ Γενῆ-Μανώλης;
— Δέν τονε γνωρίζεις;
— Ὄχι· πρώτη φορὰ ἀκούω τ’ ὄνομά του.
— Αἶ, κάτσε τὸ λοιπὸς νὰ σοῦ πῶ εἴντα μᾶςε τρέχει καὶ θὰ δῇς πῶς ἔχομε καὶ δίκιο νἄχωμε τὸ νοῦ μας.
Ἐκάθησα ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ ὁ ἀγᾶς, ἀφοῦ ἐξήγαγεν ἀπὸ τὴν ζώνην του ταμπακέραν ἐκ ναστοχάρτου καὶ μοῦ ἔδωκε νὰ στρίψω σιγάρον, διηγήθη τὴν ἱστορίαν τοῦ Γενῆ-Μανώλη.
Ὁ φέρων τὸ παράξενον τοῦτο ὄνομα ἦτο Μοδιανός, 25 περί του ἐτῶν, Μωαμεθανὸς πρὸ ὀλίγου καιροῦ, Χριστιανὸς δὲ κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Ἐχθρευόμενος ἕνα ὁμήλικον καὶ ὁμοχώριόν του Τοῦρκον, τὸν ἐπυροβόλησε πεντάκις μίαν ἡμέραν μὲ πολύκροτον καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅπου ἐβαπτίσθη, μετονομασθεὶς ἀπὸ Μουσταφᾶς Μανώλης. Ἀλλ’ εἰς Ἀθήνας εὑρισκόμενος, ἔμαθε ὅτι ὁ ἐχθρός του, καίτοι βαρέως πληγωθείς, δὲν ἀπέθανεν, ἀλλ᾽ ἐθεραπεύθη. Τότε ἐπέστρεψε κρυφίως εἰς τὴν Κρήτην καὶ μίαν Παρασκευὴν εἰσῆλθεν εἰς τὸ Μόδι, κρύπτων ὑπὸ τὸ καπότον του βραχύκανον γκρᾶ. Τὸ καφενεῖον τοῦ χωριοῦ, ὅπου ἦσαν συνηγμένοι οἱ Τοῦρκοι κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην, ἦτο παράμερα εἰς τὸ ἄκρον τοῦ χωριοῦ. Καὶ ὁ Γενῆ-Μανώλης ἐκρύβη ὄπισθεν ἑνὸς φράκτου ἀπέναντι τῆς θύρας τοῦ καφενείου καὶ ἐπερίμενεν. Ὅταν δὲ ἐξῆλθε τὸ θῦμά του, τοῦ ἐφώναξε:
— Τὸ ρεβόλβερο δὲ σὲ σκοτώνει· γιὰ νὰ δοῦμε καὶ τὸ γκρᾶ!
Ὁ δυστυχὴς ἄνθρωπος ἐκινήθη διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ καφενεῖον, ἀλλὰ δὲν ἔπρόφθασε, διότι ἡ σφαῖρα τοῦ Μανώλη τὸν εὖρεν εἰς τὴν πλευρὰν καὶ τὸν ἐξήπλωσε νεκρόν. Οἱ ἄλλοι ἐντὸς τοῦ καφενείου Τοῦρκοι, ἐννοήσαντες ποῖος ἦτο, δὲν ἐτόλμησαν νὰ ἐξέλθουν. Πράγματι δὲ ὁ Μανώλης ἔμενεν ἐνεδρεύων διὰ νὰ φονεύσῃ καὶ ἄλλον. Ἔκτοτε περιεφέρετο εἰς τὰ Χριστιανικὰ χωρία τῆς Κυδωνίας, φυγόδικος, ἀπειλῶν νὰ ἐξοντώσῃ τοὺς Μοδιανοὺς Τούρκους. Οἱ Χριστιανοί, οἵτινες τὸν ἔλεγαν Νεοφώτιστον, ὅπως οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀπεκάλουν Καινούργιον (Γενῆ) Μανώλην, τὸν ἐθεώρουν ὡς σπουδαῖον ἀπόκτημα τῆς Χριστιανωσύνης, ὄχι τόσο διὰ τὸ ἀπόκτημα καθ’ ἑαυτό, ὅσον διὰ τὸ πεῖσμα τῶν Τούρκων. Διὰ τοῦτο ὄχι μόνον ἄσυλον τοῦ παρεῖχαν καὶ τὸν ἀπέκρυπταν ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπάνω εἰς τὸν Ὁμαλὸν τὸν συνέλαβεν ἀπόσπασμα χωροφυλάκων, οἱ χωρικοὶ τὸν ἀπέσπασαν διὰ τῆς βίας ἀπὸ τὰ χέρια των. Ἐπειδὴ δὲ καὶ οἱ χωροφύλακες ἦσαν χριστιανοί, καθόλου παράξενον νὰ ἐνέδωκαν προθύμως εἰς τὴν βίαν.
Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀποθράσυνε τὸν Καινούργιον Μανώλην, ὅστις πολλοὺς ἄλλους Μωαμεθανοὺς έκακοποίησε, κατήντησε δὲ ὁ τρόμος πρὸ πάντων τῶν Μοδιανῶν Τούρκων, διότι συνήθως περὶ τὸ χωρίον αὐτῶν, τοῦ ὁποίου τὰ κατατόπια ἐγνώριζε καλῶς, περιεφέρετο, ὡς λύκος, καιροφυλακτῶν νὰ δολοφονήσῃ καὶ ἄλλον. Διὰ τοῦτο καὶ τὸ λάθος τῆς ἀραπίνας, ἥτις μὲ ἐξέλαβεν ὡς τὸν ἀρνησίθρησκον, τοσοῦτον ἐνέσπειρε πανικὸν εἰς τὸν ἐλαιῶνα.
Ἀφοῦ μοῦ διηγήθη πάντα ταῦτα ὁ Μοδιανὸς Τοῦρκος μοῦ εἶπε, φοβούμενος μήπως μὲ δυσηρέστησε δι’ ὅσα εἶπε κατὰ τοῦ νεοφωτίστου, ὁ ὁποῖος τόσον ἦτο ἀγαπητὸς εἰς τοὺς ὁμοθρήσκους μου:
— Νὰ σοῦ πῶ, δὲν εἶνε κακὸς ὁ Μανώλης, μόνο εἶνε στσὶ κουζουλάδες του ἀπάνω νέος, βλέπεις… τοὔδωκε κι’ ἀέρα τὸ Χουκιουμέτι, ἀποῦ δέν τονε πιάνει, κ’ ἐγίνηκε κακὸς μπελᾶς στὴν κεφαλή μας.
Ὅσοι εἶχαν φύγει καὶ κρυβῆ ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ἐπανήρχοντο σιγὰ σιγά, ἀφοῦ ἐβεβαιώθησαν ὅτι ὁ ἐμφανισθεὶς ἔνοπλος δὲν ἦτο ὁ Μανώλης. Αἱ χανούμισσαι ἐμουρμούριζαν ἀρὰς κατὰ τοῦ ἀρνησιθρήσκου, οἱ δὲ ἄνδρες ἦσαν στενοχωρημένοι, ἐντρεπόμενοι διότι τοὺς εἶδα, χριστιανὸς ἐγώ, νὰ φοβοῦνται τόσον ἕνα ἄνθρωπον. Καὶ μόνον ἡ ἀραπίνα ἐγέλα ἠλιθίως, μὲ τὸν φόβον της, ὅστις διεψεύσθη ὡς κακὸν ὄνειρον.
Ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὸ περιστατικὸν τοῦτο ἐγνώρισα τὸν Καινούργιον Μανώλην εἰς τὸ γειτονικὸν χωρίον, ὅπου ἦτο προσκεκλημένος εἰς ἕνα γάμον. Καὶ ἐνῷ ἀμέριμνος ἐχόρευε, κατέφθασαν χωροφύλακες καὶ ἐπεχείρησαν νὰ τὸν συλλάβουν· ἀλλὰ καὶ πάλιν οἱ χωρικοὶ τὸν ἐλευθέρωσαν καὶ ἐξυλοκόπησαν τοὺς χωροφύλακας, οἵτινες ἐτόλμησαν νὰ θίξουν ἄνθρωπον ἐκπροσωποῦντα μίαν νίκην τῆς χριστιανωσύνης κατὰ τοῦ μωαμεθανισμοῦ.
Ἐπὶ τέλους ὅμως τὸ πολὺ θάρρος κατέστρεψε τὸν δημοφιλὴ φυγόδικον. Εἶχεν ἐκτείνει τὰς ἔκδρομάς του μέχρι τῶν προθύρων τῶν Χανίων, ὅπου μίαν ἡμέραν συνελήφθη καὶ ὡδηγήθη εἰς τὰς φυλακάς.
Ἐκεῖ τὸν ἐπανεῖδα τυχαίως μετὰ ἕνα μήνα προβάλλοντα τὴν κεφαλὴν ἀπὸ τὴν θυρίδα τῶν φυλακών.
— Μπά! τί γίνεσαι, Μανώλη; τοῦ εἶπα.
Ὁ ἐξωμότης συνωφρυώθη καὶ ἐπρόφερε μίαν ὕβριν:
— Μουσταφᾶ μὲ λένε. Τοῦρκος ἐγεννήθηκα καὶ Τοῦρκος θ’ ἀποθάνω!
— Ὥστε ἐτούρκεψες πάλι;
— Ναί, ἐτούρκεψα, μοῦ ἀπήντησε μὲ τραχύτητα.
Ἔπειτα παρατηρήσας γύρω του καὶ ἰδὼν ὅτι οὐδεὶς τὸν ἤκουεν, ἐμειδίασε τὸ πλῆρες κυνισμοῦ μειδίαμά του καὶ μοῦ εἶπε:
— Τζάνε μου, ἐτσά ’νε καλλίτερα. Όποὔχει δυὸ ἀγαπητικὲς ἔχει χαρὰ μεγάλη—ὄντε μαλλώνει μὲ τὴ μιὰ πααίνει μὲ τὴν ἄλλη. Στὸν κάτω κόσμο θὰ μὲ συνορίζουνται δυό· ὁ Μουχαμέτης κι ὁ Χριστός.
- ↑ Παράξενο.