Ο Γενή Μανώλης

Από Βικιθήκη


Ο Γενή Μανώλης




Aπό τινών ημερών ευρισκόμην εις το Μόδι τής Κυδωνίας, χωρίον κατοικούμενον από χριστιανούς καί Τούρκους, ολίγους Τούρκους, απομονωμένους εν μέσω πολλών χριστιανών, διότι όλα τα γύρω χωρία κατοικούνται αποκλειστικώς από χριστιανούς.

Διηρχόμην τον καιρόν μου κυνηγών. Μίαν ημέραν δε, επιστρέφων από το κυνήγι κατά το δειλινόν, εισήλθα εις την παρά το χωρίον μικράν κοιλάδα, την οποίαν επλήρου ο θόρυβος των καταγινομένων εις το λιομάζωμα, Τούρκων και Τουρκισσών κατά το πλείστον. Του όλου δε θορύβου εδέσποζεν η φωνή νεαρού Τούρκου, όστις ανεβασμένος εις υψηλήν ελαίαν, της οποίας απέκοψεν ένα ξηρόν κλάδον, ετραγούδει συγχρόνως εις τον σκοπόν της εποχής:


Τέσσαρα φύλλα έχει ή καρδιά,
Τα δύο μου’ χεις καμένα...


Αλλ' έξαφνα ο θόρυβος εκείνος διεκόπη και το άσμα του Τούρκου έπαυσε χωρίς να συμπληρώσει τον στίχον. Παρετήρησα δε μίαν κίνησιν εις το λαγκάδι, ως να κατέλαβεν ανεξήγητος πανικός τούς προ μιας στιγμής τόσον ήσυχους χωρικούς. Ο επί του δένδρου Τούρκος κατέβη μετά σπουδής, κατακρημνισθείς σχεδόν και έγινεν άφαντος τρέχων όπισθεν των φρακτών. Δύο ή τρία λευκά γιασμάκια φευγουσών χανουμισών διέκρινα κυματίζοντα, ως ιστία, εις τον αέρα, ενώ μία άλλη, κρυπτομένη όπισθεν χονδρού κορμού ελαίας, ήρχισε να φωνάζει με φωνήν ανήσυχον, καλούσα, φαίνεται, το παιδί της ;

— Μωρέ Μπραΐμη! ε, Μπραΐμη!

Μία δε αραπίνα κατάμαυρη, φεύγουσα προς το χωριό, έσυρε και μίαν αίγα· αλλ' επειδή ή γίδα δεν ηκολούθει, την εγκατέλιπε και έφυγεν ακατάληπτα κραυγάζουυσα.

Επλησίασα μετά προφυλάξεως, αρχίσας ν’ ανησυχώ κι εγώ, μάλιστα όταν είδα ένα των Τούρκων, όστις κρατών τουφέκι, εφάνη ως ενεδρεύων όπισθεν ενός ξηροτοίχου.

Κατά την εποχήν εκείνην ήσαν συχναί αι δολοφονίαι και αι αντεκδικήσεις μεταξύ χριστιανών και Τούρκων, τούτο δ' εδικαιολόγει ακόμη περισσότερον την ανησυχίαν μου. Επροχώρησα εν τοσούτω προσέχων εις τον όπισθεν του ξηροτοίχου κρυπτόμενον και έχων έτοιμον το τουφέκι μου. Αλλ' όταν επλησίασα, ώστε να με διακρίνει καλά ό Τούρκος εκείνος, εσηκώθη αφήσας έπι του τοίχου το όπλον του και μειδιών μού είπε:

— Ή αφεντιά σου 'σαι; Βαλαΐ, άσκημα εφοβηθήκαμε;

— Γιατί φοβηθήκετε;

— Ντρέπομαι να σου τα πω, απήντησε πλησιάζων, χωρίς να πάρει το τουφέκι του. Αντζέπικο πράμα, μα το Θεό!

Και παρατηρήσας γύρω, είπε:

— Δεν απόμεινε ψυχή σ’ όλα τα λιόφυτα. Κι αυτά μας τα ‘καμε η αράπισσα, που σε είδε και σ' επήρε για το Γενή Μανώλη. Μα του μοιάζεις αληθινά. Δεν σ’ εβλέπαμε και καλά, γιατ' ήσαν οι ελιές από μπρος κι επιστέψαμε την κουζουλή την αράπισσα. Ω διάολε ντροπή!

— Μα ποιος είν' αυτός ο Γενή Μανώλης;

— Δεν τονε γνωρίζεις;

— Όχι, πρώτη φορά ακούω τ’ όνομά του:

— Ε, κάτσε το λοιπόν να σου πω ήντα μαςε τρέχει και θα δεις πως έχομε και δίκιο να’ χομε το νου μας.

Εκάθησα επί των χόρτων και ο αγάς, αφού εξήγαγεν από την ζώνην του ταμπακέραν εκ ναστοχάρτου και μου έδωκε να στρίψω σιγάρον, διηγήθη την ιστορίαν του Γενή Μανώλη.




Ο φέρων το παράξενον τούτο όνομα ήτο Μοδιανός, 25 περίπου ετών, μωαμεθανός προ ολίγου καιρού, χριστιανός δε κατά την εποχήν εκείνην. Εχθρευόμενος ένα ομήλικον και ομοχώριόν του τούρκον, τον έπυροβόλησε πεντάκις μίαν ημέραν με πολύκροτον και απήλθεν εις τας Αθήνας, όπου εβαπτίσθη, μετονομασθείς από Μουσταφάς Μανώλης. Αλλ' εν Αθήναις ευρισκόμενος, έμαθεν ότι ο εχθρός του, καίτοι βαρέως πληγωθείς. δεν απέθανεν, αλλ' εθεραπεύθη. Τότε επέστρεψε κρυφίως εις Κρήτην και μίαν Παρασκευήν εισήλθεν εις το Μόδι, κρύπτων υπό το καπότον του βραχύκανον γκρα. Το καφενείον του χωρίου, όπου ευρίσκοντο οί τούρκοι κατά την ώραν εκείνην, ήτο παράμερα εις το άκρον του χωρίου. Και ο Γενή Μανώλης, κρυβείς όπισθεν ενός φράκτου απέναντι της θύρας του καφενείου, επερίμενε. Όταν δε εξήλθε το θύμα του, του εφώναξε:

— Το ρεβόλβερο δε σε σκοτώνει, για να δούμε και το γκρα!

Ο δυστυχής άνθρωπος εκινήθη δια να επιστρέψει εις το καφενείον, αλλά δεν επρόφθασε, διότι η σφαίρα του Μανώλη τον εύρεν εις την πλευράν και τον εξήπλωσε νεκρόν. Οι άλλοι εντός του καφενείου τούρκοι, εννοήσαντες ποίος ήτο, δέν ετόλμησαν να εξέλθουν. Πράγματι δε ο Μανώλης έμενεν ενεδρεύων δια να φονεύσει και άλλον.

Έκτοτε περιεφέρετο εις τα χριστιανικά χωρία της Κυδωνίας, φυγόδικος, απειλών να εξοντώσει τους Μοδιανούς τούρκους. Οι χριστιανοί, οίτινες τον εφώναζον Νεοφώτιστον, όπως οι Τούρκοι τον απεκάλουν καινούργιον (Γενή) Μανώλην, τον εθεώρουν ως σπουδαίον απόκτημα της χριστιανοσύνης, όχι τόσον διά το απόκτημα καθ' εαυτό, όσον διά το πείσμα των Τούρκων. Διά τούτο ου μόνον άσυλον του παρείχον και τον απέκρυπτον από την εξουσίαν, αλλά και όταν επάνω εις τον Ομαλόν τον συνέλαβεν απόσπασμα χωροφυλάκων, οι χωρικοί τον απέσπασαν διά της βίας από τας χείρας αυτών. Επειδή δε και οι χωροφύλακες ήσαν χριστιανοί, καθόλου παράξενον να ενέδωκαν προθύμως εις την βίαν των χωρικών.

Το γεγονός τούτο απεθράσυνε τον Καινούργιον Μανώλην, όστις πολλούς άλλους Μωαμεθανούς εκακοποίησε, κατήντησε δε ο τρόμος προ πάντων των Μοδιανών τούρκων, διότι συνήθως περί το χωρίον αυτών, του οποίου τα κατατόπια εγνώριζε καλώς, περιεφέρετο, ως λύκος, καιροφυλακτών να δολοφονήσει, και άλλον. Διά τούτο δε το λάθος της αραπίνας, ήτις με εξέλαβεν ως τον αρνησίθρησκον εκείνον, τοσούτον ενέσπειρε πανικόν εις τους ελαιώνας.

Αφού μου διηγήθη πάντα ταύτα ο Μοδιανός τούρκος, μου είπε, φοβούμενος μήπως με δυσηρέστησε δι' όσα είπε κατά του νεοφώτιστου, τον οποίον τόσον ηγάπων και επροστάτευον οι ομόθρησκοί μου:

— Να σου πω δεν είναι και κακός ο Μανώλης· μόνο είναι στσι κουζουλάδες του απάνω· νέος βλέπεις... του’ δωκε κι αέρα το Χουκιουμέτι, απού δεν τονε πιάνει, κι εγίνηκε κακός μπελάς στην κεφαλή μας.

Όσοι είχον φύγει και κρυβεί εδώ κι εκεί, επανήρχοντο σιγά σιγά, αφού εβεβαιώθησαν ότι ο εμφανισθείς ένοπλος δεν ήτο ο Μανώλης. Αι χανούμισσαι εμουρμούριζον αράς κατά του αρνησιθρήσκου, οι δε άνδρες ήσαν στενοχωρημένοι, εντρεπόμενοι διότι τους είδα, χριστιανός εγώ, να φοβούνται τόσον ένα άνθρωπον. Και μόνον η αραπίνα εγέλα ηλιθίως, διασκεδάζουσα με τον φόβον της, όστις διεψεύσθη ως τρομακτικόν όνειρον.




Ολίγας ημέρας μετά το περιστατικόν τούτο εγνώρισα τον Καινούργιον Μανώλην εις το γειτονικόν χωρίον, όπου ήτο προσκεκλημένος εις ένα γάμον. Και ενώ αμέριμνος εχόρευε, κατέφθασαν χωροφύλακες και επεχείρησαν να τον συλλάβουν· αλλά και πάλιν οι χωρικοί τον ελευθέρωσαν και εξυλοκόπησαν τους χωροφύλακας, οίτινες ετόλμησαν να θίξουν άνθρωπον εκπροσωπούντα μίαν νίκην της χριστιανωσύνης κατά του μωαμεθανισμού.

Επί τέλους όμως το πολύ θάρρος κατέστρεψε τον δημοφιλή φυγόδικον. Είχεν εκτείνει τας εκδρομάς του μέχρι των προθύρων των Χανίων, όπου μίαν ημέραν συνελήφθη και ωδηγήθη εις τας φυλακάς.

Εκεί τον επανείδα τυχαίως μετά ένα μήνα, προβάλλοντα την κεφαλήν από την θυρίδα της πύλης των φυλακών.

— Μπα! τι γίνεσαι, Μανώλη; του είπα.

Ο εξωμότης συνωφρυώθη και επρόφερε μίαν βρωμεράν ύβριν .

— Μουσταφά με λένε. Τούρκος εγεννήθηκα και τούρκος θ' αποθάνω!

— Ώστε ετούρκεψες πάλι;

— Ναι, ετούρκεψα, μου απήντησε με τραχύτητα προκλητικήν.

Έπειτα παρατηρήσας γύρω του και ιδών ότι ουδείς τον ήκουε, εμειδίασε με το πλήρες κυνισμού μειδίαμά του και εψιθύρισε:

— Τζάνε μου, ετσά καλύτερα. Οπού ’χει δυο αγαπητικές έχει χαρά μεγάλη — Όντε μαλώνει με τη μια πααίνει με την άλλη. Στον κάτω κόσμο θα με συνορίζουνται δυο· ο Μουχαμέτης και ο Χριστός.