Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος/Πράξις τρίτη

Από Βικιθήκη
Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος
Συγγραφέας:
Πράξις τρίτη


(Εις τον πύργον της Κυρά - Ρήνης. Αίθουσα πολυτελής
   μεσαιωνικού ρυθμού. Εις το βάθος ανάκλιντρον και
   επ' αυτού διάφοροι πολύτιμοι γυναικείαι ενδυμασίαι.
   Παρά το ανάκλιντρον κομωτήριον και επ' αυτού ανηρ-
   τημένον βενετικόν κάτοπτρον. Αριστερά της σκηνής και
   πλησίον τον προσκηνίου μικρά τράπεζα και επ' αυτής
   τρίφωτος λυχνία αναμμένη. Εις το βάθος θύρα, δεξιά
   θύρα, αριστερά, παράθυρον. Εσπέρα).



ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ



ΚΥΡΑ - ΡΗΝΗ — ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ — ΒΑΓΙΕΣ

(Η κυρά - Ρήνη κάθηται νωχελώς επί εδωλίου εις το μέσον της σκη -
   νής. Εις το πλευρόν της ορθία η Μαργαρώνα. Δεξιά και αριστερά
   εις απόστασιν μέχρι σχεδόν των παρασκηνίων ανά τρεις βάγιες).

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς μίαν από της βάγιες)
   Εσ' είσαι αλαφροδάχτυλη· βάλε χρυσή μπροστέλλα,
   ανασκουμπώσου ισάγκωνα, πάρε το χτένι, κ' έλα
   να την χτενίσης.

(εν ώ η βάγια εκτελεί την εντολήν)

   Πρόσεχε τριχούλα να μην πέση
   γιατί μετριώνται με φλωριά.

(Προς τας λοιπάς)

   Ελάτε πειο στη μέση.

(Εκείναι πλησιάζουν κατά τι)

ΒΑΓΙΑ
(ξεπλέκουσα την κόμην της κυρά - Ρήνης και άδουσα)

   Ξεπλέκω τα χρυσά μαλλιά
   κ' ήλιος τη νύχτα βγαίνει
   κ' η λαμπερή των αντηλιά
   το φως τον λύχνου σβένει.
   Σωπαίνει τ' αηδονιού η λαλιά
   στο λόγγο γελασμένη.

(Κτενίζουσα την κόμην της κυρά - Ρήνης)

   Χτενίζει τα χρυσά μαλλιά
   το λεφαντένιο χτένι,
   διπλή, τετράδιπλη θηλειά
   με χάρι σφιχτοδένει
   στη μεταξένια τραχηλιά
   την αχνοκεντημένη.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς την κυρά - Ρήνην)
   Ποιο κοντογούνι επιθυμείς απόψε να φορέσης;

ΡΗΝΗ
   Με ποιο θ' αρέσω πειότερο;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Ρωτάς με ποιο θ' αρέσης;
   Όποιο κι' αν βάλης, ώμορφη θε νάσαι.

ΡΗΝΗ
   Τότε ας βάλω
   το πράσινο με τ' αργυρά τα ξόμπλια.

(εν ώ η βάγια πηγαίνει να το φέρη)

   Όχι· τ' άλλο,
   το κόκκινο με της χρυσές της πούλιες σαν αστέρια

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Τ' άκουσες, βάγια; Φέρε το, και προσοχή στα χέρια.

(Η βάγια εκτελεί την εντολήν και πλησιάζει)

ΒΑΓΙΑ

(ενδύουσα την κυρά - Ρήνην και άδουσα)

        Κοντογουνάκι κόκκινο
        που σε στολίζουν άστρα,
        αγκάλιασε του κόρφου της
        τη μαρμαρένια γλάστρα,
        εκεί που πλημμυρίζουνε
        κρινάκια ευωδιασμένα
        και δυο μισοκλεισμένα
        τριανταφυλλάκια ανθούν.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ

(προς την βάγιαν, δίδουσα κλειδίον)

   Πάρε τ' ολόχρυσο κλειδί κι' άνοιξε τα συρτάρια
   και φέρε τα διαμαντικά και τα μαργαριτάρια.

(προς την κυρά - Ρήνην, εν ώ η βάγια συλλέγει τα κοσμήματα)

   Ποια ρήγισσα και ποια κυρά τόσα στολίδια θάχη;

ΡΗΝΗ
   Κι' αν μούλειπαν;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Δεν θάχανες· στολίδι είσαι μονάχη.

ΒΑΓΙΑ (στολίζουσα την κυρά - Ρήνην)
        Χρυσά, διαμαντοκόλλητα
        βραχιόλια, δαχτυλίδια,
        σεις του χεριού του αφρόπλαστου
        πολύτιμα στολίδια,
        μην πολυκαμαρώνετε·
        τα μύρια σας διαμάντια
        στα μάτια της αγνάντια
        με μιας θα θαμπωθούν.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς την βάγιαν)
   Τη χτένισες, την έντυσες, τη στόλισες με τάξι·
   φέρε και τον καθρέφτη της το τ' είνε να κυττάξη.

ΒΑΓΙΑ

(κρατούσα τον καθρέπτην προ της κυρά - Ρήνης)

        Καθρέφτη μου, όταν σ' έφερναν
        από τη Βενετία,
        ποιος σ' τώλεγε, καθρέφτη,
        ξελογιαστή και κλέφτη,
        πως στο γιαλί σου τ' άψυχο
        τέτοια γλυκειά ματιά
        λαχταριστή θα πέφτη ;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (στης βάγιες)
   Σύρετε τώρα στο καλό.

(Η βάγιες υποκλινόμεναι εξέρχονται)



ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ



ΚΥΡΑ - ΡΗΝΗ — ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ

(εγειρομένη και λαμβάνουσα τον καθρέπτην)

   Για 'δες με, Μαργαρώνα !

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Σένα, κυρά μου, σούπρεπε βασίλισσας κορώνα,
   να πέφτουν να σε προσκυνούν όλοι, και νειοι και γέροι.

ΡΗΝΗ
   Βασίλισσ' αν δεν είμ' εγώ, του βασιλιά είμαι ταίρι
   και σκλάβος μου είν' ο βασιλιάς κ' εγώ του σκλάβου η σκλάβα.
   Μηδέ λογιάζω τη ζωή και της ζωής το διάβα
   μηδέ ψηφώ την άπιαστη κακογλωσσιά του κόσμου.
   Τι έχω να χάσω; Την καρδιά, τα κάλλη μου, το βιος μου
   στο ρήγα τον Ανήλιαγο, σ' αυτόν τάχω δομένα,
   κι' αυτός τα καλοδέχτηκε κ' έδωκε αυτός σε μένα
   και την καρδιά του ολόκληρη και τη ζωή του ακέρια.
   Στα χέρια του είνε ό,τι έχω εγώ και στα δικά μου χέρια
   ό,τι έχει εκείνος· τίποτα δεν μας χωρίζει.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Η ημέρα.
   Πριν φέξη, φεύγει μακρυά, γοργός σαν τον αγέρα,
   γοργότερος κι' απ' τ' άτι του, και συ απομένεις μόνη,
   Η ημέρα σας χωρίζει.

ΡΗΝΗ
   Ε! η νύχτα μας ενώνει.
   Μήνες και μήνες πέρασαν κι' ούτε μια νύχτα ως τόσο
   δεν έλειψε, δεν έπαψε ζητώντας να του δώσω
   τ' ό,τι κ' εκείνος μούδωκεν: αγάπη, αγάπη αιώνια.
   Μήνες και μήνες πέρασαν και θα περάσουν χρόνια
   κι' ο κάθε γύρος του καιρού θε νάνε κι' άλλος γύρος
   της αλυσίδας πούδεσε της δυο καρδιές μας. Κλήρος
   της μοίρας μου η αγάπη του.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (μετά τινος δισταγμού)
   Μακάρι!

ΡΗΝΗ (συνοφρυωθείσα)
   Τι μ α κ ά ρ ι;
   Εδώ μ α κ ά ρ ι δεν χωρεί.

(ατενίζουσα εταστικώς την Μαργαρώναν)

   Η όψι σου έχει πάρει
   της δυσπιστίας τη ζωγραφιά και τη θωριά του τρόμου.
   Τ' ήτανε το μακάρι αυτό; Δεν τον θαρρείς δικό μου
   όσο δική του είμαι κ' εγώ;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Η ημέρα σας χωρίζει.

ΡΗΝΗ
   Κ' η νύχτα μας ενώνει.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (με δισταγμόν)
   Ναι.

ΡΗΝΗ (εντόνως)
   Τι ναι; μη δεν γυρίζει
   με τόση αχόρταγη χαρά, το βράδυ, μ' όση λύπη
   φεύγει από μένα την αυγή;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (δειλώς)
   Της ώρες του που λείπει;

ΡΗΝΗ
   Είνε κοντά μου με το νου. Ο λογισμός του ο μόνος
   κι' ο μόνος πόθος του είμ' εγώ. Μήτ' ο χρυσός του θρόνος
   μήτ' η κορώνα που φορεί...

(διακοπτομένη αποτόμως)

   Δεν το πιστεύεις τάχα;
   δεν το πιστεύεις; λέγε μου.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Δεν είπα . . . λέω μονάχα
   πως φεύγει πριν καν να φανή της χαραυγής το αστέρι.

ΡΗΝΗ
   Πηγαίνει στο παλάτι του.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Το λέει αυτός· ποιος ξέρει . . .

ΡΗΝΗ (ορμητικώς)
   Αν λέη αλήθεια, θες να πης;

(η Μαργαρώνα σιωπά)

   Σωπαίνεις; ξέρεις κάτι
   και μου το κρύβεις; λέγε το. Πηγαίνει στο παλάτι,
   ναι, στο παλάτι του, κ' εκεί δεν έχει πεια άλλο πόθο
   παρά την ώρα καρτερεί που θάρθη εδώ. Το νοιώθω,
   το βλέπω μέσ' τα μάτια του

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Κάποτ' οι άνδρες...

ΡΗΝΗ (με οργήν)
   Σώπα,
   δεν λες αλήθεια. Ούτε στιγμή δεν με ξεχνά, σου τώπα,
   ούτε στιγμή !

(σιωπά και βηματίζει σύννους).

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (κατ' ιδίαν)
   Μα δεν τολμώ ... Εγώ να την λυπήσω;

ΡΗΝΗ (σταματώσα αποτόμως)
   Κάποτ' οι άνδρες ; τ' ήθελες να πης, λέγε το πίσω·
   κάποτ' οι άνδρες;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Λησμονούν.

ΡΗΝΗ (ορμητικώς)
   Ψέμματα!... Τι με μέλει
   κι' αν όλ' οι άνδρες λησμονούν ; Εκείνος μήτε θέλει
   μήτε μπορεί να λησμονή.

(αρπάζουσα βιαίως τας χείρας της Μαργαρώνας)

   Μπορεί να λησμονήση
   τη Ρήνη του; και που, ναι, που θαύρη μιαν άλλην ίση
   κι' όμοια μου;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Πουθενά.

ΡΗΝΗ
   Λοιπόν;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Οι άνδρες...

ΡΗΝΗ
   Οι άνδρες πάλι;
   Τι πάλι οι άνδρες;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Αγαπούν αλλάζουν· θέλουν κι' άλλη·
   μια μόνη αγάπη δεν αρκεί τη δίψα των να σβύνη,
   γιατ' είνε δίψ' αχόρταγη.

ΡΗΝΗ
   Ναι· μ' αν η μόνη εκείνη
   κάνει για δέκα κ' εκατό;

(αρπάζουσα τον καθρέπτην και κατοπτριζομένη)

   Αν είνε τέτοια;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (κατ' ιδίαν)
   Η μαύρη
   πώς να το πω ;

ΡΗΝΗ
   Ε; και θαρρείς τόση ωμορφιά πως θαύρη
   σε δέκα κ' εκατό μαζί; Κι' αγάπη; Αγάπη τόση,
   χίλιες καρδιές κι' αν ενωθούν σε μια, θε να του δώση
   ποτέ η καρδιά η χιλιόκαρδη όσ' η καρδιά μου εμένα,
   τόσην αγάπη ; Ποια φωτιά σε δάση πυκνωμένα
   καίγεται σαν τη φλόγα μου;

(Η Μαργαρώνα σιωπά)

   Σωπαίνεις, Μαργαρώνα

(την πλησιάζει)

   Παράξενα μου φαίνονται τα δυο σου μάτια. Τώνα
   βουρκώνει, σαν να ξεχειλά μια κάποια λύπη· τ' άλλο
   κρύβει τη λύπη ξάστερο. Δεν ξέρω τι να βάλω
   στο νου.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (κύπτουσα την κεφαλήν)
   Κυρά μου!....

ΡΗΝΗ
   Λέγε, τι, τι ξέρεις και μου κρύβεις;
   Φοβήθηκες να μην το 'δω στην όψι σου και σκύβεις
   το πρόσωπό σου; δεν μιλείς ;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Κυρά, συμπάθησέ με,
   μη με παιδεύης!

ΡΗΝΗ (ανεγείρουσα το πρόσωπον της
   Μαργαρώνας)

   Κύττα με στα μάτια, κι' άφισέ με
   μέσα στα δυο τα μάτια σου το νου σου ν' αναγνώσω.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Αφού έχεις τόση επιμονή κι' αφού το θέλεις τόσο...

ΡΗΝΗ
   Ναι, ναι, το θέλω.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Μα γιατί για μια μου σκέψι μόνο
   θυμώνεις κι' αφαρπάζεσαι, κυρά μου ;

ΡΗΝΗ
   Δεν θυμώνω,
   θέλω να ξέρω μοναχά· δεν θέλω άλλος να ξέρη
   εκείνο που δεν ξέρω εγώ· τ' ακούς ; δος μου το χέρι
   και κύττα με κατάμματα.

(την αρπάζει από της χειρός)

   Δεν μου μιλείς ακόμα ;

(Μετά μικράν σιγήν, μεταβάλλουσα ύφος, θωπευτικώς)

   Πιστή μου βάγια, αν μ' αγαπάς, άνοιξε πεια το στόμα·
   θέλω να ξέρω, λέγε μου.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Κυρά μου...

ΡΗΝΗ
   Ναι, χρυσή μου,
   καλή μου βάγια, λέγε μου. Μου 'πήρες τη μισή μου
   ζωή μ' αυτά τ' απάντεχα, μ' αυτά τα μασημένα
   και τα μισά τα λόγια σου. Δεν είσαι πεια για μένα
   πιστή κ' εμπιστεμένη μου ; τον εδικό μου πόνο
   δικό σου δεν τον έχεις πεια;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Μια σκέψι μου είπα μόνο.

ΡΗΝΗ (εντόνως, με οργήν)
   Μια σκέψι σου; τόσον καιρό ποτέ σου τέτοια σκέψι
   δεν εξεστόμισες, ποτέ! Ποιος τώρα θα πιστέψη
   πως είνε σκέψι μοναχά και πως δεν είνε κάτι
   που μου το κρύβεις άπονα; Ναι, βρήκες μονοπάτι
   τη λέξι αυτή, γυρεύοντας να φύγης απ' το δρόμο,
   το δρόμο της αλήθειας.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προσπαθούσα ν' αποσπασθή)
   Μα ...

ΡΗΝΗ
   Το νοιώθω κι' απ' τον τρόμο
   της κομπιασμένης σου φωνής. Γιατί το χέρι σέρνεις
   μέσ' απ' το χέρι μου; Ζητάς να φύγης ή με παίρνεις
   γι άπραγη και γι ανήξερη ; Μη θάρρεψες πως είχα
   καιρό για σκέψεις άστοχες; Μια σκέψι σου; μια τρίχα
   ζήλειας, τριχιά τετράδιπλη, σφιχτή θηλειά μου δένει
   τριγύρω στο λαιμό.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (αποσπασθείσα)
   Μα εγώ...

ΡΗΝΗ
   Μα εσύ;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Μα εγώ η καϋμένη
   πούχω για μόνη μου χαρά στον κόσμο τη χαρά σου,
   πώς θες να σε λυπήσω;

ΡΗΝΗ
   Τι; δεν είμ' εγώ η κυρά σου;
   Σου το προστάζω, λέγε μου.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Λόγια του κόσμου.

ΡΗΝΗ
   Πάλι
   να μου ξεφύγης προσπαθείς.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (τρέμουσα)
   Λένε πως έχει κι' άλλη
   και την ημέρα πάει σ' αυτήν.

ΡΗΝΗ (ανατιναχθείσα και ρίψασα με
   οργήν τον καθρέπτην)

   Ψέμματα!

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Ναι, του κόσμου
   λόγια.

ΡΗΝΗ
   Και συ τα πίστεψες!

(Εκρίγνυται εις γέλωτα, όστις βαθμηδόν μεταπίπτει εις λυγμούς)

   Δεν είνε πεια δικός μου ;
   μόνο δικός μου ;

(Ορμώσα αρπάζει την Μαργαρώναν από της
   χειρός και της επιβάλλει να γονατίση).

   Σκύψ' εκεί, γονάτισε μπροστά μου
   και λέγε μου, πώς τώμαθες, ποιος σ' τώπε!

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προσπαθούσα να εγερθή).
   Φθάνει.

ΡΗΝΗ
   Χάμου!
   Ποιος σ' τώπε; λέγε.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (φοβισμένη)
   Μια γρηά πούρθε από ξένα μέρη
   τώπε στον άντρα μου.

ΡΗΝΗ
   Και συ με μιας, και χέρι - χέρι
   το πίστεψες.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Όχι, κυρά.

ΡΗΝΗ
   Κι αυτή η γρηά πού μένει;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Δεν είχε πού να κοιμηθή, φαινώταν πεινασμένη
   κι' ο άντρας μου την έφερε. Της δώσαμ' ένα πιάτο
   φαεί, και την εβάλαμε να κοιμηθή.

ΡΗΝΗ
   Πού;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Κάτω,
   στο σταύλο.

ΡΗΝΗ
   Σύρε φέρε την αμέσως, όπως είνε,
   με τα κουρέλια της· και συ στην κάμαρά σου μείνε.
   Θα την ρωτήσω μόνη μου.

(Η Μαργαρώνα εξέρχεται)



ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ



ΡΗΝΗ (μόνη)
   Κόσμε κακιέ, παλαίβεις
   για λίγα ψίχουλα χαράς, κι' αν δεν τα βρίσκης, κλέβεις
   με τη χλωμή τη ζήλεια σου την ευτυχία την ξένη,
   χωρίς απ' την κλεψιά σου αυτή κέρδος να σ' απομένη.

(Βαίνει διά να καθήση, αλλά συναντά χάμω τον καθρέπτην).

   Το δύστυχο! τον έσπασα.

(Τον ανεγείρει και κατοπτρίζεται).

   Μια χαρακιά μονάχα
   πώς μου χαλάει την ωμορφιά ! Μια χαρακιά είνε τάχα
   μέσ' τον καθρέφτη της καρδιάς κι' ο φθόνος, κι' ασχημίζει
   τα κάλλη μου στα μάτια αυτά του κόσμου, που νομίζει
   πως από μένα πειο ώμορφη θε να βρεθή στην πλάσι
   για ν΄ αγαπήση ο Ανήλιαγος; Ο κόσμος να χαλάση
   τέτοια ωμορφιά δεν θα βρεθή !

(Κάθηται. Μετά τινα σιγήν).

   Κάποτ' οι άνδρες . . . Όχι!
   δεν θέλω τον Ανήλιαγο, με τέτοιες χάρες πώχει,
   μ' όλους τους άνδρες του σωρού να μου τον κρίνουν ίσια!
   Όσο περίσσια η δόξα του, τόσο, τόσο περίσσια
   κ' η αγάπη του. Κι' αν λησμονούν οι άλλοι, τάχα πρέπει
   να λησμονή κι' ο Ανήλιαγος;

(Μετά τινα σιγήν)

   Δεν ξέρω...κάποια σκέπη
   μούκρυψε ξάφνω μέσ' στο νου την ξάστερην αλήθεια
   πως μόνο εμέναν αγαπά.

(Σιωπή: σύννους. Εισέρχεται δειλώς η Μοίρα, μετημφιε-
   σμένη εις γραίαν, ως εις την πρώτην πράξιν).



ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ



ΚΥΡΑ - ΡΗΝΗ — Η ΜΟΙΡΑ

   Η κυρά - Ρήνη, εστραμμένη και σκεπτική, δεν βλέπει
   κατ' αρχάς την Μοίραν. Όταν, στραφείσα, την βλέπη,
   την παρατηρεί επί τινας στιγμάς σιωπώσα).

ΡΗΝΗ
   Αυτά τα παραμύθια
   πούπες στο Φλώρο—κόπιασε κοντά—ποιος τάπε εσένα;
   πού τάκουσες; λέγε, από ποιόν;

ΜΟΙΡΑ
   Εγώ; από κανένα.

ΡΗΝΗ
   Από το νου σου τάβγαλες ;

ΜΟΙΡΑ
   Όχι απ' το νου· απ' τη γνώσι.
   Όσοι έχουν ζήσει, όπως εγώ, χρόνους ογδόντα, κι' όσοι
   τάχουν περάσει της ζωής όλα τα μονοπάτια,
   ξέρουν το τ' είδαν κι' άκουσαν. Τα γέρικα τα μάτια,
   αν δεν καλοθωρούν στο φως, βλέπουν στα σκότη.

ΡΗΝΗ
   Σκότη;
   Σκότη ποια λες;

ΜΟΙΡΑ
   Της πονηριές, που δεν της βλέπ' η νειότη.

ΡΗΝΗ
   Και τ' είδανε τα μάτια σου, αυτές η νυχτερίδες
   που βλέπουνε στα σκοτεινά;

ΜΟΙΡΑ
   Αυτά που εσύ δεν είδες.

ΡΗΝΗ
   Λέγε ν' ακούσω.

ΜΟΙΡΑ
   Τι να 'πω; χειροπιαστά δεν τάχει
   αυτά που βλέπει η γνώσι μας· λογιάζει τα μονάχη.

ΡΗΝΗ
   Τι ελόγιασεν η γνώσι σου, γρηά ξεμωραμένη ;
   Λέγε μιαν ώρ' αρχήτερα.

ΜΟΙΡΑ
   Ολημερίς πού μένει
   το ταίρι σου ο Ανήλιαγος;

ΡΗΝΗ (ανεγειρόμενη)
   Πού αλλού; μέσ' το παλάτι
   και κυβερνά τη χώρα του, είτε καβάλλα στ' άτι
   γυμνάζει στα πολεμικά και ένα νέο ιππότη,
   γιατ' έχει εχθρούς ολόγυρα.

ΜΟΙΡΑ (διακόπτουσα)
   Κυρά μου, εσ' είσαι η πρώτη
   που το πιστεύεις.

ΡΗΝΗ
   Και θαρρείς...

ΜΟΙΡΑ (διακόπτουσα)
   Όλος ο κόσμος ξέρει
   πως ούτε στο παλάτι του τον βρίσκει, ούτε στα μέρη
   πούν' ο στρατός του. Χάνεται. Τι γίνεται; πού τρέχει;
   πού πάει; κανείς δεν τώμαθε· Άλλοι είπανε πως έχει
   λαγούμια στο παλάτι του κι' απόκρυφα πηγαίνει
   σε κάποια αγαπημένη του, κι' άλλοι είπαν πως κρυμμένη
   την έχει μέσ' στα σκοτεινά του παλατιού του υπόγεια.

ΡΗΝΗ (με κάποιαν ταραχήν)
   Και συ πού τάκουσες αυτά;

ΜΟΙΡΑ
   Τα λέει ο κόσμος.

ΡΗΝΗ (με προσποιητήν αδιαφορίαν)
   Λόγια,
   λόγια του κόσμου.

ΜΟΙΡΑ
   Λέω κ' εγώ λόγια του κόσμου.

(Η Ρήνη την ατενίζει προς στιγμήν σιωπώσα· έπειτα βη -
   ματίζει σύννους και σταματά παρά το παράθυρον, έχουσα
   εστραμμένα τα νώτα προς την Μοίραν).

ΜΟΙΡΑ
(πλησιάζουσα μυστηριωδώς την κυρά - Ρήνην)

   Αν όμως
   δεν είνε λόγια;

ΡΗΝΗ (στραφείσα οργίλως)
   Τι είπες;

ΜΟΙΡΑ
   Αν ..

ΡΗΝΗ (διακόπτουσα)
   Ποιος ωργισμένος δρόμος
   σ' έφερ' εδώ στο κάστρο μου φαρμάκι να σταλάξης
   μέσ' στης χαράς μου το κρασί; Ποιος σ' έβαλε ν' αλλάξης
   τη λίμνη μου σε πέλαγο; Φύγε!

ΜΟΙΡΑ (δειλώς)
   Κυρά ...

ΡΗΝΗ
   Γκρεμίσου
   να μη σε βλέπω! Αν τ' άκαρδο, το γέρικο κορμί σου
   δεν ήταν σάκκος κόκκαλα, που αγκόμαχη τον σέρνει
   με κόπο η μαύρη σου ψυχή, τέτοια φουρτούνα φέρνει
   μέσ' στο μυαλό μου η όψι σου, που ..

(Ορμά κατ' επάνω της, αλλά συγκρατείται)

ΜΟΙΡΑ
   Ναι, κυρά μου, κτύπα,
   κτύπα με τη βαρειόμοιρη! Μα εγώ, κυρά, δεν είπα ..

ΡΗΝΗ (διακόπτουσα)
   Ναι, είπες αν.. τι αν; ε;

ΜΟΙΡΑ
   Αν...σούλαχε ν' αγαπήσης
   ένα που κι' άλλη ν' αγαπά;

ΡΗΝΗ
   Και πώς θε να με πείσης;
   Θέλω να ξέρω αληθινά! τ' ακούς;

ΜΟΙΡΑ
   Αν ίσως άλλοι
   στο 'πούν, και με το δίκηο σου δεν θα πιστέψης πάλι,
   μονάχα ο ίδιος αν σ' το πη ...

ΡΗΝΗ
   Και πώς;

(Η Μοίρα σιωπά· βαίνει προς την μίαν θύραν, είτα προς
   την άλλην ως να θέλη ν' αντιληφθή μη θα την ακούσουν,
   έπειτα με ύφος μυστηριώδες πλησιάζει την κυρά - Ρήνην).

ΜΟΙΡΑ
   Ξέρω έναν τρόπο
   που δίχως ξεγελάσματα, δίχως κανένα κόπο
   μπορώ ν' ανοίξω και το πειο σφιχτοκλεισμένο στόμα.

ΡΗΝΗ
   Τι θες να πης;

ΜΟΙΡΑ
   Τα μαγικά δεν τ' άκουσες;

ΡΗΝΗ
   Ακόμα
   τι θες να πης; δεν σ' έννοιωσα.

ΜΟΙΡΑ
   Θε να σου δυναμώσω
   με μια μου λέξι μαγική τη θέλησί σου τόσο
   που θε να νοιώσης μια διπλή ψυχή μέσ' στο κορμί σου
   κι' ο Ανήλιαγος θα κοιμηθή μόλις του πης: κ ο ι μ ή σ ο υ.
   Θα κάνω μάγια μυστικά.

ΡΗΝΗ
   Δεν νοιώθω· τι θα κάνω
   Πες μου το πάλι.

ΜΟΙΡΑ
   Τη στιγμή που σ' αγκαλιάζει, απάνω
   στη φλόγα της αγάπης σας...

ΡΗΝΗ (διακόπτουσα)
   Ε! τότε;

ΜΟΙΡΑ
   Αγκάλιασέ τον
   σφιχτά, που να λησμονηθή.

ΡΗΝΗ
   Και τότε;

ΜΟΙΡΑ
   Φίλησέ τον
   στο στόμα μ' ένα ατέλειωτο μ' ένα βαθύ φιλί σου
   και λέγε πάντα με το νου τη λέξι αυτή : κ ο ι μ ή σ ο υ!
   Τα μάγια θα τα κάνω εγώ.

ΡΗΝΗ
   Και τότε;

ΜΟΙΡΑ
   Θε να γύρη
   σε ύπνο γλυκό, γλυκύτατο, σε ονείρων πανηγύρι
   και θε να βλέπη ό,τι ποθεί.

ΡΗΝΗ
   Και τότε;

ΜΟΙΡΑ
   Σκύψε αγάλι
   κ' ερώτησέ τον να σου 'πη, προτού ξυπνήση, αν κι' άλλη
   χώρια από σέναν αγαπά.

ΡΗΝΗ
   Και;

ΜΟΙΡΑ
   Τότε δίχως άλλο
   θα σου το πη.

(ακούεται καλπασμός ίππων)

ΡΗΝΗ (ταραχθείσα).
   Να· φθάσανε.

(ταχέως)

   Ό,τι στο νου μου βάλω
   να τον ρωτήσω;

ΜΟΙΡΑ
   Θα 'σ' το 'πη, χωρίς να περιμένη
   και παρακάλια.

ΡΗΝΗ

(δεικνύουσα την θύραν του βάθους)

   Φύγε πεια.

(Η Μοίρα φθάνει μέχρι της θύρας εκείνης, αλλά σταματά στραφείσα)

ΡΗΝΗ
   Τι;

ΜΟΙΡΑ
   Κάποιος ανεβαίνει.

ΡΗΝΗ (με ταραχήν)
   Αυτός θε νάνε. Κρύψου εκεί.

(Την λαμβάνει από της χειρός, την σύρει βιαίως και
   την εξάγει διά της δεξιάς θύρας, την οποίαν σφαλά·
   έπειτα τακτοποιεί την κόμην της και έρχεται αναμέ -
   νουσα παρά την θύραν του βάθους).



ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

(Εισέρχεται περιχαρής ο Ανήλιαγος και αρπάζει μετά
   παραφοράς αμφοτέρας τας χείρας της κυρά - Ρήνης, η
   οποία φαίνεται ταραγμένη. Ο Ανήλιαγος αλλάσσει
   αποτόμως ύφος· προσηλώνει τα μάτια του εις τα ιδικά
   της και σιωπά επί τινας στιγμάς).

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Του κάκου ο νους μου ψάχνει
   να' βρη μέσα στα μάτια σου τους λογισμούς σου. Πάχνη
   σκεπάζει απόψε θαμπερή τα λαμπερά σου αστέρια.
   Γιατ' είνε κρύα σαν μάρμαρο τα τορνευτά σου χέρια ;
   Γιατί το χαμογέλιο σου, στα χείλη πλανεμένο,
   φαίνετ' απόψε σαν αχνό, σαν βιαστικό, σαν ξένο;
   γιατί;

ΡΗΝΗ
   Μήπως τα μάτια σου τώχουν αποξενώσει
   και δεν το βλέπουν σήμερα μ' όσην αγάπη, μ' όση
   λαχτάρα ως τώρα τώβλεπαν μόνη χαρά του κόσμου ;
   Γλυκέ μου, μήπως σήμερα δεν είσαι πεια 'δικός μου;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Τόσο 'δικός σου, όσο το φως 'δικό του έχει το λύχνο.
   Εγώ είμαι λύχνος άφωτος, εσύ το φως που δείχνω.
   Ρήνη, γιατί η ανάσα σου κι' αυτή σαν κομπιασμένη
   από βαθειά, πολύ βαθειά, τόσο βαθειά ανεβαίνει
   που μοιάζει μ' αναστεναγμό;

ΡΗΝΗ
   Η αγάπη μου την πνίγει
   στην τρικυμία του πόθου μου· τόσο η ζωή είνε λίγη
   για τέτοια αγάπη πούχω εγώ. Το ό,τ' είπα και το ό,τ' είπες
   έλα να το ξεχάσωμε, γλυκειά μου ελπίδα· η λύπες
   ταιριάζουνε στο χωρισμό· μα στην αντάμωσί μας
   μόν' η χαρά είνε ταιριαστή· γιατ' η ζωή η μισή μας
   —ώρες πικρές του χωρισμού, τρυγόνες δίχως ταίρι—
   ζωή δεν είν' αληθινή, είνε ζωής καρτέρι,
   ναι, της ζωής που καρτερώ κοντά σου.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Και για μένα
   αυτή είν' η μόνη μου ζωή· την καρτερώ ολοένα.

ΡΗΝΗ
   Δόσε μου το σπαθί σου.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (δίδων το ξίφος του)
   Να' τη δύναμί μου αφίνω
   στ' αδύνατα χεράκια σου.

ΡΗΝΗ
   Και το μανδύα.

(Ο Ανήλιαγος δίδει τον μανδύαν. Η Ρήνη δεικνύει τον πίλον του)

   Κ' εκείνο
   τ' αχνοκαμάρωτο φτερό που ανάλαφρα ανεμίζει
   και που σε δείχνει σαν αητό κι' άθελα μου θυμίζει
   πως θα πετάξης σαν αητός να φύγης.

(Αποθέτουσα επί του ανακλίντρου το ξίφος, τον μανδύαν και τον πίλον)

   Τώρα, μείνε
   σκλάβος μέσα στο κάστρο μου, ξαρμάτωτος.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Αν είνε
   σκλαβιά η χαρά, ποιος άμυαλος, στρέφοντας προς τη λύπη,
   θε να ζητήση ελευθεριά;

ΡΗΝΗ
   Εκείνος, που ώρες λείπει
   μακρυά απ' αυτήν που λέει χαρά.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (πειραχθείς)
   Που λέει;

ΡΗΝΗ
   Που θέλει
   να την νομίζει για χαρά.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Με τα χρυσά σου βέλη
   μη με πληγώνης άδικα.

ΡΗΝΗ
   Μηδέ φτερό της μυίγας
   δεν θέλω να σ' αγγίξη. Ναι, το ξέρω ότι σαν ρήγας
   μέσ' στο μυαλό σου έχεις πολλά...

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (διακόπτων)
   Μέσ' στην καρδιά μου εσένα
   Και του μυαλού μου τα πολλά για μένα είν' όλα ξένα·
   έννοιες για πόθους που περνούν, αχάριστες φροντίδες.
   Νάξερες, Ρήνη!... Είδες π ώ ς ζω κοντά σου, μα δεν είδες
   πώς μακρυά από σένα ζω.

ΡΗΝΗ
   Γιατί να μην το ξέρω
   κι' αυτό το πώς;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Γιατί; γιατί δεν ήρθα να σου φέρω
   τ' αγκάθια μου· τα ρόδα μου σου φέρνω. Εσύ στολίσου
   μ' αυτά τα ρόδα της χαράς, την ταιριαστή στολή σου,
   κι' άφισ' όλα τ' αγκάθια των για μένα.

ΡΗΝΗ
   Μη χωρίζης
   τα ρόδα από τ' αγκάθιά των, χρυσέ μου. Αν μου χαρίζης
   μόνο χαρές, τι είν' η χαρές σ' όποιον δεν ξέρει λύπες;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Τι τυραννείς τι σκέψι σου! Μονάχη σου δεν είπες
   πως όταν είμαστε μαζί μόν' η χαρά ταιριάζει;
   Εκεί που η λύπη φαίνεται κάθε χαρά μεριάζει
   για να της κάνη θέσι.

ΡΗΝΗ
   Ναι. Συμπάθησε μια τρέλλα
   της άμυαλης αγάπης μου, γλυκεία μου αγάπη, κ' έλα
   να λησμονήσωμε κ' οι δυο...

(διακόπτεται)

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Τι;

ΡΗΝΗ
   Μήτ' εγώ δεν ξέρω·
   τους ίσκιους του ήλιου της χαράς και το ζηλιάρη γέρο
   το χρόνο, που διαβαίνοντας τη σέρνει σαν κουρέλι
   και τη ζωή μας πίσω του. Η αγάπη μας τι θέλει
   για να μας δώση τη χαρά που λησμονεί το χρόνο ;
   Ξέρεις τι θέλει η αγάπη μας ; Τίποτα· αυτό το θρόνο
   που θα καθήσης βασιλιάς,

(τον φέρει να καθήση επί του εδωλίου)

   και το σκαμνάκι εκείνο
   που θα καθήσω σκλάβα σου.

(Φέρει το σκαμνίον και κάθηται παρά τους πόδας του)

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Αν ήτανε να μείνω
   έτσι κοντά σου ως τη στιγμή που των ματιών μου η κόρες
   θα χάσουν της ζωής το φως, ας γίνουν χρόνια η ώρες,
   τα χρόνια αιώνες ας γενούν - κι' ώρες και χρόνια κ' αιώνες
   ας σμίξουνε κι' ας μαζευτούν κι' ας γίνουνε δυο μόνες
   στιγμές: η πρώτη, που άνοιξα τα μάτια στην αλήθεια
   της ωμορφιάς σου, κ' η στερνή, που ασάλευτη στα στήθια
   θα παύση να κτυπά η καρδιά.

ΡΗΝΗ
   Τέτοια κ' εγώ την νοιώθω
   του κόσμου τούτου τη ζωή· μ' ένα μονάχα πόθο,
   με μια μονάκριβη χαρά. Όλη της γης η σφαίρα,
   όλα τα πέρατα της γης, ο κόσμος πέρα ως πέρα
   στην αγκαλιά μας κλείνεται, κι' ό,τι απομένει απόξω
   δεν είνε κόσμος.

(Ανοίγει τας αγκάλας της)

   Άνοιξε και συ το ουράνιο τόξο,
   παρηγοριά στη συννεφιά του νου μου να προβάλη,
   έτσι όπως τ' άνοιξα κ' εγώ για ν' αγκαλιάσω πάλι
   τον ουρανό του πόθου μου με τον παράδεισό του.
   Αγκάλιασέ με, αγάπη μου,

(εναγκαλίζονται)

   κι' ας μείνωμ' έτσι ωσότου
   η δυο καρδιές μας ανεβούν στα δυο μας χείλη απάνω
   και γίνουν μια μ' ένα φιλί.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Χάνω το νου μου, χάνω
   το ε γ ώ που νοιώθω μέσα μου.

(Φιλούνται. Η κυρά - Ρήνη φαίνεται προσπαθούσα να παρα -
   τείνη το φίλημα, καταβάλλουσα αντιληπτήν δύναμιν θελή -
   σεως. Μετά τινας στιγμάς ο Ανήλιαγος κλίνει αδρανής την
   κεφαλήν και αποκοιμάται. Η κυρά - Ρήνη αποσύρει την κε -
   φαλήν της και τον ατενίζει).

ΡΗΝΗ
   Κοιμήθηκε· κοιμάται
   σαν το πουλί, κ' η όψι του γελάει σαν να θυμάται
   της πειο μεγάλες του χαρές.

(Εγείρεται, ανορθούσα την κεφαλήν του)

   Σαν το βαρύ μολύβι
   βαρύ είνε το κεφάλι του.

(Φέρει από του ανακλίντρου έν μικρόν προσκέφαλον, το το -
   ποθετεί επί του ερεισινώτου του εδωλίου και επ' αυτού την
   κεφαλήν του Ανήλιαγου).

   Και τώρα; ό,τι κι αν κρύβη,
   ό,τι κι' αν έχη μέσα του, θα μου το 'πη.

(Τον πλησιάζει και κύπτει παρά το ους του, αλλά πάλιν αποσύρεται)

   Μα αν όμως
   άλλο όνομ' απ' τα χείλη του ξεφύγη ; Αν ίσως... Τρόμος
   με συνεπαίρνει σύσσωμη !... Τι θε ν' ακούσω; εμένα
   θα κράξη μέσ' στον ύπνο του, μέσα στα μαγεμένα
   και γελαστά του ονείρατα, ή κάποιαν άλλη βλέπει
   κι' αναγαλιάζ' η όψι του και λάμπει;

(Μετά τινα σιγήν, αποφασιστικώς)

   Κι όμως πρέπει,
   πρέπει να μάθω !

(Τον πλησιάζει και τον ατενίζει)
   Τι ώμορφος!

(Κύπτει παρά το ους του)

   Πες μου, γλυκέ μου, πάλι
   πως μόνο εμέναν αγαπάς.

(Μετά τινα σιγήν).

   Σωπαίνεις; μήπως κι' άλλη
   μέσ' στην καρδιά σου εχώρεσε; δεν είμαι μόνη ;

(Ακούεται κυνηγετικόν κέρας. Η κυρά - Ρήνη εγείρεται έξαλλος)

   Νάτη!...
   Είν η φωνή της. Έρχεται λαχανιαστή, τρεχάτη
   να μου τον πάρη η άπονη !

(Στρεφόμενη προς το μέρος που ηκούσθη το κέρας)

   Το κάλεσμά σου εκείνο
   θα το σκορπίση ο άνεμος απόψε. Δεν τον δίνω,
   μη τον προσμένης άδικα!

(Ακούεται εκ δευτέρου το κέρας)

   Κράξε όσο θέλεις! όχι,
   δεν σου τον δίνω· δεν ακούς; Η μοίρα σου δεν τώχει
   να γίνης όμοια κ' ίση μου, να μοιρασθής μ' εμένα
   την ευτυχία του πόθου του! Μην κράζης στα χαμένα,
   μη τον προσμένης άδικα!

(Τρέχει και τον εναγκαλίζεται)

   Κάνεις δεν θα τον βγάλη
   μέσ' από την αγκάλη μου !

(Κύπτει παρά το ους του)

   Αχ! πες μου· μήπως κι' άλλη
   μέσ' στην καρδιά σου εχώρεσε; δεν είμαι μόνη;

(Κρούεται παταγωδώς η κάτω θύρα του πύργου. Η κυρά - Ρήνη
   ταράσσεται· τρέχει προς την θύραν του βάθους, επιστρέφει, τρέ -
   χει προς το παράθυρον, επιστρέφει και πάλιν. Ο Ανήλιαγος
   αφυπνίζεται αποτόμως).

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (αλλόφρων)
   Τ' είνε;

ΡΗΝΗ
   Δεν ξέρω ... τίποτα, γλυκειά μου αγάπη !

(Ο Ανήλιαγος ορμά προς την θύραν του βάθους)

ΡΗΝΗ (συγκρατούσα και σύρουσα αυτόν)
   Αχ! μείνε.
   μη φύγης ! όχι!

(Η κάτω θύρα κρούεται ισχυρότερον)

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
(αλλόφρων, ωσεί κατεχόμενος ακόμη υπό του ύπνου)

   Θάν' εχθροί, πούρχονται να πατήσουν
   το κάστρο σου, και σκλάβο τους εμένα να κρατήσουν
   και σένα για γυναίκα τους!...

(Τρέχει προς το παράθυρον, το οποίον ανοίγει με ορμήν.

   Ακτίνες ηλίου εισδύουν από του παραθύρου. Ο Ανήλιαγος
   κλονίζεται και καλύπτει τους οφθαλμούς δι' αμφοτέρων των
   χειρών. Κατ' αρχάς οπισθοχωρεί ολίγα βήματα, αμέσως όμως,
   ως να ελκύεται υπό ισχυράς δυνάμεως, φέρεται και πάλιν
   προς το παράθυρον και τείνει τας χείρας προς τον ήλιον εν
   στάσει ικεσίας. Την στιγμήν αυτήν εισέρχεται διά της δεξιάς
   θύρας η Μοίρα. Ο Ανήλιαγος και η Ρήνη, εστραμμένοι προς
   το παράθυρον, δεν την βλέπουν. Η Μοίρα ανορθούται, απο -
   καλύπτεται και υψοί ανοικτόν το ψαλίδι της, ως να ετοιμάζε -
   ται να κόψη κάποιον αόρατον νήμα).

ΘΥΡΣΗΣ (κάτωθεν του πύργου)
   Κρύψου! Προβάλλει εμπρός σου..

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (διακόπτων)
   Όχι

ΡΗΝΗ

(σπεύδουσα προς τον Ανήλιαγον)

   Ποιος κράζει;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (χωρίς να στραφή)
   Αχ! Ρήνη μου !

ΘΥΡΣΗΣ (κάτωθεν, συνεχίζων)
   ... ο ακτινωτός εχθρός σου!

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (εν εκστάσει)
   Ήλιε, χρυσέ μου θάνατε ! τόσο ώμορφο ποτέ μου
   δεν σ' εφαντάστηκα, ποτέ! Λάφυρο του πολέμου
   του χάους με τη θεία βουλή, δείχνεις τη νίκη εκείνης
   και στη λαχτάρα της ζωής ζωή απ' το φως σου δίνεις
   και μέσ' από τη λάμψι σου σκορπάς το χρώμα. Τώδα
   το χρώμα που ελαχτάριζα. Του κήπου όλα τα ρόδα,
   ωραία τα ρόδα κι' ώμορφα κι' οι κρίνοι ωραίοι, ωραίοι
   κ' η χλόη ωραία και το νερό που μέσ' τ' αυλάκι ρέει,
   ωραία κ' η γη κι' ο ουρανός και τα βουνά κ' οι κάμποι,
   μα απ' όλα πειο ώμορφος εσύ ! Το πρόσωπό σου λάμπει
   τόσο, που μάτια δεν βαστούν να το κυττάζουν!...

(Στρεφόμενος προς την Ρήνην)

   Ρήνη!...
   τώρα είσ' ωραία αληθινά. Να τα τα ρόδα, οι κρίνοι,
   να τη η ζωή η σπαρταριστή, να τη η ωμορφιά σου ακέρια,
   τ' αληθινά τα μάτια σου. Όχι, δεν είνε αστέρια!
   Τ' είνε τ' αστέρια; τίποτα· σπίθες· τα δυο σου μάτια
   τον ήλιο αντιφεγγίζουνε· λες κ' είνε δυο κομμάτια
   του ήλιου· διπλός καθρέφτης του. Την ωμορφιά του δείχνει
   μέσ' στο καθένα χωριστά.

(Στρεφόμενος προς το παράθυρον)

   Το φως!... Χιλιάδες λύχνοι,

   τι λέω; φεγγάρια αμέτρητα, τα φώτα όλου του κόσμου
   τ' είνε μπροστά σου; σκοτεινιά !

(Κλονίζεται. Η κυρά - Ρήνη τον εναγκαλίζεται).

   Ήλιε, το φως σου δος μου!

ΡΗΝΗ
   Ανήλιαγε!...

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (τραυλίζων)
   Το φως σου! Να, να τη ζωή μου, κι' ό,τι
   ποθεί η ζωή μου, πάρε το, χρυσή κι' αιώνια νειότη!
   Σου παραδίνω το είνε μου !...

(Η Μοίρα κλείνει το ψαλίδι της ως να κόπτη νήμα. Ο Ανή -
   λιαγος εκλύεται και πίπτει άπνους. Η κυρά - Ρήνη, προσπα -
   θούσα να τον υποβαστάση, γονυπετεί).

ΡΗΝΗ (κλαίουσα)
   Ένα φιλί σου, αχ! ένα!

ΜΟΙΡΑ (υπερηφάνως ολόρθη)
   Αδάκρυτα τα μάτια μου, στείρα η καρδιά μου εμένα.

(Η αυλαία πίπτει βραδέως)