Ο Αβδηρίτης και του Διαβόλου τα Πηδήματα/Τεύχος 3/Του διαβόλου τα πηδήματα

Από Βικιθήκη
Ο Αβδηρίτης και του Διαβόλου τα Πηδήματα, Τεύχος 3
Συγγραφέας:
Του διαβόλου τα πηδήματα


ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ ΤΑ ΠΗΔΗΜΑΤΑ.

—Δαιμόνιον! αἰχμάλωτε! ἔλα, τρέξε, εἰς ἔργον, τρικέρατε!

Τὸ πρῶτον σου πήδημα, ὅλος ὁ κόσμος τῶν ἀναγνωστῶν σου ζητεῖ πηδήματα.

Τοῦ διαβόλου τὰ πηδήματα! εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ συρμοῦ, καὶ παρ’ ἡμῖν, ὡς ἠξεύρεις, ὁ συρμὸς εἶναι ὡς ἡ διαταγὴ τῆς ἡμέρας παρά τινι στρατῷ· εἶναι τρέλλα, μανία, ὁ συρμὸς εἶναι τύραννος, ὅ,τι ζητεῖ πρέπει νὰ γίνῃ......

Τοιαῦτα ἐπεφώνει, περὶ τὴν ἐρυθρὰν δύσιν τοῦ ἡλίου ὁ Ἀβδηρίτης, κατόπιν τῆς μετὰ τοῦ διαβόλου συναντήσεώς του, ἀλλ’ οὐδεὶς ἀπεκρίνετο. Καθὼς ἄλλοτε (διὰ νὰ μὴ νομίσωσι τινες σήμερον) ἐκραύγαζεν εἷς νοημονέστατος ἀστυνόμος ἐν πλήρει θεάτρῳ.

—Γραμματεῦ! ὑπαστυνόμοι! κλητῆρες! δαιμόνια! τρέξατε, συλλάβετε τὴν παμπόνηρον ἐκείνην μυΐαν, ἥτις πρὸς ἀντιπολίτευσιν τινῶν ἀστυνομικῶν διατάξεων, ἦλθεν ἐπικαθήσασα τῆς μύτης μου καὶ ἐκεῖ ἡ κακοήθης! ἔκαμε κοκκίδες..........

Ἀλλὰ ποῦ εἶσθε ὑπαστυνόμοι, κλητῆρες ἐπανελάμβανεν, ὡργισμένος περιτρέχων τοὺς διαδρόμους, μηδενὸς ἀποκρινομένου.

—Ἀλλὰ ποῦ εἶσαι, διάβολε! ἐξεφώνει μετ’ ἀγανακτήσεως ὁ Ἀβδηρίτης, διαβηματίζων τὸν τετράγωνον θάλαμόν του καὶ ἀδημονῶν, ὡς ἓν ὑπουργεῖον, εἰς τοῦ ὁποίου τὰ γλυκέα νεύματα δὲν ὑπακούει μία Γερουσία.

Ἔδραξε τότε τὸ κρεμάμενον εἰς ἕνα τῶν τεσσάρων τοίχων του σχοινίον, τὸ ὁποῖον, καταλαμβάνετε, ἦτο ἡ οὐρὰ τοῦ διαβόλου, τὸ ἔσυρε μεθ’ ὁρμῆς καὶ προσήλωσε βλέμμα ἀνήσυχον πρὸς τὴν θύραν.

Ἐν τῷ ἅμα εἶδεν, ὅτι διὰ τῆς ὀπῆς τοῦ κλείθρου εἰσεχώρει ἐν μικρογραφίᾳ τοῦ Ποσειδῶνος ἡ τρίαινα, καὶ μετ’ ὀλίγον ἀνεγνώρισε τὴν τρικέρατον κεφαλὴν τοῦ δαιμονίου, τὸ ὁποῖον παρέστη ἐνώπιόν του κατακεκονιαμένον μὲ ἐνδυμασίαν Μοσχομάγγας (ὄχι πολιτικῆς) καὶ θέσαν τὴν χεῖρα ἐπὶ τῶν κεράτων του, ὡς στρατιώτης ἐπίλεκτος.

—Παρών!!! ἐφώνησε δι’ ὅλης τῆς ἰσχύος τῶν ἀσθμαινόντων πνευμόνων του.

— Ἄ! τρικέρατον! τί ἐνδυμασία εἶναι αὐτή; Μοσχομάγγα! ποῦ ἔτρεχες καὶ ἐγὼ φωνάζω; ἀναμφιβόλως καλὸν δὲν ἔπραξες ὑπ’ αὐτὸ τὸ ἔνδυμα, κἄτι ἔπαιξες.

— Αἴ! ὀλίγο πετροπόλεμο ἔπαιξα, ὑπέλαβε τὸ δαιμόνιον ξύον μετ’ ἀδιαφορίας τοὺς ὄνυχάς του.

—Πετροπόλεμο!

—Βέβαια, τί νὰ κάμω; ἀφοῦ τώρα δέκα ὁλοκλήρους ἡμέρας εὑρίσκομαι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, ὡς νεόνυμφος εἰς τὸν σύζυγόν της, τὰς πρώτας ἡμέρας τῶν γάμων των· καὶ ἐνῷ σὲ ἀκολουθῶ καταπόδας, ὡς τὸ κυνάριον μιᾶς ἰδιοτρόπου καλλονῆς, μέχρι τῶν θυρῶν τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν ὑπουργείων, διότι ἀμφοτέρων ἡ εἴσοδος μὲ κολάζει. Σὺ, καὶ συγχώρησον Δέσποτα, δὲν μοὶ παρεχώρησες οὔτε τὴν ῥάβδον σου κἂν, διὰ νὰ δόσω χάριν ἁβροφροσύνης, μίαν καὶ τεσσαράκοντα, διὰ νὰ μὴν εἴπω—παρὰ μίαν...... διότι τὸν παρὰ ζητεῖ καὶ αὐτὸς ὁ..... ἂς μὴ τὸν ὀνομἀσω, ὅστις ἤρχισε πἀλιν νὰ γαυγίζῃ ὡς ὁ κύων τῆς μονῆς, πρὸς τὸν ὁποῖον ἐλησμόνησαν οἱ ἀγαθοὶ πατέρες νὰ ῥίψωσιν ἓν κόκκαλον· ἐνῷ αὐτὸς δὲν λησμονεῖ νὰ ῥίπτῃ σκάνδαλα ὑπὲρ ἑνὸς ξένου ἱεραποστόλου, εἰς τοῦ ὁποίου τὴν σχολὴν ἐξεπαιδεύθη ἄλλοτε τὸ μόνον του κοράσιον καὶ......

—Τί σὲ μέλει; ὁ ἄνθρωπος ἴσως οὕτω πληρόνει τὰς ὑποχρεώσεις του.

—Εἶπας· εἰδὲ ἡτοιμαζόμην νὰ προσθέσω, ὅτι πληρόνεται διὰ νὰ γεννᾷ πάντοτε παρόμοια σκάνδαλα, ἐφ’ ὧν (καὶ μεταξύ μας μενέτω, διότι αὐτὰ σοῦ τὰ λέγω ὡς διάβολος) ἤρχισαν ν’ ἀνταλάσσωνται μερικαὶ κενώσεις, διακοινώσεις θέλω νὰ εἴπω, αἵτινες εἰς σᾶς τοὺς φιλασθένους οὐδέποτε ἐμύρισαν.....

Βούβα! κακόγλωσσε.

—Οὔτε κὶχ Δέσποτα· ἀλλ’ ἤρχισα νὰ πνίγωμαι πλησίον σου, ὡς οἱ παρὰ ταῖς ξέναις αὐλαῖς Πρέσβεις ἡμῶν, καὶ ἐπειδὴ δὲν δύναμαι νὰ κοιμῶμαι αἰώνια ὡς ὁ εἰς, οὔτε νὰ ἱστοριογραφῶ μύθους, ὡς ἕτερος......

—Πήδα τότε! τὸ ἔργον σου!

—Ἀδύνατον Δέσποτα.

—Διατί;

—Χωλαίνω· καὶ ἐπροσποιήθη, ὅτι ἐγγίζει τὸν ὄνυχα τοῦ ποδός του.

—Ἐκεῖ χωλαίνεις;

—Ἄϊ! ναί.

Ὁ Ἀβδηρίτης ἐμειδίασεν·

—Τί ἤθελες εἰς τοὺς πετροπολέμους;

—Χάριν διασκεδάσεως, καθὼς τινὲς ἐκ τῶν ἐρατεινῶν κυριῶν μας δὲν πετροπολεμοῦν μὲν, ἐργολαβοῦν ὅμως.

—Ἀλλ’ ἂν σ’ ἔβλεπε ἡ Ἀστυνομία;

—Καὶ ἀφοῦ δὲν εἶδεν τόσους παῖδας μὲ σπασμένας κεφαλὰς, ἤθελες νὰ ἰδῇ τὸ διαβολίδιον τὸ μικρὸν, ὡς ἕνα.... ὡς μίαν χρυσαλίδα, τὸ ὁποῖον ἂν θέλῃς κρύπτει τὰ κερατίδιά του ὑπὸ ἐξωτικῆς ἀσιατικὸν μανδύαν· ἀφοῦ μάλιστα κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν, ἔτρεχεν ὀσφραινομένη Σακκελαριάδην καὶ κατέσχε τυπογράφους καὶ συνελάμβανεν ἔγγραφα καὶ ἐφήρμοζεν ἐμβριθῶς τὴν ἰσχὺν τοῦ νόμου· καὶ......

—Μὴν ἀ-να-κα-τό-νε-σαι εἰς τὰ πολιτικά!

—Πῶς διὰ πολιτικὸν ἔχεις τὸν Ἀστυνόμον;

—Πολιτικώτατον μάλιστα.

—Κολλητικώτατον; ναί! πολιτικὸν ὅμως κἀνεὶς δὲν τὸν λέγει, μάλιστα δέ.... —Αἰχμάλωτε!

—Δέσποτα!

—.......

—Ἆ! ἐκατάλαβα, θέλεις νὰ βάλω καὶ ἐγὼ κοκκίδες, ὡς ἡ μυῖα ἐπὶ τῆς σεβαστῆς ῥινός του; λοιπὸν κοκκίδες......... καὶ διασκεδάζων, ἔλεγα, εἰς τὸν πετροπόλεμον ἔσπασα δύω τρεῖς σκληρὰς κεφαλὰς παίδων, καὶ ἡτοιμαζόμην νὰ σπάσω καὶ ἄλλην, ὅταν μεθ’ ὁρμῆς μὲ ἔσυρες ἐκ τῆς οὐρᾶς, ὡς μία γελοία Ἐλπὶς σύρει πολλάκις τὸν ἄνθρωπον, καὶ τὸν κάμνει νὰ πληρόνῃ ἀκριβὰ τὴν πλάνην του· σπεύδων δὲ νὰ ὑπακούσω, προσέκρουσα εἰς ἕνα σύνδεσμον, τὸν ὁποῖον εἶχον χάσει πέντε ἐμβριθεῖς καθηγηταὶ ἐπιστρέφοντες τοῦ περιπάτου, καὶ τὸν ὁποῖον δὲν συνέπεσε νὰ εὕρῃ ἡ ἀνθηρὰ νεολαία μας.

—Καὶ δι’ αὑτὸ χωλαίνεις!

—Καὶ δι’ αὐτὸ χωλαίνει, λέγε· διότι ἐγὼ ἰδού με ζωηρότατον.

Ἀνεσείσθη, ἀπέῤῥιψε τὸ ἔνδυμα τῆς μοσχομάγγας, ἔκαμε μικρὰς εὐζώνους κινήσεις καὶ ἀτενίσαν βλέμμα σπινθηροβόλον ἐπὶ τοῦ Ἀβδηρίτου.

—Πρόσταξε! Δέσποτα, εἶπε, πηδῶ ἂν θέλῃς εἰς τὴν Ἀμερικήν· καὶ θὰ μάθῃς πῶς ἀνατρέφονται οἱ ἀγαθοὶ πολῖται.

Εἰς τὴν Ἀγγλίαν· ἐκεῖ δὰ, θὰ σοῦ κλέψω μίαν μηχανὴν τοῦ Συντάγματος.

Εἰς τὴν Ῥωσίαν· θὰ μάθῃς πῶς τιμωροῦνται οἱ παρήκοοι.

Εἰς τὴν Τουρκίαν· θὰ ἰδῇς πῶς τρώγεται τὸ πιλάφ.... ἢ πῶς διαλύεται μία σπουδαία συζήτησις τοῦ Προξενείου μας καὶ πῶς σχολιάζονται τὰ παρα-ξυλίσματα.

Εἰς τὴν....

—Αἴ! ἀφερὶμ κόκορα! καὶ τί μᾶς μέλει διὰ τὰ ἀλλοδαπὰ; ἐγχώρια, ἐγχώρια!

—Λοιπὸν πηδῶ εἰς τὴν Σύρον· καὶ θὰ μάθῃς πῶς τελωνίζονται τὰ εἰσαγόμενα καὶ ἐξαγόμενα ἐμπορεύματα, καὶ πῶς πλέκουν αἱ Συριαναὶ ἀθωότητες τοῦ —πλάνου ἔρωτα—τὰ δύκτια· ἢ τί φρονεῖ ὁ ἔμπορός διὰ τὰ ἐγκόσμια καὶ τί ἡ χαριτόβρυτος σύζυγός του.

Εἰς τὰς Πάτρας· θὰ μάθῃς διατί τὸ χρῶμα μιᾶς ὡραίας Πατρινῆς συμφωνεῖ μὲ τὸ ῥοδόχρουν κάλυμμά της· καὶ διατί κύριοι τινές, ἄλλως ἔντιμοι κτηματίαι, χάνουν πάντοτε εἰς τὸ χαρτοπαίγνιον.

Εἰς τὰς Καλάμας· διατί εἶναι περισσότερα χλωρὰ, παρὰ ξηρὰ σῦκα.

Καὶ καθ’ ὅλην τὴν Ἀττικὴν ὁποίου εἴδους μέλισσαι κάμνουν μέλι. Τέλος.... διατὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα σπείρονται οἱ πλάτανοι καὶ φυτεύονται τὰ πράσσα· καὶ....

—Αἴ! καλὰ ἀρκεῖ, ἐφωτίσθημεν! καὶ καταλαμβάνω ὅτι εἶσαι Πανεπιστήμιον, Πολυτεχνεῖον, Πανδαιμόνιον! πλὴν δέν ἐπιθυμῶ νὰ ἀπαυδήσῃς γρήγορα, πηδῶν τόσῳ μακράν.

Ἐδὼ, ἐδὼ! εἰς τὰς κλεινὰς Ἀθήνας ἓν σου πήδημα, τὸ πρῶτον πήδημα, ἐλαφρὸν, εὔστροφον· πρόσεξε μὴ συγκρούσῃς τὰ κερατίδιά σου, κατὰ τοῦ μετώπου ἐκείνου τὸν ὁποῖον θὰ συναντήσῃς, ἢ νὰ σχίσῃς διὰ τῶν ὀνύχων σου τὸ σεβαστὸν κάλυμμα τῆς πρώτης Εὔας τὴν ὁποίαν ἤθελες ἰδεῖ νὰ μειδιάσῃ. -Λοιπὸν εἶσαι ἕτοιμον;

-Ἔτοιμον! ἀπεκρίθη τὸ δαιμόνιον, καὶ ἀνυψώθη ἐπὶ τῶν ὀνύχων του.

-Πήδα!

-Φίσσσσσ... ἐσύρισε τὸ κενὸν διάστημα καὶ ἐπὶ τῆς ὀροφῆς μιᾶς οἰκίας κατέπεσεν ἓν πυροτέχνημα. Πολλοὶ διαβάται ἠτένισαν περιέργως -Κύριοι μὴν ἐνοχλεῖσθε.......

-Δαιμόνιον! ἐτηλεγράφησεν ὁ Ἀβδηρίτης.

-Δέσποτα, ἀπήντησεν αὐτό.

-Ποῦ εὑρίσκεσαι;

-Εἰς τὴν Σεβαστὴν Γερουσίαν.

-Φεῦγε, μὴν ἐκληφθῇς ὡς ἐγκάθετος....

-Μιὰ στιγμὴ, νὰ καμαρώσω τὰ χαρμόσυνα βάσανα τοῦ Συντάκτου τῶν πρακτικῶν, Δελφίνα σκάζει ἡ ταχύτης τῆς γραφίδος του. Ἔπειτα μία ἰδέα.

-Σατανικὴ βέβαια!

-Ὄχι δὰ! τι ταιριάζει, ὑπουργική! βλέπω ὅτι αἱ γενόμεναι σφροδραὶ ἐπερωτήσεις συζητοῦνται μὲ τάξιν καὶ ἀξιοπρέπειαν· σημεῖον ὅτι θὰ χάσῃ τὸ ὑπουργεῖον· ἐλάλησεν εἷς τοῦ ὁποίου ἂν καὶ τὸν φρενολογικὸν χάρτην ἡ ἄστατος εὐφυΐα κατεσκεύασεν ἀπὸ σπόγγον, μολαταῦτα... Ξηροβήχει ὁ ἐφιάλτης μιᾶς ἐξοχότητος· σημεῖον, ὅτι καὶ αὐτὸς ἔχει νὰ πῇ... Κρύπτει τὸ πρόσωπόν του ἕτερος, συνοφρυοῦται καὶ στιγματίζει.... Λοιπὸν ἕν μικρὸν πήδημα, μὲ τὴν ἄδειάν σου, νὰ λάβω τὴν θέσιν ἑνὸς ὑπουργοῦ νὰ εἰπῶ δύω λέξεις μόνον καὶ παρευθὺς καθὼς λέγει τοῦ Κουτρούλη ὁ Γάμος, ὅστις σήμερον μετυπώνεται.... θὰ ἰδῆς, ὅτι

Τὸ ὑπουργεῖον καὶ ἡ Γερουσία θὰ ἐμπερδευθῇ
Καὶ θὰ γίνῃ ’σὰν λωλῆς μαλιὰ καὶ καὶ ταραχὴ
Καὶ ὀχλοβοὴ, καὶ ὅλα διὰ νὰ λυθῇ ἡ Συνεδρίασις.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ λέγουν παροιμιακῶς
Τοῦ διαβόλου τὰ πηδήματα, ὅτι ἔγιναν

-Φεῦγε, πήδα ἀλλαγοῦ, ὅπου θέλης.

-Επήδησα· ὤ! τί χαρὰ, τί ζωή! εἶμαι εἰς μίαν αἴθουσαν ὅπου πέντε ἕξ θεότρελλα κοράσια πετροβολοῦνται μὲ ἄνθη, τὸ ἓν ἄρπάζει, τὸ ἄλλο μαδᾶ τὰ ῥόδα, τὰ κοσμοῦντα τοῦ ἑνὸς τὸ πάλλον στῆθος ἢ τὴν ξανθὴν κόμην τοῦ ἄλλου· γελοῦν καὶ ξεκαρδίζονται, φωνάζουν, τρέχουν, κυνηγοῦνται γύροθεν τραπέζης, ἐφ’ ἧς κεῖνται μυροβολοῦσαι ἀνθοδέσμαι θαλεροὺς φέρουσαι εἰσέτι τῆς δρόσου τοὺς μαργαρίτας, ὡς τὸ βλέμμα καὶ ἡ πνοὴ τῶν κορασίων, ἐξ ὧν οὐδὲν σκέπτεται, ὅτι καθὼς τὰ ἀνθισμένα ῥόδα σήμερον, μαραίνονται καὶ πίπτουν ἢ μαδοῦνται καὶ ῥίπτονται αὔριον, οὕτω καὶ ἡ ἀνθηρά των νεότης θὰ μαρανθῇ ἢ θὰ μαδηθῇ καὶ πέσῃ.....

Ὅλα χαίρονται, ὅλα ψάλλουν ὡς τρελλὰ χελιδώνια τὴν παραμονὴν τοῦ Μαΐου των

.

Μάϊ μου μὲ τὰ λούλουδα, ῥοδοστεφανωμένε·
Μὴ μοῦ μαγεύσῃς τὴν καρδιὰ καὶ τὴ ψυχὴ καϋμένε!

Καὶ τεινάσουν τὴν λευκόκονιν τοῦ προσώπου των. Ζηλεύω, μεταμορφόνομαι καὶ ἐγὼ εἰς δωδεκαετὲς παιδίον· εἶμαι ὁ μικρὸς ἐξάδελφος τοῦ ἑνὸς καὶ τὸ γνώριμον τοῦ ἄλλου˙ ῥίπτομαι μεταξὺ αὐτῶν ἀνθοβολῶ εὔστοχα, κεντῶ· κυνηγῶ τὸ ἓν, ἀφίνω τὸ ἄλλο· εἰς τὸ ἓν δίδω ῥάπισμα ἐλαφρὸν ἐπὶ τῆς ἀνθηρᾶς παρειάς του, ἐνῷ τὸ προφθάνω καὶ μαδῶ τὸν ἀνθοστέφανόν του· τοῦ ἄλλου ἁρπάζω ἓν φίλημα, καθ’ ἣν στιγμὴν προσθέτω ῥόδον ἐπὶ τοῦ στήθους του καὶ τρέχω...

-Ἀγγελοῦδι! μὲ κράζει τὸ ἓν καὶ πεισμόνει.

-Διαβολάκι! φωνάζει τὸ ἄλλο καὶ γελᾷ.

-Ὡραῖο! μου, ἀποκρίνομαι πρὸς τὸ ἓν καὶ γελῶ.

-Κακιά! λέγω τῷ ἄλλῳ καὶ πεισμόνω.

Ἓν μεταξὺ αὐτῶν, ἀνεπτυγμένον ὡς τριετὴς κορμὸς πορτοκαλαίας, μὲ μαύρους ὀφθαλμοὺς καὶ ξανθὴν κόμην, ἀποσύρεται κρατῶν μίαν ἐκλεκτὴν ἀνθοδέσμην, ἵσταται εἰς μίαν γωνίαν δειλά, τὴν προσβλέπει καὶ σκυθρωπάζει· τὸ προκαλῶ, μὲ περιφρονεῖ, τῷ ῥίπτω ἓν ἄνθος ἁπλοῦν καὶ δὲν τὸ λαμβάνει -Ἔχω μοῦ λέγει.- Έκλέγω ἴον καὶ τῷ προσφέρω, τὸ ῥίπτει μακράν· δίδω ἓν ῥόδον, τὸ λαμβάνει καὶ τὸ μαδᾷ......

-Πλὴν τί θέλει;

-Ἠξεύρω καὶ ἐγώ; εἶναι ἰδιότροπο! πλὴν μίαν στιγμὴν Δέσποτα· Ἄ! ἐνόησα, θέλει ἓν μικρὸν φύλλον χάρτου, τὸ ὁποῖον εἶναι διπλωμένον περὶ τὸν κάλυκα ἑνὸς κρίνου θεμένου ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἀνθοδέσμης του.

-Αὐτὸ θέλεις, λέγω· λάβετο τί φοβεῖσαι;

-Μὲ ἠτένισεν ὀργίλως· ἐπείσμωσα καὶ ἐγὼ καὶ τῷ ὑπέδειξα τὰ μικρά μου κερατίδια· δὲν ἐφοβήθη ἀλλὰ

-Παμπόνηρον! ἔκραξε, καὶ ἐσφενδόνησε κατακεφαλῆς μου τὴν ἀνθοδέσμην του, ὡς ἦτο.

-Τὴν ἐδέχθην εἰς τὰς ἀγγάλας μου καὶ ἀπέσυρα τὸν χάρτην, ἐξετύλισα καὶ ἦτο γεγραμμένος. Ἐκεῖνο δακρύζει ἀπὸ πεῖσμα, θέλει νὰ μοῦ μαδήσῃ τὴν κόμην, πλὴν κρατεῖται, καὶ τὸ πεῖσμα του μεταβάλλεται εἰς μειδίαμα, διότι εἰς τὸ πρῶτον βῆμα καὶ ἠγέρθη ἡ περιέργεια.

Τί εἶναι; τί εἶναι; ἐπεφώνησαν ὅλα καὶ μὲ τριγυρίζουν.

-Τίποτε! τίποτε, λέγω ἐγὼ καὶ προσπαθῶ τἄχα νὰ τὸ ὑποκρύψω, ἐνῷ τοῖς τὸ ἐπιδυκνύω.

-Ἄ! ἄ! ἕνα γραμματάκι!

-Ἕνα τραγουδάκι!

-Νὰ μᾶς τὸ διαβάσῃς! νὰ μᾶς τὸ διαβάσῃς!

-Μὰ σταθῆτε, μὰ σταθῆτε!

-Γρήγορα! μὰ τώρα!

-Ἀμέσως ἀγγελούδια μου! ἀμέσως! ἂν μοῦ δώσητε τὴν ἄδειαν νὰ καθήσω ἐπὶ τῆς τραπέζης ἐκείνης, καὶ ἐνῷ ἐγὼ θὰ ἀναγινώσκω, σεῖς νὰ μὲ στολίζητε μὲ τὰ ἄνθη σας, καὶ αὐτὴ ἡ συμφωνία εἰς τὸ τέλος νὰ μὲ φιλήσετε ὅλα εἰς τὸ μέτωπον.

-Οὔμ, ἐγόγγυσαν ὅλα καὶ ἐκατήφιασαν.

-Ἂν θέλετε, λοιπόν.

-Ὄχι, Ναί! ὄχι, Ναί! συνέλεξα ἀπώλητον πλειοψηφίαν ὑπὲρ τοῦ θέματός μου.

-Ἐκάθησα ἐπὶ τῆς τραπέζης, καὶ ἐνῷ μὲ στολίζουν, ὡς τὸν Μάϊον ἡ φύσις, μὲ τὰ ἄνθη των, ἐγὼ ἀναγινώσκω τοὺς ἑξῆς στίχους.

Τοῦ ἀνθοστολίστου Μαϊ τὸ στεφάνι θὲ νὰ πλέξω,
Ἀλλὰ λούλουδα δὲν ἔχω.
Εἰς τὸν κῆπον σου, ὦ κόρη, τρία ἄφες με νὰ δρέψω.
Εἰς λειμῶνας νὰ μὴ τρέχω.

Πρῶτον κόπτω ἕνα ῥόδον, κόκκινον καὶ μυροβόλον
Ὡς τὰ ἀνθηρά σου χείλη.
Ῥόδον -Ἔρωτος σημεῖον- ἀπὸ τ’ οὐρανοῦ τὸν θόλον
Ὁ Θεὸς τὸ ἔχει στείλει.

Ἁπαλόν, λευκὸν, ὡραῖον ἕνα κρίνον ξεῤῥιζόνω,
Τοῦ παρθενικοῦ σου στήθους
Ἀθωότητος σημεῖον· μὲ τὸ ῥόδον τὸ ἑνόνω,
Πλὴν τὰ ἄνθη ἔχους μύθους.

Ὤστε, βλέπω! τὸ στεφάνι ἐντελές διὰ νὰ γείνῃ
Καὶ τὸ τρίτον θὰ προσθέσω.
Πέρνω φύλλον λέμοναίας, ὅπου τὴν ἐλπίδα δείχνει
Καὶ τὸ βάλλω ἐν τῷ μέσῳ.

Καὶ ἰδοὺ συμπληρωμένο ὡραιότατο στεφάνι
Ἀπὸ ῥόδον, κρίνον, φύλλον.

Ῥόδον... Κρίνον... ἰδικά σου, —Τῆς ἐλπίδος πλὴν τὴν πλάνη
Θὰ τὴν δώσῃς εἰς τὸν φίλον;

Ἓν μόνον τὸ ἐνόησεν, τὰ λοιπὰ ἐσκέπτοντο. Ἤρχισαν νὰ μὲ φιλοῦν τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο ἀπροσέκτως, ὅταν ἡ ἐχθρά μου, ἥτις παρεμόνευεν, ἰδοῦσα τὴν διαβολικὴν μορφήν μου, τὴν ὁποίαν δὲν ἔκρυπτα πλέον ἐφώναξεν.....

-Ἆ! Μὴ τὸ φιλῆτε! μὴ τὸ φιλῆτε! τὸ δαιμονόπαιδο! ἔχει κέρ...

-Μὲ ἠτένισαν τότε ὅλα καὶ ἰδόντα τὰ κερατίδια, σφενδονίζουν κατ’ ἐμοῦ τὰς ἀνθοδέσμας των, καὶ φεύγουν ἔντρομα κρύπτοντα τὰς ὡραίας κεφαλάς των ἐντὸς τῶν χειρῶν των.

-Φεύγω καὶ ἐγὼ διότι, αἱ μητέρες εἰσελθοῦσαι, σκαλίζουν ὑπὸ τὸ ἀνάθεμα τῶν ἀνθοδεσμῶν, καὶ ἂν πέσω εἰς τὰς χεῖράς των........

Δ. Ν. ΒΡΑΤΣΑΝΟΣ