Ο Αβδηρίτης και του Διαβόλου τα Πηδήματα/Τεύχος 3/Η πρωτομαγιά
←Η καταπεσούσα στήλη του Ολυμπίου Διός | Ο Αβδηρίτης και του Διαβόλου τα Πηδήματα, Τεύχος 3 Συγγραφέας: Η πρωτομαγιά |
Ο ανθωπώλης της πρώτης Μαΐου→ |
Ὤ, καλὸ ς'τὸ μυρωμένο τοῦ Μαΐου χελιδόνι·
Χρυσῆ πούλια τὸ στολίζει καὶ δροσιὰ τὸ διαμαντόνει.
Ἦλθε, κι' ὰγκαλιάζ' ἡ αὖρα τὴν λευκὴ τριανταφυλλιὰ
Μ' ἐρωτόληπτα φιλιά.
Ἦλθε, κ' εἰς τὸ κάνιστρό μου ἀνθηρὰ λουλούδια βάζω,
Κ'εἰς τῶν'Αθηνῶν ταὶς πρώταις—σ'αὐταὶς! μόνον τὰ—μοιράζω.
Νάταις· ἔρχονται.... μετάξι καὶ βελοῦδον παντοῦ τρύζει·
Εὐωδίαν, πρὶν νὰ φθάσουν, ἡ ἁβρότης των σκορπίζει.
Ὁλαις θόρυβος καὶ γέλοια, σκωπτικαὶς ἰδοὺ περνοῦν,
Κ' ἡ τρελλαὶς μὲ τριγυρνοῦν.
Ἔ! τί κάμνετε;... μὲ τὰξιν· ὄχι ἀρπαγαίς· σταθῆτε.
Νὰ μὲ κλὲψετε, Σειρῆνες, ἀτιμωρητὶ θαῤῥεῖτε;
Νὰ ἡ πρώτη! Σχιστὰ 'μάτια, μελανὰ, γοργὰ, δροσάτα·
Εἶναι ἄγγελος μαγείας ἡ προπέτις μαυρομμάτα.
Ἐλαφρὰ ὡς χελιδόνι, ὡς τὸ φίλημα τερπνὴ,
Κύκνου τράχηλον κινεῖ,
Καὶ πετᾷ, πετᾷ ὡς χάρις καὶ περνᾷ ὡς ὀπτασία.
Λάβε, γόησσα, τὸ ῥόδον ἀφοῦ εἶσαι ἡ μαγεία.
Νὰ κ' ἡ ἄλλη! ὡς ὁ τύπος τοῦ Φειδίου ν' ἀνεστήθη,
Ζηλευτὸν, ἰδέτε, βρέφος εἰς χιονάτα κρατεῖ στήθη,
Καὶ τ' ἀχεῖλι της ἀφίνει χαμογέλοιο θελκτικὸν,
Ὠς τοῦ Ῥαφαὴλ εἰκών.
Τὴν γαζίαν μου, ὦ νύμφη, «ἄνθος Σολωμοῦ» βαπτίζω[1],
Μ' εὐσεβὲς τὴν λούω δάκρυ καὶ τὴν κόμην σου στολίζω.
Πεταχτὴ, κακιὰ σὰν βρέφος νὰ, πετιέτ' ἐμπρός μου ἄλλη·
Τὰ δυὼ 'μάτια της σμαράγδια, καὶ τὰ χείλη της κοράλλι!
Πλὴν ποῦ φεύγει;... Πεταλούδα, τὴν μαμμά σου νὰ χαρῇς,
Μιὰ στιγμὴ δὲν καρτερεῖς;
Τὸ μαντῆλι της δαγκάνει ὡς νὰ μ' ἔλεγε «νὰ σκάσῃς.»
Λεμονιᾶς τῆς δίνω ἄνθος· μὲ τὸ παίρνει κι' ἂν τὴν πιάσῃς!
Τόπον κάμετε· μὲ νέκταρ ὡς νὰ ἔπλυνε τὸ σῶμα,
Ἐρχεται κ' ἡ Ὁδδαλίσκη μὲ τὸ ῥόδινόν της χρῶμα.
Σὰν τῆς πούλιας τὸ διαμάντι χύνει κἄθε της 'ματιὰ
Γοργοκίνητη φωτιά.
Λάβε, Κίρκη· ς' τὰ μαλλιά σου τῆς μυρτιᾶς κλαδὶ ταιριάζει.
Κ' εἰς λευκὸν ἐκείνη στῆθος τὴν μυρτιὰ μὲ γέλοια βάζει.
Ὠσὰν ὄνειρον, ἰδέτε, ἀερῶδες πλάσμα ἕνα
Σείει τὸ λευκόν του πέπλον καὶ τὸν κύκνειον αὐχένα.
Ἱλαρὸν, βαθὺ, ῥεμβῶδες βλέμμα θλίψεως πλανᾷ
Εἰς πελάγη καὶ βουνά...
Χερουβὴμ, τὴν εἶπα, θέλεις γιασεμὶ νὰ σὲ στολίσῃ;
Γαλανὰ δυὼ 'μάτια στρέφει καὶ μὲ λέγει «κυπαρίσσι.»
Ἕνα μ' ἔμεινε· κἀμμιά σας δὲν ζητεῖ νὰ μὲ τὸ πάρῃ;
Εἶν ἡ χήρα τῶν ἀνθέων, τῆς ἰτιᾶς πτωχὸ κλωνάρι.
Ὅταν ἔζης, ἀδελφή μου, ὡς εὐῶδες κρῖνον ζῇ,
Τ' ἀγαπούσαμεν μαζῆ...
Αἰμυλία μου· εἰς δύω τὴν ἰτιὰν, ἰδοὺ, χωρίζω,
Καὶ τὸ μνῆμά σου ἐν μέρει καὶ τὸ στῆθος μου στολίζω.
- ↑ Τὸ ἄνθος τοῦτο ἠγάπα περιπαθέστατα ὁ εὐγενὴς Σολωμός. Ὅτε μετὰ τοῦ ζηλωτοῦ Ζαμπελίου ἐκλήθημεν ποτὲ εἰς τὴν τράπεζάν του, χωρὶς γαζίαν, μὲ εἶπε δὲν εἰμπορῶ νὰ κάμω ποτέ μου· ἂν τύχῃ νὰ μοῦ λείψῃ, παίρνω καρπὸ λέμονιάς. Ἔκτοτε δὲν ἀνέφερα τὴν γαζίαν εἰμὴ διὰ τῶν λέξεων «ἄνθος Σολωμοῦ.» Εἰθε νὰ υἱοθετηθῃ τὸ γλυκὺ ὄνομα τοῦτο, διὰ νὰ συνενόνῃ τὴν ποίησιν μὲ τὴν εὐωδίαν.