Ο Ήλιος κι η Νύχτα

Από Βικιθήκη
Ο Ήλιος κι η Νύχτα
Συγγραφέας:
Αγροτικά


Πρώτα 'ςτήν πλάση απλώνονταν σκοτάδι πέρα-πέρα.
..............................................
Του Κάτου-Κόσμου βασιληά μοναχογιός ο Ήλιος,
Με πλούσια ολόχρυσα μαλλιά, με γαλανά τα μάτια,
Με περηφάνεια κ' ευμορφιά και λεβεντιά περίσσια,
Πήρε μια αυγούλα τ' άρματα και τα λαγωνικά του,
Και για κυνήγι επρόβαλε 'ςτόν Κόσμο τον Απάνου.
Βγήκε κι' ο Κόσμος έλαμψε. Κι' όπου διαβαίνει ο Ήλιος,
Όπου προβάλλει απόπερα, λαμποκοπούν τα βράχια,
Καθάριος, καταγάλανος ο ουρανός γελάει,
Κάμποι, βουνά χρυσώνονται, ανοίγουν τα λουλούδια,
Τα πλάγια χορταριάζουνε, φυσάει γλυκά τ' αγέρι,
Φέγγουν, αστράφτουν τα νερά, φουντώνουνε τα δέντρα.
Λαλούν 'ςτά φύλλα τα πουλιά κ' οι πιστικοί 'ςτά πλάγια.
Κι' ο Κόσμος τον θιαμαίνεται και τον καλοτυχίζει.

— Χαρά 'ςτόν όπου εγέννησε τέτοιο παιδί 'ςτόν Κόσμο,
Χαρά 'ςταίς χώραις που περνά, 'ςτούς τόπους που διαβαίνει!

Όλον το Κόσμο εγύρισεν ο Ήλιος όλη μέρα.
Περνάει κάμπους και βουνά και δάση και ποτάμια.
Κι' όσα θεριά τον έβλεπαν του κυνηγιού, κι' αγρίμια,
Απ' την πολλή τη λάμψι του και το βαρύ το βρόντο
Τρομάζανε κι ολόφοβα κρύβονταν 'ςταίς σπηλιαίς των,
Και μοναχά 'σάν πήρανε μέσ' 'ςτά ζερβά τ' απόσκια
Ένα ζαρκάδι εσκότωσε σε κρουσταλλένιο αυλάκι....

Του Κόσμου η άκρη ήταν εκεί και τα στερνά βουννά του.

'Σ ένα σιαδάκι του βουνού, ανάμεσα 'ςτά δέντρα,
Βρυσούλα ολόδροση έχυνε το κρύο το νερό της.
'Σ τα πέτρινα πεζούλια της, πούχαν φυτρώσει χόρτα.
'Εκάθονταν μια λυγερή με το σταμνί 'ςτά χέρια.
Αμίλητη κυττάζει
Του Κόσμου το ξημέρωμα, δίχως ούτ' ένα γέλοιο
Γλυκό 'ςτά κοραλλένια της τα χείλη να χαράζη.
Λες κ' έτσι ατέλειωτο όνειρο τήνε κρατεί δεμένη ....

Ο Ήλιος βγήκε 'ςτήν κορφή. Του Κόσμου είδε την άκρη,
Και πήρε τον κατήφορο 'ςτά δέντρα αγάλια-αγάλια.
Σέρνοντας τα σκυλιά μπροστά, 'ςτόν ώμο το ζαρκάδι.
Αποσταμένος κάθεται να πιή νερό 'ς τη βρύσι.
Η κόρη πούταν ντροπαλή ξυπνάει απ' τ' όνειρό της,
Και με την όψι κόκκινη, με χαμηλά τα μάτια,
Από τα πόδια ως την κορφή τόνε κυττάζει μ' έγνοια,
Κι' όσο που τον θιαμαίνεται δεν τον ζηλεύει τόσο.
'Στό πρόσωπο, 'ς την εμμορφιά και 'ςτήν φεγγοβολιά του
Έννοιωσε πούν' αρχοντογυιός κι' από γενηά μεγάλη.
Γυρεύει αυτός λίγο νερό. 'Στη βρύσι η κόρη απλώνει,
Παίρνει νερό 'ςτά χέρια της και του το πάει 'ςτο στόμα.
Ο Ήλιος πίνει και γλυκά, 'ς τα μάτια την τηράει.
Η κόρη ήταν μελαγχροινή, ήταν και μαυρομάτα,
Είχε και φρύδια ολόμαυρα γραμμένα με κοντύλι,
Είχε και ολόμαυρα μαλλιά, και φορεσιά είχε μαύρη.
Ο Ήλιος πίνει και γλυκά 'ςτα μάτια την τηράει.
Κι' αντίς εκείνο το νερό, το κρύο, το βουνίσιο,
Να του δροσίση την καρδιά, γλυκά ν' αναγαλλιάση,
Του χύνει φλόγα και φωτιά, τα σωθικά του ανάφτει,
Κι' όταν να φύγη εκίνησε 'ςτα δέντρα ροβολώντας,
Βαθηά-βαθηά αναστέναξε και πήρε ένα τραγούδι,
Τραγούδι όχι κυνηγιού, . . . τραγούδι της αγάπης!

Πέρασε κάμποσος καιρός. Συχνά τον Ήλιο τώρα
Όχι ο καϋμός του κυνηγιού, άλλος καϋμός τον φέρει
'Στού Απάνου-Κόσμου τα βουνά. Κάθε λαγκάδι τώρα
Και κάθε δάσος που περνά δεν τα 'ρωτά για αγρίμια,
Ρωτά για την αγάπη του, την μαυρομμάτα κόρη.
Κι' όταν 'ςτόν τόπο της περνά και ροβολά 'ςτή βρύση
Πάντα την βρίσκει μοναχή, και κάθεται σιμά της,
Και πίνει από τα χέρια της το κρύο νερό της βρύσης.

Πέρασαν μήνες, πέρασαν. Κάθε γλυκειά βραδούλα
Οι δυο τους ανταμώνονται. Την αγαπάει ο Ήλιος·
Η κόρη τον θιαμαίνεται μονάχα, κ' η καρδιά της
Νοιώθει καμάρι απάντεχο, χαρά μεγάλη, ουράνια,
Που δίνει με τα χέρια της νερό 'ς αρχοντοπαίδι.
Ο Ήλιος όσο την τηρά, τόσο ο καϋμός του ανάφτει
Που μέσ' 'ςτά φυλλοκάρδια του κρυμμένον τον φυλάει.

Σκιάζεται για να της τον 'πή· σκιάζεται, και δεν ξέρει
Πως φαρμακώνει την καρδιά ο πόνος ο κρυμμένος! ...
Μια μέρα την εκύτταξε που εμάζευε λουλούδια,
Κ' εστόλιζε τα στήθηα της και τα μαλλιά της γύρω·
Κι' όταν αυτή ξεμάκρυνε και πήγε 'ςτο χωριό της,
Ο Ήλιος επερπάτησεν όλον αυτόν τον τόπο.
Κι' όσα λουλούδια εύρε μπροστά κι' όσα καλά βοτάνια,
Τα ράντισε με δάκρυα του και με θερμά φιλιά του.

Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση·
Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της
Τα κάρφωνε ένα ένα
Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια,
Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της
Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.
Και παίρνει η φήμη τα χωριά, και παν να την ιδούνε·
Κι' όσοι την βλέπουν, νηοί και νηαίς, μαραίνονται από ζήλεια...
Κι' ο Ήλιος, — σαν την κύτταξε ντυμμένη με τ' αστέρια,
Τον αποπήρε ο πόνος του κ' η φλόγα της καρδιάς του
Κ' άπλωσε χέρι απάνου της και τσ' είπε λόγια αγάπης...
Η κόρη πούταν φρόνιμη και καλοαναθρεμμένη,
Τον μάλωσε βαρηά βαρηά και τούπε με φοβέρα,
Να μην απλώση απάνου της, να τραβηχθή μακρυά της,
Τι μαραγκιάζει ο κόρφος της, χαλάει η εμμορφιά της,
Και σαν το μάθη η μάνα της, θε να τον καταριέται...
Και φεύγει μ' άδειο το σταμνί.

Ο Ήλιος απ' αλάργα
Την ακλουθάει με την ματιά, και με καϋμό της λέει,
Πως θα τον κάμη η αγάπη της βαρη' άρρωστος να πέση.
Και σαν το μάθη η μάνα του, η μάγισσα η μεγάλη
Και ξακουστή βασίλισσα, θε να της κάμη μάγια.
Γυρίζει η κόρη 'ςτο χωριό, της μάνας της το λέει:

— Γλυκειά μανούλα, για νερό 'ςτή βρύση που με στέλνεις
Κάθε βραδειά πεντάμορφος λεβέντης μ' ανταμώνει,
Που ροβολάει απ' τα βουνά αλαφοκυνηγώντας.
Είδες!.. .σαν βγαίνει 'ςταίς κορφαίς όλος ο Κόσμος λάμπει,
Και σαν παρθένα νηόνυμφη η Πλάση ξημερώνει
Μ' ανθούς, με χόρτα, με δροσιαίς, μ' αηδόνια στολισμένη·
Κι' αυτός σαν φεύγει, μάνα μου ο Κόσμος σκοταδιάζει.
Μούπε πως είνε βασιληά και μάγισσας αγόρι...
Αποσταμένος κάθονταν 'ςτήν βρύση 'λίγην ώρα.
Νερό μονάχα εγύρευε· τώδινα εγώ 'ςτά χέρια,
Έπινε με χαμόγελο, κ' εχάνονταν 'ςτά δέντρα.....
Απόψε επαραθάρρεψε και μούπε ... λόγια αγάπης.
Εγώ τον μάλωσα βαρηά, κι αυτός μ' απολογήθη
Και μούπε με παράπονο πώς άρρωστος θα πέση,
Και σαν το μάθη η μάνα του, θε να μου κάμη μάγια...
Κρύψε με, μάνα μου βαθειά και πρόλαβε τα μάγια.

— Καταραμένο το νερό που τωδινες, παιδί μου,
Κάθε βραδειά! ... Τα στήθηα του αντί να του δροσίζη,
Του τάκαιγε κατόκαρδα, κ' ήταν η φλόγα ... αγάπη!
Είνε της μάγισσας παιδί, κ' είν' ακουστός ο Ήλιος,
Που τόπον απερπάτητο τη μέρα δεν αφίνει...
Όπου αν κρυφτής θε να σε βρη...Θε μου! νεράιδα κάμ' την,
Νάχη τη μέρα 'ςτά νερά — κατάβαθα παλάτια.
Κι' όταν αυτός θα χάνεται, να βγαίνη αυτή 'ςτήν Πλάση!...

Έτσι νεράιδα εγίνηκε του Ήλιου η αγάπη,
Ο Ήλιος είχε και ταχυά κάποια κρυφήν ελπίδα,
Κ' έρχεται, τρέχει 'ςτά βουνά, ψηλά του Απάνου-Κόσμου,
Για ναύρη την αγάπη του να της μιλήση πάλι.
Κι' όλον τον Κόσμο σαν γυρνά και σαν διαβαίνει ολούθε,
Και δεν την βρίσκει πουθενά, ούτε σιμά 'ςτήν βρύση,
Καρδοκαμένος ροβολά 'ςτό έρμο του βασίλειο·
Κ' η λύπη του σαν σύγνεφο περνά 'ςτό μέτωπό του...

Η Νύκτα μένει 'ςτά νερά, νεραϊδωμένη κόρη.
Κι όταν ο Ήλιος χάνεται απ' τον Απάνου-Κόσμο,
Προβάλλει αυτή μυριώμορφη γλυκειά, καμαρωμένη,
Και περπατεί τα ρέμματα, ταις ποταμιαίς, τα πλάγια...
Λαμποκοπάν 'ςτά στήθηα της και 'ςτό κορμί της γύρω
Τα μαγεμμένα λούλουδα, χρυσά χιλιάδες άστρα,
Και μέσ' 'ςτό μέτωπο ψηλά, σαν βασιλίσσης στέμμα,
Το πλειό μεγάλο λούλουδο, τώμορφο το φεγγάρι.
Όπου πατούν τα πόδια της τα λούλουδα ανασαίνουν,
Κ' εκείνοι οι μοσχοανασασμοί μυρώνουνε τ' αγέρια,
Όπου πετούν ανάλαφρα και την φιλούν 'ςτό στόμα.
Όπου περνά, γλυκά-γλυκά την χαιρετά τ' αηδόνι
Κρυμμένο μέσα 'ςτά κλαδιά, την χαιρετά τ' αυλάκι,
Την χαιρετά ο πιστικός 'ςτή λυγερή φλογέρα,
Την χαιρετά κι' όποιος πονεί και ξαγρυπνά για αγάπη.