Οι χαλασοχώρηδες/Μέρος Α'

Από Βικιθήκη
Οι χαλασοχώρηδες
Συγγραφέας:
Μέρος Α'


Α'

Αφού περιήλθον όλα τα μαγαζία της παραθαλασσίου αγοράς, όπου έπιον όχι ολίγον εις υγείαν και των δύο αντιπάλων μερίδων, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Χρυσάφους κατήντησαν και εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του Τσιτσάνη, όπου εισελθόντες απήτουν από τον οινοπώλην να τους κεράσει. Αλλ’ ο κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο επιμόνως να κεράσει, λέγων ότι κατά το έτος τούτο δεν είχε σκοπόν να το κάμει φόρα προς χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου είχε φανεί φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά. Διότι ο Λάμπρος ο Βατούλας και ο Μανόλης ο Πολύχρονος, αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, του έταξαν «φούρνους με καρβέλια», δώσαντες αυτώ ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά απέναντι, καθώς του είπαν, και παρακινήσαντες αυτόν να εξοδεύσει κι απ’ τη σακκούλα του όσα θέλει άφοβα, διότι θα πληρωθεί μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελε παρουσιάσει. Τότε αυτός πιστεύσας «εξανοίχθηκε» κι εξώδεψε ιδικά του λεπτά, παραπάνω από ένα εκατοστάρικο· αλλά μετά τας εκλογάς, ο Λάμπρος ο Βατούλας (τον οποίον αυτός ηρέσκετο να ονομάζει σήμερον «ο Λάμπρος ο Φαταούλας») έκαμε πως δεν τον εγνώριζε και του εγύριζε τις πλάτες. Πού επερίσσευε τραμπούκος απ’ αυτούς που έχουν δόντια, κατάλαβες, για να φάνε κι οι άλλοι, οι παραμικροί; Ο Λάμπρος ο Βατούλας κι ο Μανόλης ο Πολύχρονος κι άλλοι μερικοί πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, στο μούχτι… κι ηξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάτσικο. Έχουν βλέπεις αυτοί οι διάβολοι τον τρόπον να τα κάμουν πλακάκια. Αν ερωτάς κι από κοντραπούντους κι από μπουλούκια… κανείς δεν μπορεί να βγάλει πλώρη μαζί τους. Είναι εις όλα πρώτο νούμερο. Αλλ’ όταν μίαν φοράν καεί η γούνα ενός ταβερνιάρη, ενός καφετζή ή ενός μικρομπακάλη (δεν σου λέγω, είναι άλλοι που καίονται στα πολιτικά κι έχουν κρεμασμένο δια τας εκλογάς το ζουνάρι τους… κι είναι πάλιν άλλοι που ξέρουν με τρόπο και τα καταφέρνουν, παίρνοντας λεπτά κι από τα δύο κόμματα, μαυρίζοντες πότε το έν, πότε το άλλο κι εβγαίνοντες πάντοτε λάδι), τότε πολύ βλαξ θα είναι, αν τους επιτρέψει να τον κοροϊδέψουν και δευτέραν φοράν.

Τοιαύτας θεωρίας εξέφερεν ο Δημήτρης ο Τσιτσάνης, αρνούμενος να κεράσει τους δύο φίλους, οίτινες ευθυμότατοι είχον εισέλθει εις το καπηλείον του. Αλλά δεν ήσαν και διψασμένοι. Ήτο εσπέρα ήδη και από της δείλης είχον περιέλθει το ήμισυ της πολίχνης, παντού κερνώμενοι και πίνοντες. Ο Κωνσταντής ο Καλόβολος ήρχισε να παραδίδει μάθημα εκλογικής ορθοφροσύνης εις τον κάπηλον, λέγων ότι αυτός οπού τού θέλει το καλόν του λυπείται να τον βλέπει να πηγαίνει πάντοτε ωσάν τον κάβουρα, και τούτο ένεκα αδικαιολογήτου παραξενιάς. Το να μη θέλει «να το κάμει φόρα» νομίζει ότι είναι δι’ αυτόν το συμφερώτερον;

Κάθε άλλο, εξ εναντίας, με τούτο εμπνέει δυσπιστίαν και εις τα δύο κόμματα, και ένεκα τούτου δεν αποφασίζουν να δώσουν χρήματα εις ένα άνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον», όστις θέλει να κάμει τον ανεξάρτητον, χωρίς να ξεύρει καλά καλά τι πράγμα είναι ανεξαρτησία. Ενώ, αν αποφασίσει να κυρηχθεί θερμός ή και χλιαρός υπέρ του ενός κόμματος, τότε, ενώ του κόμματος τούτου θα εφελκύσει ασφαλώς την εμπιστοσύνην, δεν είναι παράξενον να προκαλέσει κολακείας και φιλοφρονήσεις και από το άλλο κόμμα, οι άνθρωποι του οποίου θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να τον κάμουν να τα γυρίσει, ή θα πασχίσουν τουλάχιστον να τον μετριάσωσιν. Εάν θέλει μάλιστα να πάρει λεπτά και από τα δύο κόμματα, ο ασφαλέστερος τρόπος είναι να κυρηχθεί φανερά υπέρ του ενός. Δεν παίρνει παράδειγμα απ’ αυτόν κι από τον φίλον του, τον Γιάννην της Κ’σάφους; Ενώ άλλοι φανατίζονται και «χαλνούν την ζαχαρένια τους» και χολοσκάνουν, αυτοί οι δύο «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα υγιούς εκλογικής φιλοσοφίας εις όλον το χωρίον, ανήκοντες εις δύο αντίπαλα και μέχρι καταστροφής πολεμούντα άλληλα κόμματα, περνούν με γέλια και με χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, ευωχούμενοι εις υγείαν όλων των υποψηφίων, ευλόγως θέτοντες την φιλίαν των υπεράνω κομμάτων. Και με τοιούτον τρόπον «το έχουν δίπορτο». Με όποιον κόμμα νικήσει θα είναι φίλοι και οι δύο, αφού θα είναι ο είς. «Όποιος γάιδαρος, κι αυτοί σαμάρι».

Τοιαύτα πρακτικής ηθικής διδάγματα έδιδεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος εις τον Δημήτρην τον Τσιτσάνην. Είναι αληθές ότι τα πλείστα είχεν ακούσει την προτεραίαν παρά δικολάβου τινός, όστις τα ανέπτυσσε προς τους φίλους του. Ο κάπηλος τον ήκουε σείων την κεφαλήν, λέγων ότι αυτά τα ήξευρε πρωτύτερα απ’ εκείνον. Αλλ’ είναι μεγάλη διαφορά να είναι τις αγωγιάτης απλώς ή ξωμερίτης, όπως αυτοί οι δύο, από του να έχει μαγαζί. Διότι πρέπει να τηρεί τις και κάποιαν αξιοπρέπειαν, «να φυλάγει την θέσιν του», αν θέλει να μην ξεπέσει «στην παρακατινή σκάλα». Οι δύο φίλοι τον ήκουον μειδιώντες, ουδόλως προσβαλλόμενοι, διότι τους υπεβίβαζε. Μόνον ο Γιάννης της Κ’σάφους τελευταίον είπεν ότι «δεν του γεμίζει το μάτι κι αυτός και το μαγαζί του». Ο κάπηλος επειράχθη τότε και ήρχισε να τους ονειδίζει σκληρώς, αλλ’ ο Κωνσταντής ο Καλόβολος με ατάραχον μειδίαμα του είπεν ότι «αν θέλει να έχει μαγαζί, πρέπει να έχει και κοιλιά σαν το μαγαζί του, μεγαλύτερη μάλιστα απ’ το μαγαζί του».

Ενταύθα ήτο η λογομαχία, και ο κάπηλος είχεν ανάψει την λάμπαν, διότι είχε νυκτώσει ήδη, όταν εισήλθε κομματική ομάς οδηγουμένη από τον Λάμπρον τον Βατούλαν, εκείνον ον ο Τσιτσάνης ωνόμαζε Φαταούλαν. Ήτο ανήρ μεγαλόσωμος, ωραίος, μετ’ επιτηδεύσεως ενδεδυμένος, φιλοφρονέστατος και μελιχρός τους τρόπους.

Άμα εισελθών, διέταξεν έξ μαστίχες δια τους μεθ’ εαυτού, είτα, ελθών όπισθεν του λογιστηρίου, έκυψεν εις το ούς του καπήλου και ήρχισε να του κρυφομιλεί και να τον κατηχεί. Μετ’ ολίγα λεπτά της ώρας, αφού του είπε πολλά και ο οινοπώλης του απήντα μόνον διά κατανεύσεων της κεφαλής, επέστρεψε πάλιν προς την τράπεζαν, περί ήν είχε στρωθεί η παρέα του, και διέταξεν εκ νέου μαστίχες.

Επλήρωσεν εν κρότω δεκαρών τα ποτά, είτα απευθύνας τον λόγον προς τον Κωνσταντήν τον Καλόβολον, όστις ίστατο παράμερα με τον φίλον του, τον Γιάννην της Κ’σάφους·

-Έ! Τι έχουμε, Κώστα;…Πώς πάει το κόμμα σας; είπε.

-Ποιο κόμμα μας, κυρ-Λάμπρο; απήντησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος· το κόμμα μας είναι το κόμμα σας.

-Τι; είμαστε από ένα κόμμα;

-Δεν το ξέρετε;

-Τότε, πώς δεν ξεχωρίζετε από τον Γιάννη τον φίλον σου;

-Η φιλία φιλία και το κόμμα κόμμα.

-Ας είναι, τέλος πάντων, ο Θεός κι η ψυχή σας. Πίνετε από μια μαστίχα;

-Από ’να κρασί… αν μας κεράσετε.

Και ο Λάμπρος ο Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Εν τω μεταξύ εισήλθεν εις το καπηλείον και άλλη ομάς εκ του αντιθέτου κόμματος.

-Εβίβα! Καλή επιτυχία.

Οι δύο φίλοι συνέκρουσαν τα ποτήρια και έπιον.

Η νεωστί εισελθούσα ομάς διέταξε και αυτή ποτά. Επί κεφαλής της ομάδος ήτο ο Μανόλης ο Πολύχρονος, μεσήλιξ, μελαγχροινός, εύθυμος, αστείος.

-Α! εδώ είσθε σεις, που βυζαίνετε δύο μαννάδες;

-Το καλό αρνί, κυρ-Μανόλη, απήντησεν ο Γιάννης της Κ’σάφους, τρώει από δυο προβατίνες.

Ο Μανόλης διέταξε τον κάπηλον να τους κεράσει και τότε έπιον εις υγείαν του κόμματος, το οποίον εξεπροσώπει ο Μανόλης.

Με τοιαύτην τακτικήν εκαλοπερνούσαν εις τας εκλογάς οι δύο αγαπημένοι φίλοι. Είχον δε πίει την ημέραν εκείνην όχι ολίγα εις βάρος αμφοτέρων των κομμάτων. Ο Μανόλης ο Πολύχρονος εγερθείς, μετέβη όπισθεν του λογιστηρίου, όπως είχε κάμει προ μικρού ο Λάμπρος ο Βατούλας, και ήρχισε να ομιλεί εις το ούς του καπήλου.

Το λογιστήριον εκείνο, φαίνεται, ωμοίαζε κάπως μ’ εξομολογητήριον φραγκοκκλησιάς, όπου, μία μία εισερχόμεναι ελαφρύνουσι την συνείδησίν των αι κομψοπρεπείς μετανοούσαι. Αφού δε του είπεν ό,τι είχε να του είπει ταπεινη τη φωνή, ενώ ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν έπαυσε να τους κοιτάζει με τον κανθόν του οφθαλμού, επιστρέψας εις την θέσιν του ο Μανόλης ηθέλησε να κουρδίσει ολίγον τους δύο φίλους.

-Όλα καλά, τους είπε, μα εσείς οι δύο το καταλαβαίνετε που μας κοροϊδεύετε όλους, ή όχι;

-Αλήθεια! επεβεβαίωσεν από της πέραν τραπέζης και ο ηγέτης της άλλης ομάδος, ο Λάμπρος ο Βατούλας, όστις ηγάπα πάντοτε να είναι φιλόφρων προς τους αντιπάλους· αλήθεια, μας κοροϊδεύετε.

Οι δύο φίλοι, μόλις κρατούμενοι εις τους πόδας των, ήρχισαν να διαμαρτύρονται θορυβωδώς·

-Όχι! μα το φως μου, κυρ-Μανόλη…

-Μα την αγάπη μας, κυρ-Λάμπρο…

-Έτσι να έχω καλά γεράματα.

-Να χαρώ το στέφανό μου, κουμπάρε.

Και λέγοντες εστράφησαν ο είς προς την τράπεζαν, περί ήν ήτο συγκεντρωμένη η ομάς του Λάμπρου, ο έτερος προς την άλλην τράπεζαν, περί ήν εκάθηντο οι σύντροφοι του Μανόλη, στρέφοντες προς αλλήλους τα νώτα, χειρονομούντες υπερμέτρως ως αδέξιοι υποκριταί, ανοίγοντες τας αγκάλας προς περίπτυξιν των δύο αρχηγών των κομματικών ομάδων.

-Αν θέλετε να σας πιστέψουμε ότι δεν μας κοροϊδεύετε, είπεν ο Μανόλης ο Πολύχρονος, πρέπει ή ν’ αποκόψετε ο ένας από τον άλλον αυτές τις ημέρες που θα είναι οι εκλογές ή…

-Αυτό θα είναι σκληρά καταδίκη δι’ αυτούς, είπε γελών ο Λάμπρος ο Βατούλας.

-Ή τουλάχιστον, εξηκολούθησεν ο Μανόλης ο Πολύχρονος, να μας δώσετε τώρα αμέσως απόδειξιν ότι ενδιαφέρεσθε ειλικρινώς και ολοψύχως ο ένας σας υπέρ του ενός κόμματος, ο άλλος υπέρ του άλλου.

-Παίρνω όρκο, είπε υψών την χείρα ο Γιάννης της Κ’σάφους.

-Κι εγώ παίρνω όρκο, είπε και ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.

-Οι όρκοι είναι σήμερα το φθηνότερο πράμα, είπε σαρκαστικώς ο Μανόλης ο Πολύχρονος.

-Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπε ο Γιάννης της Κ’σάφους.

-Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανόλης· καλύτερα είχα να μου έδινες τα παλιά τα τσαρούχια σου.

Ο Γιάννης της Κ’σάφους κύψας έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανόλην.

-Πάρ’ τα, κουμπάρε!

Τα απέθηκεν επί της τραπέζης και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθει.

Όλοι εγέλασαν προς το σκηνικόν τούτο του κραιπαλώντος αλλ’ ο Μανόλης τον ανεκάλεσεν:

-Έλα δω, κουμπάρε!

Ο Γιάννης της Κ’σάφους επιστρέψας εστάθη ενώπιον του Μανόλη.

-Εις τους ορισμούς σου, κουμπάρε.

-Θέλω, είπε, να μας δώσετε απόδειξιν αναμφισβήτητον της πίστεώς σας εις τα δύο κόμματα.

-Τι απόδειξιν;

-Ιδού, είπεν ο Μανόλης, απευθυνόμενος μάλλον προς τον Λάμπρον τον Βατούλαν· δεν είναι αληθές πως ό,τι επιθυμεί κανείς εκείνο και πιστεύει;

-Δηλαδή; είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας.

-Δηλαδή, δεν βλέπομεν πολλάκις δύο ανθρώπους να στοιχηματίζουν μεγάλα ή μικρά ποσά, δι’ εν πράγμα, του οποίου άδηλος είναι η έκβασις, πιστεύοντες και ο εις και ο άλλος ότι θα γίνει εκείνο το οποίον επιθυμούν;

-Καθώς λόγου χάριν εις τας εκλογάς, σαν καλή ώρα, είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας, όπου βάζουν στοίχημα ότι θα βγει εκείνος τον οποίον θέλει ο καθένας.

-Ίσα- ίσα! είπεν ο Μανόλης. Λοιπόν, δεν είναι καλό να βάλουν οι δυο τους τώρα μπροστά μας ένα στοίχημα;

-Σαν τι στοίχημα;

-Να στοιχηματίσετε, συ, κουμπάρε Γιάννη, ότι θα κερδίσει το δικό μας το κόμμα και συ, Κωνσταντή, ότι θα κερδίσει το άλλο κόμμα.

-Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Κ’σάφους.

-Κι εγώ το βόδι μου! εφώνησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.

-Ο γάιδαρός σου ας έχει ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βόδι σου σού χρειάζεται δια να ζήσεις, Κωνσταντή Καλόβολε. Μόνον αρκεί να βάλετε κάτι τι που να τρώγεται, που να μασιέται εύκολα, για να ξεφαντώσει όλο το ασκέρι, που καλώς ανταμωθήκαμε εδώ, καλή μας ώρα, όταν θα γίνουμε φίλοι μετά τας εκλογάς. Εσύ, κουμπάρε Γιάννη, δεν έχεις, θαρρώ, δύο προβατίνες κι ένα κριάρι;

-Τα θυσιάζω! ανέκραξεν ο Γιάννης της Κ’σάφους. Για το χατήρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι γίνομαι.

-Κ’ εγώ, για την αγάπην σου, κυρ-Λάμπρο! εφώνησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.

-Δεν είναι ανάγκη να θυσιάσεις τις προβατίνες, κουμπάρε Γιάννη, το κριάρι μας αρκεί.

-Βάζω το κριάρι, είπεν ο Γιάννης.

-Κι εγώ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κότες που έχω, είπεν ο Κωνσταντής.

-Λοιπόν, σύμφωνοι· αν κερδίσωμεν και τους δύο βουλευτάς ημείς, εσύ, Καλόβολε, θα βάλεις τα τέσσαρα ζευγάρια κότες, κι αν κερδίσουν οι άλλοι, εσύ, κουμπάρε Γιάννη, θα θυσιάσεις την προβατίνα. Εάν όμως βγάλουμε από έναν βουλευτήν τα δύο κόμματα, τότε έχεις κέρδος εσύ, κουμπάρε, την προβατίνα σου, γλυτώνεις και εσύ, Κωνσταντή, τις κότες σου.

-Σύμφωνοι!

Έδωκαν τας χείρας και απεχωρίσθησαν.


Β’

Την εσπέραν εκείνην, Τρίτην της εβδομάδος, πέντε ημέρας προ της εκλογής, περί την ογδόην ώραν, ο Λάμπρος ο Βατούλας ήναψε μετά το δείπνον το φαναράκι του και συνοδευόμενος από τρεις ή τέσσαρας φίλους εξήλθεν εις επισκέψεις κατ’ οίκους προς ψηφοθηρίαν. Διήλθον διά της αγοράς και είτα δι’ ανωφερούς δρομίσκου εβάδισαν ανερχόμενοι εις την λαϊκήν συνοικίαν. Μόλις επροχώρησαν ολίγα βήματα, και δευτέρα συνοδεία, μετά φανού και αυτή, προέβαλε κατόπιν των ανερχομένη. Ήτο ο Μανόλης ο Πολύχρονος με την παρέα του από το άλλο κόμμα. Ο Λάμπρος ο Βατούλας είχε «τα μάτια τέσσερα» αλλ’ εκείνην την στιγμήν ησχολείτο αυτός και απησχόλει και τους φίλους του, ενώ εβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν προς αυτούς ιστορίαν. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, αφού είχε κάμει λεπτά εις το Κάιρον, εμπορευόμενος επί δώδεκα έτη ως αλευράς, κατ’ άλλους ως φούρναρης, έφθασε με το καλόν εις την πατρίδα του, την πρωτεύουσαν της επαρχίας και το είχεν απόφασιν να πολιτευθεί. Εφαίνετο μορφωμένος, είχεν ιδεί κόσμον· τον εγνώριζεν αυτός παιδιόθεν και προ ημερών, ότε μετέβη εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας, ανενέωσε την γνωριμίαν. Ο νεοφερμένος από την ξενιτείαν είχεν αισθήματα, εξέφερε γενικάς σκέψεις επί των πολιτικών πραγμάτων, «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα». Δεν ωμοίαζε με τον Αλικιάδην, όστις επολιτεύετο χάριν των δημοσίων έργων, ούτε με τον Γεροντιάδην, όστις εξελέγετο βουλευτής δια το καλόν της πατρίδος. Ήτον αφελής τους τρόπους και έτι αφελέστερος τας ιδέας. Ήθελε να πολιτευθεί «για δόξα». Ευκαιρία λαμπρά.

Ο Αλικιάδης ήτο παμπόνηρος και τα χέρια του ωμοίαζαν με γάντζους. Δεν ημπορούσε να του βγάλεις λεπτά ούτε με το δόλωμα ούτε με το «παρασούβλι». Δεν έδιδε πέντε χωρίς να είναι βέβαιος ότι θα λάβει δέκα. Εβραίος σωστός. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος ήτον αγαθός, «ψυχαράκι, ο καημένος». Πώς εφαίνετο ότι ήρχετο από μακριά! Σωστός Κελεπούρης! Είχε παραδάκια καλά, παιδιά, σκυλιά τίποτα. «Εφυσούσε». ( Και ο Λάμπρος ο Βατούλας συνώδευε δι’ ελαφρού φυσήματος, ως και διά προστριβής του αντίχειρος επί του δείκτου, υπό το φως του φαναρίου, την λέξιν: «φυσάει-φυσάει»). Πού θα την εύρισκαν άλλην φοράν τοιαύτην ευκαιρίαν; Τον παλαιόν καιρόν οι υποψήφιοι βουλευταί κατήρχοντο σύνδυο εις τον αγώνα, έκαμναν κολληγιές. Επειδή όμως εκάστοτε ο έτερος των συνδυαζομένων ή οι στενώτεροι των περί αυτόν, εκόντος ή άκοντος αυτού, παρεσπόνδουν κι έκρινον καλόν να μαυρίσουν τον σύντροφον, δίδοντες αποκλειστικήν την ψήφον των εις τον ιδικόν των, εξέλιπεν η εμπιστοσύνη, και οι συνδυασμοί εξέπεσαν κατά μικρόν εις την επαρχίαν, εωσότου ολοσχερώς κατηργήθησαν. Τώρα, ο καημένος ο Γιαννάκος, επειδή, καθώς σας είπα, ήρχετο από μακριά, εζήτησεν εν τη αθωότητί του να συνδυασθεί με τον Αλικιάδην, και ο τσιφούτης προθύμως τον εδέχετο. Άλλοι όμως πονηρότεροί του τού άνοιξαν τα μάτια, κι έτσι ο συνδυασμός εναυάγησε. «Τόσο το καλύτερο για μας, παιδιά». Αν ο συνδυασμός κατηρτίζετο, ο Αλικιάδης θα διηύθυνε το οικονομικόν μέρος και θα του έτρωγε τα λεφτά χωρίς να του δώσει ψήφους. Τώρα όμως ο Χαρτουλάριος θα διεπραγματεύετο απ’ ευθείας προς αυτούς (εκτός αν τον ήρπαζε το σκυλί, ο Μανόλης ο Πολύχρονος, με τους ιδικούς του, αλλ’ ο Λάμπρος θα είχε τον νουν του), και εύκολα, ήλπιζε, θα τον έβαζαν στο χέρι. Αν ημπορούσαν να του δώσουν καμμιά εκατοστή ψήφους (εκείνος βουλευτής δεν θα έβγαινε, κι ας το είχε σίγουρο, μόνον για το ονόρε) από κείνους τους σμιγούς, τους φθηνούς, που θα τους αγόραζαν προς 4 έως 5 δραχμάς το κομμάτι και θα του τους επουλούσαν προς 15, ας είναι και προς δέκα δραχμάς, χαρά στην τύχη τους! Αφού είπε τοιαύτα τινά ο Λάμπρος, ευθύς προσέθηκε:

-Τάχα, ο λόγος το λέει, εμείς δεν είμαστε από κεινούς… Α! ο Μανόλης, ναι, εκείνος είναι γι’ αυτές τις δουλειές.

Συγχρόνως ανήρχετο κατόπιν των η άλλη συνοδεία, και ο Μανόλης ο Πολύχρονος, εν τω μέσω ιστάμενος, έλεγε ταπεινη τη φωνή με αλληγορικάς, ως συνήθιζε, φράσεις:

- Αύριο, παιδιά, πέφτει το μεγάλο ψάρι…Να ’χετε το νου σας…μη μας φάει το θεριό (κι εδείκνυεν εκατόν βήματα απωτέρω, διά μέσου του σκότους, περί την κινουμένην αμυδράν λάμψιν του προπορευομένου φανού τον Λάμπρον τον Βατούλαν με την συνοδείαν του). Να πιάσουμε τα πόστα… Μη μας φάει το ψάρι ο γιαλός… Ως το μεσημέρι ο ροφός αριβάρει (να πάρουμε στα χωρατά μια βάρκα να πεταχτούμε ως τα νησιά, να κάμουμε καρτέρι)… ροφός εφταοκαδιάρικος, φρέσκος!… θα πέσουν και κάτι συναγριδάκια, δε σας λέω… Μα βάρδα απ’ το σκυλόψαρο ( κι εδείκνυε τον Λάμπρον τον Βατούλαν). Διπλές απετουνιές, τριπλά παραγάδια… με χονδρούς φελλούς και με μολυβήθρες πενηντάρικες… Και τα μάτια σας τέσσερα… Να στέκεσθε αρόδο, να ’χετε απρόντο και τις πράγκες και τα καμάκια… και το σηπιογιάλι έτοιμο… γιατί αλλοιώς δε βγαίνει λαδιά.

Είτα ο Μανόλης προσέθηκεν:

- Ας είναι, εμείς τέτοιοι δεν είμαστε… Μα έπρεπε κάτι τι να γίνει, στο πείσμα εκείνου του θεριού, εκείνου του σκυλόψαρου.

Οι περί τον Μανόλην εγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ακούοντες και άμα προυχώρουν, ώστε παρ’ ολίγον έφθασαν την πρώτην συνοδείαν, ης τα μέλη ηκροώντο τας λεπτομερείς και σπουδαίας ανακοινώσεις του Λάμπρου, κι εκοντοστέκοντο, και πάλιν εβάδιζον. Τότε είς των πέντε ακούσας βήματα εστράφη και είδε την δευτέραν συνοδείαν και την υπέδειξεν εις τους μετ’ αυτού, ούτοι δε ετάχυνον το βήμα.

Εισήλθον πρώτον ο Λάμπρος και δύο των συν αυτώ εις τον οικίσκον του Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικού, έχοντος τρεις υιούς εκλογείς, οι δε λοιποί δύο της συνοδείας έμειναν εις το προαύλιον ως καραούλι. Εκ της άλλης συντροφίας, ο Μανόλης και δύο άλλοι ανέβησαν εις την οικίαν του Ζυγαράκια, έχοντος τέσσαρας υιούς και ημίσειαν δωδεκάδα ανεψιών, όλους ψηφοφόρους, δύο δε και εκ της συνοδείας ταύτης έμειναν έξω της θύρας, βιγλίζοντες. Δεύτερον ανέβησαν οι περί τον Λάμπρον εις την οικίαν του ζευγηλάτου Στροφλιώτου, οι δε περί τον Μανόλην εισήλθον εις την καλύβην του Μαλλιοδήμου του αιγοβοσκού. Ακολούθως επεσκέφθησαν και άλλας οικίας, κατά την αυτήν πάντοτε τακτικήν, δύο εξ εκατέρας συνοδείας μενόντων πάντοτε ως ουραγών έξω της θύρας ή κάτω της λιθίνης κλίμακος. Ήτο δε ογδόη ή δεκάτη εσπέρα αύτη, καθ’ ην ο Μανόλης και ο Λάμπρος μετά των αυτών ή άλλων οπαδών δεν έπαυσαν επισκεπτόμενοι τας οικίας των χωρικών και ψηφοθηρούντες. Παντού ελάμβανον και έδιδαν λιπαράς διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις δαψιλείς, τόσον χορταστικάς, ώστε εις των μετά του Μανόλη, συνοδεύσας αυτόν πολλάς εσπέρας εις τοιαύτας εκδρομάς, αλλά πρώτην φοράν εφέτος βλέπων εκλογάς, καθόσον ήτο ναυτικός και συνήθως απεδήμει, έλεγεν εύπιστος, οικτείρων της αντιθέτου μερίδος τους τόσους δρόμους·

- Τι χαλνούν τα παπούτσια τους! Τώρα πια οι ψήφοι μάς περισσεύουν!

Αλλ’ ο Μανόλης ο Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περί τα τοιαύτα, έσεισεν οικτιρμόνως την κεφαλήν και του είπε·

- Αχ! δεν ξέρεις, παιδί μ’, απ’ αυτά. Το ψάρι, ενώ θαρρείς ότι το κρατείς, έξαφνα γλιστράει και φεύγει. «Χάνος είμαι, χάνομαι… μπέρκα ’μαι, δεν πιάνουμαι… γιούλος είμαι, σε γελώ… και τα δίχτυα σου χαλώ».

Εν τω μεταξύ ο Λάμπρος μετά των δύο συντρόφων του ανέβησαν εις του γέροντος πορθμέως μπαρμπα-Διοματάρη, εις καλύβην ανώγεων μετά μικρού σοφά, όπου εύρον τον γηραιόν ναυτικόν καθήμενον, αν και ήτο θέρος ήδη, παρά την εστίαν, καπνίζοντα ελεεινόν καπνόν με την πίπαν του και θερμαίνοντα τας δύο κνήμας, ων η μία είχε παγώσει προ ετών εις τον Δούναβιν και ερεθιζομένη από καιρού εις καιρόν τον καθίστα ανίκανον προς εργασίαν. Η γραία επαιδεύετο να βράσει δύο ή τρία σκορπιδάκια, τα οποία της είχε φέρει ο γέρων αργά φθάσας την εσπέραν εκείνην με την μικράν βάρκαν του εκ της ημερησίας ανά τον λιμένα εκδρομής. Ο Λάμπρος εκάθισεν επί τινος παλαιού κιβωτίου με γλυφάς και με καρφία διετεθειμένα προς κόσμον εις ρόμβους και εις σταυρούς, οι δε δύο ακόλουθοί του εκάθισαν επί τινος κουλουριασμένου τριχίνου σχοινίου, χρησίμου εις την αλιευτικήν. Παραγάδια και δίκτυα επί κονταρίων ηπλωμένα εκρέμαντο από τον χθαμαλόν όροφον έως το δάπεδον. Όλα, και το σχοινίον και το κιβώτιον και τα κιλίμια και η ψάθα και οι μύστακες του μπαρμπα-Διοματάρη και το φουστάνι της γραίας του, όλα εμύριζαν ψαρίλες.

Ο Λάμπρος ήρχισε να εξηγεί τον σκοπόν της επισκέψεώς του, λέγων ότι την φοράν ταύτην επί τέλους ευρέθη άνθρωπος να φροντίσει δια την φτώχεια και να έβγαζαν βουλευτήν τον Αλικιάδην, θα έκαμναν χρυσή δουλειά, διότι αυτός ο Αλικιάδης ήτο φιλότιμος και είχε να ζήσει, και δεν είχεν ανάγκην να διορίσει εις θέσεις τους ανεψιούς του και τον υιόν της κουμπάρας του, και αν έβγαινε βουλευτής, θα εφρόντιζεν αποκλειστικώς για την φτώχεια. Δεν ωμοίαζε με κάμποσους άλλους «όνομα και μη χωριό». Και ο Λάμπρος δεν είχε αμφιβολίαν ότι αυτήν την φοράν ο μπαρμπα-Διοματάρης θα έδιδεν αποκλειστικήν την ψήφον του εις τον Αλικιάδην.

Αυτά τα είπεν εντέχνως ο Λάμπρος ελπίζων να εύρει τον σφυγμόν του γέροντος ναυτικού. Αλλ’ ο μπαρμπα- Διοματάρης, ως να εζήτει αφορμήν να ξεσπάσει, ήρχισε να διηγήται διά μακρών τι του είχε συμβεί κατόπιν της άλλης εκλογής, καθ’ ην είχε δώσει ψήφον εις τους αντιθέτους.

…Είχεν υπάγει εις τον Γεροντιάδην προ της διαλύσεως της βουλής, φέρων όλα τα έγγραφά του, τα χαρτιά του, τα πιστοποιητικά του. Αυτός όμως αγρόν ηγόραζε. «Πού σ’ είδα, πού σε ξέρω;». Δεν τον άφηναν ήσυχον επί τέλους; Ποίαν υποχρέωσιν είχε να τρέχει δι’ όλες τις παλιοκαϊάσσες, όσοι εζήτουν να πάρουν σύνταξιν από το απομαχικόν; Αυτός, όσους ψήφους επήρε, τους είχεν αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους. Ένα εκλογέα δεν άφησεν απλήρωτον. Διεπραγματεύετο χονδρικώς με τον Μανόλην τον Πολύχρονον, όσους ψήφους τόσα διπλά τάλληρα, ή όσους ψηφοφόρους τόσα δεκάρικα. Ανάγκην αυτός δεν είχε να σκοτίζεται, να συναλλάσσεται απ’ ευθείας με ένα έκαστον των εκλογέων. Ο Μανόλης ο Πολύχρονος, εκείνος έλυνε και έδενε, εκείνος έμβαζε κι έβγαζε. Και εις το τέλος του λογαριασμού ακόμη, οι ψήφοι έβγαιναν ολιγώτεροι από τα δεκάρικα. Άρα και πολλοί πληρωμένοι τον είχαν μαυρίσει.

Ο Μανόλης ο Πολύχρονος, ως τετραπέρατος που ήτο, τα εμβάλωνε λέγων ότι πρέπει να ξεπεσθούν από τον λογαριασμόν τόσα δεκάρικα, όσα επήγαν εις γενικά έξοδα, ή και εις κεράσματα ακόμη μη αρκέσαντος του κονδυλίου του ειδικού. Τέλος πάντων, ό,τι έγινεν έγινεν, αλλά μετά την επιτυχίαν δεν εννοούσε να πληρώσει λεπτόν παραπάνω. Και ου μόνον τούτο, αλλ’ ήθελε να μη χάσει και την ησυχίαν του. Είχεν εξοφλήσει, ως ενόμιζεν. Επήρε χίλιους εκατόν ψήφους και εξώδευσε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδούλες σωστές. Του ήλθε σχεδόν από ένδεκα δραχμάς, κατ’ ακριβολογίαν από δέκα και ενενήντα έν λεπτά, παρά έν κλάσμα, η ψήφος. Δεν εξελέχθη αυτός βουλευτής, δια να τρέχει δια τις δουλειές των εκλογέων καθώς άλλοι, εξελέχθη δια τα γενικά συμφέροντα της επαρχίας, και όχι μόνον της επαρχίας αλλά και του έθνους όλου. Τι λέγει το Σύνταγμα; «Έκαστος βουλευτής αντιπροσωπεύει όλον το έθνος και όχι μόνον την επαρχίαν εξ ής εκλέγεται». Και ευτυχώς, η προλαβούσα βουλή δεν ήτο ως αι προκάτοχοί της, αίτινες διελύοντο μετά εν έτος ή και μετά οκτώ μήνας από του σχηματισμού των. Έφαγε τρεις σωστές συνόδους τακτικάς και δύο εκτάκτους. Εφαίνετο ότι δεν έμελλε ποτέ να διαλυθεί, αλλ’ επί τέλους, περί τα τέλη της Γ΄ συνόδου διελύθη.

Κατά την πρώτην σύνοδον ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίσει εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς δύο εξαδέλφους του και τρεις δευτέρους εξαδέλφους, ως και δύο κουμπάρους και τον υιόν της κουμπάρας του και τον αδελφόν της υπηρετρίας του και άλλους. Κατά την δευτέραν σύνοδον ο Γεροντιάδης κατώρθωσε ν’ ακυρώσει δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του ως δημοσίων γραφείων και να ενοικιάσει μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως ελληνικόν σχολείον, καθώς και της τρίτης μεγάλης παραθαλασσίου οικίας του το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν, το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον. Έμενεν ακόμη το ταμείον, το τελωνείον και το ειρηνοδικείον, αλλά δυστυχώς δεν είχεν άλλας οικίας ιδικάς του προς ενοικίασιν. Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κι έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ’ ο ανομοίου κλίσεως και προορισμού. Όσον δια την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε τη συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου του, εις το «Σχολείο της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη ευρών άλλο πρόχειρον παρθεναγωγείον ίνα την εισαγάγει. Και άλλα ακόμη θα κατώρθωνε, διότι η Βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα «μέρες απ’ το Θεό» διά να ζήσει. Δυστυχώς και παρ΄ ελπίδα διελύθη τον τέταρτον μήνα της Γ΄ συνόδου άγουσα.