Οι τρεις

Από Βικιθήκη
Ελεγεία και Σάτιρες
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Κώστας Καρυωτάκης
Οἱ τρεῖς


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Ἀφοῦ κ’ ἡ τελευταία ἐχάθη μάχη,
τρεῖς ἱππεῖς ἐπιστρέφουνε μονάχοι.

Ἀπὸ βαθειὲς πληγὲς τὸ αἷμα ρέει
ζεστό, τἄλογο σκύβει νὰ τὸ εἰσπνέη.

Ἀπὸ τὴ σέλλα τὸ αἷμα τἀναβάτου,
κι ἀπὸ τοὺς χαλινούς, ἔφτασε κάτου.

Ἀγάλι ἀγάλι τἄλογο πηγαίνει,
ἀλλὰ τὸ αἷμα τρέχει καὶ πληθαίνει.

Οἱ τρεῖς ἱππεῖς πηγαίνουν πλάι πλάι,
ὁ ἕνας στὸν ἄλλο γέρνει κι ἀκουμπάει

Στὸ πρόσωπο βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο,
καὶ λένε μ’ ἀναστεναγμὸ μεγάλο:

«Ἀπὸ μιὰ κόρη τρυφερὰ ἀγαποῦμαι,
γιαυτὸ τώρα πεθαίνοντας λυποῦμαι».

«Ἔχω χτήματα πολλά, σπίτια, δάση,
κ’ ἡ νύχτα ἔτσι νωρὶς θὰ μὲ σκεπάση».

«Δὲν ἔχω πάρεξ τὸ Θεὸ τοῦ κόσμου,
μὰ πόσο μὲ φοβίζει ὁ θάνατός μου!»

Καὶ καθὼς μὲ τἄλογα προχωροῦνε,
τρία κοράκια γύρω τους πετοῦνε.

Τοὺς μοιράζονται, κρώζοντας καθένα:
«Δικοί σας οἱ δυό, κι ὁ τρίτος ἐμένα».

Nikolaus Lenau