Μετάβαση στο περιεχόμενο

Οι κουρσάροι

Από Βικιθήκη
Οἱ κουρσάροι
Συγγραφέας:
Λόγια τῆς πλώρης (1924)


Η «Παναγιὰ ἡ Κλεφτρίνα» τῶν κουρσάρων τὸ μύστικο, δίχως κατάρτι καὶ πανὶ κάθεται ἀραγμένο στὸ Κλεφταύλακο, σὰν βόας ποῦ χωνεύει στοῦ δάσους τὰ πυκνόκλαδα. Κάτω ἀπὸ τ’ ἄστρα τὸ πισσαλειμένο σκαφίδι του μὲ τὰ παραπέτα φελλοντυμένα, τὴν πρύμη καὶ τὴν πλώρη χαλκόφραχτη, μόλις ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ νερὰ καὶ τῆς ἀκρογιαλιᾶς τὰ χάλαρα. Τὰ τέσσερα κανονάκια τὰ προύτζινα, ποῦ κάνουν τὸ βρούχημά του τρόμο τῶν θαλασσινῶν. Οἱ μπαλντάδες, ποῦ συχνοβάφονται στὸ αἷμα. Τὰ τρομπόνια, τὰ τσεκούρια, οἱ γάντζοι, ποῦ πιάνουν ἀητονύχια στὰ πλευρὰ τῶν καραβιῶν, ὅλα εἶνε θαμμένα στὸ σκοτάδι. Μονάχα ποῦ καὶ ποῦ, ὅταν οἱ φωτιὲς ψηλώνουν περισσότερο καὶ χρυσαλείφουν πέτρες καὶ νερά, δείχνουν καὶ στὸ κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα τὰ σχοινιά, πεινασμένη τὴν κόψη τῶν ἀρμάτων, αἱμάτου λύθρους ἐδῶ καὶ κεῖ. Ἄλλο τίποτα.

Περίγυρα ψηλώνουν τοῦ Καβομαλιᾶ οἱ βράχοι, πέτρες ἀτόφιες, καὶ ὀρθοσκύβουν ἀπάνω του, λὲς θέλουν νὰ τὸ φυλάξουν ἀπὸ μάτι κακότροπο. Καὶ κεῖ ξαπλωμένοι στὸ σκοτάδι ἢ συμμαζωμένοι στὶς φωτιὲς μαυρίζουν οἱ κουρσάροι, ἴσκοι καὶ φαντάσματα. Εἶνε κάπου σαράντα· ὅλοι ἕνας κι’ ἕνας διαλεχτοί. Πατρίδα τους τὸ κάθε νησὶ τῆς Ἄσπρης θάλασσας· τὸ κάθε πόρτο τοῦ Μωριᾶ καὶ τῆς Ρούμελης. Θρησκεία τους τὸ κούρσεμα· λατρεία τὸ μύστικο· ἀρχηγὸς ὁ καπετὰν Λαχτάρας, δράκος ἀχόρταγος στὴν κλεψιὰ καὶ στὸ αἷμα. Ξαπλωμένος κατάνακρα στ’ ὀρθολίθι, τὶς πλάτες στηρίζοντας στὴ χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφᾷ τὰ ψαρὰ γένεια του καὶ κοιτάζει κάτω, θαλασσινὸς θεὸς ποῦ θέλει νὰ γνωρίσῃ τὸ ἀπέραντο κράτος του.

Δίπλα φωτιὰ πολύγλωσση ψηλώνει καὶ στοιχειώνει, ροκανίζοντας τὴν τροφή της καὶ σκορπᾷ χρώματα στὰ μαλαμοκαπνισμένα τ’ ἄρματα, στὰ διαμαντοκόλλητα ἁλυσίδια, στὰ μεταξωτὰ βρακιά, τ’ ἄσπρα ποδήματα, τὰ ρουμπινοστόλιστα δαχτυλίδια του. Ἀνάμεσα στὰ πόδια του λουφασμένος ὁ Καρακαχπές, μαυρομάλλης καὶ φουντοουραδᾶτος, κοιτάζει κατάματα σὰν τὰ τὸν ρωτᾷ τί συλλογιέται, σὰν νὰ τοῦ ὑπόσχεται πῶς ὅλοι κι’ ἂν τὸν ἀρνηθοῦν, αὐτὸς θὰ μείνῃ πάντα πιστὸς ὥς τὸν τάφο του.

Ἔτσι τὸ συνηθίζει νὰ κάθεται στὴ μαύρη πέτρα, μὲ τὴ φωτιὰ δίπλα καὶ στὰ πόδια τὸ σκύλο του ὁ καπετὰν Λαχτάρας. Νὰ κάθεται, νὰ τσιμπουκίζῃ καὶ νὰ συλλογίζεται. Τί συλλογίζεται; Ὄχι βέβαια τὴ γυναῖκα καὶ τὸ μοναχοπαῖδι του ποῦ τὰ ἔχει σφαλισμένα στὸν Πύργο τοῦ Φονιᾶ. Οὔτε τὰ τόσα αἵματα καὶ τὰ λόγια, ποῦ παρακαλῶντας τον θερμά, λένε οἱ σκλάβοι του, πρὶν σκύψουν τὸ κεφάλι στὸν ἄσπλαχνο λάζο του. Μὰ τόρα οὔτε καὶ τὰ πολλὰ πλούτη: βαρέλια τὰ φλωριά, ἁρμάθες τὰ κολλονᾶτα, στέρνες ἀστέρευτες τὰ δουβλόνια, τ’ ἀσημοκάντηλα, τὰ λιθοκόσμητα πουκάμισα τῶν ἁγίων· ἄρματα τ’ ἀξετίμωτα· στοῖβες ἀπάτητες τὰ γουναρικά, οἱ τσόχες, οἱ σελτέδες, τὰ τουλουπάνια, τὰ μεταξωτά, τὰ σαμούρια καὶ τὰ λαχούρια. Καὶ κεῖνα καλὰ κάθονται κλεισμένα στὶς ἄφωνες σπηλιὲς καὶ δὲν ἔχουν μάρτυρα παρὰ τὸ Θεὸ καὶ τὰ χέρια του.

Μιὰ βδομάδα τόρα κάτι ἄλλο τὸν δαιμονίζει καὶ τὸν κρατεῖ ἀνήσυχο. Ὁ Τρακάδας ὁ βλάμης του. Τὸν εἶχε βλάμη στὸ Βαγγέλιο, κουμπάρο στὸ παιδί του, δεξὶ χέρι στὸ κοῦρσο, ἀρχηγὸ στὸ πλήρωμα, δήμιο στοὺς σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Ἀκόμη τὸν εἶχε σύντροφο στὰ προσωπικά του κακουργήματα. Ἐκεῖνος κάθε φορὰ τὸν ἀπάλλαττε μὲ μιά του μαχαιριὰ ἢ καὶ μιὰ πέτρα στὸ λαιμό, ἀπὸ κάθε ἀνυπόταχτο εἴτε δύστροπο σύντροφο. Πόσοι καὶ πόσοι δὲν πλάγιασαν ἔτσι ἀξύπνητα! Πόσα μερίδια χοντρὰ δὲν ἄραξαν ἔτσι στὶς ἀποθῆκες τοῦ καπετὰν Λαχτάρα, ἀντὶ νὰ φτάσουν στὰ σπίτια ἐκεινῶν καὶ νὰ στολίσουν τὶς γυναῖκες τους! Τόρα ἦρθε καὶ ἡ δική του σειρά. Τὸν ξεπάστρεψε μὲ μιὰ ψύχα φαρμάκι. Μὰ τί νὰ γίνη; Ποιὸς τοῦ εἶπε νὰ μάθῃ ὅλα του τὰ μυστικά; Ποιὸς τοῦ εἶπε νὰ ξέρῃ ὅλες τὶς κρυψῶνες του; Ἔπρεπε νὰ τὸ ἔχῃ πάντα στὸ νοῦ. Ἡ φτελιά, ποῦ πάει καὶ ριζώνει στὴν ἄκρη τοῦ ποταμοῦ καλά, δροσίζει τὶς ρίζες στὸ νερό, μεστώνει καὶ θεριεύει καὶ μὲ τὴ γειτονιά του περηφανεύεται. Μὰ γρήγορ’-ἀργὰ θὰ λυώσουν μιὰ ἡμέρα τὰ χιόνια στὰ βουνά, θὰ κατεβάσῃ τὸ ρέμα κλωθογύριστο καὶ θὰ συνεπάρη στὸ θυμό του καὶ τὴ φτελιὰ τὴ γειτόνισσα. Τί σοῦ φταίει ὁ πόταμος;

Ἔτσι φροντίζει νὰ δικαιολογηθῇ ὁ καπετὰν Λαχτάρας. Μὰ δὲν ἡσυχάζει καθόλου. Δὲν ἡσυχάζει, γιατὶ καὶ ὁ Τρακάδας δὲν ἡσυχάζει στὸν τάφο του. Οἱ φόνοι καὶ τὰ κρίματα ἔπλεξαν πλοκὸ καὶ δὲν ἀφίνουν τὴν ψυχὴ νὰ διαβῇ τὸ τρίχνιο γεφύρι στὸν Κάτω Κόσμο. Φορτωμένη μὲ χοντρὲς ἁλυσίδες, σκλάβα σέρνεται στοὺς τόπους ποῦ κριμάτισε, θρηνολογεῖ καὶ δέρνεται βαρύγνωμη καὶ ἀλύτρωτη πάντα. Μὲ τὸ βουργιάλι στὴν πλάτη καὶ στὸ χέρι τὸ ραβδί, γυρίζει ὁ κουρσάρος τὰ τρίστρατα φάντασμα σκυθρωπὸ καὶ ἀμίλητο. Πολλοὶ γνώριμοί του ἠθέλησαν νὰ μιλήσουν μαζί, τὸν ἔκραξαν νὰ τὸν κεράσουν στὸ κρασοπουλιό, πάσχισαν νὰ τὸν μπάσουν στὴν ἐκκλησιά. Μὰ ἐκεῖνος φεύγει μακριά, σβύνει ἀπὸ κοντά τους σύγνεφο βαρύ, σκοῦσμα καὶ θλίψη ἀφίνοντας γύρω του. Καὶ κάθε νύχτα τέτοια ὥρα ἔρχεται στὸ βλάμη του μὲ τὸ γιαταγάνι γυμνὸ στὸ δασοτριχομένο χέρι, μὲ ραντίδες αἱμάτου στὸ πρόσωπο καὶ τὴ σκούφια του ἁπλώνει ζητῶντας μερδικό, ὅπως ἔκανε καὶ ζωντανός. Καὶ ὁ ἄτρομος καπετάνιος νευρικός, ψηλαφᾷ τὰ γένεια του, τινάζει τὸν καπνὸ τοῦ τσιμπουκιοῦ σύννεφο ἐμπρός, ἐλπίζοντας νὰ κρύψῃ τὸ ἐνοχλητικὸ φάντασμα.

— Ἔ, παιδιά! ὀρθοὶ στὸ κοῦρσο! θέλει νὰ φωνάξῃ ὅπως πάντα στὴν ὥρα τῆς προσβολῆς.

Μὰ ὁ λάρυγγάς του ἀγκαθόφραχτος κουρελιάζει τὴ φωνή, τὴ βγάνει ἄναρθρη καὶ ἀσχημάτιστη. Καὶ σύγκαιρα ἠχάει, τὸ σκότος σχίζει πύρινη σφυριγματιά, τρανὴ καὶ χαλκόστομη σὰν νὰ σαλαχάει κοπάδια ὁ Σαρίγκαλος. Ἀκούεται δοῦπος βαρύς, σάρας κύλημα, ἕνας κρότος κουφὸς καὶ συγκρατητὸς σὰν νὰ πῆραν ζωὴ τὰ πορολίθαρα. Καὶ μέσα στὴ σαλαλοή, φωνὴ σὰν κουκουβάγιας ἀνάκρασμα, ἀκούεται νὰ λέῃ:

Τάω-τὼ
καὶ πίσω δὲν κοιτῶ!
Τ’ ἀχνάρια μου πᾶνε μπροστὰ
καὶ γὼ γυρίζω πίσω.
Ἔλα, βλάμη, σήκω,
σήκω νὰ μοιράσουμε!…

Ὁ καπετὰν Λαχτάρας πνίγεται τόρα στὸν ἵδρωτα. Γνώριμη τοῦ εἶνε ἡ φωνή, γνώριμη ἡ σφυριγματιὰ καὶ ἡ σαλαλοή. Δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν Τρακάδα τὸ βλάμη του. Ἔρχεται ἀπόψε μὲ περισσότερη μάνιτα, μὲ φριχτότερη συνοδειά. Δὲν κρατεῖ στὸ χέρι γυμνὸ τὸ γιαταγάνι του· δὲν ἔχει αἱματωμένο τὸ πρόσωπο. Τὸ φτωχικὸ βουργιάλι του φορεῖ καὶ κρατεῖ στὸ χέρι τὸ θρυμματισμένο ραβδί του. Μὰ ἔχει τόσο ἄγριο τὸ πρόσωπο· τὸ βλέμμα τόσο πικρό· τόσο καμπουριασμένο, μικρὸ κι’ ἐλάχιστο τὸ κορμί, ποῦ μπορεῖ νὰ τρομάξῃ καὶ δράκο. Παράλυτος κάθεται ὁ καπετάνιος στὸ βράχο του. Θέλει νὰ σύρῃ τὸ χέρι στ’ ἄρματα καὶ τὸ χέρι στέκει ἀκίνητο σὰν ἁλυσοδεμένο στὴν πέτρα. Θέλει νὰ βγάλῃ φωνή· μὰ τοῦ εἶνε ἀδύνατο. Γυρίζει τὸ βλέμμα ζερβόδεξα νὰ ἰδῇ τοὺς συντρόφους καὶ ξεχωρίζει μαύρους ἴσκιους, ποῦ τρέχουν καὶ πηδοῦν ἀναμαλλιασμένοι, θεότρελλοι ἀπὸ τὸ φόβο τους. Ἄλλοι γκρεμίζονται στὴ θάλασσα· ἄλλοι χώνονται στὶς σπηλιές· ἄλλοι παίρνουν τὰ πλάγια· ἄλλοι ἀνεβαίνουν κατάρραχα κι’ ἀκόμη τρέχουν νὰ φύγουν ἀόρατο ἐχθρό. Ρίχνει βλέμμα στὸ σκύλο του, θέλει νὰ τοῦ θυμήσῃ τὴν παλιὰ ὑπόσχεση. Μὰ καὶ κεῖνος ἀναμαλλιάρης, ὁλότρεμος γρούζει μόνον καὶ πάσχει νὰ χωθῇ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ ἀφέντη του. Ὡστόσο κοντά του, τόσο κοντὰ ποῦ νὰ αἰσθάνεται τὸν ἀνασαμὸ λίβα στὸ πρόσωπο, ποῦ νὰ πέφτῃ Καβαμαλιᾶς ὁ ἴσκιος στὸ στῆθος του, στέκεται μικρομέγας ὁ Τρακάδας· μὲ γέλιο τὸν κοιτάζει κατάματα, τὸν περιχύνει μὲ τὴν ἀγριόχρωμη φωνή του:

Τάω-τώ!
καὶ πίσω δὲν κοιτῶ!
Τ’ ἀχνάρια μου πᾶνε μπροστὰ
καὶ γὼ γυρίζω πίσω.
Ἔλα, βλάμη, σήκω,
σήκω νὰ μοιράσουμε!…

— Νὰ μοιράσουμε τί; ρωτᾶ ὁ καπετάνιος. Θέλεις τὰ ρούχα μου; Θέλεις τ’ ἅρματα καὶ τὰ χρυσαφικά μου; Δικά σου εἶνε· δικός σου εἶμαι καὶ γώ. Μπροστά σου μ’ ἔχεις ἄβουλο καὶ ἀκυβέρνητο. Μὴ ζητᾷς ὅμως τὰ πλούτη τὰ κρυμμένα. Τὰ ξέρεις καὶ τὰ ξέρω. Μὴν τὰ ζητᾷς!

Τὸ εἶπε-δὲν τὸ εἶπε, τὸ ἄκουσε ὁ βρυκόλακας. Ἀνάβρυσε τὸ γέλιο τρανταχτὸ ἀπὸ τὰ φτωχὰ στήθη του. Καὶ εἶδε ὁ Λαχτάρας σκελετωμένο χέρι ν’ ἁπλώνῃ ἀπάνω του, νὰ τὸν σηκώνῃ στὸν ὦμο. Εἶδε τ’ ἀστέρια κινούμενα ἀπάνω του, σὰν γοργοκάραβα μὲ τὰ πανιὰ γεμᾶτα. Ποῦ πᾶνε τ’ ἀστροκάραβα μὲ τὰ πανιὰ γεμᾶτα; Στὸ κοῦρσο πᾶνε. Στὸ κοῦρσο καὶ τὸ αἷμα τρέχει κι’ αὐτός.

— Ἔ, παιδιά, ὀρθοί! θέλει νὰ φωνάξῃ ὅπως πάντα στὴν ὥρα τῆς προσβολῆς.

Μὰ τίποτα δὲ βλέπει γύρω του· τίποτα ζωντανὸ μέσα στὸ μύστικο! Ὅλα κοίτονται λουφασμένα: τὰ κανονάκια τὰ προύτζινα, οἱ αἱματοβαμένοι μπαλντάδες, τὰ τρομπόνια, τὰ τσεκούρια, οἱ γάντζοι. Κοίτονται λουφασμένα σὰν νὰ τὰ ἔχῃ σύγκρυο. Φαίνονται τρομαγμένα, δίβουλα καὶ κεῖνα σὰν τοὺς κουρσάρους πρὶν καὶ σὰν τὸν Καρακαχπέ. Κανεὶς δὲν ἔρχεται νὰ τὸν βοηθήσῃ, κανεὶς δὲν τολμᾷ νὰ κράξῃ στὸν βλάμη του: φτάνει! Καὶ κεῖνος, ἀφέντης ἐκεῖ μέσα, τρέχει ἀψὺς ἀπὸ πρύμῃ σὲ πλώρη, δένει τον σφιχτὰ στὸ ἀργάτη μὲ τὰ σχοινιά, σηκώνει στὴ μέση τὸ κατάρτι, ἁπλώνει τὸ πανί, λύνει πρυμόσχοινα. Καὶ πάλι τὸν κοιτάζει κατάματα, ρίχνει πάλι τὴν ἄγρια λαλιά του:

Τάω-τώ!
καὶ πίσω δὲν κοιτῶ!
Τ’ ἀχνάρια μου πᾶνε μπροστὰ
καὶ γὼ γυρίζω πίσω.
Ἔλα, βλάμη, σήκω,
σήκω νὰ μοιράσουμε!…

Ἀσκὶ ἔγινε τόρα τὸ σκελετωμένο σῶμα τοῦ Τρακάδα καὶ ἀμόλησε δυνατὸ ἄνεμο. Φούσκωσε ἀμέσως τὸ ράθυμο πανί, ἀναταράχτηκε ἡ θάλασσα καὶ τὸ μύστικο πέταξε ἀπὸ τὸ Κλευταύλακο στ’ ἀνοιχτά. Ὁ καπετὰν Λαχτάρας βλέπει γύρω τὶς στεριὲς νὰ πισωδρομοῦν σκοτεινὰ σύγνεφα στὸ φύσημα τοῦ βοριᾶ. Βλέπει τὸ κῦμα νὰ τὸν καβαλλᾶ. Βλέπει ἀπάνω σπαθὶ ἀκονισμένο τ’ ὁλοφούσκωτο πανί, πνίγεται καὶ μανίζει ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά. Τί θὰ γίνῃ! Ποῦ τὸν στέλνει σφιχτοδεμένον ἔτσι ὁ μισητὸς σύντροφος; Πάσχει νὰ λύσῃ τὰ σχοινιά, θέλει νὰ φωνάξῃ· μὰ εἶναι ἀνίκανος. Φυσᾷ καὶ βράζει μέσα του ἡ κόλαση. Φυσᾷ καὶ βράζει, μέσα του ἡ κόλαση. Φυσᾷ καὶ βράζει, μὰ δὲν μπορεῖ ν’ ἀλαφρωθῇ. Βούλεται-πασχίζει καὶ τέλος βγάνει βρούχημα τὴν κατάρα:

— Σύρε στὸ σαββατιανὸ λύκο! Σύρε!…

Μὲ τὴν κατάρα ἔσπασαν τὰ δεσίματα. Πήδησε ὀρθὸς ὁ καπετάνιος καὶ τρέχει ἀναμαλλιάρης νὰ φύγῃ τὸ βρυκόλακα. Πηδᾲ φαράγγια, σέρνεται σὲ ρεματιές, πλαγιὲς ἀνεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδᾶ καὶ φεύγει σὰν ζάρκαδος. Πίσω του ὁ Καρακαχπὲς ἀναμαλλιάρης καὶ κεῖνος ρίχνεται στὰ βήματά του.—Φεύγα! τοῦ λέει· ξεσχίζει του τὴ βράκα μὲ τὰ δόντια του. Ἐχθρὸς ἔγινε τόρα ὁ ὑποταχτικὸς κι’ ὁ σύντροφος! Καθὼς τὸν βλέπει ἔτσι ὁ καπετὰν Λαχτάρας παίρνει τὸ ἀλύχτημα γιὰ φωνὴ τοῦ βλάμη του· γνωρίζει στὴ λάμψη τῶν ματιῶν τὴν ἀγριόθυμη φλόγα τοῦ Τρακάδα. Καὶ φεύγει ἀκόμη μὲ γόνατα παραλυμένα· μὲ κομμένη φωνή. Πηδᾷ φαράγγια, σέρνεται σὲ ρεματιές, πλαγιὲς ἀνεβαίνει κατεβαίνει σάρες. Διπλὸ πλούμ! ἀκούστηκε ἄξαφνα στὴ ρίζα ἑνὸς βράχου καὶ ἡ θάλασσα ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ μάτια τους.

Μὰ σύγκαιρα ἄλλα μάτια ἡ ἀνατολὴ ἄνοιξε ἀντίκρυ καὶ ἡ πλάση ἀναγγάλλιασε. Τρέμουν ρουμπίνια στὰ νερά· παίζουν σμαράγδια στοὺς κάμπους. Τὸ σῶμα τοῦ Λαχτάρα ποντοπλάνητο, ἀδερφωμένο μὲ τὸν Καρακαχπὲ τὸ σκύλο του τρομάζει τόρα τοὺς θαλασσινούς. Καὶ κάτω στὸν κάμπο τοῦ Λαχιοῦ ἀναπαύεται γυμνὸ καὶ φτωχικὸ τὸ σκέλεθρο τοῦ Τρακάδα.