Οι γέροι
Οἱ γέροι Συγγραφέας: |
[Κρεββατοκάμαρα. — Στὸ βάθος ἡ κεντρικὴ εἴσοδος. Δεξιὰ ἕνα παραβὰν ποὺ κρύβει τὸ κρεββάτι. Στὸν τοῖχο εἰκονοστάσι· μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι τρεμοφέγγει ἕνα ρὸζ καντηλάκι. — Στὸν ἀριστερὸ τοῖχο τραπεζάκι μὲ διάφορα μικροπράγματα· ἀπάνω ἀπ’ τὸ τραπέζι καθρέφτης. — Στὸν πλευρικὸ τοῖχο παράθυρο ποὺ βλέπει στὸ δρόμο. Ἀντίκρυ ἄλλο παράθυρο ποὺ βλέπει στὸν κῆπο. — Σὲ κατάλληλη θέση ἕνα μαγκαλάκι μὲ ζωηρὴ φωτιά. — Ἕνα διβάνι μὲ πολλὰ μαξιλαράκια. — Στὴ μέση ἕνα στρογγυλὸ τραπέζι. Ἀπάνω: ἕνα τσαγερό, ἕνα φλυντζάνι τοῦ τσαγιοῦ μὲ τὸ κουταλάκι μέσα, μιὰ ἄσπρη πετσέτα ριχμένη, μερικὰ βιβλία. Ἕνας κεροστάτης. — Μιὰ λάμπα ρίχνει τὸ γαλήνιο φῶς της σὲ ὅλα τὰ πράγματα. — Δεξιὰ κι’ ἀριστερὰ στὸ τραπέζι ἀπὸ μιὰ εὐρύχωρη ἀναπαυτικὴ πολυθρόνα κι’ ἀπὸ ἕνα σκαμνάκι μπροστὰ γιὰ τὰ πόδια. — Ὅταν ἀνοίγῃ ἡ αὐλαία ὁ Κωστῆς καὶ ἡ Δέσποινα κάθουνται στὶς πολυθρόνες αὐτές· ἡ Νίτσα μ’ ἐλαφρὸ φορεματάκι τοῦ χοροῦ σιάζεται μπρὸς στὸν καθρέφτη. — Ὁ Κωστῆς - γέρος καμμιὰ ἑβδομηνταριὰ χρονῶ - μὲ τὸ κεφάλι γερμένο πίσω, ξεκοκκίζει τὸ κομπολόϊ του. — Ἄσπρα μαλλιά. — Φορεῖ κοιτωνίτη. — Ἡ Δέσποινα - ὡς ἑξῆντα χρονῶ - ὤμορφη γριοῦλα. Φορεῖ γυαλιὰ περασμένα στ’ αὐτιὰ καὶ διαβάζει κάποιο βιβλίο, κρατῶντας το ψηλά. Ντυμένη μὲ ρόμπα τοῦ σπιτιοῦ. — Κανεὶς δὲ μιλεῖ· καθένας κάνει τὴ δουλειά του. — Χειμωνιάτικο βράδυ· περασμένη ἡ ὥρα.]
Δέσπ. (σὲ λίγο· ἀκουμπᾷ τὸ βιβλίο στὰ γόνατά της, βγάζει τὰ γυαλιά της, τὰ σκουπίζει μὲ τὸ μαντηλάκι της ἀχνίζοντάς τα μὲ τὸ στόμα· χωρὶς νὰ γυρίζῃ πίσω της). Μὰ ἀκόμα αὐτὴ ἡ τουαλέττα;... Ἦρθες νὰ μᾶς καληνυχτίσῃς κι’ ἐσὺ ξεχάστηκες μπρὸς στὸν καθρέφτη!.. Ἀργεῖς πολύ, παιδί μου...
Νίτσα. Ἄχ, μὰ δὲν ξέρεις, γιαγιάκα μου... προσπαθῶ νὰ πιάσω αὐτὰ τὰ μαλλιὰ ἐδῶ...
Κωστ. (χαμογελῶντας χωρὶς νὰ γυρίζῃ). Μπᾶ;!.. μὰ ὁ πνιγμένος πιάνεται ἀπὸ τὰ μαλλιὰ του.
Νίτσα. Κι’ ἐγώ, πνιγμένη εἶμαι...
Δέσπ. Κουταμάρες!..
Νίτσα (παίζοντας). Ἀπὸ εὐτυχία!.. Νὰ ἐμφανίζεσαι γιὰ πρώτη φορὰ στὸν κόσμο... σὲ χορό!.. Ἔχω μιὰ ταραχή!.. (ἀποτελειώνοντας τὴν τουαλέττα της). Ἄ!.. ὡραῖα τὰ κατάφερα!.. (ἔρχεται μπροστά τους, κοντὰ στὴ γιαγιά της). Καὶ τώρα, νά με!
Δέσπ. (ἀνασηκώνει τὸ κεφάλι, ἀκουμπᾷ τὰ γυαλιὰ καὶ τὸ βιβλίο στὸ τραπέζι. Χαμογελᾷ). Ἄ, μπράβο! σωστὴ πεταλοῦδα... (γυρνᾷ κατὰ τὸν Κωστῆ). Ἔ;...
Κωστ. (κἄπως ἀδιάφορα). Ναί... ναί,..
Δέσπ. (στὴ Νίτσα). Γιὰ γύρισε νὰ σὲ καμαρώσω...
Νίτσα (κάνει μιὰ ὤμορφη βόλτα κ’ ὕστερα στέκεται καὶ ρωτᾷ βέβαιη γιὰ τὴν ἀπάντηση). Ἐγκρίνεται:
Δέσπ. Μὰ θέλει καὶ ρώτημα; Ἐγκρίνεται καὶ ὑπογράφεται. Ἔλα τώρα νὰ βάλωμε τὴν ὑπογραφὴ μ’ ἕνα φιλάκι... (κάνει νὰν τὴν τραβήξῃ).
Νίτσα (φοβισμένη). Μή, μή!.. σιγά!.. θὰ φύγῃ τὸ χνοῦδι τῆς πεταλούδας!.. Νὰ, ἔτσι... (μὲ τὰ χεράκια της πίσω, γέρνει μόνο τὸ κεφάλι, κρατῶντας μακριὰ τὸ σῶμα της. Φιλιοῦνται μὲ τὴν ἄκρη τῶν χειλιῶν)... Καὶ καληνύχτα.
Δέσπ. Κύτταζε νὰ μὴν κρυώσῃς μ’ αὐτὸ τὸ χιόνι!.. Κ’ εἶνε κι’ ὁ μπαμπᾶς σου λίγο ἀδιάθετος ἀπόψε...
Νίτσα. Μὲ ἁμάξι θὰ πᾶμε, μὲ ἁμάξι θὰ γυρίσουμε (κάνει νὰ φύγῃ. Γυρίζει). Μά... γιὰ σταθῆτε!
Δέσπ. Τί;
Νίτσα. Νὰ κάνωμε μιὰ γενικὴ πρόβα.
Δέσπ. Τί πρόβα;
Νίτσα. Νὰ!.. Ἂς ποῦμε πὼς ἐδῶ εἶνε ἡ σάλα τοῦ χοροῦ... Γύρω-γύρω κυρίες καὶ πλῆθος καβαλλιέροι... (ὁ Κωστῆς πίνει). Μὰ μὴν πίνῃς τώρα χαμομῆλι, παπποῦ!.. Ἡ στιγμὴ εἶνε ἐπίσημη!.. (Ὁ παπποῦς σταματᾷ καὶ τὴν κυττάζει). Ἐγὼ μπαίνω μὲ τὸ μπαμπᾶ· τὰ χάνω... μὰ δὲν ἀποδείχνομαι. Μὲ παίρνει ἡ οἰκοδέσποινα, μὲ συνιστᾷ... ὅλοι μὲ περιτριγυρίζουν... Ἔχουν κάτι μοῦρες κρεμασμένες... τσαλακωμένες... Σ’ ἑνὸς τὸ αὐτὶ εἶνε ἀκόμη λίγη ποῦντρα ἀπὸ τὸ κουρεῖο, ὅπως καμμιὰ φορὰ στοῦ μπαμπᾶ... Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, στραβοπόδης, μὲ γουρλωμένα μάτια, ποῦ κάνει τὸν τολμηρὸ καὶ θέλει καὶ καλὰ νὰ παίξῃ τὸ ρόλο τοῦ θύματος, ἔρχεται κοντά μου καὶ μοῦ λέει μὲ ὕφος ἠλίθιο... (στὸν Κωστῆ). Παπποῦ... κάνε σὺ μιὰ στιγμὴ αὐτὸ τὸ ρόλο...
Δέσπ. (τήνε μαλλώνει). Νίτσα!..
Κωστ. (χαμογελᾷ). Ευχαριστῶ πολύ!..
Νίτσα. Καλά! Λοιπόν, θὰν τὸν κάνω μόνη μου. (Μὲ κωμικὸ ὕφος). «—Δεσποινίς, ἀπόψε εἶστε γοητευτική!.. Ἡ ρὸζ τουαλέττα σας σᾶς κάνει ἴδια μὲ τὸ τριανταφυλλάκι τῆς «Σωτηρίας» καὶ θὰ ἤμουν εὐτυχὴς νὰ σᾶς καρφώσω στὸ στῆθος μου!.. » (μὲ τὴ φυσική της φωνή). Καὶ τότε μένα μοὔρχεται νὰν τοῦ πῶ... (στέκεται).
Δέσπ. (καταμαγεμένη). Τί;... τί;...
Νίτσα. «—Τὸν κακό σου τὸν καιρό, κύριε! » (ξεκαρδίζεται).
Δέσπ. (τήνε μαλλώνει). Ἄ, μὰ τὸ ξέρεις πῶς εἶσαι πολὺ κακομαθημένη;
Νίτσα. Ὅταν θέλω. Καὶ γιὰ νὰ σᾶς τὸ ἀποδείξω, ἀποκρίνομαι στὸν καβαλλιέρο μου μὲ ἀνάλογη κουταμάρα: (πονηρὰ) «—Προσέξτε κύριε, γιατὶ ἀγκυλώνω! » Ἄξαφνα μὲ τραβᾷ ὁ μπαμπᾶς: «—Νίτσα, σοῦ συνιστῶ τὸν κύριο... Βαρελάκη» ἂς ποῦμε. (μιμεῖται) «—Δεσποινίς! » «—Κύριε!.. » (ὑποκλίνεται κάθε φορά). Ὁ κύριος εἶνε λεπτός, χλωμός, ἀντίθετος μὲ τὸ ὄνομά του... (μὲ λαχτάρα)—καὶ πρὸ πάντων νέος!.. Μαλλιὰ καστανόξανθα, πρόσωπα ἐρωτευμένο... ὕφος Παπαρρηγοπούλειο!.. Ἡ χειραψία μας εἶνε θερμή, οἱ ματιές μας διασταυρώνονται σὰ σπαθιά!.. (μὲ θεατρικὴ χειρονομία: ) Εἰδύλλιο!..
Δέσπ. Μά, ποῦ τἄμαθες ἐσὺ αὐτά;
Νίτσα. Καλά, καὶ τί ἔκανα τόσα χρόνια ἐσωτερική;... (μιμεῖται πάλι) «—Δεσποινίς, θὰ μοῦ προσφέρετε αὐτὸ τὸ βάλς; » «—Εὐχαρίστως, κύριε! » (μὲ τὴ φυσική της φωνή). Μὲ παίρνει στὸ μπράτσο του... ἡ μουσικὴ ἀρχίζει ἕνα γλυκὸ βάλς... Ἄχ, τὸ βάλς!.. Μοῦ φαίνεται πὼς θὰ εἶνε τὸ πρελούντιο τῆς ἀγάπης! Σὲ νανουρίζει... Ὁ καβαλλιέρος σου σὲ κρατεῖ σὰν πούπουλο προσεχτικὰ... Οἱ καρδιὲς χτυποῦν δυνατά... τὰ γόνατα λύνονται... μιὰ φωτιὰ σὲ καίει... Ἄξαφνα ζαλίζεσαι, γέρνεις στὸν ὦμο του κι’ ἐκεῖνος σοῦ ψιθυρίζει: «σ’ ἀγαπῶ... σ’ ἀγαπῶ... » Ὡρισμένως ἀπόψε θὰ σᾶς ἔρθω ἀρραβωνιασμένη!.., (ἀρχίζει νὰ χορεύῃ σὰν πεταλοῦδα σιγομουρμουρίζοντας μιὰ βάλς, ἐνῷ ἡ γιαγιά της καὶ ὁ παπποῦς ἔχουν στραφῆ καὶ τὴν παρακολουθοῦν. Ἡ Νίτσα χορεύοντας φτάνει στὴν κεντρικὴν εἴσοδο, κι’ ἐξαφανίζεται ἀνάμεσ’ ἀπὸ τὴν πορτιέρα).
(Ὁ Κωστῆς καὶ ἡ Δέσποινα μένουν ἰμπρεσσιοναρισμένοι. Μικρὴ σιγή. Ὁ Κωστῆς ἀκουμπᾷ τὸ κεφάλι πίσω στὴν πολυθρόνα, καὶ κυττάζει στὸ κενό. Ἡ Δέσποινα ἀκουμπᾷ τὸ ἕνα χέρι στὰ γόνατα καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὸ χαϊδεύει ἀκολουθῶντας κἄποια της σκέψη).
Δέσπ. (σὲ λίγο), Πάει, ἔφυγε...
Κωστ. Ὅπως φύγανε καὶ τὰ νιᾶτα μας...
Δέσπ. (μὲ θλίψη). Ἔ...
Κωστ. Λυπᾶσαι γι’ αὐτό;
Δέσπ. Ὅσο νἆνε...
Κωστ. Μπᾶ!... ἐγὼ καθόλου! βιάζομαι μάλιστα νὰ τελειώνω μιὰ ὥρ’ ἀρχήτερα... Θυμοῦμαι... Ἔ, μιὰ φορὰ ἔστηνα κουβέντα μὲ τὰ σύννεφα... μὲ τ’ ἀστέρια... Τώρα νοιώθω σὰ νὰ μὲ τραβάῃ κἄτι τι κάτω, χαμηλά, χαμηλά... (ἀκολουθεῖ τὶς λέξεις χαμηλώνοντας τὸ χέρι πρὸς τὴ γῆ). Τώρα βρίσκομαι σὲ ἀνταπόκριση μὲ τὸ χῶμα... (παύση). Τίποτα πιὰ δὲ μοῦ κάνει ἐντύπωση, οὔτε ἡ λύπη, οὔτε καὶ ἡ χαρά. Ἐσένα; (τὴν κυττάζει).
Δέσπ. (κουνεῖ τὸ κεφάλι σὰ νὰ μιλῇ στὸν ἑαυτό της). Καλὰ λές, καϋμένε!..
Κωστ. Συλλογίζομαι πὼς ἔτσι θὰ εἶνε καὶ ὁ Θεός: ἀσυγκίνητος στὶς λύπες καὶ στὶς χαρὲς τῶν πλασμάτων του. Μοῦ φαίνεται πῶς μπορῶ νὰν τὸν ἀντικρύσω σὰν ἴσος πρὸς ἴσον!..
Δέσπ. (θαυμάζει). Νοιώθεις τὸν ἑαυτό σου τόσο δυνατὸ καὶ τόσο ἥσυχο;!
Κωστ. Ἂν ἡ ἀδιαφορία εἶνε δύναμις... ἔ, τότε ναί! Καὶ γιὰ νὰ δῇς... Νά! θυμᾶμαι συχνὰ τὴν πεθαμένη μας κόρη καὶ δὲ θλίβομαι πιά. Μάλιστα νομίζω πώς, καθὼς εἶμαι ἔτσι ἕτοιμος γιὰ τὸ τελευταῖο ταξίδι, κἄπου θὰν τὴν ἀπαντήσω.
Δέσπ. Γιατί νὰ θλιβώμαστε πιὰ ἑμεῖς; Τώρα πρέπει οἱ ἄλλοι νὰ θλίβωνται γιὰ μᾶς...
Κωστ. Μήπως μᾶς ἔμεινε καὶ καμμιὰ εὐχαρίστηση στὴ ζωή;... Ὡς καὶ ὁ ὕπνος μᾶς ἀρνιέται. Ὅλη τὴ νύχτα σχεδὸν μένω ἄγρυπνος μὲ χιλίους πόνους σ’ ὅλο μου τὸ κορμί...
Δέσπ. (εἰρωνεύεται τὴν παροιμία). «Χαρὰ στὸ γέρο π’ ἀγρυπνᾷ... »
Κωστ. Ἔ, λόγια... Ἐγὼ βλέπω πῶς δὲ μᾶς μένει πιὰ καμμιὰ χαρά...
Δέσπ. Μᾶς ἔμεινε μιά... Ἐξέχασες πῶς ἀνάμεσα στὴ ζωὴ ποὺ ἔγεινε ξένη γιὰ μᾶς, ἐμείναμε οἱ δυό μας κοντά, κοντά, σὰ δυὸ καλοὶ σύντροφοι; (μικρὴ παύση). Κι’ ἂν ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δυό μας λείψῃ...
Κωστ. Ἔ... τὸ σκοινὶ ποὺ μᾶς δένει εἶνε τόσο κοντὸ ποὺ γρήγορα θὰ τραβήξῃ καὶ τὸν ἄλλο! (μεγάλη παύση). Καὶ νὰ συλλογίζωμαι πῶς μπορούσαμε νὰ εἴχαμε χωρίση ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια!
Δέσπ. (ξαφνιάζεται). Ἔ;
Κωστ. Ναί... εἶνε μιὰ ἱστορία...
Δέσπ. (ἐνδιαφέρεται). Δὲ μοὖπες ποτὲ τίποτα!..
Κωστ. Ναί... δὲν ηὗρα τὴν κατάλληλη στιγμὴ —
Δέσπ. Μπᾶ;...
Κωστ. Ναί. Κι’ ἅμα θὰ στὴν πῶ, θὰ μοῦ φανῇ πῶς κατέβηκα πιὰ καὶ τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας.
Δέσπ. (παίρνει τὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἑτοιμάζεται ν’ ἀκούσῃ). Γιὰ λέγε...
Κωστ. (ἤρεμος πάντα). Θυμᾶσαι ποὺ κἄποτ’ ἔφυγα γιὰ τὴν Αἴγυπτο;
Δέσπ. Βέβαια, θυμᾶμαι.
Κωστ. Πόσα χρόνια πᾶνε ἀπὸ τότε;...
Δέσπ. Στάσου νὰ σοῦ πῶ... (προσπαθεῖ νὰ θυμηθῇ)... καμμιὰ τριανταριά...
Κωστ. Τριάντα δυό, γιὰ τὴν ἀκρίβεια. Δηλαδή, ἕξη χρόνια μετὰ τὸ γάμο μας. Ξέρεις γιατί ἔφυγα;
Δέσπ. Πῆγες ἀντιπρόσωπος τῆς Ἀσφαλιστικῆς Ἑταιρείας...
Κωστ. Ναί... αὐτὸ ἤτανε πρόφαση. Ἐγὼ ἐστενοχώρησα τὸ διευθυντὴ νὰ μὲ στείλῃ.
Δέσπ. Μπᾶ;... γιατί;
Κωστ. Γιὰ ν’ ἀκολουθήσω μιὰ θεατρίνα.
Δέσπ. (παραξενεύεται, ἀλλὰ δὲν πειράζεται). Τί λές;!..
Κωστ. Σοῦ φαίνεται γελοῖο;
Δέσπ. Καθόλου!.. (μὲ κάποια ρέμβη). Ἡ ζωὴ ἔχει τέτοια ἐπεισόδια...
Κωστ. (ἰμπρεσσιονάρεται). Ἄ!.. (μικρὴ παύση. Τραβάει τὸ τσαγερὸ καὶ βάζει τὶς παλάμες του ἀπ’ ἔξω γιὰ νὰ δῇ ἂν εἶνε ζεστὸ τὸ ἀπομεινεσμένο χαμομῆλι).
Δέσπ. (γυρίζει καὶ τὸν κυττάζει). Τί κάνεις ἐκεῖ;
Κωστ. Κρύωσε αὐτὸ τὸ χαμομῆλι. Δὲν τὸ βάζεις στὸ μαγκάλι νὰ χλιάνῃ λιγάκι;
Δέσπ. (παίρνει τὸ τσαγερό, τὸ, βάζει στὸ μαγκάλι. Κάθεται σ’ ἕνα σκαμνάκι καὶ ζεσταίνει τὰ χέρια της ἀπάνω ἀπ’ τὴ φωτιά. Σιγή). Λοιπόν;
Κωστ. Ἄ, ναί... Θυμᾶσαι τὴ βιεννέζικη κομπανία ποὺ εἶχε ’ρθῇ τότε;
Δέσπ. (καθισμένη πάντα κοντά στὸ μαγκάλι). Ναί, βέβαια!., πῶς... τὴ θυμᾶμαι.
Κωστ. Τὴν πρίμα τὴ θυμᾶσαι; τὴ Μαρίχεν Φίσσερ ποὺ εἶχε ξετρελάνη ὅλον τὸν κόσμο;
Δέσπ. Καλέ, πῶς δὲν τὴ θυμᾶμαι, ἀφοῦ εἶχε ξετρελάνη κι’ ἐμένα;
Κωστ. Ἔ,... αὐτὴν ἀκολούθησα στὴν Αἴγυπτο.
Δέσπ. (φέρνοντας τὸ τσαγερὸ). Δὲν εἶνε παράξενο. (τοῦ χύνει τὸ ζεστὸ στὸ φλυντζάνι).
Κωστ. (τὴν κυττάζει ἀνακατώνοντας τὸ χαμομῆλι μὲ τὸ κουταλάκι).
Δέσπ. (τοῦ ρίχνει μιὰ κουταλιὰ ζάχαρη).
Κωστ. (δοκιμάζει).
Δέσπ. Εἶνε καλό;
Κωστ. Καλό. Φτάνει.
Δέσπ. (παίρνει πάλι τὴ θέση της). —Γι’ αὐτὸ λοιπὸν εἶχες βαλθῇ τότε νὰ μάθῃς Γερμανικά;
Κωστ. Γι’ αὐτό...
Δέσπ. (μὲ γεροντικὸ γέλιο). Χί, χί, χί!.. νὰ καὶ τὸ καλὸ μέρος τῆς ἱστορίας σου. Ἔγεινε ἀφορμὴ νὰ μάθῃς μιὰ γλῶσσα. «Ἅϊν, τσβάϊ, ντράϊ»... (γελᾷ πάλι). Χί, χί!.. θυμᾶσαι;
Κωστ. (χαμογελᾷ). Ναί... θυμᾶμαι... Μὰ τὸ κακὸ μέρος ἦταν περισσότερο!..
Δέσπ. Ἄ!.. ἔγεινε κανένα κακό;
Κωστ. Μὰ βέβαια... τὴν εἶχ’ ἀγαπήσῃ!
Δέσπ. Μὰ αὐτὸ εἶνε καλό, καϋμένε!
Κωστ. (τὴν κυττάζει· σὲ λίγο). Στάσου νὰ δῇς... Ἡ Μαρίχεν ὕστερ’ ἀπὸ ἕνα μῆνα, ἐπειδὴ εἶδε, λέει, πῶς εἶχα καλὴ φωνή, μοῦ ζήτησε κἄτι τι φοβερό: νὰ βγῶ, λέει, στὴ σκηνὴ μαζί της!.. ἀλλοιῶς, ἂν δὲν ἐδεχόμουν, θὰ ἐσήμαινε ὅτι δὲν τὴν ἀγαποῦσα, λέει. (μὲ ἁπλότητα). Ἤθελε νὰ μὲ ξεφορτωθῇ, κατάλαβες;...
Δέσπ. (μὲ ὕφος ἐπιπληχτικό). Δὲν πιστεύω νὰ ἐδέχτηκες!..
Κωστ. Κύρι’ ἐλέησον!.. αὐτὸ μοὔλειπε!..
Δέσπ. Εἶπα κι’ ἐγὼ... Μά, τέλος πάντων, δὲ βλέπω κανένα κακό.
Κωστ. Μὰ πῶς;... δὲ σοῦ εἶπα;... τὴν εἶχα ἀ - γα - πή - ση!..
Δέσπ. Ἄ, ναί... λοιπόν;
Κωστ. Λοιπόν... ἐκείνη ἐπέμενε, ἐγὼ, φυσικά, ἀρνήθηκα... στὸ τέλος ἔπεσα στὰ πόδια της κλαίγοντας! Τὸ πιστεύεις;! (σὰ νὰ μιλῇ στὸν ἑαυτό του). Μὴ χειρότερα!.. (ἐξακολουθεῖ). Ναί!., ἔπεσα, σύρθηκα στὰ πόδια της, ἔκλαψα!.. Αὐτὴ τίποτα!.. Μοῦ ἐδήλωσε κατηγορηματικὰ ὅτι, ἀφοῦ δὲν αἰσθανόμουν τὴ δύναμη, λέει, νὰ κάνω μιὰ τέτοια θυσία γι’ αὐτήν, δὲ μποροῦσε πιὰ νὰ μὲ βλέπῃ καὶ μοὔκλεισε τὴν πόρτα, μ’ ἔδιωξε πρόστυχα... σὰν παλιόσκυλλο!.. τὸ πιστεύεις;
Δέσπ. Τὴ σιχαμένη!.. Δὲν τῆς ἔδινες δέκα μοῦντζες;
Κωστ. (ἀνακινιέται στὸ κάθισμά του καὶ τὴν κυττάζει παράξενα. Μικρὴ παύση. Παίζει τὰ δάχτυλά του ἀπάνω στὸ τραπέζι συλλογισμένος. Ἔπειτα): Μπᾶ... πῆρα τὴν ἀπόφαση ν’ αὐτοκτονήσω.
Δέσπ. (ἀνακάθεται, βάζοντας καὶ τὰ δυό της χέρια στὰ μπράτσα τῆς πολυθρόνας. Δυνατά: ) Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία!
Κωστ. Τί φωνάζεις; Δὲν αὐτοκτόνησα! (χαμογελᾷ).
Δέσπ. (ἥσυχη τώρα). Ναί... μὰ τί θὰ τράβηξες!..
Κωστ. Δὲ βαριέσαι!.. Εἰν’ ἀλήθεια, πὼς τότε ὑπέφερα πολύ, πάρα πολύ... Θυμᾶμαι, ὅταν γύρισα στὴν κάμαρά μου, κλείδωσα τὴν πόρτα, πῆρα τὸ πιστόλι μου... τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ σήκωνα. ἄξαφνα κἄποιος μοῦ χτύπησε τὴν πόρτα...
Δέσπ. (ἀμέσως). Ἦταν αὐτή!...
Κωστ. (χαμογελᾷ). Μμ!.. τὸ ἴδιο νόμισα κι’ ἐγὼ, ἀλλοιῶς δὲ θἄνοιγα καὶ γρήγορα θἄμενες χήρα. Ξέρες ποιός μ’ ἔσωσε ἀπὸ κεῖνο τὸ ρεζιλίκι; γιατὶ μιὰ αὐτοκτονία γιὰ τέτοιες ἀφορμές, στὴ θέση τὴ δική μου εἶνε σωστὸ ρεζιλίκι. Ἔ;... ξέρεις;...
Δέσπ. (κουνεῖ τὸ κεφάλι ρωτῶντας μὲ τὸ βλέμμα).
Κωστ. Τὸ παιδί μας, ποὺ τὸ περιμέναμε ἕξη χρόνια.
Δέσπ. Ἔ;...
Κωστ. Ναί! νὰ πῶς: ὅταν ἄνοιξα τὴν πόρτα μοῦ δώσανε ἕνα τηλεγράφημα ἐπεῖγον μὲ ἀπάντηση πληρωμένη. Τὸ διαβάζω σὰ χαμένος: «Ἔγεινες πατέρας. Ἀγόρι. Δέσποινα κινδυνεύει».
Δέσπ. (ποὺ τώρα καταλαβαίνει). Ἄ, ἄ...
Κωστ. Ναί. Μ’ ἔπιασε τότε μιὰ ἀλλόκοτη συγκίνηση· κἄτι σὰ λαχτάρα ἀμολόγητη. Μοῦ φάνηκε ἄξαφνα πὼς ἔβλεπα μπροστά μου τὸ γυιό μου, ὄχι μωρό, ἀλλὰ ἄντρα μεγάλο, σοβαρό, νὰ μὲ συντρίβῃ μὲ τὸ ἤρεμο βλέμμα του, καὶ ντράπηκα μιὰ ντροπὴ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ ’ρθῇ ὕστερ’ ἀπὸ εἴκοσι - τριάντα χρόνια. Ἔπεσα ἀπάνω στὸ κρεββάτι μου, ἔκλαψα, δάρθηκα, δάγκωσα τὰ χέρια μου μὲ ἀπελπισία... Ἔπειτα καὶ ἡ φράσις ἐκείνη: «Δέσποινα κινδυνεύει» μὲ τρόμαξε... δὲν ἤθελα νὰ σὲ χάσω καὶ λιγοψύχιασα. Μ’ ἔπιασε σὰν τρέλλα!.. Μοὖρθε νὰ κατέβω στὴν Ἀλεξάντρεια, νὰ πέσω στὴ θάλασσα, νὰ κρεμαστῶ μὲ τὰ δόντια σὲ κανένα βαπόρι καὶ νὰ φτάσω ἐδῶ μιὰ ὥρ’ ἀρχήτερα! (μικρὴ παύση). θυμᾶσαι τὰ χάλια μου, ὅταν γύρισα;
Δέσπ. Ναί. Ὅλοι εἴπανε ὅτι σὲ πείραξαν οἱ ζέστες τῆς Αἰγύπτου.
Κωστ. Μμ... καϋμένη Δέσποινα!.. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲ μποροῦσα νὰ σὲ βλέπω... μοὔκανες κακό... (σηκώνεται καὶ βηματίζει ἀργὰ - ἀργὰ).
Δέσπ. Ὄχι δά!..
Κωστ. (στέκεται). Ναί... δηλαδὴ... ἔτσι... δὲ μποροῦσα νὰ καθορίσω τί ἀκριβῶς γινότανε μὲς στὴν ψυχή μου· ἐκεῖνο ὅμως ποὺ κυριαρχοῦσε μέσα μου ἦταν ὁ φόβος νὰ μὴ σὲ χάσω... ἤσουν κἄτι τι δικό μου...
Δέσπ. Res, ὅπως μοῦ ἔλεγες.
Κωστ. Ναί... πρᾶγμα μου. Καὶ ἤσουνα τόσο καθαρὴ ποὺ ἔνοιωθα τὸν ἑαυτό μου ἐξευτελισμένο μπροστά σου.
Δέσπ. Καὶ σ’ ἀγαποῦσα κι’ ὅλας!
Κωστ. Ναί... ὅμως κι’ ἐγὼ σ’ ἀγαποῦσα, γιατὶ ἐσὺ δὲ μ’ ἐπιβουλεύτηκες ποτὲ, σὲ τίποτα!
Δέσπ. Ποτέ!
Κωστ. (ἔρχεται πάλι στὸ κάθισμά του). Θυμᾶσαι ποῦ ζήτησα τότε ξεχωριστὸ δωμάτιο;
Δέσπ. Πῶς;...
Κωστ. Ἔ, ἐκεῖ κλεινόμουνα κι’ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα!.. Ἔνοιωθα ἕναν ἐχθρὸ μέσα μου καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὸν νικήσω. Φαντάσου!.. τὴν ἀγαποῦσ’ ἀκόμη τὴ λεγάμενη!
Ναί οἱ δυὸ (γελᾶνε). Χί, χί, χί!..
Κωστ. Μὰ νὰ σοῦ πῶ, ὕστερ’ ἀπὸ καιρό, ἡ ἀνάμνησή της ἄρχισε νὰ μοῦ γίνετ’ ἐνοχλητικὴ σὰν ἀλογόμυιγα. Ἐγὼ τὴν ἔδιωχνα, ἐκείνη δόσ’ του!.. Ἀπελπισία εἶνε ὁ ἄνθρωπος!..
Δέσπ. Ὥσπου πιὰ τὴν ξέχασες...
Κωστ. Μπᾶ!.. Πῶς τὴν ξέχασα, ἀφοῦ καὶ τώρ’ ἀκόμη τὴ θυμοῦμαι. Μόνο ποῦ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε νὰ μοῦ φαίνεται γελοῖο τὸ πρᾶγμα καὶ τώρα πιὰ ἀδιάφορο, ἐντελῶς ἀδιάφορο... Νά, πιάσε τὰ χέρια μου... (ἁπλώνει κατ’ αὐτὴν τὸ χέρι του).
Δέσπ. (πιάνοντάς το). Ναί, εἶνε κρύο.
Κωστ. Καὶ σκληρό. Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ καρδιά μου. Τίποτα πιὰ δὲ μοῦ κάνει ἐντύπωση. Ἔκλεισαν ὅλες οἱ πηγές. (Παύση. Ὁ Κωστῆς παίρνει τὸ κομπολόϊ του καὶ τὸ ξεκοκκίζει. Σὲ λίγο). Δὲ σὲ πείραξε ἡ ἱστορία μου...
Δέσπ. Ἄ, μπᾶ!.. Παλιὰ πράματα πιά!.. Τί νὰ μὲ πειράξῃ!.. Ἂν μοῦ τὤλεγες τότε...
Κωστ. Γι’ αὐτὸ κι’ ἐγὼ ποτὲ δὲ σοῦ εἶπα τίποτα, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς μοῦ ἦρθε στὴν ἄκρη τῆς γλώσσας· ἀλλὰ συλλογιζόμουν πὼς ἤσουν γυναῖκα μου...
Δέσπ. Καὶ ὅτι σ’ ἀγαποῦσα.
Κωστ. Καὶ πὼς μποροῦσες νὰ μ’ ἀφήσῃς...
Δέσπ. Ἢ καὶ νὰ σκοτωθῶ...
Κωστ. Ναί;
Δέσπ. (χωρὶς νὰ τὸν κυττάζῃ). Ναί! Ὕστερα μάλιστα ἀπὸ μιὰ περιπέτεια, λιγώτερο ὅμως πεζὴ ἀπὸ τὴ δική σου... μιὰ περιπέτεια γεμάτη ποίηση.
Κωστ. (στρέφεται κατ’ αὐτὴν ἀπότομα καὶ πετάει μὲ ὁρμὴ τὸ κομπολόϊ στὸ τραπέζι).
Δέσπ. (ξαφνιάζεται). Τί εἶνε; τί ἔπεσε;
Κωστ. (μὲ προσποιητὴ ἀδιαφορία). Ἄ, τίποτα... τὸ κομπολόϊ μου ἤτανε.
Δέσπ. Ἄ!..
Κωστ. (σηκώνεται κι’ ἔρχεται στὸ παράθυρο του δρόμου. Ἀνασηκώνει τὸ μπερντεδάκι). Μωρ’ ἐρημιὰ ἔξω!
Δέσπ. Χιονίζει ἀκόμη;
Κωστ. Μμ... ποῦ καὶ ποῦ πέφτει κανένα χιονάκι...
Δέσπ. Ἐγὼ εἶπα τοῦ Χρήστου νὰ γυρίσουν ἀπὸ τὸ χορὸ ὅσο μπορεῖ γρηγορώτερα.
Κωστ. Μὰ ἀφοῦ ἦταν ἀδιάθετος, τ’ ἤθελε τώρα τὸ χορό;...
Δέσπ. Ἔ... γιὰ νὰ μὴ χαλάσῃ τὸ χατῆρι τῆς Νίτσας... Μοὖπε ὅμως πὼς θὰ κάνῃ μιὰ βόλτα καὶ θὰ γυρίσουν πολὺ γρήγορα.
Κωστ. Κι’ ἔχει ἕνα ξεροβόρρι!.. (Ἔρχεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ μαγκάλι καὶ ζεσταίνει τὰ χέρια του). Ἔτσι λοιπόν, Δέσποινα, σοῦ ἔτυχε καὶ σένα κἄποια περιπέτεια;...
Δέσπ. Ἄ, ναί... (μικρὴ παύση). Δὲ μοῦ λές, Κωστῆ, θυμᾶσαι ἀκριβῶς πότε ἔφερες τὰ δαχτυλίδια τοῦ ἀρραβῶνα μας;
Κωστ. Τὴν παραμονὴ τοῦ γάμου μας.
Δέσπ. Γιατί;... θυμᾶσαι;
Κωστ. Γιατὶ ὅλο ἀνέβαλλες τὸ γάμο...
Δέσπ. (ρίχνει τὸ κεφάλι πίσω στὴν πολυθρόνα καὶ ἀκολουθεῖ τις ἀναμνήσεις της). Ξέρεις γιατί;
Κωστ. Ἔλεγες πὼς ὑπέφερες ἀπὸ πονοκεφάλους, ζάλες... (κάθεται πάλι στὴ θέσι του).
Δέσπ. Μμ... προφάσεις... προφάσεις... Ἀγαποῦσα ἄλλονε...
Κωστ. (Ξαφνιάζεται. Γιὰ νὰ κρύψῃ τὴν ἐντύπωσή του, σκεπάζει μὲ τὄνα χέρι τὰ μάτια του, ἀκουμπῶντας μὲ τὸν ἀγκῶνα στὸ τραπέζι. Δὲ λέει τίποτα).
Δέσπ. Πόσα χρόνια!.. Κι’ ὅμως θαρῶ πὼς εἶνε χτές!.. Ἦταν ἄνοιξη... φοροῦσα στὸ στῆθος ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο καὶ μάλιστα θυμᾶμαι πὼς τὴν ὥρα ποῦ μοῦ περνοῦσες τὴ βέρα στὸ δάχτυλο, μοὖπες πὼς ἔμοιαζα σὰν εἰκόνα τοῦ Βαττώ. Τὸ θυμᾶσαι;
Κωστ. (κατεβάζει τὸ χέρι). Ποῦ νὰ θυμᾶμαι!..
Δέσπ. Ἤμουνα σωστὰ εἴκοσι χρονῶ. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, νά! ἐδῶ ποῦ κάθομ’ ἐγώ, καθόταν ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας μου... ἐγώ, θυμᾶμαι, ἔπαιζα πιάνο... καὶ ὁ ξάδελφός μου ὁ Φίλιππος μοῦ γύριζε την παρτιτοῦρα... (κυττάζοντας τὸν Κωστῆ). Τὸν θυμᾶσαι τὸ Φίλιππο;
Κωστ. Μὰ δὲν ἔχομε καὶ πολλὰ χρόνια νὰν τόνε δοῦμε...
Δέσπ. Ναί, ναί... Λοιπόν, ποὺ λές, σὲ περιμέναμε. Ὁ καϋμένος ὁ πατέρας!.. τί ἐτράβηξε ὅσο νὰ πῶ τὸ τελειωτικὸ ναί!.. τί ἐτράβηξε!..
Κωστ. (τρίβει μὲ στενοχώρια τὰ χέρια στὰ μπράτσα τῆς πολυθρόνας).
Δέσπ. (ἐξακολουθεῖ). Παντοῦ εἴχαμε λουλούδια. Νά! καὶ σ’ αὐτὸ ἀκόμη τὸ τραπέζι. Τότε ἤτανε τοῦ σαλονιοῦ... τὸ κακόμοιρο!.. μαζὶ ἐγεράσαμε. (Χαϊδεύει τὸ τραπέζι. Παύση).
Κωστ. (ἀκουμπᾷ τὸ κεφάλι στὸ χέρι, μὲ τὰ μάτια κλειστά. Φαίνεται σὰ νὰ νυστάζῃ).
Δέσπ. (γυρίζει καὶ τὸν κυττάζει). Κοιμᾶσαι;
Κωστ. Ὄχι δά! (δὲν ἀλλάζει στάση).
Δέσπ. Νύσταξες;
Κωστ. Λιγάκι... (Τὸ φῶς τῆς λάμπας ὅσο πάει λιγοστεύει).
Δέσπ. Καὶ ὅμως ἐμένα οἱ ἀναμνήσεις μὲ ζωηρεύουν! Δὲν εἶμαι πιὰ καὶ τόσο ἀναίσθητη!..
Κωστ. Μὰ ἐσὺ εἶσαι καὶ δέκα χρόνια νεώτερή μου... αὐτὸ δὲν εἶνε λίγο... Κι’ ἔπειτα ἐγὼ εἶμαι ὁ πιὸ δυνατός. Δὲν εἴπαμε πὼς τίποτα δὲ μοῦ κάνει ἐντύπωση;
Δέσπ. Ὥστε θὰ πᾷς νὰ πλαγιάσῃς;
Κωστ. Ἄ, μπᾶ... καθόλου!.. Ἡ διήγησή σου μὲ νανουρίζει.
Δέσπ. (συνεχίζει). Λοιπόν, ἐσὺ πάντα φοροῦσες γκρίζα ροῦχα, ἄσπρες γκέττες κι’ ἄσπρο λουλοῦδι στὴ μπουτονιέρα. Θυμᾶμαι... μόλις χτύπησε τὸ κουδοῦνι, ἔκανα νὰ σηκωθῶ γιὰ νὰ σ’ ἀνοίξω· μὰ ὁ Φίλιππος μ’ ἐκράτησε στὸ κάθισμά μου ἀπὸ τὸν ὦμο καὶ μοῦ εἶπε: (μιμεῖται: ) «— Κάθισ’ ἐκεῖ! » Στὸ δεύτερο κουδούνισμα μοῦ λέει ὁ πατέρας, σὰ νὰ μὲ μάλλωνε: «—Μὰ δὲν ἄκουσες; Ἦρθε ὁ ἀρραβωνιαστικός σου! Πήγαινε νὰν τοῦ ἀνοίξῃς ἐσύ!.. » Γύρισα, κύτταξα τὸ Φίλιππο... «—Κόπιασε! » μοῦ λέει ἀπότομα μὲς ἀπ’ τὰ δόντια του. Λοιπόν, ποὺ λές... αὐτὸς ἤτανε...
Κωστ. (ἀνασηκώνει ἀπότομα τὸ κεφάλι). Ἔ;!.. (ἀστραπὲς περνοῦν ἀπὸ τὰ μάτια του).
Δέσπ. Ναί!.. δὲν εἶνε γιὰ γέλια;... Εἴμαστε, βλέπεις, παιδιὰ τότε. Μὰ τί σκηνὲς μοὔκανε!.. Ἤθελε νὰ σκοτωθῇ... ἔλεγε πὼς θὰ σκοτώσῃ ἐσένανε... Ὡς καὶ τὸ δαχτυλίδι μοῦ τὤβγαλε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ πῆγε νὰν τὸ πετάξῃ, νά, ἀπὸ κεῖνο ἐκεῖ τὸ παράθυρο. (Γυρνᾷ καὶ δείχνει τὸ παράθυρο του κήπου).
Κωστ. (δὲ γυρνᾷ. Χτυπάει ἀνυπόμονα τὰ δάχτυλα στὸ τραπέζι).
Δέσπ. (ἐπιμένει). Θὰν τὸ πετοῦσε στὸν κῆπο, ἀπὸ κεῖ... (τὸν κυττάζει) στὴ στέρνα, κατάλαβες;
Κωστ. (ἀνυπόμονα). Ναί, ντέ!..
Δέσπ. (ἐξακολουθεῖ εὐχαριστημένη). Μά, ἔννοια σου, καὶ τοῦ τὸ πῆρα!.. (τὸ κυττάζει). Τὸ κακόμοιρο! Ἔλυωσε κι’ αὐτὸ σὰν κι’ ἐμένα!.. Δὲν ἔμεινε παρὰ μιὰ στενὴ λουριδίτσα... Μά, ὡς τόσο, μὲς στὴ λουριδίτσα αὐτὴ ἔχει χωρέσει ὅλη μας ἡ ζωὴ!.. κι’ ἔτσι, ὅπως τὴ βλέπω τώρα, μοῦ φαίνεται σὰν τὴ στερνὴ ἀχτῖδα τοῦ ἥλιου ποὺ χρυσώνει κἄποιο ἥσυχο λιμανάκι!.. (μὲ θλίψη). Ἔ...
Κωστ. (σκεπάζει πάλι τὰ μάτια του ).
Δέσπ. (γυρίζει καὶ τὸν κυττάζει. Πολὺ σιγὰ: ) Κωστῆ... Κωστῆ... κοιμᾶσαι;
Κωστ. Ὄχι...
Δέσπ. Λοιπὸν ποὺ λές, τοῦ τὸ πῆρα καὶ τότε νὰ δῇς!.. Κλάμματα ἐκεῖνος, κλάμματα ἐγώ!.. Ἀλλὰ μοῦ ἔκανε κι’ ἐμένα ὁ γάϊδαρος μιὰ πρόταση!: νὰ γείνω, λέει, δική του, γιὰ ν’ ἀναγκάσῃ τὸν πατέρα...
Κωστ. (κατεβάζει τὸ χέρι στενοχωρημένος, ἀνήσυχος).
Δέσπ. (χωρὶς νὰν τὸν βλέπῃ). Ἀκοῦς, τὸ μασκαρᾶ;!.. Ἦταν ὅμως κι’ αὐτὸς παιδί... (χαμογελᾷ). Τί γελοῖος ποὺ ἤτανε!.. καὶ νὰ δῇς ποὺ μ’ ἔβαλε νὰ ὁρκιστῶ πὼς σὲ δυὸ χρόνια, ποῦ γινόταν πιὰ ἐνήλικος, θὰ ἐδεχόμουν ν’ ἀφήσω, λέει, σένα καὶ ν’ ἀκολουθήσω αὐτόν... Λοιπὸν σὲ δυὸ χρόνια...
Κωστ. Ἔ...
Δέσπ. Γειά σας κ’ ἤρθαμε!..
Κωστ. Μμ... (εἶνε πολὺ ἀνήσυχος καὶ τὴν κυττάζει μὲ κακὸ μάτι).
Δέσπ. Τὸν ἄθλιο!.. δὲν ἄφησε νὰ περάσῃ οὔτε μιὰ μέρα!.. (γυρίζει πρὸς τὸν Κωστῆ). Ξέρεις ποιὰ μέρα ἤτανε; Τότε ποὺ πήγατε μὲ τὸν πατέρα στὴν Κηφισσιὰ γιὰ τὴν ἀγορὰ τοῦ σπιτιοῦ. Θυμᾶσαι;
Κωστ. (κουνεῖ τὸ κεφάλι). Ναί...
Δέσπ. Κάνεις δὲν ἤτανε σπίτι... Ἄχ!.. θυμᾶμαι τὴν τρομάρα μου... Ἐγὼ τὸν ἔδιωχνα, κι’ αὐτὸς τίποτα!.. τὸ σκοπό του!.. «— Μοῦ χρωστᾷς! », φώναζε, «πρέπει νὰ πληρώσῃς!.. » «Τώρα σ’ ἀγαπῶ!.. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποῦ παντρεύτηκες σ’ ἀγαπῶ πιὸ πολύ!.. » κι’ ἕνα σωρὸ τέτοιες ἀηδίες!.. «—Μὴ μ’ ἀγγίζῃς», τοῦ λέω, «γιατὶ φωνάζω τὸν πατέρα καὶ σὲ πετάει ἔξω σὰ σκύλλο!.. » Ναί!.. ποῦ πατέρας!.. Ἔτρεμα ὁλόκληρη!.. Νὰ σοῦ πῶ ὅμως τὴν ἀλήθεια;... κἄτι εἶχε μείνη στὴν καρδιά μου γι’ αὐτόν...
Κωστ. (τὴν ἀκούει πολὺ ταραγμένος· τὰ μάτια του εἶνε μεγαλωμένα καὶ παίζει νευρικὰ στὸ χέρι τὴν πετσέτα).
Δέσπ. (ἐξακολουθεῖ, προσηλωμένη πάντα στὸ παρελθὸν). «Μπᾶ, μπᾶ, μπᾶ!.. », μοῦ λέει, «ἔχομε καὶ τέτοια;... Λοιπόν, νά!.. ἐγὼ σ’ ἀγγίζω καὶ σὺ φώναζε ὅσο θέλεις!.. » Καὶ ὁρμᾷ, μ’ ἁρπάζει στὰ δυνατά του μπράτσα, μὲ ρίχνει στὸν καναπέ...
(Ἡ διήγησή της κόβεται ἀπὸ ἕνα δυνατὸ κρότο. Ἐνῷ αὐτὴ μιλεῖ, ὁ Κωστῆς σηκώνεται, ἁρπάζει τὸν κεροστάτη, κάνει νὰν τὴ χτυπήσῃ, μὰ δὲν προφταίνει. Ὁ κεροστάτης πέφτει ἀπὸ τὸ χέρι του, σπάει τὸ φλυντζάνι καὶ ὁ Κωστῆς σωριάζεται στὴν πολυθρόνα μὲ τὸ κεφάλι πίσω).
Δέσπ. (πετιέται ὁλόρθη). Τί εἶνε;... Κωστῆ!.. (καμμία ἀπάντηση). Κωστῆ!.. (ὁρμάει, τὸν πιάνει, τὸν κουνεῖ ἀλαφρά). Κωστῆ, Κωστῆ... μ’ ἀκοῦς;
Κωστ. (φαίνεται πὼς κἄτι θέλει νὰ πῇ).
(Μπαίνει ἡ Νίτσα σιγὰ - σιγὰ μὲ σάρπα στὸ κεφάλι).
Νίτσα Μπᾶ!.. δὲν κοιμήθηκαν ἀκόμη; (πλησιάζει λίγο).
Δέσπ. (γρήγορα, μὲ λαχτάρα). Μ’ ἀκοῦς, Κωστῆ, μ’ ἀκοῦς; Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἐμπῆκε ὁ πατέρας καί...
Κωστ. (μ’ ἕνα μικρὸ σπασμό, μένει μὲ τὸ κεφάλι πεσμένο στὸ στῆθος).
Νίτσα (μιμικὴ σκηνή: βγάζει τὴ σάρπα της μάνι - μάνι. Μένει κατάπληχτη). Παπποῦ!..
Δέσπ. (τοῦ ἀνασηκώνει μὲ προσοχὴ τὸ κεφάλι). Κωστῆ, χρυσέ μου σύντροφε... μ’ ἄκουσες;
Νίτσα (πιάνοντας ἀλαφρὰ τὴ Γιαγιά της ἀπ’ τὸ μπράτσο: ) Γιαγιά... ὁ Παπποῦς κοιμήθηκε... δὲ σ’ ἀκούει πιά!.. (γονατίζει καὶ ἀκουμπῶντας τὸ κεφάλι στὸ μπράτσο τῆς πολυθρόνας κλαίει).
Δέσπ. (τοῦ ἀγκαλιάζει τὰ γόνατα βαθιὰ πικραμένη). Γιατί νὰν τοῦ τὰ πῶ... γιατί νὰν τοῦ τὰ πῶ;... (κλαίει).
Στεφανια Δαφνη