Οδύσσεια (Μετάφραση Εφταλιώτη)/λ

Από Βικιθήκη
Οδύσσεια
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Αργύρης Εφταλιώτης
Ραψωδία λ


Καὶ στὸ γιαλὸ σὰν ἤρθαμε καὶ στὸ γοργὸ καράβι,
πρῶτα ἀπ' τὴ γῆς τὰ σύραμε στὴν ὥρια κυματοῦσα,
καὶ τὸ κατάρτι στήσαμε καὶ τὰ πανιά του ἀπάνω,
καὶ πήραμε καὶ βάλαμε τὰ πρόβατα· καὶ μέσα
κι ἐμεῖς θλιμμένοι μπήκαμε πικρὰ χύνοντας δάκρυα.
Καὶ πίσω ἀπ' τὸ μαυρόπλωρο καράβι στέλνει ἡ Κίρκη
ἡ φοβερὴ κι ἡ ὡριόμαλλη κι ἡ ἀνθρωπολαλοῦσα,
πρύμο καλὸ καὶ φιλικὸ ποὺ τὰ πανιὰ φουσκῶναν.
Καὶ τ' ἄρμενα σὰ σιάξαμε, καθίσαμε, κι ὁδήγα
ὁ ἀγέρας τὸ καράβι μας μαζὶ μὲ τὸν ποδότη.    10
Μὲ τεντωμένα τὰ πανιὰ ἀρμενίζαμε ὁλημέρα,
μὰ ὁ ἥλιος σὰ βασίλεψε κι ἀπόσκιωναν οἱ δρόμοι,
στοῦ τρίσβαθου βρεθήκαμε τοῦ Ὠκεανοῦ τὶς ἄκρες,
ἐκεῖ ποὺ τῶν Κιμμεριωτῶν εἶν' ὁ λαὸς κι ἡ χώρα,
ποὺ καταχνιὰ καὶ σύγνεφα γιὰ πάντα τοὺς σκεπάζουν,
καὶ τοῦ ἥλιου τοῦ χρυσόλαμπρου δὲν τοὺς θωροῦν οἱ ἀχτίδες,
μήτε πρὸς τ' ἀστερόσπαρτα σὰν ἀνεβαίνη οὐράνια,
μήτ' ἀπ' τὰ ὕψη τ' οὐρανοῦ στὴ γῆς σὰν κατεβαίνη,
μόνε τοὺς ἄμοιρους φριχτὴ πλακώνει πάντα νύχτα.
Ἤρθαμε αὐτοῦ κι ἀράξαμε, καὶ βγάλαμε τ' ἀρνιά μας,    20
καὶ τότες ἀκλουθήσαμε τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ρέμα,
ὥσπου στὸ μέρος φτάσαμε ποὺ ἡ Κίρκη εἶχε ὁρμηνέψει.
Ἐκεῖ σφαχτὰ ὁ Εὐρυλοχος κι ὁ Περιμήδης φέραν,
κι ἐγὼ ἔσυρα τὸ κοφτερὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ πλευρό μου,
κι ἔσκαψα λάκκο ὡς πήχη μιά, τοῦ μάκρου καὶ τοῦ πλάτου·
καὶ χύνω ὁλόγυρα σταλιὲς στοὺς πεθαμένους ὅλους,
πρῶτα μελόνερο, ὕστερα γλυκὸ κρασί, καὶ τρίτο
πάλε νερό· καὶ μὲ λευκὸ τὰ πασπαλίζω ἀλεύρι·
καὶ λέγοντας πολλὲς εὐκὲς στ' ἀδύναμα κεφάλια
τῶν πεθαμένων, ἔταξα πὼς ἅμα ἐρθῶ στὸ Θιάκι    30
στείρα δαμάλα διαλεχτὴ στὸν πύργο μου θὰ σφάξω,
καὶ πὼς θ' ἀνάψω τους πυρὰ γεμάτη ὡραῖα δῶρα,
καὶ χώρια ἀρνὶ κατάμαυρο τοῦ Τειρεσία θὰ κόψω,
τοῦ κοπαδιοῦ τὸ πιὸ καλό. Καὶ τῶν νεκρῶν τὰ πλήθια μὲ τάματα καὶ προσευκὲς θερμοπαρακαλώντας,
πῆρα τ' ἀρνιὰ καὶ τά 'σφαξα στὸ λάκκο· καὶ τὸ αἷμα
ἔτρεχε ὁλόμαυρο. Ἄρχισαν τῶν πεθαμένων τότες
καὶ μαζευόνταν οἱ ψυχὲς ἀπ' τὸ Ἔρεβος τὸ μαῦρο,
νύφες ἀντάμα κι ἄγουροι, τυραννισμένοι γέροι,
παρθένες κόρες τρυφερές, νεοθλιμμένες ὅλες,
κι ἄντρες πολλοὶ ἀπὸ χάλκινα κοντάρια λαβωμένοι,    40
νεκροὶ ποὺ εἴχανε τ' ἄρματα μὲ τὸ αἷμα τους βαμμένα
κι ἐδῶθε ἐκεῖθε ἀρίθμητοι γύρω στὸ λάκκο ἐρχόνταν,
μὲ ἀχὸ πολύ, καὶ μ' ἔπιανε χλωμὸς ἐμένα φόβος.
Τότε εἶπα στοὺς συντρόφους μου νὰ γδάρουν καὶ νὰ κάψουν
τ' ἀρνιὰ ποὺ τά 'χε ἀλύπητο μαχαίρι ἐκεῖ ριγμένα,
καὶ προσευκὲς νὰ κάμουνε στοὺς δυὸ θεοὺς, στὸν Ἅδη
τὸ φοβερό, καὶ στὴ σκληρὴ συνάμα Περσεφόνη·
κι ἐγώ, ἀπ' τὴ μέση σέρνοντας τὸ κοφτερὸ σπαθί μου,
τῶν πεθαμένων ἔδιωχνα τ' ἀδύναμα κεφάλια,
μακριὰ ἀπ' τὸ αἷμα, ὡς ν' ἀκουστῆ τοῦ Τειρεσία ὁ λόγος.     50
Πρώτη τοῦ Ἐλπήνορα ἡ ψυχὴ μᾶς ἦρθε, τοῦ συντρόφου,
τί ἀκόμα μὲς στὴ μαύρη γῆς δὲν ἤτανε θαμμένος,
ποὺ ἐμεῖς τὸ σῶμα ἀφήκαμε στῆς Κίρκης τὰ παλάτια,
ἄκλαυτο κι ἄθαφτο, γιατὶ μᾶς ἔβιαζε ἄλλος μόχτος.
Τὸν εἶδα, καὶ δακρύσανε τὰ μάτια μου ἀπ' τὸν πόνο
καὶ φώναξά τον, κι εἶπα του μὲ φτερωμένα λόγια·
“Ἐλπήνορα, πῶς ἔφτασες μὲς στὰ βαθιὰ σκοτάδια
πεζός, κι ἐμένα πρόκαμες, ποὺ μὲ καράβι ἐρχόμουν;”
Εἶπα, καὶ βαριοστέναξε κι ἀπολογήθη ἐκεῖνος·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,    60
θεοῦ κατάρα, καὶ πιοτὸ περίσσιο μ' ἀφανίσαν·
ἀστόχησα, σὰν πλάγιασα στῆς Κίρκης τὰ παλάτια,
κι ἀντὶς ξανὰ ἀπ' τήν ἁψηλὴ νὰ κατεβῶ τὴ σκάλα,
ἐγὼ μπροστά μου ὁλόϊσα τράβηξα κι ἀπ' τὴ στέγη
κάτου ἔπεσα, κι ὁ σβέρκος μου ἔσπασε ἀπ' τὰ σφοντύλια,
κι ἀμέσως στοῦ Ἅδη τοὺς βυθοὺς κατέβηκε ἡ ψυχή μου.
Μὰ τώρα, στ' ὄνομα ἐκεινῶν ποὺ ἀκόμα ἐδῶ δὲν ἦρθαν,
τῆς σύγκοιτης, καὶ τοῦ γονιοῦ ποὺ σ' ἔθρεφε μικρούλη, καὶ τοῦ Τηλέμαχου, ποὺ ἐκεῖ μονάχο τὸν ἀφῆκες,—
γιατὶ ξέρω, γυρίζοντας ἀπ' τοῦ Ἅδη τὰ λημέρια,
στῆς Αἴας πάλε τὸ νησὶ θ' ἀράξης τὸ καράβι, —    70
παρακαλῶ σε, ὦ βασιλιά, θυμήσου με σὰ φτάσης,
μὴ φύγης κι ἄκλαυτο, ἄθαφτο μ' ἀφήσης ἐκεῖ πέρα,
καὶ γίνω αἰτία νὰ ὀργιστῆ κανένας θεὸς μαζί σου.
Μόν' πάρε με καὶ κάψε με μαζὶ μὲ τ' ἄρματά μου,
καὶ βάλε στὸν ἀφρόλευκο γιαλὸ κοντὰ μνημούρι,
νὰ μὲ πονοῦν τὸν ἄμοιρο κατόπι ὅσοι τὸ βλέπουν
κάμε μου αὐτά, καὶ τὸ κουπὶ στὸ μνῆμα ἀπάνω στῆσε
τὸ ἴδιο ποὺ ζώντας ἔλαμνα μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους.”
Εἶπε, κι ἐγὼ τοῦ μίλησα κι ἀπολογήθηκά του·
“Ὅλα, ὅσα μοῦ 'πες, ἄμοιρε, σωστὰ θὰ σοῦ τὰ κάμω,”     80
Τέτοιες κουβέντες θλιβερὲς κάναμε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου,
ἐγὼ ἀπ' τὴ μιὰ τὴ σπάθα μου κρατώντας στὸ αἷμ' ἀπάνω,
τὸ φάντασμα τοῦ Ἐλπήνορα λαλώντας ἀπ' τὴν ἄλλη.
Κι ἦρθε σιμὰ τότε ἡ ψυχὴ τῆς πεθαμένης μάνας,
τοῦ ἀντρόψυχου τοῦ Αυτόλυκου ἡ θυγατέρα Ἀντίκλεια,
ποὺ τὴν ἀφῆκα ζωντανὴ σὰ μίσευα στὴν Τροία.
Τὴν εἶδα ἐγὼ καὶ δάκρυσα, καὶ πόνεσε ἡ καρδιά μου·
ὡς τόσο δὲν τὴν ἄφηνα τὸ αἷμα νὰ ζυγώση,
ὅσο πολὺ κι ἂν θλίβομουν, πρὶ μοῦ μιλήση ὁ μάντης.
Καὶ τοῦ Θηβαίου ἦρθε σιμὰ ἡ ψυχὴ τοῦ Τειρεσία,    90
καὶ κράταε τὸ χρυσὸ ραβδί· μὲ γνώρισε, καὶ μοῦ 'πε·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,
τί ἀφῆκες, ὦ κακόμοιρε, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου κι ἦρθες
νὰ δῆς νεκροὺς κι αὐτὸν ἐδῶ, τὸν ἄχαρο τὸν κόσμο ;
Φεύγα ἀπ' τὸ λάκκο, μέριασε τὸ κοφτερὸ σπαθί σου,
αἷμα νὰ πιῶ, καὶ νὰ σοῦ πῶ κατόπι τὴν ἀλήθεια.”
Εἶπε, κι ἐγὼ τραβήχτηκα, καὶ στὸ φηκάρι χώνω
τ' ἀργυροκάρφωτο σπαθί· κι αἷμα σὰν ἤπιε μαῦρο,
ὁ μέγας μάντης λάλησε κι αὐτὰ τὰ λόγια μοῦ 'πε·
“Γλυκειὰ πατρίδα μελετᾶς, θεόλαμπρε Ὀδυσσέα·    100
ὅμως σὲ μάχεται ὁ θεός· θαρρῶ πὼς δὲν ξεφεύγεις
τὸν Κοσμοσείστη, ποὺ θυμὸ γιὰ σένα μέσα του ἔχει,
καὶ βράζει ἀπὸ τὴ μάνητα, ποὺ τύφλωσες τὸ γιό του.
Μὰ πάλε ὅσα κι ἂν πάθετε, θὰ φτάσετε ἂν θελήσης,
νὰ βασταχτῆς, κι ἐσὺ κι αὐτοὶ οἱ συντρόφοι σου, ἅμα πᾶτε
στῆς Θρινακίας τὸ νησὶ μὲ τὸ καλόφτιαστό σου
καράβι, πίσω ἀφήνοντας τὰ μενεξιὰ πελάγη·
θὰ βρῆτε ἐκεῖ νὰ βόσκουνε τὰ πρόβατα καὶ βόδια
τοῦ Ἥλιου, ποὺ ἀποπάνωθε βλέπει κι ἀκούει τὰ πάντα.
Αὐτὰ ἂν ἀφήσης ἄβλαβα, κι ἂν θὲς τὸ γυρισμό σου,    110
ὅσο πολλὰ κι ἂν πάθετε πάλε στὸ Θιάκι πᾶτε·
μὰ ἂν τὰ πειράξης, πρόσμενε ξολοθρεμὸ στὸ πλοῖο
καὶ στοὺς συντρόφους κι ἴδιος σου ἂ σωθῆς, θὰ κακοφτάσης
ἀργά, μὲ δίχως σύντροφο, καὶ μὲ καράβι ξένο.
Καὶ θά 'βρης μὲς στὸ σπίτι σου μεγάλα κακοπάθια·
ἄντρες ἀπόκοτους θὰ βρῆς νὰ καταλοῦν τὸ βιός σου,
μὲ δῶρα τ' ὥριο ταίρι σου νὰ πάρουν πολεμώντας.
Ὅμως γι' αὐτὰ θὰ γδικιωθῆς, σοῦ λέω ἐγώ, σὰ φτάσης·
κι ἀφοῦ μὲς στὰ παλάτια σου χαλάσης τοὺς μνηστῆρες,
μὲ ἀπάτη ἢ κι ὁλοφάνερα μὲ κοφτερὸ λεπίδι,    120
θὰ σύρης τότε παίρνοντας τὸ δυνατὸ κουπί σου,
νὰ πᾶς στὴ χώρα τῶν ἀντρῶν ποὺ θάλασσα δὲν ξέρουν,
καὶ ποὺ φαῒ δὲν συνηθοῦν νὰ τρῶνε ἁλατισμένο,
καὶ μήτε κοκκινόπλωρα καράβια αὐτοὶ γνωρίζουν,
μήτε τὰ δυνατὰ κουπιά, πού 'ναι φτερὰ τῶν πλοίων.
Νά, καὶ σημάδι ξάστερο, ποὺ δὲ θὰ σοῦ ξεφύγη·
σὰν ἀνταμώσης ἄλλονε στὸ δρόμο ταξιδιώτη,
καὶ λέει δικράνι πὼς βαστᾶς στὸν ὥριο σου τὸν ὦμο,
τότες τὸ δυνατὸ κουπὶ μπῆξε στὴ γῆς, καὶ κάμε
καλόδεχτες θυσίες ἐκεῖ στὸ ρήγα Ποσειδώνα,    130
κριάρι, ταῦρο σφάζοντας, κι ἀγριόχοιρο βαρβάτο·
καὶ γύρνα στὴν πατρίδα σου ἑκατοβοδιὲς νὰ κάμης
ἱερὲς γιὰ τοὺς ἀθάνατους ποὺ ὁρίζουνε τὰ οὐράνια,
μὲ τὴ σειρὰ τοῦ καθενοῦ· κι ὁ θάνατος θὰ σοῦ 'ρθη
ὄξω ἀπὸ θάλασσα, ἀλαφρός, καὶ θὰ σε γλυκοπάρη
μὲς στὰ καλὰ γεράματα, ποὺ ὁλόγυρα οἱ λαοί σου
θὰ χαίρουνται καλοτυχιά. Σοῦ 'πα ὅλη τὴν ἀλήθεια.”
Αὐτἀ εἶπε, κι ἐγὼ γύρισα κι ἀπολογήθηκά του·
“Ἔτσι θὰ τά 'χουνε οἱ θεοὶ κλωσμένα, ὦ Τειρεσία.
Μὰ πές μου τώρα ξάστερα κι αὐτό· τῆς πεθαμένης    140
μανούλας μου, νά, τὴν ψυχὴ ἐδῶ βλέπω καθισμένη
σιμὰ στὸ αἷμα ἀμίλητη, καὶ δὲ γυρνάει, τοῦ γιου της
νὰ δῆ τὴν ὄψη ἀγνάντια της, καὶ νὰ τοῦ προσμιλήση.
Πῶς ἆραγες θὰ μ' ἔνιωθε πὼς εἶμαι τὸ παιδί της;”
Εἶπα, κι ὁ μάντης γύρισε κι ἀπολογήθη ἀμέσως·
“Εὔκολο πρᾶμα θὰ σοῦ πῶ, καὶ κράτα το στὸ νοῦ σου·
ὅποιον ἀπ' τοὺς νεκροὺς νὰ ρθῆ σιμὰ στὸ αἷμα ἀφήσης,
αὐτὸς ἀλήθειες θὰ σοῦ πῆ· μὰ ὅποιονε ἐσὺ διώχνεις,
αὐτὸς τραβιέται μακριὰ καὶ ξαναφεύγει πίσω.”
Σὰν εἶπε αὐτά, κι ὁρμήνεψε τὴ μοῖρα ὁ Τειρεσίας,    150
στὸν Ἅδη ξαναγύρισε· ὡς τόσο ἐγὼ στεκόμουν
ὡσότου ἡ μάνα ζύγωσε καὶ μαῦρο ρούφηξε αἷμα·
καὶ τότ' εὐτὺς μὲ γνώρισε καὶ μοῦ 'κρενε θρηνώντας·
 
“Πῶς ἦρθες, γιέ μου, ζωντανὸς στὰ μαῦρα αὐτὰ σκοτάδια;
Δύσκολο γιὰ τοὺς ζωντανοὺς νὰ δοῦνε αὐτὰ ἐδῶ κάτω.
[ Τρανοὶ στὴ μέση ποταμοὶ καὶ φοβερὰ ποτάμια·
καὶ πρῶτ' ἀπ' ὅλα ὁ Ὠκεανός, ποὺ νὰ διαβῆ κανένας
πεζὸς δὲ δύνεται, χωρὶς καλόφτιαστο καράβι.]
Τάχ' ἀπ' τὴν Τροία ξέπεσες ἐδῶ μὲ τοὺς συντρόφους,    160
πολὺ σάνε πλανήθηκες μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα,
κι ἀκόμα στὰ παλάτια σου τὸ ταίρι σου δὲν εἶδες ;”
Αὐτά εἰπε, κι ἐγὼ μίλησα κι ἀπολογήθηκά της.
“Μάνα μου, ἀνάγκη μ' ἔφερε στὸν Ἅδη νὰ ρωτήξω
τὴ μοῖρα μου ἀπ' τὸ θεϊκὸ Θηβαῖο, τὸν Τειρεσία·
τὶ ἀκόμα ἐγὼ δὲν ἄγγιξα τῶν Ἀχαιῶν τὴ χώρα,
μηδὲ στὴ γῆς μου πάτησα, παρὰ ὅλο ἐρμοπλανιέμαι, .
ἀφόντας μὲ τὸ θεϊκὸ Ἀγαμέμνονα εἶχα φύγει
γιὰ τὸ Ἴλιο τ' ἀλογάρικο, τοὺς Τρῶες νὰ πολεμήσω.
Ὡς τόσο, πές μου ξάστερα καὶ ξήγησέ μου ἐτοῦτο·    170
πῶς σοῦ 'ρθε ὁ κορμοτεντωτὴς ὁ Χάρος καὶ σὲ πῆρε ;
νά 'ταν ἀρρώστια μακρινὴ, γιὰ ἡ Ἄρτεμη ἡ τοξεύτρα
μὲ τὶς ψιλὲς σαγίτες της ἦρθε νὰ σὲ σκοτώση ;
Πές μου καὶ γιὰ τὸν κύρη μου, καὶ γιὰ τὸ γιὸ ποὺ ἀφῆκα,
ἂν τὰ πρωτάτα μοῦ κρατοῦν ἀκόμα αὐτοί, γιά κάποιος
ἄλλος τὰ πῆρε, καὶ θαρροῦν πὼς πιὰ δὲ θὰ γυρίσω.
Πές μου καὶ τῆς γυναίκας μου ποιά 'ναι ἡ βουλὴ κι ἡ γνώμη·
κάθεται πάντα μὲ τὸ γιὸ καὶ κυβερνάει τὸ σπίτι,
ἢ τάχα τὴν παντρεύτηκε Ἀχαιὸς ἀπ' τοὺς προυχόντους ;”
Καὶ τότε ἡ κερὰ μάνα μου μοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε·    180
“Μ' ἁπομονὴ περίσσια αὐτὴ στοὺς πύργους μέσα κλειέται,
καὶ μαῦρες μέρες καὶ νυχτιὲς περνάει καὶ χύνει δάκρυα.
Καὶ μήτε τὰ πρωτάτα σου κανεὶς δὲν πῆρε ἀκόμα,
παρὰ ἥσυχα ὁ Τηλέμαχος φυλάει τ' ἀρχοντικά σου,
καὶ πάντα τόνε προσκαλοῦν στὰ μοιραστὰ τραπέζια,
σὰν ποὺ ταιριάζει σὲ κριτή· κι ὁ γέρος σου ὁ πατέρας
μένει καὶ ζῆ στὴν ἐξοχή, καὶ δὲν πατάει ποτές του
στὴ χώρα, μήτε χαίρεται κλινάρια μὲ στρωσίδια,
καὶ μὲ λαμπρὰ παπλώματα, μόν' πέφτει τὸ χειμώνα
στὸ σπίτι μὲ τοὺς δούλους του πὰς στῆς γωνιᾶς τὴ στάχτη,    190
κι ἔχει μὲ ροῦχα ταπεινὰ ντυμένο τὸ κορμί του·
τὸ θέρος καὶ τὸ καρπερὸ χινόπωρο σὰν ἔρθη,
πηγαίνει τὸν ἀνήφορο στ' ἀμπελοχώραφό του,
κι ἔχει παντοῦ κρεβάτι του τὰ σκόρπια φύλλα χάμου.
Κοίτετ' ἐκεῖ καὶ χολοσκάει κι ὁ πόνος του πληθαίνει
ποθώντας σε, καὶ γερατειὰ κακὰ τὸν βασανίζουν.
Ἔτσι ἀφανίστηκα κι ἐγὼ, κι ἦρθε μὲ πῆρε ὁ Χάρος·
μήτε ἡ τοξεύτρα ἡ Ἄρτεμη πὄχει ἄσφαλτο τὸ μάτι,
μὲ τὶς ψιλὲς σαγίτες της δὲν ἦρθε νὰ μὲ κρούση,
καὶ μήτε ἀρρώστια φοβερὴ καμιὰ δὲ μοῦ εἶχε πέσει,    200
νὰ μοῦ μαράνη τὸ κορμὶ καὶ πάρη τὴν ψυχή μου·
μόν' ὁ καημός σου κι ἡ ἔννοια σου, μὰ κι ἡ καλή σου ἡ γνώμη
μοῦ σβῆσαν τὴ γλυκειὰ ζωή, πανάκριβε Ὀδυσσέα.”
Αὐτά εἰπε, κι ἐγὼ τό 'θελα κι ἀνάδευα στὸ νοῦ μου
νὰ τὴν ἀδράξω τὴν ψυχὴ τῆς πεθαμένης μάνας.
Τρεῖς φορὲς χύθηκα μὲ ὁρμὴ ν' ἀδράξω την ποθώντας,
καὶ τρεῖς φορὲς μὲ ξέφυγε σὰν ὄνειρο, σὰν ἴσκιος·
καὶ μὲς στὰ σπλάχνα μου ἔκανε πιὸ κοφτερὸ τὸν πόνο,
Φώναξα τότες κι εἶπα της μὲ φτερωμένα λόγια·
“Μάνα, γιατὶ δὲ στέκεσαι ποὺ θέλω νὰ σ' ἀδράξω,    210
νὰ κρατηθοῦμε ἀγκαλιαστὰ μέσα στὸν Ἅδη οἱ δυό μας
νὰ βροῦμε κἂν παρηγοριὰ στὸ κρύο τὸ μοιρολόγι ;
Γιὰ τάχα νά 'σαι φάντασμα ποὺ ἡ θεία ἡ Περσεφόνη,
μοῦ ' στειλε, ἀκόμα πιὸ πικρὰ γιὰ νὰ βαριοστενάζω ;”
Εἶπα, κι ἡ μάνα μου ἡ καλὴ μοῦ ἀπολογήθη ἀμέσως
“Ἀλλοίς, παιδί μου, ποὺ ἄτυχος τόσο δὲ βρέθηκε ἄλλος·
ὄχι, τοῦ Δία δὲ σὲ γελάει ἡ κόρη ἡ Περσεφόνη,
μόν' εἶναι τέτοια τοῦ θνητοῦ σὰν ἀποθάνη ἡ μοῖρα·
τὶ οἱ σάρκες καὶ τὰ κόκκαλα νευρόδετα δὲ μένουν,
μόν' τ' ἀφανίζει τῆς φωτιᾶς ἡ λυσσασμένη φλόγα,    220
ἅμα ἀπὸ τ' ἄσπρα κόκκαλα ἡ πνοή μας φύγη πρῶτα
κι ἀνοίξη τὰ φτερὰ καὶ πάη σὰν ὄνειρο ἡ ψυχή μας,
Μὰ τρέξε πάλε πρὸς τὸ φῶς, καὶ μάθε τα ὅλα τοῦτα
νὰ τὰ δηγέσαι ἀργότερα κι ἐσὺ τῆς σύγκοιτής σου.”
Ἐμεῖς ἔτσι μιλούσαμε καὶ νὰ, ἦρθαν οἱ γυναῖκες
ποὺ ἡ Περσεφόνη ἡ θεϊκιὰ τὶς εἶχε ἐκεῖ σταλμένες,
ὅλες μεγάλων σύγκοιτες λεβέντηδων καὶ κόρες.
Γύρω καθὼς μαζεύουνταν αὐτὲς στὸ μαῦρο τὸ αἷμα,
πὼς νὰ ρωτήξω καθεμιὰ στὸ νοῦ μου ἀναγυρνοῦσα.
Κι αὐτὸς ὁ τρόπος πιὸ σωστὸς στὸ λογισμό μου φάνη·    230
τραβώντας τὸ μακρὺ σπαθὶ ἀπ' τὸ χοντρὸ μερί μου,
ὅλες μαζὶ δὲν ἄφηνα τὸ αἷμα νὰ πιοῦν τὸ μαῦρο.
Κι αὐτὲς ἀράδα ἐρχόντουσαν, καὶ καθεμιὰ μοῦ ξήγα
τὸ γένος καὶ τὰ φύτρα της καθὼς τὴν ἐρωτοῦσα.
Καὶ πρώτη ἐκεῖ 'δα τὴν Τυρὼ τὴν καλογεννημένη,
ποὺ ἔλεγε γόνος τοῦ λαμπροῦ πὼς ἦταν Σαλμωνέα,
καὶ πὼς τὴν εἶχε ταίρι του τοῦ Αἰόλου ὁ γιὸς Κρηθέας.
Τὸν Ἐνιπέα ἀγάπησε τὸν ποταμὸ τὸ θεῖο,
ποὺ ἦταν ἀπ' ὅλους πιὸ ὄμορφος τοὺς ποταμούς τοῦ κόσμου,
καὶ στοὺς πανώριους ὄχτους του συνήθαε νὰ πλανιέται,    240
Μ' ἐκεῖνον μοιάζοντας τῆς γῆς ὁ σαλευτὴς καὶ ζώστης,
σιμά της στοῦ ἀφροκύλιστου τοῦ ποταμοῦ τὸ στόμα
πλάγιασε· κῦμα σκοτεινὸ τοὺς ἔζωσε σὰν ὄρος
γερτό, νὰ κρύψη τὸ θεὸ καὶ τὴ θνητὴ γυναίκα.
Ἐκεῖ ὁ θεὸς τῆς ἔλυσε τῆς παρθενιᾶς τὴ ζώνη,
τὴν κοίμισε, καὶ τοῦ ἔρωτα σὰν τέλεσε τὸ ἔργο,
τὸ χέρι της γλυκόσφιξε, καὶ φώναξέ την κι εἶπε·
“Χαίρου ποὺ ἐγὼ σ' ἀγκάλιασα· κι ἅμα γυρίση ὁ χρόνος,
θά 'χης πανόμορφα παιδιά, τὶ τῶν θεῶν ἡ ἀγάπη
δὲν πάει τοῦ κάκου· νοιάζου τα καὶ μοσκανάθρεφέ τα,    250
Πήγαινε τώρα σύχαζε, καὶ μὴν τὸ ξεστομίσης·
μὰ ὁ Ποσειδώνας, ξέρε το, ἐγώ 'μαι ὁ κοσμοσείστης.”
Αὐτὰ εἰπε, καὶ στὴν θάλασσα βουτάει τὴν κυματοῦσα.
Κι ἐκείνη γέννησε τοὺς δυό, Πελία καὶ Νηλέα,
ποὺ ἥρωες βγήκανε πιστοὶ τοῦ Δία τοῦ μεγάλου·
στὴν Ἰωλκὸ βασίλεψεν ὁ θεόπλουτος Πελίας,
στὴν Πύλο τὴν ἀμμουδερὴ ὁ ἥρωας ὁ Νηλέας,
Κι ἀκόμα ἡ ρήγισσα Τυρὼ γέννησε του Κρηθέα,
τὸν Αἴσονα, τὸν ἁμαξὰ Ἀμυθάονα, τὸ Φέρη.
Εἶδα κατόπι τοῦ Ἀσωποῦ τὴν κόρη, τὴν Ἀντιόπη·    260
κι αὐτὴ στοῦ Διὸς τὴν ἀγκαλιὰ καυκιόταν πὼς κοιμήθη,
καὶ δυὸ παιδιὰ γεννήθηκαν, ὁ Ἀμφίονας κι ὁ Ζῆθος·
τὴ Θήβα τὴν ἑφτάπορτη πρωτόχτισαν ἐκεῖνοι,
καὶ τὴν πυργῶσαν, τὶ ἄπυργοι δὲ δύνονταν νὰ ζήσουν
στὴ Θήβα τὴν ἁπλόχωρη, κι ἂς ἦταν ἀντρειωμένοι.
Εἶδα καὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνα τὸ ταίρι, τὴν Ἀλκμήνη,
ποὺ ὁ Δίας τὴν ἀγκάλιασε, καὶ γέννησε μαζί του
τὸ λιονταρόψυχο Ἡρακλῆ, τῆς λεβεντιᾶς τὸν πύργο·
καὶ τὴ Μεγάρα, τοῦ τρανοῦ τοῦ Κρέοντα θυγατέρα,
ποὺ τοῦ Ἀμφιτρύωνα τοῦ γιοῦ του ἀδάμαστου ἦταν ταίρι.     270
Τὴ μάνα εἶδα τοῦ Οἰδίποδα, τὴν ὄμορφη Ἐπικάστη,
ποὺ ἀνήξερη ἔκαμε φριχτὴ παρανομιά, καὶ δέχτη
τὸ γιό της ἄντρα, ποὺ ἔσφαξε τὸν κύρη καὶ τὴν πῆρε,
κι οἱ ἀθάνατοι φανέρωσαν τὴν ἀνομιὰ στὸν κόσμο.
Αὐτὸς στὴ Θήβα τὴ γλυκειὰ βασανισμένος ρήγας
τῶν Καδμιτῶν κυβέρνησε ἀπὸ θεῶν κατάρα·
μὰ ἐκείνη στοῦ Ἅδη τοῦ ἄσπλαχνου κατέβηκε τὰ βάθια·
τὶ στὸν καημό της μὲ θηλειὰ κρεμάστηκε ἀπ' τὴ στέγη
τὴν ἁψηλή, κι ἀμέτρητα τοῦ ἀφῆκε πίσω πάθια,
πάρα πολλά, ὅσα φέρνουνε τῆς μάνας οἱ κατάρες.     280
Τη Χλώρη εἶδα τὴν ὅμορφη ποὺ ἕναν καιρὸ ὁ Νηλέας
τὴν πῆρε γιὰ τὰ κάλλη της μ' ἀρίφνητά του δῶρα,
κόρη στερνὴ τοῦ Ἀμφίονα, τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰάσου, πού ἠταν
τοῦ Ὀρχομενοῦ τῶν Μινυῶν ρήγας· κι αὐτὴ στὴν Πύλο
βασίλευε, καὶ γέννησε λαμπρὰ παιδιά, τὸ Χρόμιο,
τὸν ἄξιο Περικλύμενο, τὸ Νέστορα, καὶ κόρη
τὴν λεβεντόκαρδη Πηρώ, τοῦ κόσμου τὸ καμάρι,
ποὺ νύφη τὴ ζητούσανε παντοῦθε, μὰ ὁ Νηλέας
μόνε ἐκεινοῦ τὴν ἔδινε ποὺ θά 'φερνε στὴν Πύλο
τοῦ Ἰφίκλου τὰ λοξόποδα καὶ κουτελάτα βόδια    290
ἀπ' τὴ Φυλάκη, τ' ἀγριωπά· καὶ θεῖος μάντης τότες
νὰ τοῦ τὰ φέρη βάλθηκε, μὰ ὀργὴ θεοῦ τοῦ πέφτει,
καὶ μὲ δεσμὰ τὸν ἔζωσαν βοδοβοσκοὶ στοὺς κάμπους.
Μὰ οἱ μῆνες σάνε διάβηκαν κι οἱ μέρες σὰν τελειῶσαν,
κι ἔκλεινε ὁ χρόνος, κι ἔσωναν τὸν κύκλο τους οἱ ὦρες,
τότε ὁ ἀντρεῖος ὁ Ἴφικλος ξεδέσμεψε τὸ μάντη,
τὴ μοῖρα σὰν προφήτεψε, κατὰ τοῦ Δία τὸ θέλει.
Τη Λήδα ἀγναντεψα ὕστερα, τὸ ταίρι τοῦ Τυνδάρου,
ποὺ γέννησε δυὸ ἀντρόψυχα παιδιά, τὸν Κάστορα ἕναν
τὸν ἀλογάρη, κι ἄλλονε τὸ μέγα Πολυδεύκη,    300
τὸ γροθομάχο· ζωντανοὺς ἡ γῆς ἡ ψυχοδότρα
τοὺς ἔχει, καὶ τοὺς τίμησε στὸν κάτω κόσμο ὁ Δίας·
μιὰ μέρα ζωντανεύουνε, καὶ μιά 'ναι πεθαμένοι,
καθένας μὲ τὴ μέρα του, καὶ σὰν θεοὶ τιμιοῦνται.
Καὶ εἶδα τὴν Ἰφιμέδεια, γυναίκα τοῦ Ἀλωέα,
ποὺ ἔλεγε πὼς μὲ τὸ θεὸ κοιμήθη Ποσειδώνα,
καὶ δυὸ τοῦ γέννησε παιδιά, μὰ ζωὴ πολλὴ δὲν εἶχαν·
τὸν Ὦτο τὸν ἰσόθεο, καὶ τὸ λαμπρὸ Ἐφιάλτη,
ποὺ ἀπ' ὅσους ἡ γῆς ἔθρεψε πιὸ ἁψηλόκορμοί 'ταν,
καὶ ποὺ μονάχα ὁ Ὠρίωνας στὰ κάλλη τοὺς περνοῦσε·    310
ἐννιὰ χρονῶν ἦταν παιδιά, κι ἐννιὰ εἶχαν πῆχες πλάτος,
κι ἀνέβαινε τὸ μπόγι τους ὀργυιὲς ἐννιὰ τοῦ ὕψου·
καὶ τοὺς ἀθανάτους αὐτοὶ φοβέριξαν πὼς θά 'ρθουν
νὰ φέρουνε στὸν Ὄλυμπο πολέμου ἀχὸ κι ἀντάρα.
Τὴν Ὅσσα πὰς στὸν Ὄλυμπο πασκίζανε νὰ στήσουν,
τὸ Πήλιο μὲ τ' ἀν^μιστὰ κλωνιὰ στὴν Ὄσσα ἀπάνω,
ν' ἀνέβουνε τὸν οὐρανό. Κι ἂ ζούσανε νὰ φτάσουν
στὰ χρόνια τῆς παλληκαριᾶς, θὰ κάναν τὸ σκοπό τους·
μὰ ὁ γιὸς τοῦ Δία καὶ τῆς Λητῶς τῆς ὀμορφομαλλούσας
τοὺς χάλασε πρὶ βγάλουνε σγουρὰ στὰ μάγουλά τους, καὶ πρὶν τὸ χνούδι τ' ἀνθερὸ τοὺς σκιώση τὸ πηγούνι.     320
Τὴ Φαίδρα εἶδα, τὴν Πρόκριδα, τὴν ὄμορφη Ἀριάδνη,
κόρη τοῦ Μίνωα τοῦ φριχτοῦ, ποὺ ἕναν καιρὸ ὁ Θησέας
ἀπὸ τὴν Κρήτη στὴν ἱερὴ τὴν πῆρε Ἀθήνα, δίχως
νὰ τὴ χαρῆ· τὶ ἡ Ἄρτεμη τὴ σκότωσε στῆς Δίας
τ' ἀκρόγιαλα, τὴ μαρτυριὰ τοῦ Διόνυσου ἀγρικώντας.
Τὴ Μαίρα, τὴν Κλυμένη ἐκεῖ, καὶ τὴ φριχτὴ Ἐριφύλη,
ποὺ πρόδωσε τὸν ἄντρα της γι' ἀτίμητο χρυσάφι,
εἰδα κατόπι στὴ σειρὰ. Μὰ ποιὰ νὰ ὀνοματίσω
ἀπ' ὅσες εἶδα σύγκοιτες καὶ κόρες τῶν ἡρώων·
ἡ νύχτα ὅλη δὲ θά 'σωνε· κι εἶναι ὥρα νὰ πλαγιάσω,    330
ἢ μὲ τοὺς φίλους στὸ γοργὸ καράβι, ἢ ἐδῶ πέρα·
κι οἱ θεοὶ κι ἐσεῖς πιὰ νοιάζεστε γιὰ τὸ προβόδωμά μου.”
Αὐτὰ εἰπε, κι ὅλοι σύχαζαν καὶ σώπαιναν τριγύρω,
δεμένοι ἀπὸ τὸ μάγιο του μὲς στο ἰσκερὸ παλάτι.
Τότες τὸ λόγο ἀρχίνησε ἡ Ἀρήτη ἡ λευκοχέρα·
“Φαίακες, πῶς σᾶς φαίνεται τοῦ ἀνθρώπου, ἀλήθεια, ἐτούτου
ἡ χάρη κι ἡ κορμοστασιά, κι ὁ ἴσιος νοῦς του μέσα ;
Δικός μου ὁ ξένος, μὰ κι ἐσᾶς τούτη ἡ τιμὴ στολίζει.
Νὰ φύγη μὴν τὸν βιάζετε, καὶ μὴν τοῦ λυπηθῆτε
τὰ δῶρα ποὺ ἔχει ἀνάγκη αὐτὸς μεγάλη· γιατὶ κι ἄλλα    340
βρίκονται στὰ παλάτια σας, χάρη στοὺς θεούς, περίσσια.”
Σὲ τοῦτα ὁ γέρος ἥρωας ὁ Ἐχένηος εἶπε τότες,
αὐτὸς ποὺ μὲς στοὺς Φαίακες στὰ χρόνια ἦταν ὁ πρῶτος·
“Ὦ φίλοι μου, ὅσα ἡ φρόνιμη βασίλισσα μᾶς εἶπε
ἀκοῦτε τα· στὴ γνώμη μας ἐνάντια αὐτὰ δὲν εἶναι.
Ἀπ' τὸν Ἀλκίνο κρέμεται πράξη καὶ λόγος τώρα.”
Κι ὁ Ἀλκίνος τότε ὁ βασιλιὰς τοῦ ἀπάντησε καὶ τοῦ εἶπε·
“Θὰ γίνη ὁ λόγος σου ὅσο ζῶ ἐγὼ καὶ βασιλεύω
στὴ χώρα τῶν Φαιάκωνε ποὺ τὰ κουπιὰ ἀγαπᾶνε.
Μὰ ἂς κάνη ὁ ξένος πομονή, ὅσο ἂν ποθῆ πατρίδα,    350
ὡς αὔριο, ποὺ τὰ δῶρα του θὰ τά 'χω συναγμένα,
κι ὅσο γιὰ τὸ προβόδωμα, θὰ τὸ νοιαστοῦνε οἱ ἄντρες
ὅλοι, κι ἐγὼ μαζὶ ποὺ ἐδῶ τὸν τόπο ἐξουσιάζω.”
Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος τοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Ἀλκίνο, ἀφέντη δοξαστέ, καὶ τῶ λαῶν καμάρι,
καὶ χρόνο ἀνίσως γύρευες ἐδῶ νὰ μείνω ἀκόμα,
καὶ πλούσια δῶρα ἂν δίνοντας μὲ στέλνατε κατόπι
ἄλλο κι ἐγὼ δὲ θά 'θελα, τὶ γιὰ καλό μου θά 'ταν
νὰ φτάσω στὴν πατρίδα μου μὲ πιὸ γεμάτα χέρια·
πιὸ σεβαστὸς κι ἀγαπητὸς ἀλήθεια θὰ γινόμουν    360
σ' ἐκείνους ποὺ θὰ μ' ἔβλεπαν στὸ Θιάκι νὰ γυρίζω.”
Κι ὁ Ἀλκίνος πάλι γύρισε καὶ μίλησέ του κι εἶπε·
“Στὰ μάτια μας δὲ φαίνεσαι πλάνος ἐσύ, Ὀδυσσέα,
καὶ δολοπλόκος σὰν πολλούς ποὺ ἡ γῆς ἡ μαύρη θρέφει,
σκόρπιους παντοῦ, ποὺ ψέματα πλάθουν, καὶ δὲν τὰ νιώθεις.
Ἐσένα ὁ λόγος σου ὄμορφος καὶ ξάστερος ὁ νοῦς σου,
καὶ σὰν τραγουδιστὴς ἐσὺ δηγήθηκες μὲ τέχνη
τῶν Ἀργιτῶν τὰ βάσανα μαζὶ μὲ τὰ δικά σου.
 
Μὰ πές μου τώρα ἀληθινὰ καὶ ξήγησέ μου ἐτοῦτο·    370
ἀπ' τοὺς ἰσόθεους φίλους σου ποιούς εἶδες ποὺ ἦρθαν τότες
μαζί σου στὸ Ἴλιο κι ὕστερα τοὺς πῆρε ὁ μαῦρος Χάρος ;
Ἡ νύχτα τώρα ἀτέλειωτη, δὲν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ ὕπνου
ἀκόμα, μόν' δηγήσου μας τὰ θαμαστά σου τὰ ἔργα.
Ὡς τὰ γλυκοχαράματα θὰ στέκομουν ν' ἀκούσω,
ἂν ἔστεργες τὰ πάθια σου νὰ πῆς μὲς στὸ παλάτι.”
Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος τοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Ἀλκίνο, βασιλιὰ τρανὲ καὶ τῶ λαῶν καμάρι,
στὴν ὥρα της κι ἡ συντυχιά, στὴν ὥρα του κι ὁ ὕπνος·
μὰ κι ἄλλα ἂν ἔχης ὄρεξη ν' ἀκούσης, δὲ σοῦ ἀρνιοῦμαι    380
νὰ δηγηθῶ τὰ πιὸ φριχτὰ παθήματα τῶν φίλων
ποὺ ἀργότερα χαθήκανε ξεφύγανε τὸ Χάρο
στοὺς ἄγριους τῶν Τρωαδιτῶν πολέμους, μὰ κατόπι
στὸ γυρισμὸ τοὺς ἔσβησε ἡ βουλὴ κακῆς γυναίκας.
Ἐδῶ κι ἐκεῖ ἅμα σκόρπισε ἡ σεβάσμια Περσεφόνη
τῶ γυναικῶνε τὶς ψυχές, μοῦ ζύγωσεν ἀγνάντια
καὶ στάθη τοῦ Ἀγαμέμνονα ἡ ψυχή, τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀτρέα,
βαριοθλιμμένη· γύρω του κι οἱ ἄλλοι ὅσοι μαζί του
βρήκανε τέλος θλιβερὸ στοῦ Αἰγίστου τὸ παλάτι.
Κι αὐτὸς μεμιὰς μὲ γνώρισε τὸ μαῦρο αἷμα σὰν ἤπιε,    390
κι ἔχυνε βρύση δάκρυα, κι ἁψὰ μοιρολογοῦσε,
τὰ δυό του χέρια ἁπλώνοντας, μὲ πόθο νὰ μὲ φτάση·
μὰ νεῦρο πιὰ καὶ μπόρεση καμιὰ δὲν εἶχε τώρα,
σὰν ποὺ εἶχε ἐκεῖνος μιὰ φορὰ στὰ λυγερά του μέλη.
Τὸν εἶδα ἐγώ, καὶ δάκρυσα, καὶ πόνεσε ἡ καρδιά μου,
καὶ φώναξά του, κι εἶπα του μὲ φτερωμένα λόγια·
“Τοῦ Ἀτρέα γιὲ Ἀγαμέμνονα, καὶ δοξασμένε ρήγα,
ποιά μοῖρα τοῦ τεντόκορμου σὲ βάρεσε θανάτου ;
Τάχα στὰ πλοῖα σὲ ρήμαξε ὁ θεὸς ὁ Ποσειδώνας,
κακὴ φουρτούνα στέλνοντας μ' ἀνάποδους ἀνέμους ;    400
ἢ στὴ στεριὰ σὲ χάλασαν ὀχτροὶ σάνε ζητοῦσες
βόδια νὰ σύρης καὶ καλὸ μαλλὶ νὰ κόψης πρόβειο,
ἢ χώρα σὰν πολέμαγες νὰ πάρης μὲ τὶς σκλάβες ;”
Εἶπα· κι ἀμέσως γύρισε κι ἀπολογήθη ἐκεῖνος·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,
μήτε στὰ πλοῖα μὲ ρήμαξε ὁ θεὸς ὁ Ποσειδώνας,
κακὴ φουρτούνα στέλνοντας μ' ἀνάποδους ἀνέμους,
μήτε στὴ γῆς μὲ χάλασαν ὀχτροί, παρὰ τή μοῖρα
τοῦ Χάρου μοῦ 'φερε ὁ Αἴγιστος μὲ τὴν καταραμένη
γυναίκα μου, καὶ μ' ἔκαψε· μὲ κάλεσε σὲ δεῖπνο,    410
καὶ μ' ἔσφαξε ὅπως σφάζουνε μὲς στὸ παχνὶ τὸ βόδι.
Σὲ τέτοιο τέλος μ' ἔφερε φριχτό, κι ὁλόγυρά μου
σφαζόνταν κι οἱ συντρόφοι μου σὰν κάπροι ἀσπροδοντάτοι,
σὲ ἀνθρώπου πλούσιου καὶ τρανοῦ, ποὺ σφάζουνται γιὰ γάμο,
ἢ γιὰ φαγὶ συντροφικό, ἢ ἀρχοντικὸ τραπέζι.
Εἶδες στὸν κόσμο ἀρίθμητοι νεκροὶ νὰ πέφτουν ἄντρες
μονομαχώντας ἢ σμιχτὰ στῆς μάχης τὴν ἀντάρα·
μὰ θὰ θλιβόσουν πιὸ πικρὰ νὰ τά 'βλεπες ἐκεῖνα,
στὸν πύργο σὰν κοιτόμασταν τριγύρω στὸ κροντήρι,
καὶ στὰ τραπέζια τὰ λαμπρά, μὲ λίμνη τὸ αἷμα χάμου,    420
Καὶ τῆς Κασσάντρας τὴ φωνή, τῆς κόρης τοῦ Πριάμου,
φριχτὴ ἄκουσα· τὴ σκότωνε ἡ πλανεύτρα ἡ Κλυταιμνήστρα
κοντά μου· κι ἐγὼ σήκωσα τὰ χέρια, ξεψυχώντας
μὲ τὸ σπαθὶ στὰ σπλάχνα μου, κι ἔπεσα πάλε χάμου.
Καὶ μ' ἄφησε ἡ ξαδιάντροπη στὸν Ἅδη νὰ πάω, δίχως
νὰ πιάση κὰν τὰ μάτια μου, τὸ στόμα μου νὰ κλείση.
Ἄλλο φριχτότερο καὶ πιὸ σιχαμερὸ δὲν εἶναι
ἀπὸ γυναίκα ποὺ ἔργατα κακὰ στὸ νοῦ της βάζει·
τέτοια κι αὐτὴ σοφίστηκε, καὶ γένηκε τοῦ ἀντρός της
φόνισσα καὶ θαρροῦσα ἐγὼ ποὺ μιὰς ἐκεῖ γυρίσω,    430
θὰ μὲ δεχτοῦν χαρούμενα καὶ τὰ παιδιὰ κι οἱ δοῦλοι·
μὰ αὐτὴ ἡ σοφὴ στὶς πονηριές, ντροπιάστηκε κι ἀτή της
κι ὅλες τὶς ἄλλες ντρόπιασε γυναῖκες, ὡς ἀκόμα
κι ὅσες καλόγνωμες στὴ γῆς κατόπι θὰ φανοῦνε.”
Καὶ τότες ἐγὼ γύρισα καὶ τοῦ εἶπα· “Ἀλλοίς, καὶ πόσο
σκληρὰ ὁ Δίας ὁ βροντηχτὴς κατάτρεξε ἀπαρχῆθες
τοῦ Ἀτρέα τὸ γόνο, κι ἀφορμὴ τὸ θέλημα γυναίκας·
γιὰ τὴν Ἑλένη μύριοι μας χαθήκαμε, κι ἐσένα
παγίδες, ποὺ ἔλειπες μακριά, σοῦ ἔστηνε ἡ Κλυταιμνήστρα.”
Εἶπα, κι ἐκεῖνος γύρισε κι εὐτὺς μοῦ ἀπολογήθη·    440
“Λοιπόν, ποτές σου μαλακὸς μὴν εἶσαι στὴ γυναίκα·
κι ὅλα ποὺ ξέρεις μὴν τῆς λὲς, παρὰ μονάχα μέρος,
καὶ τ' ἄλλα κράτα της κρυφά. Μὰ ὡς τόσο ἐσύ, Ὀδυσσέα,
ἀπ' τὴ γυναίκα σου κακὸ νὰ πάθης μὴ φοβᾶσαι·
γιατ' εἶναι ἐκείνη γνωστικιά, κι ἔχει μεγάλες χάρες,
ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη, τοῦ Ἰκάριου ἡ θυγατέρα.
Νιόνυφη, ἀλήθεια, τότε ἐμεῖς τὴν εἴχαμε ἀφησμένη,
ποὺ βγήκαμε στὸν πόλεμο, κι εἶχε μωρὸ στὴ ρώγα.
Τώρα κι αὐτὸς θὰ κάθεται μαζὶ μὲ τοὺς μεγάλους·
καλότυχος, ποὺ σὰν ἐρθῆ θὰ τόνε δῆ ὁ γονιός του,    450
κι αὐτὸς θὰ σφίξη τὸ γονιὸ θερμὰ στὴν ἀγκαλιά του.
Ἐμένα ὡς καὶ τὸ γιόκα μου δὲν ἄφησε ἡ δική μου
νὰ τὸν χαροῦν τὰ μάτια μου, μόν' ἔσβησέ με πρῶτα.
Ἄλλο ἐγὼ τώρα θὰ σοῦ πῶ, καὶ κράτα το στὸ νοῦ σου·
κρυφά, κι ὄχι ὁλοφάνερα στὴ φίλη σου πατρίδα
ν' ἀράξης, γιατὶ χάθηκε πιὰ ἡ πίστη ἀπ' τὶς γυναῖκες.
Μὰ τώρα πές μου ξάστερα καὶ ξήγα μου κι ἐτοῦτο·
ἂν τάχα ἀκοῦτε ζωντανὸς πὼς εἶναι ἀκόμη ὁ γιός μου,
ἢ στὸν Ὀρχομενό, ἢ μπορεῖ στὴν ἀμμουδάτη Πύλο,
ἢ καὶ στὴ Σπάρτη τὴν πλατειά, κοντὰ στοῦ Μενελάου,    460
τὶ ἀκόμα δὲν τὸν εἶδε ἡ γῆς νεκρὸ τὸν ὥριο Ὀρέστη.”
Αὐτὰ εἶπε· κι ἐγὼ γύρισα κι ἀπολογήθηκά του·
“Τοῦ Ἀτρέα γιέ, τί μὲ ρωτᾶς ; δὲν ξέρω ἂ ζῆ ὁ Ὀρέστης,
ἢ ἂν πέθανε, κι εἶναι κακὸ τ' ἀνώφελα νὰ λέμε.”
Μὲ τέτοια λόγια θλιβερὰ μιλούσαμ' ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου,
βαριόκαρδοι, καὶ χύναμε τὰ δάκρυα ποτάμι.
Καὶ τότε πρόβαλε ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀχιλλέα μπροστά μου,
κι ὁ Πάτροκλος κι ὁ δοξαστὸς Ἀρχίλοχος μαζί του,
κι ὁ Αἴαντας, ποὺ στὸ κορμὶ ἦταν πρῶτος καὶ στὴν ὄψη
ἀπὸ τοὺς ἄλλους Δαναούς, ἐξὸν τὸν Ἀχιλλέα.    470
Καὶ τοῦ γοργόποδου ἡ ψυχὴ γιοῦ τοῦ Πηλέα ποὺ μ' εἶδε,
μὲ γνώρισε, καὶ κλαίγοντας αὐτὰ τὰ λόγια μοῦ εἶπε·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,
τί κάμωμα πιὸ φοβερὸ θὰ σοφιστῆς ἀκόμα ;
Πῶς κότησες νὰ κατεβῆς στὸν Ἅδη ποὺ φωλιάζουν
κούφιοι νεκροὶ φαντάσματα θνητῶν ἀποσταμένων ;”
Αὐτὰ εἶπε, κι ἐγὼ γύρισα κι ἀπολογήθηκά του·
“Ὦ πρῶτε μὲς στοὺς Ἀχαιούς, γιὲ τοῦ Πηλέα, Ἀχιλλέα,
τὸν Τειρεσία ἦρθα νὰ βρῶ, τὴ γνώμη του ν' ἀκούσω,
πῶς πίσω στὸ πετρόσπαρτο τὸ Θιάκι θὰ γυρίσω·    480
τὶ ἀκόμα γῆς Ἀχαϊκὴ δὲ σίμωσα, καὶ μήτε
χῶμα πατρίδας πάτησα, μόνε ὅλο τυραννιέμαι,
Μὰ σὰν κι ἐσὲ μακαριστός, ὦ Ἀχιλλέα, δὲ βγῆκε
στὰ περασμένα ἄλλος κανείς, μήτε θὰ βγῆ κατόπι·
γιατὶ σὰ θεὸ καὶ ζωντανὸ οἱ Ἀργῖτες σὲ τιμοῦσαν,
καὶ τώρα μέγας καὶ τρανὸς στοὺς πεθαμένους εἶσαι· γιὰ δαῦτο πὼς ἀπέθανες μὴ θλίβεσαι, Ἀχιλλέα.”
Κι αὐτὸς μοῦ ἀπολογήθηκε· “Περίλαμπρε Ὀδυσσέα,
τὸ θάνατο μὴ μοῦ ζητᾶς μὲ λόγια νὰ γλυκάνης.
Κάλλιο στὴ γῆς νὰ βρίσκομουν, κι ἂς δούλευα σὲ ἀνθρώπου
μικροῦ, μὲ δίχως βιὸς πολύ, παρὰ στὸν Ἅδη νὰ εἶμαι,    490
καὶ βασιλέας νὰ λέγουμαι τῶν πεθαμένων ὅλων.
Ὡς τόσο γιὰ τὸν ἄξιο μου τὸ γιὸ δυὸ λόγια πές μου,
ἂ βγῆκε αὐτὸς στὸν πόλεμο πρῶτος γιὰ νά 'ναι, ἢ ὄχι.
Καὶ δῶσ' μου τοῦ ἀψεγάδιαστου Πηλέα μαντάτα, ἂν ἔχης·
ἀκόμα τάχα τὸν τιμάει ὁ λαὸς τῶ Μυρμιδόνων,
ἢ καταφρόνια γίνηκε τῆς Φτίας καὶ τῆς Ἑλλάδας,
τώρα ποὺ χεροπόδαρα τὰ γερατειὰ τὸν πιάσαν.
Τὶ πιὰ δὲν τοῦ εἶμαι ἐγὼ βοηθὸς μέσα στὸ φῶς τοῦ ἥλιου,
τέτοιος σὰν ποὺ ἤμουν μιὰ φορὰ στὴ διάπλατη Τρωάδα, 
ποὺ ἔκοβα πλῆθος λεβεντιὰ βοηθώντας τοὺς Ἀργῖτες.    500
Τέτοιος γιὰ λίγο ἂν πήγαινα στοῦ κύρη τὸ παλάτι,
τρομάρα θὰ τοὺς ἔδιναν τὰ ἡρωϊκά μου χέρια,
τοὺς ὅσους τὸν ὀχτρεύουνται καὶ τὶς τιμές του ἁρπᾶνε.”
Αὐτά εἰπε, κι ἐγὼ γύρισα κι ἀπολογήθηκά του·
“Μαντάτα τοῦ ἀψεγάδιαστου Πηλέα δὲν κατέχω·
ὅμως γιὰ τὸ Νεοπτόλεμο, τὸ γιὸ τὸν ἀκριβό σου,
ὅλη, καθὼς μοῦ γύρεψες, θὰ μάθης τὴν ἀλήθεια.
Ἴδιος μου ἐγὼ μὲ τὸ γερτὸ τὸν ἔφερα καράβι,
ἀπὸ τὴ Σκῦρο στοὺς Ἀχαιοὺς τοὺς καλοποδεμένους.
Καὶ σύναξη σὰν εἴχαμε στῆς Τροίας τὴ χώρα ἀντίκρυ,    510
πάντα μιλοῦσε πρῶτα αὐτός, κι ἀστόχαστα δὲ λάλει·
μόνε ὁ ἰσόθεος Νέστορας κι ἐγὼ περνούσαμέ τον.
Καὶ πόλεμο σὰ βγαίναμε στὸν κάμπο τῆς Τρωάδας,
μὲ τὸ σωρὸ δὲν ἔμνησκε καὶ μὲ τ' ἀσκέρι ἐκεῖνος,
μόν' ἔτρεχε, καὶ στὴν ἀντρειὰ δὲν ἄφηνε ἄλλον πρῶτο·
πολλοὺς λεβέντες χάλναγε στὴ φοβερὴ τὴ μάχη.
Δὲ θὰ μποροῦσα νὰ τοὺς πῶ καὶ νὰ τοὺς νοματίσω,
τοὺς ὅσους αὐτὸς χάλασε βοηθώντας τοὺς Ἀργῖτες,
θὰ πῶ ὅμως τὸν Εὐρύπυλο, τὸ γόνο τοῦ Τηλέφου,
μὲ τοὺς Κητειῶτες φίλους του ποὺ γύρω του σφαζόνταν,    520
κι αἰτία τὰ δῶρα στάθηκαν ποὺ μιὰ γυναίκα πῆρε.
Δεύτερο ἀπὸ τὸ Μέμνονα τόσο ὄμορφο δὲν εἶδα.
Καὶ στ' ἄλογο σὰν μπήκαμε τῶν Ἀργιτῶν οἱ πρῶτοι,
ποὺ τὸ μαστόρεψε ὁ Ἐπειός, κι ἐγὼ μονάχος εἶχα
τὴν ἐξουσία ν' ἀνοιγοκλειῶ τὸ στέριο του κρυψώνα,
τότες οἱ ἄλλοι τῶν Δαναῶν ἀρχόντοι καὶ ρηγάδες
σφουγγίζανε τὰ δάκρυα καὶ τρέμαν ἀπὸ φόβο,
μὰ ἐκείνου τ' ὥριο πρόσωπο ποτὲς χλωμὸ δὲν τό εἰδα,
καὶ μήτε ἀπὸ τὰ μάγουλα σφούγγισ' ἐκεῖνος δάκρυα· 
μόνε ἀπὸ μέσα νὰ ριχτῆ θερμὰ παρακαλοῦσε,    530
τὴ σπάθα του ὅλο πιάνοντας καὶ τὸ βαρὺ κοντάρι,
καὶ μελετώντας φοβερὸ κακὸ στοὺς Τρωαδῖτες.
Μὰ σάνε διαγουμίσαμε τὴ χώρα τοῦ Πριάμου,
μπῆκε μὲ τὸ μερίδιο του στὸ πλοῖο καὶ μ' ὥρια δῶρα,
ἀλάβωτος, τὶ χάλκινο κοντάρι δὲν τὸν πῆρε,
ἀπομακρόθε ἢ καὶ κοντά, σὰν πού συχνὰ τυχαίνει
στὸν πόλεμο ποὺ ἀνάκατα λυσσομανάει ὁ Ἄρης.”
Εἶπα, καὶ τοῦ γοργόποδου ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀχιλλέα
στὸν κάμπο μὲ τ' ἀσφόδελα κίνησε δρασκελώντας, 
ὅλη χαρά, ποὺ ἀγρίκησε τὶς δόξες τοῦ παιδιοῦ του.    540
Μὰ οἱ ἄλλες ἐκεῖ στέκανε οἱ ψυχὲς τῶν πεθαμένων,
θλιμμένες, καὶ τὸν πόνο της ἡ καθεμιὰ ρωτοῦσε.
Μονε ἡ ψυχὴ τοῦ Αἴαντα, τοῦ γιοῦ τοῦ Τελαμώνα,
στεκότανε παράμερα, μ' ἐμένα χολιασμένη,
ποὺ νίκησα στὰ πλοῖα κοντὰ στὴν κρίση ποὺ εἶχε στήσει
γιὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ' ἄρματα ἡ σεβαστή του ἡ μάνα,
[ κι οἱ Τρωαδῖτες κρίνανε μαζὶ μὲ τὴν Παλλάδα ].
Μακάρι νὰ μὴν κέρδιζα, τότες, τέτοιο βραβεῖο,
τὶ ἐκεῖνα τ' ἄρματα ἔχωσαν στὴ γῆς τέτοιο λεβέντη,
τὸν Αἴαντα, ποὺ σ' ὀμορφιὰ καὶ σ' ἔργα ξεπερνοῦσε    550
τοὺς ἄλλους Δαναούς, ἐξὸν τὸ δοξαστὸ Ἀχιλλέα.
Σ' ἐκεῖνον τότες δυὸ γλυκὰ γύρισα κι εἶπα λόγια·
“Αἴαντα, τοῦ μεγάλου γιὲ τοῦ Τελαμώνα, ἀλήθεια,
μήτε νεκρὸς δὲ μοῦ ἔμελλες τὸ χόλιασμα ν' ἀφήσης
γιὰ τ' ἄρματα ποὺ κέρδισα, τ' ἀναθεματισμένα ;
Γιὰ τὸ κακὸ τῶν Ἀργιτῶν οἱ θεοὶ τὰ κάμαν ὅλα,
καὶ τέτοιον πύργο χάσαμε· κι ὅλοι θρηνοῦμε τώρα
οἱ Δαναοὶ κι ἐσένανε μὲ τοῦ Πηλέα τὸ γόνο·
μὰ ἄλλος δὲν εἶναι ἀφορμὴ παρὰ ὁ Δίας μονάχος,
ποὺ φοβερὰ τῶ Δαναῶν τ' ἀρματωμένα ἀσκέρια    560
ὀχτρεύτηκε, καὶ σοῦ ὅρισε τὴ μοῖρα τοῦ θανάτου.
Μὰ ἔλα, ἀφέντη, κι ἄκουσε τὰ λόγια ποὺ σοῦ κρένω, καὶ δάμασε τὴ μάνητα τῆς ἡρωϊκιᾶς ψυχῆς σου.”
Εἶπα, κι αὐτὸς ἀπάντηση δὲ μοῦ 'δωκε, μόν' πῆγε
Ἔρεβος μὲ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων πεθαμένων.
Καὶ πάλε ἴσως θὰ μίλειε μου, κι ἂς ἦταν χολωμένος,
ἢ ἐγὼ θὰ τοῦ μιλοῦσα, μὰ ἡ καρδιά μου μὲς στὰ στήθια
νὰ δῆ ποθοῦσε τὶς ψυχὲς κι ἄλλων νεκρῶν ἀκόμα.
Κι εἶδα τὸ Μίνωα, τὸ λαμπρὸ τοῦ Δία τὸ γιό, ποὺ κράτα
χρυσὸ ραβδί, καὶ κάθονταν κριτὴς τῶν πεθαμένων·
ἄλλοι ὄρθιοι κι ἄλλοι καθιστοὶ μπροστὰ στὸ βασιλέα    570
μὲς στοῦ Ἅδη τοῦ πλατύθυρου κρινόνταν τὰ παλάτια.
Κατόπι τὸν Ὠρίωνα ξάνοιξα τὸ γιγάντιο,
στὸν κάμπο τῶν ἀσφόδελων τ' ἀγρίμια νὰ σωριάζη
ποὺ ἀπάνω στὰ ἔρημα βουνὰ τά 'χε σκοτώσει ὁ ἴδιος,
ράβδα στὰ χέρια ὁλόχαλκη κι ἀνέσπαστη κρατώντας.
Καὶ τὸν Τιτυὸ εἶδα, τῆς Γῆς τῆς δοξασμένης θρέμμα,
ποὺ ἀπὰς στὸ χῶμα κοίτουνταν καὶ σκέπαζε ἐννιὰ πλέθρα·
δυὸ ἀγιοῦπες ἀπ' τὰ δυὸ πλευρὰ τοῦ τρῶγαν τὸ συκώτι,
μέσ' ἀπ' τὴ σκέπη μπαίνοντας· δὲν μπόρειε νὰ τοὺς διώξη,
τὶ εἶχε πειράξει τὴ Λητώ, τὴν ἀκριβὴ τοῦ Δία,    580
τὸν Πανοπέα σὰ διάβηκε νὰ πάη πρὸς τὴν Πυθώνα.
Κι ἀκόμα εἶδα τὸν Τάνταλο, βαριὰ τυραννισμένο·
ὡς τὸ πηγούνι στέκονταν μὲς στὰ νερὰ τῆς λίμνης,
διψοῦσε, καὶ μήτε σταλιὰ νὰ πάρη δὲ δυνόταν·
μόνε, ἅμα ὁ γέρος ἔσκυβε νὰ πιῆ νὰ ξεδιψάση,
κάτου ρουφιόταν τὸ νερὸ κι ἔφευγε, καὶ στὰ πόδια
γύρω φαινόταν μαύρη γῆς, ξερόκαυτη ἀπ' τὴ μοῖρα.
Καὶ δέντρα ἁψηλοφύλλωτα κρεμοῦσαν τὸν καρπό τους,
ροϊδιές, ἀφράτες ἀπιδιές, μηλιὲς καλοκαρποῦσες,
συκιὲς μελόγλυκες, κι ἐλιὲς φουντόκλωνες κι ἀνθάτες·    590
κι ἅμ' ἅπλωνε τὰ χέρια του καρπὸ νὰ κόψη ὁ γέρος,
οἱ ἀνέμοι παῖρναν τὰ δεντρὰ στῶ συννεφιῶν τοὺς ἴσκιους.
Κι ἀκόμα εἶδα τὸ Σίσυφο φριχτὰ βασανισμένο·
κοτρώνα αὐτὸς θεόρατη καὶ μὲ τὰ δυὸ βαστοῦσε,
καὶ στυλωμένος ἔσπρωχνε, μὲ πόδια καὶ μὲ χέρια,
τὴν πέτρα ἀπάνω στὸ βουνό· κι ὅτι ἔκανε νὰ φτάση,
καὶ νὰ περάση ἀπ' τὴν κορφή, τὸν ἔπαιρνε τὸ βάρος
καὶ πρὸς τὸν κάμπο ἀνήλεη κατρακυλοῦσε ἡ πέτρα.
Κι αὐτὸς πάλι ἔσπρωχνε βαριά, καὶ τὸ κορμί του ὁ ἵδρος
περέχυνε, καὶ σκέπαζε τὴν κεφαλή του ἡ σκόνη.     600
Κι εἶδα τὸ δυνατὸ Ἡρακλῆ, καὶ μόνο φάντασμα ἦταν,
τὶ ἀτός του ζῆ καὶ χαίρεται μὲ τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλὐμπου,
καὶ τὸν κερνᾶ ἡ ὡριόφτερνη στὰ φαγοπότια του Ἥβη,
τοῦ Δία ἡ κόρη τοῦ τρανοῦ καὶ τῆς πανώριας Ἥρας.
Ὅλ' οἱ νεκροὶ τριγύρω του χουγιάζανε σὰν ὄρνια,
ποὺ τρομασμένα φεύγανε· κι αὐτὸς σὰ νύχτα μαύρη
μὲ τὸ δοξάρι του γυμνό, στὴν κόρδα τὴ σαγίτα,
ἀγριοκοιτοῦσε κι ἔτοιμος φαινότανε νὰ ρίξη.
Λουρὶ χρυσὸ καὶ τρομερὸ γύρω στὰ στήθια του εἶχε,
κι ἀπάνω του ἔργα θάματα φαντάζαν δουλεμένα,    610
ἀρκοῦδες, ἀγριογούρουνα, φλογόματα λιοντάρια,
πολέμοι, μάχες, φονικά, καὶ χαλασμὸς ἀνθρώπων.
Ὅποιος ἐκεῖνο τὸ λουρὶ μαστόρεψε, ἂς μὴ θέλη
λουρὶ ἄλλο μὲ τὴν τέχνη του παρόμοιο νὰ δουλέψη.
Μόλις μ' ἀγνάντεψε κι εὐτὺς μὲ γνώρισε ποιὸς ἤμουν,
καὶ κλαίγοντας μοῦ μίλησε μὲ λόγια φτερωμένα·
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,
κακὴ κι ἐσένα, ὦ δύστυχε, σὲ κατατρέχει μοῖρα,
αὐτὴ ποὺ τράβηξα κι ἐγὼ κάτω ἀπ' τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Τοῦ Δία κι ἂν ἤμουνα παιδί, μὰ ἀρίθμητα εἶχα πάθια,    620
γιατ' ἤμουν δοῦλος σὲ ἄνθρωπο πολὺ κατώτερό μου,
καὶ ἀγῶνες μοῦ 'βαζε βαριούς, καὶ μ' ἔστειλε νὰ φέρω
τὸ σκύλο κάποτε ἀποδῶ, θαρρώντας πὼς δὲν μπόρειε
ἄλλο βαρύτερο ἀπ' αὐτὸν ἀγώνα νὰ μοῦ βάλη.
Τὸν πῆρα καὶ τοῦ ἀνέβασα τὸ σκύλο ἀπὸ τὸν Ἅδη·
μὰ μὲ βοήθησε ὁ Ἑρμῆς κι ἡ Ἀθηνᾶ ἡ Παλλάδα.”
Αὐτὰ σὰν εἶπε, τράβηξε μὲς στοῦ Ἅδη τὸ λημέρι,
κι ἐγὼ στὸν τόπο μου ἔμεινα νὰ δῶ μὴν ἔρθη κι ἄλλος
ἀπ' τοὺς ἡρώους ποὺ ἀπέθαναν σὲ χρόνους περασμένους.
Καὶ τοὺς παλιοὺς θ' ἀντάμωνα τοὺς ἄντρες ποὺ ποθοῦσα,    630
[τῶν θεῶν τὰ δοξαστὰ παιδιὰ, Θησέα καὶ Πειρίθο],
μὰ πλῆθος ἄπειρο οἱ νεκροὶ συνάζονταν, καὶ βγάζαν
ἄγριον ἀχό· κι ἐμένα εὐτὺς χλωμὸς μὲ πῆρε φόβος,
μὴν ἀπ' τὸν Ἅδη ἡ θεϊκιὰ μοῦ στείλη ἡ Περσεφόνη
τῆς τερατόμορφης Γοργῶς τὸ φοβερὸ κεφάλι.
Στὸ πλοῖο τότες κίνησα, καὶ τῶ συντρόφων εἶπα
ν' ἀνέβουν, τὰ πρυμόσκοινα νὰ λύσουν κι αὐτοὶ μέσα
μπῆκαν, στοὺς πάγκους κάθισαν, καὶ τὸ καράβι πῆρε
τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ρέμα κάτου, πρῶτα
μὲ τὰ κουπιά μας, κι ὕστερα πάλε μὲ πρύμο ἀγέρι.    640