Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νοσταλγία (Παράσχος)

Από Βικιθήκη
Νοσταλγία
Συγγραφέας:


- Ἐν τῷ σιδηροδρόμῳ ἀπὸ Μόσχαν εἰς Πετρούπολιν. -

Α'
- Νὰ, ἡ Σκυθία, ποιητή, ξεπλόνεται μπροστά σου·
τὴν βρίσκει τόσο σκοτεινὴ καὶ κρύα ἡ ματιά σου;
Κύττα λαγκάδια πέλαο, ποτάμια, λίμναις, βράχια,
κύτταξε γῆ ἀτέλειωτη, ὁλόχρυση ἀπὸ στάχυα...
Πόσαις Ἑλλάδες, δύστυχε, οἱ κάμποι τοῦτοι κάνουν!
Μόνο τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ τὴν ἔκτασί τους φτάνουν...
Γιὰ ἰδές· σὰν κύματος ἀφρὸς κινοῦνται τὰ κοπάδια·
γελάδες βόσκουν ἥμεραις στὰ πράσινα λιβάδια
καὶ Βοσκοποῦλες τοῦ ἀγροῦ μαζεύουνε λουλούδια,
ὡσὰν καὶ στὴν πατρίδα σου, μ' ἐρωτικὰ τραγούδια·
ρούσσαις στὴν ὄψι, στὰ μαλλιά· στήθεια, ἀφρὸς καὶ χιόνι,
μὰ χιόνι π' ἄσβεστη φωτιὰ νύχτα καὶ μέρα χώνει!
Γιὰ εἰπές· δὲν εἰμπορεῖ κ' ἐδῶ ἀκόμη νὰ βλαστήσῃ
κἀνεὶς Θεόκριτος, γι' αὐταὶς γλυκὰ νὰ τραγουδήσῃ;
Ὁ παντοδύναμος Θεός, παντοῦ, στὸ κόσμον ὅλο,
ἔσπειρε χάρι κ' εὐμορφιά· ἀκόμη καὶ στὸν Πόλο!

Β'
Ὤμορφα εἶναι ὅλ' αὐτά· ὅλα θεοπλασμένα·
μὰ ἔλα ποὖναι ξενητειά, μὰ ἔλα ποὖναι ξένα...
Λείπ' ἡ Πατρίδα μου ἀπ' αὐτα, ἡ Μάνα μου ἡ Ἀθήνα·
ἀπὸ τὰ στήθεια ὁ παλμός, ἀπὸ τὸ νοῦ ἡ ἀκτῖνα·
ἡ γειτονιὰ ποῦ ἔπαιζα παιδί· ἡ Ἐκκλησιά μου
ποῦ μὲ τὰ ροῦχα πήγαινα, σταῖς σχόλαις, τὰ καλά μου·
τὸ μέρος ποῦ τραγούδησα τραγούδια τοῦ πολέμου,
τραγούδι' ἀγάπης καὶ ἰτιᾶς· τὸ μέρος πὤχω κλάψει,
τὸ μέρος ποῦ ἐχάρηκα, ἂν χάρηκα ποτέ μου,
καὶ τὸ ρημοκκλησάκι μου πὤχω κερὶ ἀνάψει...
Τοὺς λείπει τὸ ἀγέρι μου, τὸ γαλανό μου χρῶμα,
τ' Ἀπρίλη τὸ τριαντάφυλλο, τὸ μυρωμένο χῶμα,
γεμᾶτ' ἀπὸ ἐνθύμησι, ἀγάπη, δόξα, πόνο.
Τοῦ κάκου εἰς τὴ γῆ αὐτὴ τὸ μάτι μου ἁπλόνω·
δὲν βλέπω τίποτα... μπροστὰ στὰ μάτια ἔχω σκέπη,
κ' εἶναι τυφλὰ τὰ μάτια μας ἂν ἡ καρδιὰ δὲν βλέπῃ!

Γ'
- Σχίσε τὴ σκέπη καὶ πολλὰ θὰ ἰδῇς σ' αὐτὰ τὰ μέρη·
ἔχει κι' ὁ νοῦς σὰν τὴν καρδιὰ ματιὰ γιὰ νὰ κυττάξῃ.
- Καλλίτερα νὰ μου κοπῇ, νὰ μοῦ κοπῇ τὸ χέρι
κι' ὅλο τὸ αἷμά μου ἐδῶ σταλιά-σταλιὰ νὰ στάξῃ,
παρὰ νὰ σχίσω μοναχὸς τὴ σκέπη τὴν ἁγία,
ποῦ δὲν μ' ἀφήνει νὰ ἰδῶ τὰ ξένα μεγαλεῖα!
Δὲν μὲ πλανᾷς· παραίτησε τὰ λόγι' αὐτὰ τὰ πλάνα·
ἡ σκέπη αὐτὴ εἶν' ἡ Πατρίς, εἶν' ἡ γλυκειά μου Μάνα,
τ' ἀδέλφια, ἡ γυναῖκα μου, τὰ σπλάγχνα, τὰ παιδιά μου,
ἡ γλῶσσα, ἡ θρησκεία μου, ἐγὼ μὲ τά παλῃά μου!
Δὲν θέλω μὲ τὸ ιο μου νὰ σκοτωθῶ τὸ χέρι·
δὲν ρίχνω μήτε σὲ βωμὸ τὸ ἅγιο φυλαχτό μου·
τὴ σκέπη τῆς Πατρίδος μου δὲν σχίζει τὸ μαχαῖρι·
τὴν ἔχω μπρὸς στὰ μάτια μου μαζῆ μὲ τὸ Θεό μου!

Δ'
-Πετρούπολις.-
Ἄχ, τὰ χαρίζω ὅλ' αὐτά, ἐδῶ τὶ νὰ τὰ κάνω!
Θέλω στὴ γῆ ποῦ ἄνοιξα τὰ μάτια, ν' ἀποθάνω,
κ' ἐδῶ δὲν εἶναι τ' ἅγιο ἐκεῖνο κοιμητῆρι,
ποῦ κοίτετ' ὁ πατέρας μου, ὁ γυιός, ἡ ἀδελφή μου,
τὸ κουρασμένο μου κορμὶ στὸ χῶμά του νὰ γύρῃ.
Θέλω ἐκεῖ νὰ κοιμηθῶ σὰν θἄβγῃ ἡ ψυχή μου·
θέλω νὰ βλέπω τὰ παιδιὰ τὴν ὥρα ποῦ πεθαίνω,
τοῦ ἀδελφοῦ μου νὰ κρατῇ τὴν κεφαλή μου χέρι,
στὴ μάνα καὶ στὴν ἀδελφὴ νὰ ἀκουμβῶ ἀπάνω,
καὶ νὰ σφαλᾷ τὰ μάτια μου τὸ σπλαχνικό μου ταῖρι.
Θέλω ἡ μυρισμένη γῆ τὸ σῶμά μου νὰ πάρῃ,
ν' ἀνέβω ἄλλη μιὰ φορὰ τὰ γαλανὰ βουνά μου,
νὰ πιῶ τῆς βρύσης μου νερό, νὰ μυρισθῶ θυμάρι,
καὶ τὰ χελιδονάκια μου νὰ τὰ 'βρω στὴ φωληά μου...
Ἐκεῖ, ἐκεῖ... γιατὶ ἐδῶ ψυχομαχῶ, φοβοῦμαι·
δειλιάζω ξένο θάνατο, θάνατο Σκύθη, Ρῶσσο·
καὶ ἡ καρδιά μου σὰν πουλιοῦ κτυπᾷ ὅταν θυμοῦμαι,
σὲ τάφο πάγου πῶς μπορῶ τὸ σῶμά μου ν' ἁπλώσω!
Σὲ τέτοιο μνῆμα τὸ κορμὶ λιθόνεται, παγόνει,
βρυκολακιάζει καὶ ποτὲ δὲν λυώνει μέσ' στὸ χιόνι!

Ε'
Νὰ φύγω ἀπ' τῆς γῆς αὐτῆς τὰ παγωμένα μέρη,
νὰ πάω στῆς Μανούλας μου τὸ γαλανὸ λημέρι·
ἐδῶ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ καὶ τὸ κορμὶ παγόνει·
κρυόνει κι' ὁ ἥλιος, ἡ φωτιὰ ποῦ ἔχει δὲν τὸν σώνει...
Κάτω ἐκεῖ καὶ ἡ ζωή, καὶ πρὶν τοῦ χάρου ἀκόμα
ἀπὸ τὴ φλόγα τὴν πολλὴ σταχτόνεται τὸ σῶμα!

ΣΤ'
Κανέν' ἀληθινὸ βουνὸ νὰ μὴν ἰδῶ· κανένα·
μικρὸ βουνάκι, ψύλωμα τῆς γῆς νὰ χαιρετήσω·
ἕνα δεντρὸ νἄχη καρποὺς στοὺς κλάδους κρεμασμένα
καὶ λίγο τῆς Πατρίδος μου θυμάρι νὰ μυρίσω!
Τὰ καῖν' τὰ δέντρα τ' ἄκαρπα· ἡ γῆ ποῦ ὀρφανεύει
ἀπὸ βουνά, μὲ οὐρανὸ ποτὲ δὲν συγγενεύει...
Κάθε βουνό, τοῦ οὐρανοῦ εἶν' ἕνα σκαλοπάτι
καὶ βλέπει μόνο τὸ Θεὸ ἀπὸ ψηλὰ τὸ μάτι!
Ἔ, καὶ νὰ ἤμουνα πουλί, τοῦ Μάρτη χελιδόνα,
νὰ φθάσω στὴν Ἑλλάδα μου τὴν πολυαγαπημένη·
εἶναι μικρή· ὅμως μικρὴ ὡσὰν τὸν Παρθενῶνα,
ποῦ καὶ τὰ μεγαλήτερα βουνὰ τὰ χαμηλόνει...
Κι' ἀνίσως λίγοι εἴμαστε, δὲν μᾶς πειράζει· σώνει
μὲ λίγο αἷμα τοῦ Χριστοῦ πολλοὶ νὰ κοινωνήσουν·
τὸν κῆπο μιὰ τριανταφυλλιὰ καλή τονὲ μυρόνει,
κι' ἄστρα χιλιάδες δὲν μποροῦν σὰν ἥλιος νὰ φωτίσουν!

Ζ'
Μονάχος μέσ' στὸ πέλαγος τῆς ξενητειᾶς γυρίζω·
κἀνένας δὲν μὲ χαιρετᾷ, κἀνένα δὲν γνωρίζω.
Δὲν μοῦ ἐχαμογέλασε, ὡς σήμερα, ἕνα στόμα,
τὸ χέρι μου δὲν ἔσφιξε κἀνένα χέρι ἀκόμα·
πληρόνω γιὰ νὰ πιῶ νερό, κλαρὶ νὰ ξενυχτήσω.
Ἕνα μονάχα χάρισμα ἡ ξενητειὰ ἀφήνει·
τρεῖς πήχαις χιονισμένης γῆς ἀπλέρωταις μᾶς δίνει!