Νεμεονίκων
Νεμεόνικοι Συγγραφέας: Μεταφραστής: Ιωάννης Γρυπάρης |
Πυθεί Αιγινήτη, αγενείω παγκρατιαστή
[Επεξεργασία]
Δεν είμ' αδριαντοποιός
για να δουλεύω αγάλματα, που αγρεύουν
στα βάθρα τους απάνω πάντ' ασάλευτα.
Μα εσύ, τραγούδι μου γλυκό, ξεκίνα
με κάθε καράβι και βάρκ' απ' την Αίγινα
να διαλαλήσεις παντού, πώς του Λάμπωνα
ο χεροδύναμος γιός, ο Πυθέας
του παγκρατίου νίκησε στα Νέμεα το στεφάνι
πριν τ' άωρ' ακόμα τρυφερά του μάγουλα
το χνούδι το πρωτάνθιστο σκιάσει
και τους κονταρομάχους ήρωες τίμησε,
που απο τον Κρόνο και το Δία κρατούνε
κι απ' τις Νεράϊδες τις χρυσές,
τους Αιακίδες και την πόλη τους
τη χώρα την αγαπητή στους ξένους
που έναν καιρό δεήθηκαν,
να γίνει αντρών γενναίων γεννήτρα
και ξακουστή για τα καράβια της,
ορθοί μπρος στου Ελληνίου πατέρα το βωμό
υψώνοντας τα χέρια στον αιθέρα
οι παντοφήμιστοι της Ενδαΐδας γιοί
κι ο τρανός άρχοντας ο Φώκος, ο αδερφός των,
γιος της θεάς, που απάνω στο κατάγιαλο
της θάλασσας τον γέννησε η Ψαμμάθη.
Ντηριούμαι ν' αναθυμηθώ πράξη βαριά
και που τολμήθηκε όχι με το δίκιο:
Πώς το λαμπρό νησί παράτησαν στερνά
και ποιά μοίρα τους ξόρισε κακιά
τους ήρωες τους τρανούς απ' την Οινώνη.
Θα σταματήσω δεν κερδίζει πάντα
το πρόσωπό της η σωστή να δείχτει αλήθεια
κι είν' η σιωπή πολλές φορές η πιο σοφή
απόφαση πόχει κανείς να πάρει.
Μ' αν είναι λόγος, ή την ευτυχία τους
ή των χεριώ τη δύναμη να εγκωμιάσω
ή τους σιδερομάχητους πολέμους των,
τότ' ας μου σκάψουν τόπο για τα πιο μακριά
πηδήματα ορμήν έχουν ελαφριά
τα γόνατά μου και πέρ' απ' τα πέλαγα
παίρνουν οι αητοί το πέταμά των.
Για κείνους πρόθυμα τραγούδησε και των Μουσών
ο θεϊκός χορός στο Πήλιο και στη μέση
χτυπώντας την εφτάγλωσση τη φόρμιγγα
ο Απόλλωνας με το χρυσό το πλήχτρο
τις μελωδίες των οδηγούσε τις πολύτροπες
και, πρώτ' απο το Δία αρχίζοντας,
τη σεβαστή ύμνησαν τη Θέτη
και τον Πηλέα κι έλεγαν, πως ζήτησε
του Κρηθέα η κόρη, η γιόμορφη Ιππολύτη
με δόλο να τον πεδικλώσει και με ποιές
πίβουλες τέχνες τον κατάφερε τον άντρα της
και σύντροό του, των Μαγνήτων το φρουρό
ράβοντας λόγια ψεύτικα πλασμένα
πως τάχα εκείνος στο κρεβάτι επάνω του Άκαστου
δοκίμασε τη νυφική της πίστη
να βιάσει μα το ενάντιο ήταν η αλήθεια:
αυτή, μ' όλη του πόθους της τη φλόγα του έπεφτε
πολλά παρακαλώντας για να τον πλανέσει
μα εκείνου μ' αγανάχτηση αγκαθιάσανε
τ' ασύφταστα τα λόγια την καρδιά του
κι αδίσταχτα τη νέα γυναίκ' απότρεψε
γιατ' είχε το Ξενίου πατρός το φόβο.
Όλα καλ' απ' τ' ουρανό τ' απείκασε
ο βασιλιάς των αθανάτων, που σηκώνει
τα σύγνεφα και του'ταξε μ' ένα του διάνεμα
γρήγορα να του δώσει μια απο τις θαλασσινές
τις Νηρηίδες τις χρυσαδραχτούσες ταίρι,
τον Ποσειδώνα το γαμπρό των πείθοντας
που αυτός απ' τις Αιγές συχνά κινάει και πάει
στο φημισμένο στον Ισθμό το δωρικό
και κει φαιδροί χοροί τον προδοδίζουν
με ήχους αυλών και στους αγώνες παραβγαίνουνε
οι νέοι με τη θρασιά τη ζόρη των κορμιών των.
Μα σ' όλα τα έργα κρίνει την αξιά
του καθενός η μοίρα πόχει απο γενιάς του
έτσι, Ευθυμένη, πέφτοντας και σύ,
στην Αίγινα, στην αγκαλιά της θεάς της Νίκης,
περίσσιους ύμνους κορφολόγησες
και τώρα εσένα, που στα χνάρια του όρμησες,
Πυθέα, ο μητρικός ο θείος σε καμαρώνει
κι όλ' η γενιά σου η ομόσπορη,
που σου έστρεξε η Νεμέα
κι ο εγχώριος μήνας, π' αγαά ο Απόλλωνας,
και νίκησες στους συνομήλικούς σου
που ήρθανε στην πατρίδα σου
και στο ακρολόφι τ' ομορφόλογγο του Νίσου.
Χαίρομαι να θωρώ πως συνερίζεται
για τους ευγενικούς αγώνες κάθε πόλη
μα μη ξεχνάς, πως το χρωστάς στο Μέναντρο
που το γλυκό καρπό των μόχτων σου
απόλαυσες απ' την Αθήνα πρέπει νά'ναι
ο άξιος τεχνίτης για τους αθλητές.
Μ' αν το Θεμίστιο κινάς να κελαδήσεις,
να μη σκιαχτείς δίνε φωνή και σήκω το
στου καταρτιού την ξάκρη το πανί σου
και πέ τον, πως πυγμάχος, στην Επίδαυρο,
και στο παγκράτιο πήρε τ' άθλα διπλής νίκης
κι έφερε στου Αιακού τα πρόθυρα
χλωρόφυλλ' ανθοστέφανα
με τη βοήθεια των ξανθών Χαρίτων.
Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης
Σωγένη Αιγινήτη, παιδί πεντάθλω
[Επεξεργασία]
Κόρη της δέσποινας Ήρας, Ειλείθυια,
που με τις Μοίρες μαζί τις βαθύβουλες
στων παιδιών παραστέκεις τις γέννες,
άκουσε δίχως εσέ της ημέρας το φως
δε θα βλέπαμε, μήτε τη μαύρη τη νύχτα,
δίχως εσέ δε θα φτάναμε
τη λαμπρόκορμη αδελφή σου την Ήβη.
Όμως δεν αναπνέομε κι όλοι για τα ίδια
και μποδίζει τον ένα μια διάφορη απ' άλλον
που ζεύχτηκε μοίρα
μα χάρη σε σε του Θεαρίωνα ο γιός
ο Σωγένης, αφού νικητής απ' αξιά του κηρύχτηκε,
μες στους πεντάθλους να ψάλλεται η δόξα του βλέπει.
Γιατ' έχει πατρίδα που ξέρει απο ύμνους, την πόλη
των δοριχτύπων παιδιών του Αιακού,
που αγαπούν να τιμούν όποιος έχει καρδιά
σαν κι αυτούς μαθημένη σε αγώνες
κι όταν κανείς κινδυνεύοντας βγει νικητής,
δίνει γλυκιά σαν το μέλι αφορμή
να χυθούν των Μουσών οι ροές
γιατ' έχουν σκοτάδι βαθύ κι οι αρετές οι τρανές
όταν οι ύμνοι τους λείψουν
κι ενός είδους μονάχα καθρέφτη γνωρίζομε
για τα λαμπρά κατορθώματα:
ν' αξιώνει η χρυσή Μνημοσύνη να βρίσκουνε
πλερωμή για τους τόσους των μόχτους
στους κοσμολόγητους ήχους των ύμνων.
Ξέρει ο σοφός και πριν τρείς ημέρες
να προβλέψει ποιόν άνεμο θα'χει
και δεν πάει να χαθεί για το κέρδος.
Όλοι μας, πλούσιος μαζί και φτωχός
σ' ένα τέρμα τραβούμε, το θάνατο
μα εγώ λογιάζω, πως τ' όνομα πόβγαλε
ο Οδυσσέας ξεπέρασε τα όσα κι αν τράβηξε
χάρη στο μάγο τραγούδι του Ομήρου.
Γιατί με τα ψέματα και με τις τέχνες
της φτερωτής φαντασίας εκείνος το πήρε
το κάποιο ξέχωρο πόχει ντυθεί μεγαλείο
με παραμύθια η σοφία ξεπλανά, παρασέρνοντας
το σωρό των ανθρώπων το πιότερο
πόχει το νού τον τυφλό γιατ' αν ήταν σε θέση
την καθαρή την αλήθεια να βλέπει,
δε θα'μπηγε μες στα πλευρά του σπαθί κοφτερό,
χολωμένος για τα όπλα, ο γενναίος ο Αίας
που αντρειότερο απ' όλους εχτός του Αχιλλέα,
δεν προβόδησαν του πρύμου Ζεφύρου οι πνοές
μες σε καράβια γοργά προς του Ίλου την πόλη,
για να πάρουνε πίσω με πόλεμο
του ξανθού Μενελάου τη γυναίκα.
Όμως έρχεται του Άδη το κύμα
για όλους όμοια και πήρ' απο κάτω
και τον ανεπάντεχο κι όποιος το πρόσμενε
μα η τιμή 'ναι για κείνους
που λαμπρό τ' όνομά των αυξαίνει ο θεός
όταν έχουν πεθάνει στη λάτρα του.
Έτσ' ήρθε στης γης της πλατύστηθης
το μεγάλ' Ομφαλό και στο έδαφος είναι θαμμένος
της Πυθώς ο Νεοπτόλεμος,
αφού πήρε του Πριάμου την πόλη,
που γι'αυτήν τόσα τράβηξαν οι Ελληνες
γιατί γυρνώντας εκειθε, απ' τη Σκύρο ξενέρισε
κι αφού πλανηθήκαν στη θάλασσα
στην Εφύρα ξεπέσανε τέλος.
Στη Μολοσσία βασίλευσε λίγον καιρό
-μα η γενιά του για πάντα
το αξίωμα κράτησε αυτό-
κι έφυγε προς το θεό των Δελφών, να του πάει
προφαντές προσφορές απ'της Τροίας τα λάφυρα
όπου, σε άμαχη που του έτυχ' εκεί
για της θυσίας τα κρέατα,
με το μαχαίρι του κάποιος τον τρύπησε.
Βαριά λύπη οι φιλόξενοι πήραν Δελφοί,
μα η βουλή τέλειων έτσι της Μοίρας
γιατί στο πανάρχαιον έπρεπε το άλσος
να ήτανε μέσα για πάντα
κι ένας απο τους τρανούς Αιακίδες
πλάι στου θεού τα ομορφόχτιστα μέγαρα
και, δίκιος επόπτης, εκεί να επιβλέπει
τις πομπές με τις άφθονες
προς τιμή των ηρώων θυσίες.
Τρία λόγια να φτάσουν για να δικαιωθεί
το καλό τ' όνομά του:
Δεν είναι ψεύτης ο μάρτυρας, Αίγινα,
που επιστατεί στους αντρίκιους αγώνες
των δικών σου απογόνων και του Δία
έχω την τόλμη να πώ, πώς αυτός
είν' ο διάπλατος δρόμος της φήμης
για τις λαμπρές αρετές των παιδιώ σου.
Μα είναι στην κάθε δουλειά κι η παύση γλυκιά
γιατί μπουχτίζει κανείς και το μέλι
και τα τερπνά τ' Αφροδίσια τ' άνθια.
Έχει απ' τη φύση καθένας και διάφορο λάχει
κλήρο ζωής, έν' αυτός, άλλο εκείνος
μα είν' αδύνατο κι ένας ποτέ να βρεθεί
που την πάσα ευτυχία να πήρε
και δεν έχω να πω σε ποιόν πρόσφερ' η Μοίρα
το δώρο αυτό, κατοχή του για πάντα.
Μα εσένα καν το σωστό, Θεαρίωνα, μέτρο
της ευτυχίας σου δίνει κι ενώ και την τόλμη
των γενναίων των έργων ακόμη κρατάς,
και την κρίση του νού δε σου βλάφτει.
Ξένος σας είμαι και διώχνοντας κάθε
σκοτεινό ψόγο μακριά μου,
σα να φέρνων καθάριο σε φίλο νερό,
το σωστόν ύμνο να ψάλω της δόξας του,
που είν' ο μόνος μιστός να ταιριάζει στους άξιους.
Κι αν ήταν κοντά κανείς Αχαιός
που μες απ' το Ιόνιο πέλαγος κάθεται,
δε θα'χε καμιά να μου έβρει αφορμή
στου προξένου τον τίτλο έχω τα θάρρη μου
μα τέτοιος και στους πατριώτες μου ανάμεσα
με καθάριο κοιτάζω το μάτι, χωρίς
απ' το μέτρο να βγαίνω, αποδιώχνοντας
κάθε απόκοτη πράξη απ' το δρόμο μου.
Είθ' έτσι κι οι επίλοιπες μέρες μου
να κυλούν καλοπρόθετες όποιος με ξέρει,
θα μαρτυρήσει αν ξεπέφτω παράτονα
σε ψογερά ποτέ λόγια.
Ώ Ευξενίδη απο γένος, Σωγένη, όρκο παίρνω
πως βγαίνοντας έξω απ' το τέρμα δεν τίναξα,
σαν όταν χαλκόστομο κοντάρι,
τη γλώσσα μου γρήγορη ώς εσύ,
που απ' τα παλαίματ' ανίδρωτο απάλλαξες
το στιβαρό σου τον τράχηλο, πριν
του ήλιου πέσει το κάμα στα μέλη σου
αν εστάθηκε κόπος εκεί
πιο μεγάλη ακλουθά η χαρά
Εμέν' άφις με εγώ κι αν το πήρα ψηλότερα
και τη φωνή μου πιο πάνω αν εσήκωσα,
στο νικητή καν δε θα'μαι πιο δύσκολος
του εγκωμίου του να εξοφλήσω το χρέος.
Εύκολο είναι στεφάνια να πλέκει κανείς
μα περίμενε η Μούσα μου εμένα χρυσάφι κολλά
με λευκό ελεφαντόδοντο κι άλικο
κρινανθό, που απ' τα σπλάχνα της θάλασσας βγάζει.
Να μνημονεύεις το Δία η Νεμέα σου ζητά
πολυφήμιστων ύμνων ανάδευε ηχούς
γαληνούς σ'αυτά πρέπει τα χώματα
το βασιλέα του Ολύμπου να ψάλλομε
με φωνή ταπεινή γιατί λέγουν
πως το μητρόδεχτο σπέρμα του φύτεψε
τον Αιακό, πολιούχο της ένδοξης πατρίδας του,
και δικό σου, ω Ηρακλή, πολύ πρόθυμο φίλο αδερφό.
Αν άνθρωπος γεύεται κάτ9ι απο άνθρωπο,
μπορεί να πούμε, πως γείτονας
που μ' όλη αγαπά την καρδιά του το γείτονα,
είν' ευτυχία που αξίζει ό,τι πεις.
Κι αν το κρατούσαν αυτό κι οι θεοί,
στη γειτονιά σου, ω εσύ δαμαστή των Γιγάντων, θέ να'θελε
κι ο Σωγένης, να ζει ευτυχισμένα
και την απαλή του ψυχή καλουργώντας,
προς χαρά του πατέρα του, πάντα να κάθεται
στων προγόνων τον πλούσιο θεοφύλαχτο δρόμο.
Γιατ' έχει, σα να'ταν τετράζυγων αρμάτων τιμόνια,
στα δικά σου τεμένη το σπίτι του ανάμεσα
καθώς έρχετ' απ' το ένα το χέρι κι απ' τ' άλλο.
Μά ώ μακάριε, είναι εσένα στο χέρι σου
και της Ήρας τον άντρα να φέρνεις στη γνώμη σου
και τη γλαυκομάτα παρθένα
και μπορείς των ανθρώπων να δίνεις βοήθεια
στις σκληρότερες ανάγκες των συχνά.
Είθε στους δυό των, πατέρα και γιό,
συνταιριάζοντας νιότη κι αδρά γερατειά,
της ζωής των να υφαίνεις τα νήματα
σ' απαρασάλευτη μέσα ευτυχία
και τα παιδιά των παιδιώ τωνε να'χουνε πάντα
την τωρινή την τιμή και καλύτερη ακόμα κατόπι.
Όσο για μένα, η καρδιά μου ποτέ δε θα πεί,
πως το Νεοπτόλεμο μ' άπρεπα ξέσυρα λόγια.
Μα είναι φτώχεια κανείς να γυρνά
τρείς και τέσσερεις στα ίδια φορές,
σαν το μωρόλογο που όλο κι αυτό κοπανά
στα παιδόπουλα "ο Κόρινθος, γιός του Διός".
Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης
Θεαίω Αργείω, παλαιστή
[Επεξεργασία]
Του Δαναού και των πενήντα λαμπροθρόνων του
θυγατέρων την πόλη υμνείτε, Χάριτες,
το Άργος, τη θεόπρεπη της Ήρας έδρα,
που φλέγεται με δόξες άμετρες
για τα παντότολμά του τα έργα.
Δε θά'χε τελειωμό να λές
για τον Περσέα με τη Γοργόνα Μέδουσα,
για τις πολιτείες που θεμέλιωσε
στην Αίγυπτο με του Έπαφου το χέρι
και για την Υπερμνήστρα, που δεν παρασύρθηκε
στο κρίμα, μόνο κράτησε
μονόψηφο στη θήκη του μαχαίρι.
Το Διομήδη έναν καιρό η ξανθιά
η Γλαυκομάτα αθάνατο έκαμε θεό.
Κι η γη στη Θήβα, με τα βέλη του Διός
κεραυνωένη, δέχτηκε το μάντη Οϊκλείδη,
που ήταν πόλεμου αστραποσύγνεφο
κι αν πεις για τις πανώριες του γυναίκες,
απο τα χρόνια τα παλιά
έχει στον κόσμο τα πρωτεία
και μαρτυριά στου λόγου την αλήθεια δίνει
αυτός ο Δίας, που κατέβηκε απ' τον ουρανό
για τη Δανάη και την Αλκμήνη,
κι ακόμα στον πατέρα του Άδραστου
και στο Λυγκέα συνάρμοσε της γνώσης τον καρπό
με την ίσια μαζί δικαιοσύνη.
Έθρεψε το Άργος του Αμφιτρύωνα την αιχμή
κι ο παμμακάριστος θεός
στη γενεά του αξίωσε να μπεί
αφού, ζωσμένος στα χαλκά του τ' άρματα,
ξολόθρεψε τους Τηλεβόες εκείνος,
παίρνοντας τη μορφή του ο βασιλιάς
των αθανάτων μπήκε στην αυλή του,
κομίζοντας εκεί
το ατρέμιστο το σπέρμα του Ηρακλή
πόχει γυναίκα τώρ' αυτός στον Όλυμπο
την πιο'μορφη απο τις θεές, την Ήβη,
που πλάι με τη γυναίκα της,
το τέλειου γάμου τη θεά, βαδίζει.
Κοντή 'ναι η ανάσα μου όλες να ιστορώ
τις δόξες, πόλαχαν στην άγια του Άργους γη
κι ο κόρος των ανθρώπω είναι βαρύς
μ' αυτόν ν' αντικριστείς.
Μα σήκωσε τη λύρα την καλλίχορδη
και στα παλαίσματα το νού σου γύρνα
ο χάλκινος ο αγώνας τους λαούς καλεί
στη βουθυσία της Ήρας,
εκεί που τ' άθλα κρίνουνται μπρος σ' όλους
κι όπου ο Θειαίος του Ουλία το παιδί
βρήκε, νικώντας δυό φορές,
τη λησμονιά απ' τους γόνιμούς του μόχτους.
Μά κι άλλη φορά νίκησε
τη μαζεμένη Ελλάδα στην Πυθώ
και με την τύχη συνοδειά πηγαίνοντας
πήρε στεφάνια στη Νεμέα και τον Ισθμό
κι έδωσε των Μουσών δουλειά, να οργώνουμε,
νικώντας τρείς φορές στου πόντου τις ποριές
και τρείς στα τιμημένα ισιώματα
με του Άδραστου το θεσμό.
Ώ Δία πατέρα, όσα η καρδιά του λαχταρά,
το στόμα του σωπαίνει
μα κι αν την τόλμη παίρνει αυτή,
τη χάρη δε ζητά
χωρίς καρδιά στους μόχτους γυμνασμένη.
Τα ξέρει αυτά που ψάλλω κι ο θεός
κι όσοι αγωνίζονται για τις κορφές
των πιό μεγάλων άθλων
κι είναι στην Πίσα που ίδρυσε ο Ηρακλής
τον πρώτο απ' όλους τους αγώνες.
Μα όμως γλυκιές φωνές, σαν προανάκρουσμα,
δυό φορές τώρα το Θειαίο πανηγυρίσανε
στις μεγάλες γιορτές των Αθηναίων
και δυό φορές της ελιάς ήρθεν ο καρπός
στης Ήρας το λαό το δοξασμένο,
μές στ' ομορφογραμμένους αμφορείς
απο άσπρο χώμα στη φωτιά ψημένο.
Συχνά η τιμή απο αγώνες ένδοξους
έχει, Θειαίε, ακολουθήσει
τη γενιά της μητέρας σου την πολυοξάκουστη
με τη βοήθεια των Χαρίτων
και των Τυνδαριδών
που αν ήμουν του Θρασύκλου και του Αντία συγγενής,
άξιος μές στο Άργος θα'μουνα
να περπατώ μ' όχι κατεβασμένα μάτια
γιατί του Προίτου η αλογοθρόφα πόλη αυτή
με πόσες έχει αναγαλλιάσει νίκες,
που ήραν στην Κορίνθου τους μυχούς
και, τέσσερις, απο τους Κλεωναίους αγωνοδίκες.
Απο τη Σικυώνα ασημωμένοι γύρισαν
με κύπελα κρασιού κι απο την Πελλήνη
με ριχμένες στους ώμους χλαίνες μαλακές
και ποιός μπορεί- θέ νά'θελε μακρύτερο καιρό-
να λογαριάσει τον αμέτρητο χαλκό
που Κλείτορας, Τεγέα και των Αχαιών
οι ψηλόχτιστες πόλεις και το Λύκαιο,
έπαθλα, στον ιππόδρομο του Δία, είχαν ορίσει
για όποιον με των ποδιών και των χεριών τη δύναμη
θε να'ταν άξιος για να κερδίσει.
Μα αφού ήρθε ο Κάστορας μαζί
με τον αυτάδερφό του Πολυδεύκη
στα σπίτια του Παμφάη να φιλοξενηθούν,
θαύμα δεν είναι αν το'χει στο αίμα της
αυτή η γενιά παράξιους αθλητές να βγάζει
γιατί της Σπάρτης οι Πολιούχοι της τρανής,
μαζί με τον Ερμή και με τον Ηρακλή,
τη λαμπρή μοίρα των αγώνων κυβερνούνε,
τους δίκιους τους ανθρώπους έχοντας
στην έγνια τους ξεχωριστά
και ξέρουνε οι θεοί την πίστη να κρατούνε.
Μέρα τη μέρα αλλάζοντας, περνούν αυτοί
τη μια πλάι στον πατέρα Δία,
την άλλη κάτω απο της γης τη σκοτεινιά,
στης Θεράπνας τη βαθυλαγγαδιά,
την όμοια μερασμένη μοίρα
γιατί έτσι ο Πολυδεύκης πρόκρινε,
παρά για πάντ' αθάνατος θεός
να ζει στους ουρανούς αυτός,
ενώ έπεσε στη μάχη σκοτωμένος
ο Κάστορας, που με τη λόγχη του τον τρύπησε
ο Ίδας για τα βόδια του οργισμένος.
Ψηλ' απ' του Ταϋγέτου τις κορφές βιγλίζοντας
τον είχε δει ο Λυγκέας να κάθεται
μες στην κουφάλα μιας βελανιδιάς
γιατί στη γη δεν ήταν άνθρωός
πιο οξύθωρη απ' αυτόν να'χει ματιά.
Κι ευθύς με τα γοργά τους πόδια πρόφταξαν
οι Αφαρητίδες κι έπραξαν το μέγα κρίμα,
μα που φρικτά απ' του Δία τα χέρια πλέρωσαν
γιατ' ήρθ' αμέσως κυνηγώντας τους
ο γιός της Λήδας κείνοι του σταθήκανε
αντίκρυ, στου πατέρα τους κοντά το μνήμα.
Κι αρπώντας κείθε μάρμαρο πελεκητό,
του τάφου νεκρικό στολίδι,
κατάστηθα τουΠολυδεύκη του σφεντόνισαν,
μα δεν τον σπάσανε, ούτε που τον πισωσάλευψαν
κι απάνω τους με το γοργό του αυτός
χυμώντας το κοντάρι
μες στου Λυγκέα τα πλευρά τα χώνεψε,
ενώ στον Ίδα πάνω ο Δίας βρόντηξε
τον κεραυνό του, φλόγα και τουφάνι.
Στην ερημιά μονάχοι των κι οι δυό
καιγόντουσαν. Δε βγαίνει των ανθρώπων σε καλό
να πέφτουν με τους δυνατότερους σε αμάχη.
Βιαστικά πίσω ο Τυνδαρίδης γύρισε
στον ήρωα τον αδερφό του και τον βρήκε
όχι νεκρόν ακόμη, μά που τις στερνές
πνοές του βαρυαγκομαχούσε
και βρέχοντας δάκρυα θερμά κι αναλυγκιάζοντας,
έκραξε με φωνή σπαραχτικιά:
"Δία, ώ πατέρα, ποιός θα γίνει λυτρωμός
στον πόνο αυτό μου; τάξε μου και μένα
θάνατο, ώ Κύριε, μαζί μ' αυτόν
τιμή δεν του απομένει πιά, σα στερηθεί
τους δικούς τους κανείς τους ακριβούς του
κι απο τους άλλους, λίγοι στην ανάγκη του πιστοί
να μεραστούν μαζί τους κίντυνούς του".
Είπε και βγήκε ο Δίας αντίκρυ του
κι αυτόν του μίλησε το λόγο:
"Εσύ 'σαι γιός μου εμένα με αυτόν έπειτα
σμίγοντας τη μητέρα σου ο θνητός της άντρας
τον έσπειρε, φύτρα θνητή.
Μα έλα και νά, σου δίνω να διαλέξεις απ' αυτά:
αν θές, απαλλαγμένος απ' το θάνατο
κι απο τα μαύρα γηρατειά, να ζεις αιώνια εσύ
στον Όλυμπο με μένα και την Αθηνά
και με τον πολεμόχαρο τον Άρη,
η μοίρα θα σου λάχει αυτή.
Μα αν πάλι για τον αδερφό σου ψυχομάχεσαι
κι έχεις στο νού σου να ισιομοιραστείς
μαζί του όλα τα πάντα, τη μισή ζωή σου
θα την περνάς κάτω απ' της γης, και τη μισή,
στα ολόχρυσα παλάτια τ' ουρανού".
Είπε και κείνος ούτε που στιγμή
δεν έδωσε διπλή βουλή του λογισμού του.
Ξανάλυσε τα μάτια ευθύς και τη φωνή
του Κάστορα, του χαλκαρμάτωτου αδερφού του.
Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης