Ναυάγια
Ναυάγια Συγγραφέας: |
Λόγια τῆς πλώρης (1924) |
ΜΟΛΙΣ ἀράξαμε στὴ Στένη ὁ καπετὰν Ξυρίχης πῆρε τὴ βάρκα κι’ ἔτρεξε στὸ τηλεγραφεῖο. Δυὸ ἡμέρες τόρα δὲν ἥβρεσκε ἡσυχία. Τριάντα μίλια ἔξω ἀπὸ τὸ Μπουγάζι ἀντάμωσε τὸν «Ἀρχάγγελο», τὸ μπάρκο του, ποῦ ἦταν μέσα κυβερνήτης καὶ γραμματικὸς τὰ δυό του ἀδέρφια. Δὲν πρόφτασαν νὰ καλοχαιρετηθοῦν, νὰ εἰποῦν γιὰ τὸ φορτίο καὶ τὸ ναῦλο τους καὶ τοὺς χώρισε ὁ χιονιᾶς. Κατόρθωσε τέλος νὰ ὁρθοπλωρίσῃ τὸ δικό μας καὶ ὁλάκερο ἡμερονύχτι θαλασσοδαρθήκαμε στ’ ἀνοιχτά. Μὰ ὅταν μπῆκε στὸ Βόσπορο, ρώτησε ὅλους τοὺς βαρκάρηδες, τοὺς πιλότους, ἀκόμη τοὺς κουμπάρους καὶ τὶς κουμπάρες· ἀλλὰ τίποτα δὲν ἔμαθε γιὰ τὸν «Ἀρχάγγελο». Τί νὰ ἔγινε; Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφτασε νὰ ὀρθοπλωρίσῃ καὶ κεῖνος ἢ ἔπεσε ἀπάνω στοὺς βράχους; Κι’ ἂν τσακίστηκε τὸ μπάρκο, σώθηκαν τοὐλάχιστον τ’ ἀδέρφια του; Ὅλο τέτοια συλλογίζεται κι’ ἔχει συγνεφωμένο τὸ μέτωπο, τρέμουλο ἔχει στὴν καρδιά.
Ὅταν ἔφτασε στὸ τηλεγραφεῖο, ξέχασε μιὰ στιγμὴ τὸν πόνο του ἐμπρὸς στὸν πόνο τῶν ἀλλονῶν. Κάτω στὴν αὐλή, ἀπάνω στὶς σαρακωμένες σκάλες καὶ παραπάνω στ’ ἀσάρωτα πατώματα κόσμος σὰν αὐτὸν ἀνήσυχος· γυναῖκες ἄντρες, παιδιὰ πρόσμεναν νὰ μάθουν ἀπὸ τὸ σύρμα τὴν τύχη τῶν δικῶν τους. Καὶ κεῖνο σώριαζε μὲ τὴν ταρναριστὴ φωνή του ἀκατάπαυστα θλίψη. Ὠνόμαζε πνιγμούς, μετροῦσε θανάτους, ἔλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρὲς κι’ ἐλπίδες σὰν δρόλαπας. Καὶ κάθε λίγο ἀπάνω στὰ πατώματα, στὶς σκάλες κάτω καὶ παρακάτω στὴν αὐλὴ θρῆνοι ἀκούονταν, κορμιὰ ἔπεφταν λιπόθυμα, φωτιὰ κυλοῦσε τὸ δάκρυ.
Ὁ καπετὰν Ξυρίχης δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ περισσότερο τὸ βάσανο. Βιαζότανε νὰ μάθῃ καὶ τὴ δική του μοῖρα. Ἔσπρωξε τὸν κόσμο ζερβόδεξα, ἀνέβηκε δυὸ-δυὸ τὰ σκαλιά, ἔφτασε μὲ κόπο στῆ θυρίδα καὶ ρώτησε μὲ ὁλότρεμη φωνή:
— Γιὰ τὸν Ἀρχάγγελο… τὸ μπάρκο… μὴν ἀκούσατε τίποτα;
— Τίποτα· τοῦ ἀπαντᾷ ξερὰ ὁ τηλεγραφητής.
Τίποτα! πῶς εἶνε δυνατό; Ξαναρωτάει:
— Ἀρχάγγελο τὸ λέν· ἔχει φιγούρα δέλφινα... ἔχει στὸ μεσανὸ κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο.
Καὶ κολλάει περίεργα τὰ μάτια στοῦ ὑπάλληλου τὸ πρόσωπο, ἀφτιάζεται τοὺς κρότους ποῦ βγάζει ξερούς, συγκρατητοὺς σὰν δοντοχτύπημα κρυομένου ἡ μηχανή. Τὰ σωθικά του λαχταροῦν, φεύγουν τὰ σανίδια ἀπὸ τὰ πόδια του· ἕτοιμος νὰ λιποθυμήσῃ. Μὰ δὲν τὴν παραιτᾷ τὴ θέση του. Τέλος σηκώνει ἐκεῖνος τὰ μάτια, τὸν καλοκοιτάζει μιὰ στιγμὴ καὶ λέει μὲ φωνὴ ἀδιάφορη:
— Ναί… Ἀρχάγγελος. Χάθηκε στὸ τάδε μέρος τῆς Ρούμελης· κόπηκε στὰ δυό· ἡ πρύμη του ρίχτηκε στοὺς βράχους μὲ δυὸ παιδιὰ μέσα… Τὰ παιδιὰ εἶνε ζωντανά.
Ζωντανά! Ἀναστηλώνεται ὁ καπετάνιος στὰ πόδια του.
— Τὰ ὀνόματα; λέει μὲ φωνὴ σὰν χάδι· δὲν μποροῦμε τάχα νὰ μάθουμε τὰ ὀνόματα;
— Πέτρος καὶ Γιάννης.
Δόξα σοι ὁ Θεός! Πέτρος καὶ Γιάννης εἶνε τ’ ἀδέρφια του. Ζωντανὰ λοιπὸν καὶ τὰ δυό. Ζωντανὰ ἐκεῖνα, θρίμματα τὸ ὁλοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ὁ Θεός! Φτιάνουν ἄλλο μεγαλείτερο κι’ ὀμορφώτερο. Φιλεύει ἀνοιχτόκαρδος πέντε ποῦρα τὸν ὑπάλληλο· δίνει ἕνα μετζίτι κέρασμα στὸν ὑπηρέτη· παρηγορεῖ γλυκομίλητος τὰ θλιμμένα πρόσωπα:—Δὲν εἶνε τίποτα· ὅλοι καλὰ εἶνε· ὅλα καλά!
— Ποιᾶς ἡλικίας τάχα νὰ εἶνε τὰ παιδιά; ρωτάει πάλι.
Ὁ ὑπάλληλος σκουντουφλιάζει: Μὰ τὸν παρασκότισε! Γύρω ἀκούονται φωνὲς ἀνυπόμονες· σπρώχνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· θέλουν νὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ τὴ θυρίδα. Ἔμαθε πῶς ζοῦν τ’ ἀδέρφια του· δὲν τὸν φτάνει; Εἶνε κι’ ἄλλοι ποῦ λαχταροῦν γιὰ τοὺς δικοὺς των. Ἂς μάθουν καὶ κεῖνοι κάτι τί! Μὰ ἐκεῖνος δὲν ἀφήνει τὴ θέση του.
— Ποιᾶς ἡλικίας τάχα; ξαναρωτᾷ.
— Δέκα-δώδεκα χρονῶν.
Πάλι ἀπελπισία. Τ’ ἀδέρφια του δὲν εἶνε τόσο μικρά. Εἶνε ἀπὸ εἰκοσιπέντε κι’ ἀπάνω. Σκουντούφλης, κατεβαίνει τὶς σκάλες, βγαίνει ἀπὸ τὴν αὐλή, παίρνει τὸ βαποράκι καὶ φτάνει στὰ Θεραπειά. Ἀποκεῖ μ’ ἕν’ ἄλογο φτάνει στὸν Ἅϊ Γιώργη, παίρνει τὴν ἀκρογιαλιά. Τὰ μάτια του ὀμπρίζουν. Ὁ ἥλιος παιγνιδίζει ἀκόμη σὲ ζαφειρένιο οὐρανό. Ἡ θάλασσα λίμνη ἁπλώνεται ὡς τὰ οὐρανοθέμελα. Ἡ γῆ ἀνθοσπαρμένη μοσχοβολᾷ. Μὰ ἡ ἀκρογιαλιὰ μοιάζει μὲ νεκροταφεῖο. Κάθε βράχος καὶ νεκροκρέβατο. Καράβια κομματιασμένα, βαρκοῦλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγοῦρες, πανιά, εἰκονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πιξίδες, χρυσόξυλα. Καὶ μαζὶ χέρια, πόδια, κορμιὰ δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, ἄδεια καύκαλα, τρίχες χωμένες στὶς σκισμάδες, μυαλὰ στουπιασμένα στὴν πέτρα. Ἕνα τρεχαντηράκι ὀμορφοφκιασμένο, ἄγγελος πρόβαινε μὲ πανιὰ καὶ ξάρτια, λὲς κι’ ἀρμένιζε ἀνάερα. Καὶ ὅμως ἦταν καρφωμένο στὸ βράχο, σφιλιασμένο τόσο καλά στὴν πέτρα, ποὺ οὐδὲ νερό, οὐδ’ ἄνεμος μποροῦσε νὰ περάσῃ. Κι’ ἕνα σκυλὶ στὴν πρύμη δεμένο, γύριζε μάτια φωτιές, δάγκωνε τὴν ἁλυσίδα του καὶ τὸ νερὸ κοιτάζοντας ἀλύχταγε κι’ ἀλύχταγε, σὰν νὰ τὸ ἔβριζε ποῦ χάλασε τ’ ὀμορφοκάραβο.
Ἔκαμε ἀκόμη μερικὰ βήματα ὁ καπετὰν Ξυρίχης καὶ ἄξαφνα βρέθηκε μπρὸς στὸ μπάρκο του. Ἔπρεπε νὰ εἶνε δικό του ξύλο, γιὰ νὰ τὸ γνωρίσῃ. Οὔτε κατάρτια οὔτε πανιά, οὔτε σκαφίδι ἀπόμενε πλιά. Μονάχα ἡ πρύμη του καὶ κείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σὲ δυὸ χάλαρα. Καὶ γύρωθέ της πικρὴ νεκροπομπὴ ἄλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιὰ καὶ ἄρμενα· ἄλλες καρίνες φαγωμένες· ἄλλα ποδόσταμα καὶ σωτρόπια καὶ σταύρωσες. Κι’ ἀκόμη γύρωθέ της ἄλλη πικρότερη συνοδειά! Βλέπει τὸν ναύκληρο νεκρὸ στὸ πλάγι· βλέπει τοὺς ναῦτες πέρα δῶθε σκορπισμένους, ἄλλους κολλιτσίδα ἀπάνω στὰ κοτρώνια, ἄλλους μισοσκεπασμένους μὲ τὸν ἄμμο, ἄλλους παιγνίδι τοῦ νεροῦ, δαρμὸς καὶ φτύμα του. Κι’ ἀπάνω στὰ τουμπανιασμένα κουφάρια, στὰ πρόσωπα τὰ χασκογέλαστα τὰ ὄρνια καλοκαθισμένα βύθιζαν τὸ ράμφος στὴ νεκρὴ σάρκα καὶ στὸν κρότο του πέταξαν κράζοντας, σὰν νὰ διαμαρτύρονταν ποῦ τὰ ἐνόχλησε στὸ πλούσιο φαγοπότι.
Ἀρχίζει τόρα φριχτότερο τοῦ καπετάνιου τὸ βάσανο. Ἐκεῖνα τὰ κουφάρια δείχνουν πῶς κοντὰ βρίσκονται καὶ τὰ δικά του. Θέλει νὰ δράμῃ, νὰ ψάξῃ ὁλοῦθε, μὰ δὲν τολμᾷ. Κάτι μέσα τὸν κρατεῖ τὰ πόδια του καρφώνει στ’ ἀχνάρια τους. Τέλος πάει καὶ ψαχουλεύει, βρίσκει ἀσούσουμα καὶ τ’ ἀδέρφια του. Τὸ ἕνα κοίτεται μὲ τὸ κεφάλι συψαλιασμένο, τὸ ἄλλο ἔχει καὶ τὰ δυὸ πόδια κομμένα στὸ γόνατα. Ἂν δὲν τοῦ τό λεγε ἡ ψυχή, βέβαια δὲ θὰ τὰ γνώριζαν τὰ μάτια του, ὅπως καὶ τὸ μπάρκο. Ἀλλὰ τοῦ τὸ εἶπε καὶ τὰ καλογνώρισε. Καὶ τότε τὰ μάτια του στέρεψαν· οὔτε δάκρυα βγάζουν, οὔτε σπαρταροῦν. Τὴ θάλασσα μόνον κοιτάζουν πεισμωμένα. Ἄξαφνα ὁ γρόθος σηκώνεται καὶ πέφτει μὲ ὁρμή, ποῦ λὲς τρόμαξε καὶ πισωπάτησε κείνη φοβισμένη.
Ἔπειτα σκύφτει καὶ γλυκοφιλεῖ τ’ ἀδέρφια του. Χαϊδεύει τους τὰ χτυπημένα κορμιὰ ἀνάλαφρα, σὰν νὰ φοβᾶται μὴν τὰ ξυπνήσῃ· κάτι τοὺς ψιθυρίζει μυστικὰ στ’ ἀφτί, θὲς παρηγοριά, θὲς μακρινὴν ὑπόσχεση. Ἔπειτα μὲ τὸ λάζο ἀρχίζει καὶ σκάφτει τὸν τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μιὰ ὥρα στὸν ἄμμο. Τὸν ἄνοιξε καλά· ἀπίθωσε πρῶτα τ’ ἀδέρφια, ἔπειτα τὸ ναύκληρο, κατόπιν τοὺς ναῦτες, κύλισε ἀπάνω πέτρες καὶ χάλαρα. Ἔπειτα ἔπιασε πάλι τὴ στράτα του κι’ ἔφτασε στὰ Θεραπειά. Βρίσκει τὸ βαπόρι, ἔφτασε πάλι στὸ μπάρκο του.
— Ἕτοιμα; ρωτᾶ τὸ γραμματικό.
— Ἕτοιμα.
— Βίρα ἄγκουρα!
Ὁ καπετὰν Ξυρίχης ἀμίλητος, ἔπιασε, τὴ θέση του στὸ κάσαρο κι’ ἐξακολουθήσαμε τὸ ταξίδι.