Νάνι-νάνι

Από Βικιθήκη
Αιμιλίω τω Τυπάλδω
Συγγραφέας:
Νάνι-νάνι


Ἀγγελοκάμωτο παιδί,
πέσε στὴν ἀγκαλιά μου,
πέσε γλυκὰ νὰ κοιμηθῇς·

δὲν ξεύρεις πῶς σπαράζουνε
τὰ μαῦρα σωθικά μου,
στὰ στήθια μου σὰν ἁπλωθῆς.

Ἔλα, ψυχή μου, κύτταζε·
ἡ μάνα σου ἡ καϋμένη,
γυμνὴ καὶ χιονισμένη,

μὲ τὰ μακρὰ μαλλάκια της,
γιὰ ἰδές, θὰ σὲ σκεπάσῃ,
μὴν ἡ δροσιὰ σὲ πιάσῃ.

Ἔλα, παιδί μου, κ' οἱ ὀρφανοί,
σὰν στέκουν κι' ἀγρυπνοῦνε
δύσκολα λησμονοῦνε.

Ἔλα νὰ σὲ κοιμήσουνε
στὴ ζέστη τσ' ἀγκαλιᾶς μου
οἱ χτύποι τῆς καρδιᾶς μου.

Νάξευρες πότ' ἐξύπνησε
σήμερο τὴν αὐγοῦλα
ἡ μαύρη σου ἡ μανοῦλά!

Τὰ γόνατά μου ἐτρύπησαν δυὸ ὧρες πεσημένη
ἐμπρὸς εἰς τὴν Παρθένο μας... Ἐσὺ κι' αὐτὴ μοῦ μένει.
Ἔκλαψα μαῦρα δάκρυα. Ὄχι γιὰ μὲ, παιδί μου.
Ἐτάχθηκα στὴ Χάρι της γιὰ σέ, γλυκὸ πουλί μου,
τὸ γάλα νὰ μὴ χάσω!

Παρθένο μου! Παρθένο μου! Πάρε με νὰ μὴ φθάσω
νὰ ἰδῶ τὸ μαῦρο τ' ὀρφανὸ ἀχνὸ καὶ πεινασμένο
στὰ μαραμένα στήθη μου νὰ κλαίῃ κρεμασμένο!

Ἔλα, παιδί μου, ἐλπίδα μου, ἔλα καὶ σε νυστάζει.
Κοιμήσου κ' ἡ μανοῦλά σου ἔξυπνη σὲ κυττάζει.
Εἶναι πικρὰ τὰ χείλη μου, φαρμάκ' εἶν' ἡ καρδιά μου,
ἀπὸ τὴ φτώχια τρέμουνε τ' ἄχαρα κόκκαλά μου...
Ἔλα, παιδάκι μου, μὴ κλαῖς. Πέσε νὰ σὲ κοιμήσω,
καὶ νὰ σὲ ναναρίσω.