Μπουμ! Μπουμ!
Μπουμ! Μπουμ! Συγγραφέας: |
Ιούλιος 1882. |
Ὁ Σέϋμουρ ἐξύπνησε μὲ ἥσυχο κεφάλι
ἐλούσθηκε κτενίσθηκε, ἐντύθηκε καλά,
ἔφαγε τὸ μπιφτέκι του μὲ ὄρεξι μεγάλη
τρεῖς ὀμελέταις, ὄρνιθαις, σαλάταις καὶ μυαλά.
Τοῦ ἄνοιξε τὴν ὄρεξι ὁ πρωϊνὸς ἀέρας,
κι' ἐρρούφηξε καὶ δύο τρεῖς μποτίλιαις τῆς Μαδέρας.
Kαὶ ἅμα πιὰ κατάλαβε τὸν ἑαυτό του ντοῦρο,
σὲ βελουδένιο καναπὲ ξαπλώθη μὲ ραχάτι,
ἐκάπνισε σὰν θεριακλῆς τὸ τακτικό του ποῦρο,
καὶ σὰν νὰ στριφογύριζε μὲς στὸ μυαλό του κἄτι.
Ἡ μοναξιὰ τοῦ ἔφερνε μεγάλη στενοχώρια
καὶ ὁλοένα ἔβλεπε τὰ γύρω του βαπόρια.
Κι' ἀφοῦ δὲν εἶχε τίποτα γιὰ νὰ διασκεδάσῃ,
ἀλλόκοτη τοῦ σάλεψε ἰδέα στὰ μυαλά,
τοῦ Ἀραμπῆ τὰ φρούρια ἐσκέφθη νὰ χαλάσῃ,
καὶ σὰν ζευζέκης ἄρχισε μονάχος νὰ γελᾷ.
Splendid! ἐφώναξαν εὐθύς, τοῦ ἦλθαν τὰ δαιμόνια,
κι' ἐπρόσταξε ν' ἀνοίξουνε τοῦ Ἄρμστρογγ τὰ κανόνια.
Κι' ἀνοίγουν τὰ κανόνια του τὰ μαῦρα στόματά των,
κι' ἰδοὺ ἀρχίζει κεραυνῶν καὶ ἀστραπῶν πομπή,
βαρειὰ βαρειὰ ἐτράνταξε ἡ χώρα τῶν θαυμάτων,
καὶ ὅλα βάρτα χάλαστα τὰ κάστρα τ' Ἀραμπῆ.
Μπάμ! Μπούμ! ὁ Νεῖλος βούϊξε, κουνοῦν ἡ πυραμίδες,
τρομάζουνε κροκόδειλοι, χταπόδια καὶ μαρίδες.
Τῶν σαρκοφάγων ἐξυμνοῦν τὰ σκέλεθρα ἐκεῖνα,
ὁ πρὸ αἰώνων Ὄσιρις, ὁ Φθᾶς, ὁ βοῦς, ὁ Ἄππις
ἀπὸ τὸ φόβο μούσκεψε ἡ κάθε Ἀραπίνα
καὶ κάθε φιλελεύθερος κι' ἀτρόμητος Ἀράπης.
Ὅλος ὁ κόσμος τρόμαξε μ' αὐτὸ τὸ κανονίδι
καὶ διόλου δὲν τοῦ ἄρεσε τὸ Ἀγγλικὸ παιγνίδι.
Σὲ χαιρετίζω, Σέϋμουρ, Ἐγγλέζε κανονιέρη!
ἐρέθιζε τὰ νεύρα μας μὲ Ἄρμστρογγ κανονιαῖς,
συμμάζεψε τριγύρω σου τ' Ἀράπικο ἀσκέρι
καὶ σκότωσε τὸν Ἀραμπῆ μὲ δύο τρεῖς μπουνιαῖς.
Τὰ ψεύτικα κανόνια του μὲ πρόκαις νὰ καρφώσῃς,
κι' αὐτὸν τὸν ἴδιο μὲς σ' αὐτὰ προσπάθησε νὰ χώσῃς.