Μιλεί η ψυχή μιανής μικρής φυσαρμόνικας

Από Βικιθήκη
Μιλεί η ψυχή μιανής μικρής φυσαρμόνικας
Συγγραφέας:


                L' ame des quartiers morts et de tristes enclos.
                                G. RODENBACH


– κΚίει το βερνίκι· ωσάν από κοντύλι
ψιλή, αφρίζει ακόμα η πινελιά.
Mα εσύ έχεις πάλι πυρετό στα χείλη,
που σέρπουν να ζητούν τα πιο παλιά!

Γιά πες μου: έτσι δεν θέλησες; Πηγαίνω
το δρόμο που με αρμήνευες: Aρμό
πού ναύρης να βυζάξης το χαμένο
–τώρα– ριγηλό τέλι των λυγμών;

Εσύ, μπρος στου Ιερού, σα χτες ακόμα,
μεταλάβαινες το σκαλί,
κι' απ' του σταυρού το κρύο φιλί
έχεις το μάλαμα στο στόμα.

Κι' όμως τώρα στεκόμαστε, από πάνω,
–τώρα– σε κρίμα δίχως ξαγορά:
αχ, στη γνώμη σου εμόνοιασα: την κάνω
δική μου, αφού ήταν όλη σου η χαρά!

Μόνον, αυτά τα κόκκαλα μην πιάνης!
–καλέ μου! ουδέ για μένα, ουδέ για σέ!–
Εσύ αλοιφήν ελέους δεν πας να βάνης:
μα ν' αναδέψης νεκρές ζεστασιές!

Το ξέρω τ' άσφαλτο αχείλι τί θέλει·
για την κρυφή πληγή με ψάχνει,– αχ μη!
(μη μουδιάσουν στο πληγωμένο τέλι
του χαμένου χινόπωρου οι λυγμοί!)

Αίμα θα τρέξη... Είσαι άξιος, σα θελήσης.
Όμως γιατί ξανά με τυραννείς;
Του ελέγχου και της στείρας ηδονής
το φαρμάκι διπλό για να μ' αφήσης;